ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Ιταλία: «Οι σύντροφοι που έκαναν λάθος»

Ιταλία: «Οι σύντροφοι που έκαναν λάθος»


Η περίπτωση της Ιταλίας είναι αναμφίβολα η πιο ενδιαφέρουσα και μαζική εκδοχή του φαινομένου του ένοπλου αντάρτικου πόλης. Κατά τη δεκαετία του 1970 στην Ιταλία η κοινωνική διαπάλη οξύνθηκε στο έπακρο και μορφή εμφάνισης αυτής της όξυνσης ήταν και η προσφυγή στην ένοπλη βία. Για να μπορέσουμε, όμως, να κατανοήσουμε το φαινόμενο, τις αιτίες και τις αντιφάσεις του είναι απαραίτητη μια σύντομη ματιά στο πλαίσιο της συγκυρίας στο οποίο ξεδιπλώθηκε. Αλλιώς, κάθε απόπειρα ερμηνείας της επιλογής των «συντρόφων που έκαναν λάθος», κατά την περιβόητη ρήση της Ροσσάνα Ροσάντα, θα είναι ελλειματική.

Το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο

Παρά τη φασιστική διακυβέρνηση, στην Ιταλία αναπτύχθηκε ένα ισχυρό αντιστασιακό κίνημα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την καθοδήγηση του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΙΚΚ). Το ΙΚΚ, όμως, παρόλο που υπήρχαν δυνατότητες διεκδίκησης της εξουσίας, στο τέλος του πολέμου δεν έθεσε ζήτημα εξουσίας και συμμετείχε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας με τους Χριστιανοδημοκράτες. Οι Χριστιανοδημοκράτες, κάτω και από την πίεση των ΗΠΑ, απέπεμψαν τους κομμουνιστές από την κυβέρνηση το 1948 και έγινε απόπειρα δολοφονίας του γραμματέα του Κόμματος Παλμίρο Τολιάττι. Και πάλι το ΙΚΚ δεν επέλεξε να οξύνει το πολιτικό κλίμα. Αντιθέτως, επέλεξε τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό προπαγανδίζοντας τη συμβολή του στη διαμόρφωση του μεταπολεμικού συντάγματος ως βήμα για τον... σοσιαλισμό. Ευνόητο είναι ότι αυτές οι παλινωδίες του ΙΚΚ δημιούργησαν σοβαρές διαφωνίες  στη βάση του. 

Στο κοινωνικό επίπεδο, η μεταπολεμική βιομηχανική ανάπτυξη της Ιταλίας δημιούργησε πολυπληθές και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό που συγκεντρωνόταν στις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες του Βορρά (Μιλάνο, Τορίνο κλπ.). Η βιομηχανική ανάπτυξη του Βορρά σε συνδυασμό με την εντεινόμενη φτώχεια στον κυρίως αγροτικό Νότο προκάλεσε μεγάλο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης, κυρίως νέων αγροτικής καταγωγής προς το Βορρά. Έτσι δημιουργήθηκε ένας τύπος εργάτη αγροτικής καταγωγής και μικρής κοινωνικοπολιτικής εμπειρίας που βίωνε με έντονο τρόπο την ένταξή του στην τεϊλορική αλυσίδα παραγωγής των εργοστασίων. Αυτό οξυνόταν και από τη συχνά εχθρική στάση του «λαού του Βορρά» προς τους νέους εργάτες από το Νότο, που συχνά είχαν και χαρακτηριστικά λούμπεν προλεταριάτου. 

Σε αυτό το κοινωνικό και πολιτικό έδαφος άρχισαν να αναπτύσσονται εργατικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά τη δεκαετία του ’60. Η μεγάλη απεργία στη FIAT το 1962 ήταν η αρχή μιας σειράς απεργιών και κινητοποιήσεων στα εργοστάσια του Βορρά που δεν είχαν μόνο οικονομικά αιτήματα αλλά έθεταν και ζητήματα που αφορούσαν την οργάνωση της καπιταλιστικής παραγωγής, σε διάσταση και με την επίσημη στάση του ΙΚΚ. Αποκορύφωμα ήταν το «καυτό φθινόπωρο» του 1969, που σηματοδότησε την κορύφωση των εργατικών αγώνων. Το φοιτητικό κίνημα υπήρξε επίσης πρωτοπόρο, με τις μεγάλες καταλήψεις στο πανεπιστήμιο του Τρέντο το 1966, που έθεσαν ζητήματα σχετικά με τη μελλοντική εργασιακή κατοχύρωση των αποφοίτων και την οργάνωση των σπουδών. Η φοιτητική αναταραχή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια (π.χ. με τις μεγάλες καταλήψεις του ’68 πριν τον γαλλικό Μάη) και ανέδειξε τις Γενικές Συνελεύσεις σε κυρίαρχο όργανο του φοιτητικού κινήματος. 

Όλο αυτό το δυναμικό κινητοποιήθηκε βιώνοντας τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και την κρατική αντίδραση σε αυτές τις κινητοποιήσεις. Είκοσι χρόνια μετά τον Πόλεμο και την ήττα του φασισμού, η χριστιανοδημοκρατική Δεξιά συγκυβερνούσε με τους νεοφασίστες του MSI και κατέστειλε βίαια τις κηνητοποιήσεις. Σε μια ιδιαίτερα μαζική και δυναμική κινητοποίηση ενάντια στην πραγματοποίηση του συνεδρίου του MSI στη Γένοβα, η αστυνομία άνοιξε πυρ σκοτώνοντας διαδηλωτές. Την ίδια στιγμή, το ΙΚΚ έμενε πιστό στην γραμμή της εθνικής συναίνεσης, αφήνοντας στα αριστερά του ένα πολιτικό κενό που αποτέλεσε το έδαφος για τη δημιουργία και ανάπτυξη πλήθους πρωτότυπων πολιτικών εγχειρημάτων. Ως επί το πλείστον, τα νέα πολιτικά μορφώματα προέκυπταν είτε από διασπάσεις από τον κομματικό κορμό (μ-λ ρεύμα το 1962, Manifesto το 1969) είτε από το εσωτερικό του ριζοσπαστικού εργατικού και φοιτητικού κινήματος (αρχικά με κύκλους διανοουμένων και πρωτοπόρων εργατών όπως το περιοδικό Quaderni Rossi και μετά οργανώσεων όπως η Avanguardia Operaia, η Lotta Continua, η Potere Operaio κ.ά.). 

Η μητέρα όλων των σφαγών

Σε πείσμα της εικόνας που έχει καλλιεργηθεί ότι η πολιτική βία στην Ιταλία προερχόταν κυρίως από την Αριστερά, εδώ ήταν που δοκιμάστηκε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στη Δυτική Ευρώπη η βία των παρακρατικών μηχανισμών και των ακροδεξιών ομάδων. Σημείο τομής ήταν η βόμβα στην Piazza Fontana του Μιλάνου το Δεκέμβρη του 1969, η έκρηξη της οποίας προκάλεσε το θάνατο 17 ατόμων και τον τραυματισμό εκατοντάδων άλλων. Η αστυνομία κατηγόρησε αρχικά τον αναρχικό χώρο για την ενέργεια και συνέλαβε τον Τζ. Πινέλι που μετά από λίγες μέρες «αυτοκτόνησε» πέφτοντας από το παράθυρο του αστυνομικού τμήματος. Αποδείχθηκε τελικά ότι η ενέργεια ήταν έργο των νεοφασιστών σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες. Το κράτος εγκαινίασε έτσι την περίφημη «στρατηγική της έντασης» για να αντιμετωπίσει τα κινήματα είτε εκφοβίζοντάς τα είτε παρασύροντας μέρος τους στην οργανωτική αντιπαράθεση. Σημαντικό ρόλο στην οργάνωση αυτής της προβοκάτσιας έπαιξε η γνωστή ΝΑΤΟϊκή οργάνωση Gladio, η οποία είχε ως βασικό στόχο την οργάνωση αντικομμουνιστικών μονάδων στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και η περίφημη μασονική στοά P2 με μέλη γνωστούς πολιτικούς, στρατιωτικούς και κρατικούς αξιωματούχους. 

Το ΙΚΚ για μια ακόμη φορά επιλέγει τη συναινετική στάση που σταδιακά και όσο οξύνεται η κοινωνική κατάσταση και η ένοπλη βία, καταλήγει στο μέσο της δεκαετίας του ’70 στην τακτική του ιστορικού συμβιβασμού με τη Χριστιανοδημοκρατία και τελικά στη συνεργασία με την κατασταλτική «αντιτρομοκρατική» πολιτική της Δεξιάς. Σε αυτό το πλαίσιο, η στροφή στην ένοπλη δράση φάνταζε στην Ιταλία και ως μια αναγκαία μορφή αυτοάμυνας. 

Η πρώτη φάση των ένοπλων οργανώσεων της Αριστεράς

Οι πρώτες ένοπλες οργανώσεις της Αριστεράς που έκαναν την εμφάνισή τους ήταν η XXII Ottobre (22η Οκτώβρη) και η Gruppi d’ Azione Partigiana (GAP, Ομάδες Αντάρτικης Δράσης) του εκδότη Giangiacomo Feltrinelli που είχε αποχωρήσει από το ΙΚΚ μετά τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956. Και οι δύο ήταν μικρές ομάδες που δεν ξεπέρασαν τα 100 μέλη και περιορίστηκαν σε επιχειρήσεις επίδειξης και αυτοχρηματοδότησης και διαλύθηκαν έως το 1972. Σημαντική ένοπλη οργάνωση ήταν και οι Nuclei Armati Proletari (NAP, Ένοπλοι Προλεταριακοί Πυρήνες), η οποία έχει την ιδιομορφία ότι συγκροτήθηκε με βάση κυρίως τις φυλακές. Στις φυλακές της Ιταλίας αναπτύχθηκε ένα κίνημα των κρατουμένων (ποινικών και πολιτικών) που γρήγορα πολιτικοποιήθηκε και μέρος του συγκρότησε τους NAP. Η δράση των NAP άρχισε με μοιράσματα προκηρύξεων έξω από φυλακές και την τοποθέτηση μεγαφώνων παγιδευμένων με εκρηκτικά, τα οποία εκρήγνυνται αφού εκφωνήσουν συνθήματα. Μέχρι τα μέσα του 1976 οι ΝΑΡ πραγματοποιούν πολλές επιθέσεις παραδειγματισμού και διαπόμπευσης εναντίον δεσμοφυλάκων και στελεχών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και από τα μέσα του 1976 πραγματοποιούν κοινές επιχειρήσεις με τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στη βάση της ενωτικής δράσης τους για τις φυλακές. Οι ΝΑΡ διαλύθηκαν σταδιακά μέχρι το 1977 από την ιταλική αστυνομία, η οποία συνέλαβε ή δολοφόνησε (συχνά εν ψυχρώ και ενώ είχαν συλληφθεί...) την πλειονότητα των μελών τους. Κάποια μέλη των ΝΑΡ στις φυλακές εντάχθηκαν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες. 

H πιο σημαντική και μαζική οργάνωση του ιταλικού αντάρτικου πόλης ήταν αναμφίβολα οι Brigatte Rosse (Ερυθρές Ταξιαρχίες). Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συγκροτήθηκαν από τη συνένωση δύο ξεχωριστών πυρήνων, έναν που δρούσε στη Ρέτζιο Εμίλια και έναν στο Μιλάνο. Στην «κόκκινη» Ρέτζιο Εμίλια είχε σχηματιστεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 μια ομάδα μελών της νεολαίας του ΙΚΚ που αμφισβητούσαν τη συναινετική γραμμή του κόμματος, αναφέρονταν στο ιταλικό αντάρτικο της Αντίστασης και είχαν αναπτύξει σχέσεις με παλιούς αντάρτες μέλη του ΙΚΚ. Ηγετική φιγούρα αυτής της ομάδας ήταν ο Alberto Franceschini. Η ομάδα συνέχισε να διατηρεί άτυπους δεσμούς με το ΙΚΚ, ιδίως με ένα δυναμικό που εξακολουθούσε να αναφέρεται στην κληρονομιά των παρτιζάνων. Χαρακτηριστικό για τους δεσμούς της ομάδας με παλιούς αντάρτες του κόμματος είναι ότι σημαντικό μέρος των όπλων με τα οποία άρχισαν να εκπαιδεύονται τα μέλη της σε δάση και «κόκκινα» χωριά (με την ανοχή των ντόπιων) προήλθαν από τα κρυμμένα όπλα των παρτιζάνων που δεν παρέδωσαν τον οπλισμό τους μετά τη λήξη του αντάρτικου. Οι ίδιοι οι παλιοί αντάρτες συχνά παρότρυναν τους νεολαίους να βρουν τις κρύπτες των όπλων και να τα αξιοποιήσουν παρά την επίσημη στάση του ΙΚΚ που συχνά, όταν μάθαινε για την ύπαρξη των κρυπτών, ενημέρωνε τους καραμπινιέρους! Η ομάδα σταδιακά αποκόπτεται οργανικά από το ΙΚΚ και το 1969 νοικιάζει ένα χώρο συζητήσεων που έγινε γνωστός στους αριστερούς κύκλους της Ρέτζιο Εμίλια ως το «διαμέρισμα». Εκεί συνευρίσκονται πρώην μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας, μέλη του σοσιαλιστικού PSIUP, αναρχικοί και ριζοσπάστες καθολικοί και συζητούν για την προοπτική της άμεσης επαναστατικής δράσης. Η φήμη του «διαμερίσματος» ξεπερνά τη Ρέτζιο Εμίλια και μέλη του Manifesto έρχονται σε επαφή μαζί τους, αλλά η συνεργασία δεν πραγματοποιείται λόγω διαφωνίας σχετικά με την ένοπλη δράση. 

Σε επαφή με τον κύκλο του «διαμερίσματος» ήρθε και μια ομάδα του Μιλάνου, η Πολιτική Μητροπολιτική Κολλεκτίβα (Collettivo politico metropolitan), ηγετικά μέλη της οποίας ήταν ο Renato Curcio, με σημαντική δράση στο φοιτητικό κίνημα, και ο Corrado Simioni. Η ομάδα αυτή αποτέλεσε τον δεύτερο πυρήνα που θα συγκροτούσε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες. Η Πολιτική Μητροπολιτική Κολλεκτίβα είχε επαφή με τα ρεύματα της νέας Αριστεράς και τις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις. Η συνένωση των δύο εμπειριών ήταν καταλυτική και όπως ανέφερε μετέπειτα ο Franceschini: «...αυτοί ήταν περισσότερο ευαίσθητοι στα νεωτεριστικά φαινόμενα [...]. Απ’ αυτούς μπορούσαμε να διδαχθούμε. Αλλά εμείς φέρναμε προίκα μας ένα πολύτιμο αγαθό, το οποίο αυτοί δεν είχαν: την ιστορική παράδοση»[1]. Ο Curcio ήταν το προβεβλημένο μαζικό στέλεχος της ομάδας και ο Simioni ο οργανωτικός συντονιστής που απέφευγε τη δημόσια έκθεση. 

Η συνένωση των δύο ομάδων το 1970 με το όνομα Sinistra Proletaria (Προλεταριακή Αριστερά) επισπεύσθηκε από τη σφαγή της Piazza Fontana. Σχεδόν αμέσως άρχισε μια έντονη κουβέντα για τις μεθόδους δράσης, με τον αμφιλεγόμενο Simioni να υποστηρίζει ότι πρέπει να λειτουργούν με ακραία συνωμοτικότητα και να αναβαθμίσουν το οργανωτικό επίπεδο της σύγκρουσης ώστε να σύρουν όλο το κίνημα και τις οργανώσεις του σε πιο μαχητική κατεύθυνση. Οι υπόλοιποι υποστήριζαν ότι σε εκείνη τη φάση έπρεπε να ακολουθήσουν την τακτική της προπαγάνδισης του ένοπλου αγώνα σε παράλληλη σχέση με το επίπεδο του κινήματος και όχι αποκομμένοι από αυτό. Ο Simioni μειοψηφεί και αποχωρεί με μερίδα μελών και η οργάνωση (που πλέον ονομάζεται Ερυθρές Ταξιαρχίες) αρχίζει να κάνει συμβολικές ενέργειες σαμποτάζ σε μεγάλα εργοστάσια, απαγωγές για λίγες ώρες στελεχών επιχειρήσεων και προπαγάνδιση της αναγκαιότητας της ένοπλης πάλης. Η απήχηση της οργάνωσης μεγαλώνει αρκετά και η λειτουργία της γίνεται με σχετικά αυτόνομες «φάλαγγες» σε διάφορες πόλεις, με κανονικά μέλη (περίπου 100 στην παρανομία ή όχι) και με ένα ευρύτερο κύκλο συμπαθούντων (περίπου 1500) μέσα σε εργασιακούς χώρους και γειτονιές που λειτουργούν ως τα μάτια και τα αυτιά της οργάνωσης μέσα στο μαζικό κίνημα. 

Η δεύτερη φάση: Μιλιταρισμός και πολιτική ήττα

Η σύλληψη των Curcio και Fraceschini το 1974 και η δολοφονία της Mara Cagol, μέλους της ηγεσίας και γυναίκας του Curcio, το 1975 είναι κομβικές στιγμές για την αλλαγή του προσανατολισμού της οργάνωσης. Σχεδόν αμέσως μετά τη σύλληψη επανέρχεται από τον Mario Moretti, που είχε φύγει αρχικά με τον Simioni αλλά επέστρεψε, η άποψη για αναβάθμιση της δράσης και τελικά επικρατεί. Έτσι, η οργάνωση υιοθετεί την τακτική της επίθεσης στην καρδιά του κράτους και αρχίζει να ρέπει προς το μιλιταρισμό. Πραγματοποιεί την πρώτη δολοφονία το 1976 σκοτώνοντας τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και δύο φρουρούς του, κάτι που οδηγεί σταδιακά στη διαφοροποίηση της έγκλειστης ηγεσίας που κατηγορεί τη νέα ηγεσία για «οργανωτικισμό» και αποκοπή από το κίνημα. 

Το κίνημα του ’77 σηματοδοτεί την τελευταία ιδιαίτερα μαζική φάση του ριζοσπαστισμού, αλλά και τη στρατηγική κρίση των περισσότερων πολιτικών ρευμάτων της επαναστατικής αριστεράς και της αυτονομίας στην Ιταλία. Ως αποτέλεσμα, ολοένα και περισσότεροι αγωνιστές στρέφονται προς τη βία. Πλάι στις Ερυθρές Ταξιαρχίες, που μαζικοποιούνται, εμφανίζονται και άλλες οργανώσεις, με πιο σημαντική και μαζική την Prima Linea (Πρώτη Γραμμή), που προέρχεται από την αποδιάρθρωση του ρεύματος της Lotta Continua. 

Η κρίσιμη στιγμή για την ήττα των Ερυθρών Ταξιαρχιών είναι η απαγωγή και τελικά η δολοφονία το 1978 του ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατίας Aldo Moro, όταν εκείνος επιχειρούσε να υλοποιήσει τον ιστορικό συμβιβασμό με το ΙΚΚ στο Κοινοβούλιο. Η σκληρή πτέρυγα της Δεξιάς αρνείται κάθε διαπραγμάτευση για την απελευθέρωσή του και σχεδόν ωθεί την κατάσταση στα άκρα, αφήνοντας τον Moro ακάλυπτο. Ο Moro, συναισθανόμενος την κατάσταση, αρχίζει να αποκαλύπτει διάφορα κρατικά μυστικά για να γλιτώσει (π.χ. στοιχεία για τη σφαγή στην Piazza Fontana), η οργάνωση όμως δεν τα δημοσιοποιεί και όντας σε πολιτικό αδιέξοδο, τον δολοφονεί. Το ΙΚΚ συντάσσεται πλήρως με τη σκληρή αντιτρομοκρατική πολιτική της Δεξιάς και δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος βίας και καταστολής με αποκορύφωμα το 1980, χρονιά που πραγματοποιούνται 23 δολοφονίες (16 από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και 7 από την  Prima Linea) και νέα σφαγή των νεοφασιστών με βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια με 85 νεκρούς. Ο κύκλος αρχίζει να κλείνει με την τρομακτική ένταση της καταστολής, τη σύλληψη εκατοντάδων ατόμων μεταξύ των οποίων και του Moretti το 1981 και τη διάσπαση των Ερυθρών Ταξιαρχιών σε διάφορα κομμάτια που η δράση τους φτάνει ως και το 1988[2]. Το μέγεθος της εκδίκησης του κράτους θα είναι εντυπωσιακό: δεκάδες χιλιάδες θα θεωρηθούν ύποπτοι, χιλιάδες θα παραπεμφθούν σε δίκες, εκατοντάδες οι βαριές καταδίκες, παράλληλα με την προσπάθεια ηθικής καταρράκωσης κυρίως μέσα από την προνομιακή μεταχείριση των «μεταμελημένων».

Το ηθικό (και πολιτικό) δίδαγμα

Τι πραγματικά μπορεί να μείνει στο σήμερα, πέρα από τα ιστορικά στοιχεία για ένα εγχείρημα που ενέπλεξε χιλιάδες ανθρώπους στην Ιταλία; Μάλλον αυτό που πολλά χρόνια πριν ο Λένιν έγραφε για τις αριστερές αποκλίσεις, δηλαδή ότι την κύρια ευθύνη για την ανάπτυξή τους έχει το επίσημο αριστερό κίνημα που έχει ολισθήσει σε πολύ δεξιά γραμμή. Το ΙΚΚ είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα δεξιάς μετατόπισης στο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα σε μια χώρα με έντονη κινηματική ανάπτυξη. Αν η κομμουνιστική Αριστερά δεν θέλει να δει ξανά το ίδιο έργο, χρειάζεται να μην ξανακάνει τα ίδια λάθη. Η πολιτική κατεύθυνσή της είναι ο βασικός παράγοντας ανάπτυξης ή όχι τέτοιων αποκλίσεων και όχι η δράση άλλων μηχανισμών. 

[1] Franceschini και Fasanella, Τι είναι οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, μτφ. M. Salvato, εκδόσεις Direct, Αθήνα 2004, σελ. 72
[2] Ένα από αυτά επανεμφανίστηκε το 1999 με τη δολοφονία ενός συμβούλου του κομμουνιστή Υπουργού Εργασίας στην κυβέρνηση συνεργασίας του D’Alema.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.