ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την απάντηση της ριζοσπαστικής αριστεράς


Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στη ριζοσπαστική αριστερά σχετικά με τη στάση που πρέπει να κρατά απέναντι στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα». Κατά τη γνώμη μας, πρόκειται για πολύ σημαντική συζήτηση που πρέπει να βαθύνει και να συνεχιστεί, και γι’ αυτόν τον λόγο καταθέτουμε και τη δική μας τοποθέτηση.

 

1. Καταρχάς το θέμα ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή δύο βασικές εξελίξεις:

– Από τη μία τις εξελίξεις σε σχέση με την επίλυση του θέματος της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Εκεί επιταχύνθηκε η συζήτηση και αναθερμάνθηκαν οι διαπραγματεύσεις, ύστερα από την κυβερνητική αλλαγή στην ΠΓΔΜ και την απομάκρυνση του πιο εθνικιστικού VMRO, αλλά και την πίεση να λυθεί το ζήτημα ώστε να μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ, πίεση την οποία ασκούν οι ΗΠΑ, που θέλουν να ενισχύσουν την παρουσία τους στα Δυτικά Βαλκάνια στο πλαίσιο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», δηλαδή του ανταγωνισμού με τη Ρωσία.

– Από την άλλη, είναι οι εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, όπου η Τουρκία την ίδια στιγμή που παίρνει επιθετικές πρωτοβουλίες στο συριακό, κυρίως απέναντι στους Κούρδους, διαλέγει πιο επιθετική ρητορική και στα ζητήματα που αφορούν το Αιγαίο, ενώ επιθετικές πρωτοβουλίες παίρνει και σε σχέση με την ΑΟΖ της Κύπρου.

 

2. Οι εξελίξεις αυτές βάζουν την πρόκληση μιας τοποθέτησης από αριστερή σκοπιά, που να αντιλαμβάνεται τα πραγματικά επίδικα, να μην οδηγεί σε ταύτιση με τις αστικές δυνάμεις και ταυτόχρονα να μην αποκόπτεται από τις λαϊκές τάξεις. Εμείς ξεκινάμε από τις ακόλουθες παραδοχές:

– Η Ελλάδα είναι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, τμήμα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας αλλά όχι σε υψηλή-ηγεμονική θέση, πράγμα που σημαίνει ότι περισσότερο δέχεται πιέσεις παρά ασκεί. Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, όπως διαμορφώθηκε μετά την ήττα της επιθετικής επεκτατικής πολιτικής της «Μεγάλης Ιδέας», διαθέτει μόνο δευτερεύουσες ιμπεριαλιστικές πλευρές (παράδειγμα η οικονομική επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια), όμως έναντι των ηγεμονικών σχηματισμών, είτε μιλάμε για την Ε.Ε. είτε συνολικά για την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, είναι σε υποτελή θέση. Η συγκυρία των μνημονίων, με την τεράστια ύφεση, την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την υποχρεωτική μνημονιακή επιτροπεία και εκχώρηση κυριαρχίας, σηματοδότησε σημαντική υποχώρηση.

– Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αποτελούν μια ιδιαίτερη εκδοχή ανταγωνισμού αστικών τάξεων διαμεσολαβημένων από τα αντίστοιχα κράτη, στο πλαίσιο της ένταξης και των δύο χωρών στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και ειδικά στο ΝΑΤΟ. Ο ανταγωνισμός αυτός αφορά τη θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τον ευρύτερο πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο στην περιοχή, τη διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών πόρων και των ενεργειακών ροών. Η ιδιαίτερη παρουσία του ιμπεριαλισμού και ειδικά του αμερικανικού στην περιοχή σημαίνει ότι συχνά έχουμε να κάνουμε με ανταγωνισμό για την ιμπεριαλιστική μεσολάβηση.

– Ειδικά το κυπριακό αποτελεί μια σύνθετη αντίθεση αφού αφορά ταυτόχρονα τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο κοινότητες και τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Η παραδοχή ότι υπάρχουν ευθύνες διαχρονικές των ελληνικών αστικών κυβερνήσεων όπως και της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης (εκχώρηση του αντιαποικιακού αγώνα στη δεξιά και την ακροδεξιά, υπονόμευση της συνεννόησης ανάμεσα με τους Τουρκοκύπριους στο πλαίσιο του αντιαποικιακού αγώνα, διαμόρφωση ενός καθεστώτος δυνατότητας παρεμβάσεων των «εγγυητριών δυνάμεων», το εγκληματικό πραξικόπημα της χούντας, που έδωσε το πρόσχημα για την εισβολή του 1974) δεν αναιρεί ότι εξακολουθούμε να έχουμε να κάνουμε με μια περίπτωση βίαιης εισβολής και παράνομης διχοτόμησης και κατοχής.

– Από την άλλη, οι ρίζες του προβλήματος με την ΠΓΔΜ βρίσκονται στον τρόπο με τον οποίο επιμερίστηκε η γεωγραφική έκταση της Μακεδονίας μέσα από τον ανταγωνισμό των αστικών τάξεων της περιοχής και το γεγονός ότι αναδύθηκε στην περιοχή μια διακριτή (σλαβο)μακεδονική εθνική ταυτότητα που δεν ταυτιζόταν με τους ηγεμονικούς εθνικισμούς της περιοχής. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις και προπολεμικά και μετά τον Εμφύλιο καταπίεσαν τη σλαβομακεδονική μειονότητα, αν και η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά το 1924 σήμαινε ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της ελληνικής Μακεδονίας ήταν ήδη από τότε ελληνικής καταγωγής. Το ερώτημα επανήλθε στο προσκήνιο μετά τη διάλυση της ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας (στο εσωτερικό της οποίας μια εκδοχή «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας» απέκτησε κρατική υπόσταση), συνδυάστηκε με ευρύτερες ιδεολογικές ανακατατάξεις και στην ελληνική κοινωνία και οδήγησε και σε ένα κλίμα εθνικισμού που ενορχηστρώθηκε και κεντρικά. Από την άλλη μεριά, η διαδικασία εθνικής συγκρότησης στη γειτονική χώρα επίσης οδήγησε στην ανάπτυξη και εθνικιστικών αντανακλαστικών, με αποκορύφωμα τη στροφή στην αρχαιολατρία στην περίοδο των κυβερνήσεων του VMRO. Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις παρότι γνώριζαν το περίγραμμα της λύσης (σύνθετη ονομασία κ.λπ.) προτίμησαν για αρκετά χρόνια να την αποφύγουν και για λόγους εσωτερικού πολιτικού κόστους.

– Η τρέχουσα όξυνση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις σχετίζεται με εξελίξεις και στις δύο χώρες. Στο εσωτερικό της Τουρκίας αναπτύσσεται ένας οικονομικός δυναμισμός (αν και με σημαντικές αντιφάσεις και τάσεις «φούσκας»), παράλληλα με μια ολοένα και πιο αυταρχική-βοναπαρτιστική στροφή και εθνικιστική μετατόπιση στη ρητορική, που ως προς τον εθνικισμό αφορά και την κεμαλική αντιπολίτευση. Η τουρκική κοινωνία βρίσκεται αντιμέτωπη με έντονες διαιρέσεις (που φάνηκαν τόσο σε κινητοποιήσεις όπως του 2013, καθώς και στο πρόσφατο δημοψήφισμα), αλλά δεν υπάρχει αντίπαλο δέος αυτή τη στιγμή στον Ερντογάν. Η εμπλοκή της Τουρκίας στο συριακό ήταν ιδιαίτερα αντιφατική: Ο αρχικός σχεδιασμός για ανατροπή του Άσαντ δεν προωθήθηκε, ενώ οι ΗΠΑ επέλεξαν να στηρίξουν τους Κούρδους, την ίδια ώρα που το καθεστώς Ερντογάν παραμένει όλο και πιο καχύποπτο απέναντι στις ΗΠΑ μετά το πραξικόπημα. Σήμερα δοκιμάζει μια διπλή κίνηση, που περιλαμβάνει αφενός συνεννόηση με τη Ρωσία (ταυτόχρονα με διαρκή αναδιαπραγμάτευση των σχέσεων με τις ΗΠΑ), αφετέρου επιθετικές κινήσεις κυρίως σε σχέση με το κουρδικό. Την ίδια στιγμή, η εθνικιστική στροφή στο τουρκικό πολιτικό σύστημα αποτυπώνεται και στις διεκδικήσεις όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά. Παρότι οι όροι ένταξης της Τουρκίας στο διεθνές οικονομικό σύστημα, ιδίως στις οικονομικές διαστάσεις, σημαίνουν ότι μια γενικευμένη πολεμική σύγκρουση θα είχε απαγορευτικό οικονομικό κόστος, η Τουρκία σήμερα μπορεί να αντέξει πολιτικά «θερμό επεισόδιο» ή περιορισμένη σύρραξη και να το χρησιμοποιήσει ως «προβολή ισχύος» και ως πίεση να γίνουν δεκτές οι συνολικές αξιώσεις της. Με αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε σήμερα μέσα στη συγκυρία για τουρκική επιθετικότητα και για επιθετική και «αναθεωρητική» (ως προς προηγούμενες ισορροπίες και συμβάσεις) δύναμη.

– Οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, και ιδιαίτερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., έχουν επιλέξει αυτή την περίοδο την ακόμα μεγαλύτερη πρόσδεση στο άρμα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, και τη λογική των «τριμερών αξόνων» (Ελλάδα - Κύπρος - Ισραήλ και Ελλάδα - Κύπρος - Αίγυπτος). Αυτή η προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ είναι πολλαπλά επικίνδυνη για τον λαό μας. Σήμερα τόσο οι ΗΠΑ όσο και το Ισραήλ συνιστούν απειλή για την ειρήνευση στην περιοχή, ιδίως από τη στιγμή που δεν θα βρεθούν τελικά με τη μεριά των νικητών στο συριακό, πράγμα που θα οξύνει τον επιθετικό ρόλο τους. Η σύμπραξη με αυτούς δεν επιτρέπει στη χώρα να ακολουθήσει μια άλλη ανεξάρτητη πορεία, με ισότιμες σχέσεις και συνεργασίες και με άλλους πόλους (π.χ. Ρωσία, Ιράν) και την καθιστά μέρος του προβλήματος. Είναι επομένως μια πολιτική επικίνδυνη. Στην πραγματικότητα, διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου μια χώρα που ακόμη πληρώνει το κόστος των μνημονίων, που υφίσταται συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας, διαλέγει συμμαχίες που αυξάνουν τους κινδύνους, τις απειλές αλλά και το κόστος σε βάρος του λαού αφού οι «σύμμαχοι» παίρνουν σε αντάλλαγμα νέα εξοπλιστικά προγράμματα.

– Σε ό,τι αφορά το μακεδονικό, έχει γίνει σαφές ότι το βασικό πρόβλημα δεν είναι προφανώς το ενδεχόμενο επίλυσης του θέματος του ονόματος και η προοπτική καλύτερων σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, αλλά το γεγονός ότι αυτό γίνεται κατά βάση για να εξυπηρετηθούν τα σχέδια του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, κίνηση που μεσοπρόθεσμα εμπεριέχει ακόμα περισσότερους κινδύνους.

 

3. Η δική μας αντίληψη ορίζεται από τις ακόλουθες βασικές αρχές:

– Είναι σημαντικό να αντιμετωπίζουμε τα έθνη-κράτη ως αποτέλεσμα των όρων ανάδυσης και επέκτασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα έθνη προκύπτουν μέσα από μια διαδικασία κοινωνικής παραγωγής που σχετίζεται με την ανάδυση αστικών τάξεων και την προοπτική διαμόρφωσης εθνικών κρατών. Δεν υπάρχουν προαιώνιες εθνικές ταυτότητες, η «εθνική συνέχεια» αποτελεί ιδεολογική κατασκευή εντός της εθνικής ιδεολογίας. Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει τη δραστικότητα της εθνικής ιδεολογίας και το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν εθνική ταυτότητα.

– Η άνιση ανάπτυξη, ως δομική πλευρά της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, και οι διαφορετικές ιστορίες ταξικών αγώνων σημαίνουν ότι παρά την ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, τα έθνη-κράτη αποτελούν το βασικό πεδίο αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άρθρωσης της ηγεμονίας της πάλης των τάξεων και ξεδιπλώματος της ταξικής πάλης.

– Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και ο ιμπεριαλισμός αποτελούν κρίσιμη δυναμική της διευρυμένης αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και πεδίο όπου αρθρώνεται η ηγεμονία της αστικής τάξης. Ταυτόχρονα όμως η ίδια η άνιση ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των διαφορετικών σχηματισμών διαμορφώνει τόσο τους όρους του ανταγωνισμού και των συγκρούσεων εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας όσο και την παράλληλη δυναμική της ρήξης από τη μεριά των υποτελών τάξεων. Με αυτή την έννοια, είναι λάθος να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια αντικειμενική τάση προς την υπέρβαση των εθνών-κρατών. Αντίθετα, οι απόψεις που κατά καιρούς υποστήριξαν τον αντικειμενικό και αναπόδραστο χαρακτήρα της διεθνοποίησης ή της «παγκοσμιοποίησης» συνήθως, παρά τη διεθνιστική φρασεολογία, κατέληγαν σε δεξιές μετατοπίσεις (π.χ. σε θέσεις αριστερού ευρωπαϊσμού).

– Αυτό σημαίνει ότι οποιοδήποτε επαναστατικό προτσές αναγκαστικά θα διεξαχθεί σε εθνικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο των εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, μέσα από την ειδική και επικαθορισμένη συμπύκνωση αντιφάσεων σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό που τον καθιστούν δυνητικά «αδύναμο κρίκο». «Παγκόσμια επανάσταση» δεν μπορεί να υπάρξει. Αυτό που μπορεί να υπάρξει είναι μια αλυσίδα επαναστατικών προτσές όπου η νικηφόρα ρήξη σε έναν κρίκο θα λειτουργεί ως παράδειγμα και για τους άλλους. Γι’ αυτό και για την άρθρωση μιας επαναστατικής στρατηγικής αποκτούν ξεχωριστή σημασία οι αντιθέσεις που αφορούν την ένταξη ενός κοινωνικού σχηματισμού στο διεθνές σύστημα.

– Σε αυτό το πλαίσιο αποκτά στρατηγική σημασία για όποιον αναφέρεται στην προοπτική του σοσιαλισμού η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας, δηλαδή η επιδίωξη ρήξης και αποδέσμευσης ενός κοινωνικού σχηματισμού από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και συνολικά από τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές του ιμπεριαλισμού και του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι η διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας όχι μόνο πρέπει να γίνεται παράλληλα με την πάλη κατά του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας αλλά στην πραγματικότητα την προϋποθέτει.

– Η διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας δεν έχει καμία σχέση με τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία. Αντίθετα προϋποθέτει ανελέητο αγώνα κατά του εθνικισμού και του σοβινισμού όπως και κατά του ρατσισμού, πρώτα και κύρια της δικής μας αστικής τάξης αλλά και των αστικών τάξεων των υπόλοιπων χωρών. Το αίτημα της ανεξαρτησίας συνδυάζεται με τον προλεταριακό διεθνισμό, που σημαίνει αλληλεγγύη και φιλία προς τους άλλους λαούς, αλλά και οικοδόμηση στο εσωτερικό της χώρας της ενότητας του λαού, δηλαδή των υποτελών τάξεων, και πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από καταγωγή, φυλή, εθνικότητα και θρησκεία. Στην πλαστή «εθνική ενότητα» των αστικών τάξεων αντιπαραθέτουμε την ενότητα του λαού μέσα στον αγώνα. Ειδικά στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, όπου οι υποτελείς τάξεις τείνουν να είναι πολυεθνικές, αποκτά ξεχωριστή βαρύτητα η οικοδόμηση της ενότητάς τους στη βάση της κοινής συνθήκης καταπίεσης και εκμετάλλευσης που υφίστανται, άρα η οικοδόμηση της λαϊκής ενότητας και όχι μιας επίπλαστης «εθνικής ενότητας». Αυτό εξηγεί γιατί σήμερα η πάλη κατά του ρατσισμού, όπως και η αλληλεγγύη και ο κοινός αγώνας με πρόσφυγες/προσφύγισσες και μετανάστες/μετανάστριες, αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα.

– Η στάση όσων αναφέρονται στη ριζοσπαστική αριστερά έναντι του πολέμου ορίζεται από την αναγνώριση των κοινωνικών και πολιτικών αντιθέσεων που οδηγούν σε αυτόν. Οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τον πόλεμο πρώτα και κύρια ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των αστικών τάξεων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, γι’ αυτό και από θέση αρχής πρέπει να αρνούμαστε ταυτιστούμε με τις πολεμοκάπηλες πολιτικές των αστών, βάζοντας ως πρώτιστο καθήκον την πάλη κατά του πολέμου ή εάν ξεσπάσει το μετασχηματισμό του σε επαναστατικό πόλεμο, με τον τρόπο που μας δείχνει και το παράδειγμα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Την ίδια στιγμή, η ίδια η εξέλιξη και ιστορία του επαναστατικού και κομμουνιστικού κινήματος δείχνει ότι υπάρχουν και μορφές πολέμου, που περιλαμβάνουν και αστικές δυνάμεις, που είναι δίκαιοι (ή έχουν και δίκαιες πλευρές) όπως είναι οι εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι ή όπως ήταν η συμμετοχή της ΕΣΣΔ στον αντιφασιστικό αγώνα. Όμως, ακόμα μέσα σε τέτοιους πολέμους πρέπει να μην υποστείλουμε τη σημαία του ταξικού αγώνα, να μην υποτασσόμαστε στις επιλογές των αστικών τάξεων και να παλεύουμε για την ηγεμονία της εργατικής τάξης και των υποτελών τάξεων.

– Κάθε πόλεμος ή σύγκρουση φέρνει το επαναστατικό και κομμουνιστικό κίνημα αντιμέτωπο με σημαντικές προκλήσεις. Ειδικά ως προς το θέμα της υπεράσπισης της πατρίδας, διαμορφώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα μέσα από την ιστορική εμπειρία των κινημάτων μια συγκεκριμένη τοποθέτηση. Σύμφωνα με αυτήν, όταν σε οριακές στιγμές η αστική τάξη συνθηκολογεί, με βάση τον ταξικό κυνισμό της, και αποδέχεται ή συμβιβάζεται με μορφές κατοχής και πετάει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες όχι μόνο πρέπει να τη σηκώσουν, αλλά αυτό τους δίνει και τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την ηγεμονία της αστικής τάξης και να καταστήσουν την εργατική τάξη «ηγέτιδα δύναμη του έθνους» ανοίγοντας τον δρόμο για το πέρασμα από τη διεκδίκηση εθνικής ανεξαρτησίας στην πάλη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό.

– Όταν μιλάμε για υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, μιλάμε πρώτα και κύρια για το δικαίωμα των εργαζομένων και των υποτελών τάξεων σε μια χώρα να μην υποστούν «διπλή κατοχή» και άρα να συνεχίσουν να ζουν, να εργάζονται, να αγωνίζονται και να παλεύουν για τον σοσιαλισμό στον τόπο όπου ζουν. Αυτό δεν έχει σχέση με τη στήριξη επιθετικών ενεργειών ή λογικών αξιοποίησης «θερμών επεισοδίων» χάριν διαπραγματεύσειων ή συγκρούσεων που επίδικο έχουν την υπεράσπιση των επενδύσεων πολυεθνικών.

 

4. Η τοποθέτησή μας αυτή έρχεται να οριοθετηθεί από δύο απόψεις:

– Την άποψη του αφηρημένου διεθνισμού κα των παραλλαγών του ντεφαιτισμού, που δεν αντιλαμβάνονται την κεντρικότητα της άνισης ανάπτυξης και τη σημασία του σχήματος του «αδύναμου κρίκου», υποτιμούν την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού, δεν κάνουν πολεμική ενάντια σε κάθε εθνικισμό και αφήνουν τις εθνικιστικές απόψεις και την ακροδεξιά να καπηλεύονται την «υπεράσπιση της πατρίδας».

– Το εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία, που όταν ηγεμονεύει σε αριστερές ή προοδευτικές δυνάμεις υποτιμά την ταξική διάσταση, δεν ιεραρχεί ως πρώτη προτεραιότητα την αποτροπή του πολέμου, αφήνει χώρο στον σοβινισμό και τον ρατσισμό και στην πραγματικότητα επιτρέπει να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων οι αστικές δυνάμεις και η ακροδεξιά.

 

5. Σε αυτό το πλαίσιο είναι που αναλαμβάνουμε συγκεκριμένα καθήκοντα μέσα στην περίοδο:

– Πρώτος στόχος πρέπει να είναι η αποτροπή του πολέμου. Στη σημερινή συγκυρία και με τον δοσμένο συσχετισμό, πολεμική σύρραξη θα αξιοποιηθεί για δεξιά στροφή, αυταρχική σκλήρυνση και συντηρητική αναδίπλωση. Γι’ αυτό και χρειάζεται μέτωπο στις πολεμοκάπηλες και πατριδοκάπηλες απόψεις. Άρα κεντρικό σύνθημα από σήμερα ήδη πρέπει να είναι το ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ – ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ – ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΟΥΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ – ΚΑΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ.

– Η τοποθέτηση αυτή δεν πρέπει να στηρίζεται πάνω στην κατασκευή μιας εικόνας ότι δεν υπάρχει επιθετικότητα από τη μεριά του τουρκικού κράτους ως εκπροσώπου του αστικού συνασπισμού εξουσία στην Τουρκία, αλλά στην αναγνώριση και καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας, με ταυτόχρονη επιμονή ότι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο σύμμαχοί μας στην πάλη για την ειρήνη είναι ακριβώς όσες και όσοι αντιπαλεύουν της κυρίαρχες τάξεις και τις πολιτικές τους στην Τουρκία: τα κινήματα, η αριστερά, το κουρδικό κίνημα. Γι’ αυτό και δουλεύουμε για την οικοδόμηση αντιπολεμικού κινήματος και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.

– Η καταδίκη της τουρκικής επιθετικότητας απαιτεί ταυτόχρονα σαφή καταδίκη και κάθε τυχοδιωκτισμού ή επιθετικής ενέργειας ή «όξυνσης» από την ελληνική πλευρά. Ο λαός μας έχει πληρώσει ακριβά στο παρελθόν τέτοιους τυχοδιωκτισμούς και γι’ αυτό χρειάζεται μέτωπο σε όσους οραματίζονται «θερμά επεισόδια» προς όφελός μας ή ακόμα χειρότερα σε αυτούς που τα οραματίζονται ώστε στο τέλος να γίνουμε εμείς οι τοποτηρητές των ΗΠΑ την περιοχή.

– Ανεξαρτήτως της στάσης που θα κληθούμε να επιλέξουμε στη στιγμή μιας τέτοιας σύγκρουσης, η κριτική στη στάση της δικής μας αστικής τάξης είναι απαραίτητη, οριοθετεί τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού από τα ιδιοτελή συμφέροντα της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστών και προετοιμάζει την πάλη ενάντιά τους παρεμβαίνοντας μέσα στις λαϊκές μάζες.

– Σήμερα επίδικο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών αλλά και των συγκρούσεων ανάμεσα σε αστικές τάξεις γίνονται τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και οι ενεργειακοί αγωγοί. Οι όροι εκμετάλλευσής τους που προτείνονται περιλαμβάνουν την εκχώρησή τους σε πολυεθνικές εταιρείες σε συνεργασία με τις ντόπιες ολιγαρχίες. Εάν συνυπολογίσουμε τις τεράστιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχει η συνεχιζόμενη εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, είναι σαφές ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε σχέση με τέτοια ζητήματα. Παρότι τα κυριαρχικά δικαιώματα περιλαμβάνουν σαφώς και πλουτοπαραγωγικούς πόρους, από την άλλη δεν είναι υπέρ του λαού πολεμικές συρράξεις για τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των ντόπιων συνεργατών τους.

– Στον βαθμό που η πρόσδεση της χώρας μας –όπως και της Τουρκίας– στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς έχει αποτελέσει παράμετρο που φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά, επιτείνοντας τους ανταγωνισμούς, και στον βαθμό που η πρόσδεση της Ελλάδας στον άξονα με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ μάς καθιστά μέρος του προβλήματος, μας εμπλέκει σε συγκρούσεις και ανταγωνισμούς και με την Τουρκία και άρα ενέχει κινδύνους, επιβάλλεται η μπει μπροστά η πάλη για την έξοδο-αποδέσμευση από τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και για τον εξοβελισμό των αμερικανικών και νατοϊκών βάσεων από τη χώρα μας ως προϋπόθεση μιας άλλης ανεξάρτητης πολιτικής.

– Η πάλη κατά των μνημονίων, ο αγώνας για την έξοδο από την επιτροπεία, για την έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. και την εφαρμογή μιας πραγματικά φιλολαϊκής πολιτικής σε σοσιαλιστική κατεύθυνση αποτελεί σήμερα την αναγκαία συνθήκη για να ανακτήσουμε πραγματικά τη λαϊκή κυριαρχία, να πάρουν τα ηνία οι δυνάμεις της εργασίας και να αλλάξει συνολικά ο προσανατολισμός της χώρας. Μια τέτοια συνθήκη στην πραγματικότητα θα αποτελούσε και την καλύτερη «άμυνα», εφόσον οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτόν τον τόπο, είτε Έλληνες/Ελληνίδες είτε μετανάστες/μετανάστριες και πρόσφυγες/προσφύγισσες, θα είχαν πραγματικά κάτι να υπερασπιστούν.

– Υπό αυτό το πρίσμα, εντάσσουμε το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Υπό αυτό το πρίσμα εξετάζουμε και τη στάση μας σε ενδεχόμενο σύρραξης, με κριτήριο πάντα την επαφή και την παρέμβαση στις λαϊκές μάζες. Ιστορικά, η στάση αυτή έχει πάρει διάφορες μορφές (αντιπολεμική παρέμβαση μες στον στρατό σε περίπτωση επιθετικού πολέμου, υπεράσπιση της πατρίδας σε περίπτωση εθνικοαπελευθερωτικού-αντικατοχικού αγώνα κ.λπ.). Εκτιμούμε ότι αυτό που μπορεί να αντιμετωπίσουμε είναι ένα ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» με σκοπό την κατοχύρωση θέσεων για πιο επιθετική διαπραγμάτευση στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, που απαιτεί κυρίως ανάδειξη της αντιπολεμικής στάσης τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκειά του παρ’ όλη την πίεση που θα δεχτεί η αριστερά και το κίνημα από τις αστικές δυνάμεις. Δηλαδή, σαφής προτεραιότητα είναι το «όχι στον πόλεμο» και η προσπάθεια συντονισμού των αντιπολεμικών φιλειρηνικών αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων σε Ελλάδα και Τουρκία, κατά του πολέμου, υπέρ της ειρήνης και ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Εκτιμούμε, όμως, ότι σε αυτή την κατεύθυνση δεν βοηθά να ενστερνιστούμε εκ των προτέρων και ως μόνη μορφή απεύθυνσης ένα κλασικό «ντεφαιτιστικό» σύνθημα «Δεν πολεμάμε ποτέ και για κανέναν», ακριβώς γιατί δεν μπορεί να εξυπηρετήσει μια γραμμή που κατά τη γνώμη μας θα πρέπει να συνδυάζει την οριοθέτηση από τα συμφέροντα της αστικής τάξης στην Ελλάδα, την αποκάλυψη και τη σαφή καταδίκη κάθε επιθετικής ενέργειας από όποια πλευρά κι αν προέλθει, την αναγκαία παρέμβαση εντός του στρατεύματος και τη σαφή τοποθέτηση υπέρ της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας.

– Στόχος πρέπει να είναι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας και μιας άλλης «εξωτερικής πολιτικής», που σημαίνει χώρα δίχως ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις, ικανή να οικοδομεί σχέσεις στις βάσεις της αλληλεγγύης, της ειρήνης, της συνεργασίας. Δεν σημαίνει αυτό ούτε αναζήτηση νέων προστατών ή ένταξη σε άλλα «στρατόπεδα». Το ότι η Ελλάδα χρειάζεται να έχει καλύτερες σχέσεις με χώρες όπως η Ρωσία ή το Ιράν και συνολικά μια άλλη πολιτική δεν σημαίνει πως πρέπει να ενταχθεί στη ρωσική επιρροή ούτε παραβλέπει ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση με μια καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική χώρα έχουμε να κάνουμε. Γι’ αυτό και πρέπει παράλληλα να διεκδικούμε την οικοδόμηση σχέσεων αλληλεγγύης με αγωνιζόμενα κινήματα στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού. Σε αυτή τη βάση είμαστε αλληλέγγυοι στο κουρδικό κίνημα και όχι υπό το πρίσμα της λογικής «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», και χωρίς να υποτιμούμε τα προβλήματα από την πρόσδεσή του στους αμερικανικούς σχεδιασμούς.

– Τέλος, ως προς το θέμα των σχέσεων με την ΠΓΔΜ, είναι σαφές ότι χρειάζεται μια τοποθέτηση που να υψώνει μέτωπο και στους εθνικιστές και την ακροδεξιά αλλά και σε όσους θέλουν η επίλυση του ζητήματος να κάνει ακόμα περισσότερο το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ επικυρίαρχους στην περιοχή και να μετατρέψουν τα Βαλκάνια σε πεδίο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και του «νέου ψυχρού πολέμου». Αυτό σημαίνει αναγνώριση του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού του γειτονικού λαού με ταυτόχρονη καταδίκη κάθε εθνικισμού, άρα σύνθετη ονομασία χωρίς απαίτηση να απεμπολήσουν τον προσδιορισμό τους ως «εθνικά Μακεδόνων» (και με αναγνώριση δικαιωμάτων πολιτιστικής και γλωσσικής ταυτότητας σε όσες και όσους έχουν μείνει από τη σλαβομακεδονική μειονότητα), παράλληλα με την οικοδόμηση κοινού αντιιμπεριαλιστικού και αντιπολεμικού μετώπου κατά του ΝΑΤΟ.

Η ιστορία έχει δείξει ότι τα ζητήματα αυτά πολλές φορές έχουν παίξει καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις. Εσφαλμένες γραμμές ιστορικά στοίχισαν ακριβά στο εργατικό και το επαναστατικό κίνημα στον τόπο μας, είτε οδηγώντας το σε απομόνωση είτε κάνοντάς το ουρά των αστικών σχεδιασμών. Αντίθετα, τις φορές που μπορούσε να έχει μια διαλεκτική γραμμή και να οδηγεί σε καθοριστικές ρήξεις και δυνατότητα εκπροσώπησης των υποτελών τάξεων μεγαλούργησε. Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να δει αυτά τα ζητήματα συνδυάζοντας τις θέσεις αρχών, με τη συγκεκριμένη ανάλυση και τη γραμμή μαζών, με ουσιαστική συζήτηση αλλά και κοινή δράση και ενωτικές πρωτοβουλίες κατά του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, στον αγώνα για να ανοίξουν ξανά δρόμοι ρήξης και ανατροπής.

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.