ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


BLOG |
Τρί, 03/05/2016 - 15:18

H βία; Ποια βία; (Απόσπασμα)


Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή κειμένων του Ζωρζ Λαμπικά που πρόκειται να κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής σε μετάφραση του Χρήστου Βαλλιάνου και του Τάσου Μπέτζελου, με πρόλογο και επίμετρο του Στάθη Κουβελάκη. Κεντρική θέση του βιβλίου είναι ότι επειδή ακριβώς η βία δεν αποτελεί έννοια και υπάρχει μόνον εν καταστάσει δεν μπορεί και να αποτελέσει αντικείμενο καταδίκης «απ’ όπου κι αν προέρχεται». Πράγματι αυτή ακριβώς η καταδίκη (ηθικολογική - νομικίστικη στη μορφή αλλά πρωτίστως πολιτική στο περιεχόμενο) την οποία ζητά ή μάλλον απαιτεί προκαταβολικά το κράτος και οι εκπρόσωποί του απ’ όποιον τολμά να αγωνίζεται εξυπηρετεί έναν και μόνο στόχο: τη διαιώνιση (της βίας) του συστήματος. Και συγχρόνως επιχειρεί να αποκρύψει ένα θεμελιώδες γεγονός: ότι η βία δεν αποτελεί επιλογή, αλλά ενίοτε το μόνο μέσο που έχουν οι καταπιεσμένοι για να αντισταθούν στη βία του συστήματος. Με αυτή την έννοια είναι προφανές ότι όσοι σπεύδουν να καταδικάσουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται» έχουν ήδη κάνει την επιλογή τους…

 

H βία; Ποια βία;

Georges Labica

 

Η βία δεν αποτελεί έννοια

Ο όρος παραπέμπει σ’ ένα πλήθος μορφές, από τις αιματηρές έως τις ειρηνικές, από τη βόμβα έως την εργοστασιακή πειθαρχία, από τον φόνο που διαπράττει κάποιος μαινόμενος έως την ύπαρξη του συστήματος, δηλαδή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει βία παρά εν καταστάσει. Από εδώ προκύπτουν δύο επακόλουθα. Όταν αντιπαραθέτουμε τη βία στη μη βία, ακόμη κι αν διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για μαζικές ενέργειες, είτε πλέουμε σε πελάγη μεταφυσικής είτε προβάλλουμε ως επιχείρημα την αθωότητά μας είτε αποκρύπτουμε την αδυναμία μας, την παραίτησή μας, τη συγκατάθεσή μας στην καθεστηκυία τάξη ή οποιαδήποτε άλλη υστεροβουλία. Δεν γίνεται να μην αποδοθεί ένας προσδιορισμός στη βία, όποιος και να είναι αυτός. Αν οριστεί με βάση τη «δύναμη» (σύμφωνα με το λεξικό του Λιτρέ), απλώς μετατίθεται το πρόβλημα. Τα περισσότερα λεξικά, ακόμη και βιβλία, που αξιώνουν να την πραγματευτούν ρητά ως αντικείμενο αποφεύγουν να την ορίσουν και περιορίζονται σε περιγραφικές απαριθμήσεις σε διάφορους τομείς, από τις οποίες γενικά αποκλείεται η δομική διάσταση (το σύστημα). Ως γνωστόν, οι «όμορφες ψυχές»[1] δεν ασχολούνται με τα εγκόσμια.

Δεν είναι καθόλου περίεργο που οι διανοούμενοι της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι στέκονται με προσοχή στις οδύνες των λαών τους και συχνά τις μοιράζονται και οι ίδιοι, δεν υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό το βιβλίο του Χόλλογουέι· γνωρίζουν καλά ότι κάθε καθοδήγηση (η «εξουσία επί») και κυρίως η κρατική βαθμίδα δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας απόλυτης καταδίκης. Όταν κατέπεσε ο ενθουσιασμός της Αριστεράς των χωρών της Δύσης, οι Ινδιάνοι της Τσιάπας δεν βγήκαν από τα γκέτο στα οποία τους είχε περιορίσει ο απαράμιλλος σε αυτό το είδος ασκήσεων μεξικανικός στρατός. Ούτε υπάρχει παράδειγμα κάποιου θεωρητικού της μη βίας που να μην προσδιορίζει τα όριά της και να μην αφήνει περιθώρια σε κάποια βία. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρω (1817-1862), ο αποκαλούμενος «νέος Αδάμ» και «σύγχρονος Ροβινσώνας», του οποίου η Πολιτική Ανυπακοή ενέπνευσε τον Γκάντι, υποστήριξε τον αναρχικό Τζον Μπράουν, που είχε επιτεθεί σ’ ένα οπλοστάσιο στο όνομα του «δικαιώματος στην επανάσταση», και δεν δίστασε να δικαιώσει την αιματοχυσία εφόσον την απαιτούσαν τα γεγονότα. Ο κόμης Λέον Τολστόι (1828-1910), που είχε αλληλογραφία με τον Γκάντι, και στον οποίο ο τελευταίος αφιέρωσε ένα άσραμ στη Νότια Αφρική, που βάφτισε «Φάρμα Τολστόι», πήρε μέρος ως αξιωματικός εναντίον των εξεγερμένων του ιμάμη Σαμίλ, και υπερασπίστηκε τη Σεβαστούπολη. Μήπως ο «πατριωτικός» πόλεμος εναντίον του Ναπολέοντα δεν εγκωμιάζεται στο Πόλεμος και Ειρήνη; Ο Γκάντι, όπως υπενθύμισε ο Μπαλιμπάρ, απέτυχε στην Ινδία παρά το τεράστιο κύρος που απολάμβανε η θεωρία του για τον «επιμονή στην αλήθεια» (Satyagraha) μέσα από την «άρνηση να βλάψουμε» (Ahimsa). Αλλά και ο ίδιος, σε κάθε περίπτωση, δεν απέκλειε τη βία. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις τη δικαίωνε: «Θα διακινδύνευα χίλιες φορές τη βία παρά τον ευνουχισμό μιας ολόκληρης φυλής»·[2] ή: «Αν η επιλογή είναι μεταξύ της βίας και της δειλίας, θα συνιστούσα τη βία». [3]

Μήπως, τέλος, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τη συλλογιστική μιας θέσης που οδήγησε έναν ηγέτη όπως ο Γκάντι, που ως γνωστόν δεν είχε λάβει θέση μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, να γράψει: «Ο Χίτλερ σκότωσε πέντε εκατομμύρια Εβραίους. Όμως οι Εβραίοι έπρεπε να προσφερθούν μαζικά στο μαχαίρι του χασάπη. Θα έπρεπε να πέσουν μόνοι τους στη θάλασσα από τα βράχια. […] Κάτι τέτοιο θα είχε ξεσηκώσει το σύμπαν και τον γερμανικό λαό. […] Τελικώς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπέκυψαν κατά εκατομμύρια»;[4] Εξάλλου, το υπόβαθρο της διδασκαλίας τόσο του Τολστόι όσο και του Γκάντι ήταν θρησκευτικό. Στην περίπτωση του πρώτου, η χριστιανική πίστη, η αγάπη για τον πλησίον, εκθείαζε μια φιλανθρωπία που μαζί με το Κακό καταδίκαζε και την επαναστατική βία, τη σύγχρονη τέχνη και τη σεξουαλικότητα. Στην περίπτωση του δεύτερου, η «πανινδική» (Κ. Μελλόν) ιδέα της μη βίας και η πίστη στη μετεμψύχωση απαγόρευαν κάθε απόπειρα κατά της ζωής του άλλου.[5] Και στις δυο περιπτώσεις αποδόθηκε ένα προνόμιο στις αγροτικές μάζες, που προϋπέθετε την άρνηση της εκβιομηχάνισης· ο Γκάντι έφτασε μέχρι του σημείου να υποστηρίξει, στην αυτοβιογραφία του, ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα εναντίον της Βρετανικής Αυτοκρατορίας». Ωστόσο, απέναντι σε όσους διακηρύσσουν ότι η θεματική της μη βίας έχει μακραίωνη ιστορία, εν ονόματι της προσμονής ενός άλλου κόσμου, ο κατάλογος των μορφών επιθετικότητας στη Βίβλο παρέχει εντυπωσιακό υλικό για σκέψη, από την Έξοδο, όπου ο Μωυσής καλεί σε ένοπλο αγώνα («αποκτείνατε έκαστος τον αδελφόν αυτού και έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος το έγγιστα αυτού»), μέχρι τις Πράξεις των Αποστόλων, όπου ο Ανανίας και η γυναίκα του πέφτουν νεκροί στα πόδια του Αποστόλου Πέτρου, επειδή είχαν σφετεριστεί χρήματα.[6] «Με ποιες προϋποθέσεις», ρωτούσε ο Πωλ Ρικέρ, «ο μη βίαιος θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό από έναν αγνό πιστό στο περιθώριο της ιστορίας;».[7]

 

Η βία δεν αποτελεί επιλογή

Οι γενναιόδωρες διακηρύξεις που επικαλούνται την κληρονομιά του Γκάντι, είτε προέρχονται από την «Έκκληση των τιμηθέντων με βραβείο Νόμπελ υπέρ μιας κουλτούρας μη βίας για τα παιδιά» είτε από το «Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για μια δεκαετή κουλτούρα ειρήνης και μη βίας υπέρ των παιδιών του κόσμου» είτε από το «Μανιφέστο 2000», που καλεί «να μετασχηματίσουμε την κουλτούρα του πολέμου και της βίας σε μια κουλτούρα μη βίας και ειρήνης»,[8] είναι ανίκανες να υπερβούν το επίπεδο των αξιέπαινων προθέσεων. Και δεν γίνεται να το υπερβούν. Διότι σε ό,τι αφορά τους κυριαρχούμενους και τους καταπιεζόμενους, το αλάτι της γης, εκείνους που στα ισπανικά αποκαλούνται τόσο εύστοχα «silenciados», γι’ αυτούς δεν υπάρχει ποτέ επιλογή μεταξύ βίας και μη βίας. Δεν υπάρχει παράδειγμα όπου δεν υφίστανται αυτοί τις συνέπειες, δεν υπάρχει παράδειγμα όπου δεν πληρώνουν αυτοί το βαρύτερο τίμημα στη βία που τους επιβάλλεται από τη δομική βία του συστήματος, στρατιωτική ή ειρηνική. «Η μεγαλύτερη βία είναι η φτώχεια», δηλώνει ο θεολόγος της Απελευθέρωσης Γκουστάβο Γκουτιέρες Μερίνο.[9] Πριν από είκοσι και πλέον αιώνες, ο φίλτατος Σωκράτης διαβεβαίωνε ότι «ουδείς εκών κακός». Οι καταραμένοι της γης δεν υποφέρουν από κάποια διανοητική πάθηση αλλά από το βάρος των αλυσίδων που επιθυμούν να ξεφορτωθούν, όπως και από την οικειοθελή δουλεία στην οποία έχουν υποταχθεί. Η κρίση κάποιου σαν τον Ρενέ Αμπασί, που απηχεί τις διαβεβαιώσεις πολλών ανθρώπων της εποχής μας όταν δηλώνει ότι «τη στιγμή που ο Λένιν ανακάλυψε, το 1917, την επανάσταση διά της βίας, ο Γκάντι με το μοναδικό και απαράμιλλο ύφος του ανακάλυπτε την επανάσταση διά της μη βίας»,[10] κυριολεκτικά στερείται νοήματος, για να μην αναφερθούμε στη λέξη «επανάσταση», που είναι εν προκειμένω απολύτως άστοχη. Τουναντίον, και με όλον τον οφειλόμενο σεβασμό στους καλούς μας αποστόλους, αυτός που έχει δίκιο είναι κάποιος σαν τον Τζον Λε Καρέ: «Αν ήμουν Παλαιστίνιος και ζούσα στη Δυτική Όχθη ή στη Γάζα, θα πυροβολούσα όποιον ισραηλινό στρατιώτη έβλεπα μπροστά μου. […] Μια προσχεδιασμένη πράξη βίας ενάντια σε άοπλους πολίτες δεν είναι επιτρεπτή σε καμία περίπτωση. Το γεγονός ότι εσείς και τα αφεντικά σας οι Αμερικανοί ρίχνετε παράνομες βόμβες διασποράς και άλλα αποκρουστικά όπλα σ’ έναν ανυπεράσπιστο ιρακινό πληθυσμό που αποτελείται σε ποσοστό 60% από παιδιά δεν αλλάζει τη θέση μου».[11]

Ο όρος «τρομοκρατία» εγείρει μια καχυποψία ανάλογη εκείνης που βαρύνει τον όρο βία. Κάποιοι ριζικοί διαχωρισμοί είναι απαραίτητοι. Ασφαλώς, όπως λέει και ο Μπερτινόττι, η πλευρά του Μπους και η πλευρά του ισλαμισμού αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, εντούτοις η διαπίστωση αυτή δεν δικαιολογεί τη γενική αποστροφή που γεννά ο όρος «τρομοκρατία». Όπως ακριβώς επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ βίας των κυρίαρχων και βίας των κυριαρχούμενων, η κρατική τρομοκρατία δεν πρέπει να συγχέεται με την τρομοκρατία που την αντιπαλεύει και η οποία αποκαλείται «αντίσταση». Η Ιντιφάντα, με όλες τις μορφές της, συνιστά κατ’ ουσίαν απάντηση στην κατοχή και επιτρέπει στον παλαιστινιακό λαό να στέκεται όρθιος. Η ιρακινή αντίσταση υποχρέωσε τον ιμπεριαλισμό σε ήττα. Ιδού οι εμπροσθοφυλακές της μόνης θεμιτής βίας, κι ας λένε ό,τι θέλουν οι θιγμένοι ηθικολόγοι.

Υπάρχει κάτι ακόμα. Η πάλη των μαζών, διότι οι μάζες δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν, και πριν απ’ όλα των μαζών στη Λατινική Αμερική και τη Μέση Ανατολή, αναπτύσσεται σύμφωνα με μια διαλεκτική που εναλλάσσει βία και μη βία, όπου η τελευταία είναι πάντοτε προτιμητέα και προτιμότερη για την οικονομία των πραγματικά αθώων θυμάτων, τα οποία εξάλλου εκπροσωπεί. «Η βία είναι δίκαιη όταν η πραότητα είναι μάταιη» λέει ευγενικά στον Ηράκλειο ο Πιερ Κορνέιγ μέσω ενός ήρωά του. Ας το μεταφράσουμε: o συσχετισμός δυνάμεων αποφασίζει για τη φύση των μαχών, άλλοτε πολιτικών, οικονομικών ή κοινωνικών και άλλοτε ένοπλων. Ο στρατηγός, στην ανάγκη και όταν είναι παρών, εστιάζει αποκλειστικά το βλέμμα του στη συγκυρία, στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης». Δεν έχει ποτέ να επιλέξει μεταξύ «της βίας ως νόμου του κτήνους και της μη βίας ως νόμου του ανθρώπου» (Γκάντι): ποιος θα ήθελε σοβαρά να απογυμνώσει τον άνθρωπο για χάρη του κτήνους; Η μοναδική σκοπιμότητα μιας επιλογής έγκειται στον αφοπλισμό των μαζών. Και υπάρχουν μάλιστα επαναστατικές διαδικασίες που δεν προσφεύγουν και δεν έχουν ανάγκη να προσφύγουν στην ανοιχτή βία. Έχουμε την ευκαιρία να το διαπιστώσουμε και σήμερα, από το «¡Que se vayan todos!»[12] των μαζών της Αργεντινής, που έχει ανακηρυχτεί στον «καλύτερο μαθητή του ΔΝΤ», εκεί όπου αναμείχτηκαν οι «πικετέρος» με τις μεσαίες τάξεις, γεγονός το οποίο δημιούργησε ήδη σχολή και έξω από τα σύνορά της, έως τη Μπολιβαριανή Επανάσταση στη Βενεζουέλα, η οποία επανειλημμένα και διαδοχικά, παρά τις συνωμοσίες και τους ελιγμούς χειραγώγησης, μετασχημάτισε την καθολική ψηφοφορία σε εργαλείο λαϊκής απελευθέρωσης. Γεγονός που σημαίνει ότι ο πασιφισμός, τον οποίο έχει τόσο πολύ εξυμνήσει μια ορισμένη «Αριστερά», ενδέχεται να μην είναι ειρηνικός, ακόμα και για την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων, που ονειρεύεται μόνο την υποταγή όλου του πλανήτη, και την οποία στοχεύει να καταργήσει η επαναστατική βία στις διάφορες μορφές της.

 

Δημοσιεύτηκε στο Εκτός Γραμμής, τεύχος 35 | άνοιξη 2014 και ηλεκτρονικά στο ToPeriodiko.gr


[1] Αναφορά του συγγραφέα στην εγελιανή έννοια της «όμορφης ψυχής» (Φαινομενολογία του πνεύματος). [ΣτΜ]

[2] Young India, Αχμενταμπάντ, 4 Αυγούστου 1920.

[3] Young India, Αχμενταμπάντ, 19 Αυγούστου 1920.

[4] Αναφέρεται από τον  L. Fisher ston Life of Mahatma Gandhi, Harper and Brothers, Νέα Υόρκη 1950 (γαλλική μετάφραση 1952).

[5] Encyclopédie Philosophique Universelle, II/2, λήμμα Ahimsa, PUF, Παρίσι 1990.

[6] Βλ. τον κατάλογο που παραθέτει ο Μπέρνχαρτ Λανγκ, στο Françoise Héritier, De la violence, Odile Jacob, Παρίσι 1996.

[7] Histoire et Vérité, Seuil, Παρίσι 1995, σ. 235.

[8] Βλ. M.-P. Bovy, Gandhi. L’héritage, Siloë, Παρίσι 2001 (παράρτημα).

[9] Συνέντευξη στην εφημερίδα La Nacion της Αργεντινής, 11 Ιανουαρίου 2004.

[10] Encyclopaedia Universalis, λήμμα «Gandhi Mohandas Kramchand».

[11] J. le Carré, Une amitié absolue, Seuil, Παρίσι 2004, σ. 329 [J. le Carré, Απόλυτοι φίλοι, μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής, Bell, Αθήνα 2004, σ. 443-444].

[12] «Να φύγουν όλοι!». [ΣτΜ]

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

BLOG|
27/12/2019 - 12:54

Ένα σημαντικό αδημοσίευτο χειρόγραφο του Λουί Αλτουσέρ από τη δεκαετία του 1970 κυκλοφορεί στα ελληνικά και υπόσχεται μια μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους

BLOG|
31/03/2018 - 13:10

Οι εκδόσεις Εκτός Γραμμής είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσουν την έκδοση δύο σημαντικών νέων βιβλίων.

BLOG|
28/03/2017 - 17:20

Ο Αλτουσέρ ανατρέχει στις φιλοσοφικές παρεμβάσεις του Λένιν για να υποστηρίξει ότι ο μαρξισμός δεν είναι μια νέα φιλοσοφία αλλά μια νέα πρακτική της φιλοσοφίας.

BLOG|
16/12/2021 - 15:57

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίουπου διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».