ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Οι –όχι και τόσο– υπόγειες διαδρομές του (νεο)ναζισμού στην Ανατολική Γερμανία


Στις 7 Οκτωβρίου του 1990, μόλις τέσσερις μέρες μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, δολοφονήθηκε στη μικρή πόλη Λιμπενάου του Βραδεμβούργου ο Πολωνός Άντρεϊ Φράτζακ (Andrzej Fratczak) από Aνατολικογερμανούς νεοναζί. Επρόκειτο για το πρώτο θύμα ενός κύματος ακροδεξιάς βίας που συγκλόνισε τις επαρχίες τις πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας στις αρχές τις δεκαετίας του ’90. Ήταν μια εποχή άνθισης των νεοναζιστικών οργανώσεων, των οποίων η δράση συναντούσε μεγάλη αποδοχή στον τοπικό πληθυσμό. Πώς μπορεί όμως να εξηγηθεί το γεγονός ότι σε τόσο σύντομο διάστημα από την κατάρρευση του «υπαρκτού» μπόρεσαν τέτοιες απόψεις να κερδίσουν ξανά δημοτικότητα; Πώς βρέθηκαν άνθρωποι που μεγάλωσαν σε ένα «σοσιαλιστικό» κράτος να έλκονται από την ακροδεξιά; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν πρέπει να αναζητηθούν μόνο στο σοκ της κατάρρευσης του ανατολικογερμανικού καθεστώτος και στα αισθήματα εθνικής ανάτασης που συνόδευσαν την επανένωση, οι βασικές αιτίες είναι πολύ βαθύτερες.

Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως αντιφασιστικό κράτος, έχοντας υιοθετήσει την ανάλυση του Δημητρόφ για τον φασισμό όπως αυτή αποφασίστηκε στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς τον Αύγουστο του 1935. Βάσει αυτής της ανάλυσης, τα εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου αποδόθηκαν με γραμμικό τρόπο στο μονοπωλιακό κεφάλαιο, κάτι που απάλλασσε το νέο κράτος από το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν, επομένως και από την ανάγκη αναμέτρησης μαζί του. Επιπλέον, αναλύοντας τον εθνικοσοσιαλισμό ως πολιτικοοικονομικό σύστημα ανοιχτής τρομοκρατικής δικτατορίας, η ηγεσία του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος παραγνώριζε τη μαζική και ενεργητική υποστήριξη του γερμανικού πληθυσμού προς το ναζιστικό καθεστώς. Η εκτίμηση ότι οι μάζες είχαν παραπλανηθεί οδηγούσε στο άμεσο συμπέρασμα ότι, εφόσον το καθεστώς είχε καταρρεύσει και στην εξουσία βρίσκονταν πλέον οι εργάτες, δεν ήταν δυνατόν στο νέο σοσιαλιστικό κράτος να υπάρχουν ναζί.

Η πραγματικότητα εντός του ανατολικογερμανικού κοινωνικού σχηματισμού ωστόσο ήταν τελείως διαφορετική από εκείνη που προσπαθούσαν να παρουσιάσουν οι αρχές. Η διαδικασία αποναζιστικοποίησης του κρατικού μηχανισμού που εφάρμοσαν οι σοβιετικές κατοχικές δυνάμεις τερματίστηκε ήδη το 1948 μένοντας ουσιαστικά ανολοκλήρωτη. Ήταν εξάλλου πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, η οικοδόμηση των νέων κρατικών δομών να μη συμπεριλάβει μεγάλο μέρος των στελεχών του παλαιού κρατικού μηχανισμού και αυτό παρά τη μαζική τους εμπλοκή στα εγκλήματα της εθνικοσοσιαλιστικής περιόδου. Έτσι, ακόμα και μέσα στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα μεγάλος αριθμός μελών αλλά και στελεχών είχαν υπάρξει μέλη του NSDAP.[1] Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί (εξαιτίας και του παρελθόντος τους) να μην αμφισβήτησαν το νέο καθεστώς, αποτέλεσαν όμως ταυτόχρονα άλλον έναν παράγοντα που δεν ευνοούσε την αναμέτρηση με το παρελθόν. Επιπλέον, παρά τις όποιες προσπάθειες κοινωνικού μετασχηματισμού (από τα πάνω) που επιχειρήθηκαν, η Ανατολική Γερμανία παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό μια συντηρητική κοινωνία με ξενοφοβικά και ρατσιστικά αντανακλαστικά. Το γεγονός αυτό βίωσαν με δραματικό τρόπο και οι χιλιάδες ξένοι εργάτες από τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου (όπως την Κούβα, το Βιετνάμ, τη Μοζαμβίκη, την Πολωνία κ.λπ.), αλλά και οι Σοβιετικοί στρατιώτες, οι οποίοι εκλαμβάνονταν όχι μόνο ως κατακτητές αλλά και ως «υπάνθρωποι».

Οι αλλοδαποί «εργάτες με συμβόλαιο» (Vetragsarbeiter) αλλά και οι ξένοι φοιτητές ζούσαν σε περιφραγμένα καταλύματα υπό τη στενή επιτήρηση των αρχών, που ήθελαν να περιορίσουν την ανάπτυξη των κοινωνικών επαφών με τον τοπικό πληθυσμό. Αυτό όμως όξυνε ακόμα περισσότερο την καχυποψία και την εχθρότητα απέναντί τους συντελώντας στον μεγάλο αριθμό βίαιων ενεργειών που σημειώνονταν εναντίον τους. Συνολικά σημειώθηκαν γύρω στα 200 πογκρόμ εναντίον μεταναστών[2] και περίπου 40 επιθέσεις σε κοιτώνες αλλοδαπών εργατών, με τουλάχιστον 10 ξένους εργάτες να γίνονται θύματα ρατσιστικών δολοφονιών. Η Στάζι κατέγραψε περί τις 8.600 προπαγανδιστικές ή βίαιες ενέργειες εναντίον ξένων και Εβραίων, εκτιμάται όμως ότι οι πραγματικοί αριθμοί είναι πολύ μεγαλύτεροι. Ακόμα όμως και αν αποδεχτούμε τα επίσημα νούμερα, οι ενέργειες αυτές είναι πολύ περισσότερες από τις αντίστοιχες που καταγράφονται την ίδια περίοδο στη Δυτική Γερμανία. Οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας συχνά συγκάλυπταν τέτοια περιστατικά και οι δράστες έμεναν ατιμώρητοι, καθώς διαφορετική αντιμετώπιση θα σήμαινε και παραδοχή του προβλήματος. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα είχε ευρύτερες επιπτώσεις στην πολιτική της ηγεσίας, που αρεσκόταν να παρουσιάζει την ανατολικογερμανική κοινωνία ως «αντιφασιστική». Αντίθετα, πολλές φορές ευθύνη αποδιδόταν στους μετανάστες, δηλαδή στα ίδια τα θύματα, που αντιμετώπιζαν τον άμεσο αναγκαστικό επαναπατρισμό.

Η ανάδυση οργανωμένων νεοναζιστικών ομάδων βεβαίως πήρε καιρό για να διαμορφωθεί και αποτέλεσε φαινόμενο που αναφερόταν κυρίως στη νεολαία. Ήδη από τη δεκαετία του ’70, οι αρχές κατέγραφαν τη συνεχή αύξηση των ακροδεξιών περιστατικών στα σχολεία, με τις τάσεις αυτές να βρίσκουν ιδιαίτερο πεδίο έκφρασης στα ποδοσφαιρικά γήπεδα, όπου η βία λάμβανε μεγάλες διαστάσεις και μετατρεπόταν σε πραγματικό κοινωνικό πρόβλημα.

Το 1980 η Στάζι παρατήρησε σε έγγραφό της ότι σε μερικές περιφέρειες τις χώρας υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις για την εξύμνηση φασιστικών αντιλήψεων από εφήβους που ζωγραφίζουν φασιστικά σύμβολα σε δημόσιους χώρους, θρανία και σχολικά βιβλία, τραγουδούν φασιστικά τραγούδια και χαιρετούν ναζιστικά. Από τις αρχές της δεκαετίας, ο οργανωτικά αδιαμόρφωτος και ιδεολογικά ρηχός ακόμη αυτός χώρος παρουσίασε τα πρώτα σημάδια συγκρότησης. Kυρίως μέσα από τις νεολαιίστικες παρέες και τα ποδοσφαιρικά γήπεδα η ακροδεξιά ιδεολογία κέρδιζε έδαφος. Ωστόσο, και πολλά από τα μέλη του κινήματος των Skinheads ήταν εύκολο να κερδηθούν από τη νεοναζιστική ρητορική του «ισχυρότερου», καθώς ως υποκουλτούρα υιοθετούσαν βίαιες πρακτικές εναντίον άλλων ατόμων.[3]

Καθώς η αποτυχία του συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες του πληθυσμού γινόταν όλο και πιο φανερή και οι ελλείψεις σε καθημερινά αγαθά έρχονταν σε άμεση αντιπαράθεση με τις δυνατότητες κατανάλωσης στη Δύση, για πολλούς από τους νέους που στέκονταν κριτικά απέναντι στο σύστημα οι νεοναζί έμοιαζαν ως οι πιο συνεπείς αντικομμουνιστές ενώ και στο ζήτημα της επανένωσης των δύο Γερμανιών έδιναν πιο ξεκάθαρες απαντήσεις από το καθεστώς. Αυτές οι χαλαρές και ιδεολογικά άμορφες ομαδοποιήσεις σταδιακά οργανώθηκαν σε ένα δίκτυο το οποίο ανέπτυξε και διεθνείς επαφές, έτσι που από την περίοδο 1988-89 δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε απλώς για νεανική «αντικουλτούρα» αλλά για οργανωμένες νεοναζιστικές οργανώσεις με ξεκάθαρη ιδεολογική ταυτότητα και αναβαθμισμένη δράση.[4]

Η στάση των αρχών αναθεωρήθηκε σημαντικά μετά την επίθεση που εξαπέλυσαν στις 17 Οκτωβρίου 1987 περίπου 30 ακροδεξιοί στους 1.000 θεατές μιας πανκ συναυλίας που διεξαγόταν στο εσωτερικό της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Σιών στο Ανατολικό Βερολίνο. Η δημοσιότητα που πήρε το περιστατικό τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό και η απροθυμία της αστυνομίας να παρέμβει προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις και διαμαρτυρίες, που ανάγκασαν ακόμα και τον επίσημο τύπο να ασκήσει κριτική στον χειρισμό της κατάστασης. Κάτω από αυτή την πίεση, οι υπηρεσίες ασφαλείας ασχολήθηκαν σοβαρότερα με τις εν λόγω ομάδες, επιχειρώντας τον αποκλεισμό τους από τη δημόσια σφαίρα και αντιδρώντας με τον βασικό τρόπο που γνώριζαν, δηλαδή την καταστολή.

Η πίεση αυτή οδήγησε τον ακροδεξιό χώρο, από το δεύτερο μισό του 1988, να αναδιπλωθεί και να αποφύγει τη δημόσια έκθεση, με τα μέλη του να συντονίζονται σε μικρές ομάδες ώστε να μην κινούν την προσοχή, κάτι που δυσκόλευε τις αρχές να συλλέξουν πληροφορίες και να διεισδύσουν στο εσωτερικό τους. Ταυτόχρονα, η στοχοποίηση των νεοναζιστικών οργανώσεων και η φυλάκιση ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών της επίθεσης αύξησε την επιρροή τους και οδήγησε σε μεγάλη αύξηση και του αριθμού των μελών τους.

Ακόμα όμως και σε αυτή την περίοδο, στο στόχαστρο των αρχών συνέχιζαν να βρίσκονται και οι άλλες ανεξάρτητες νεανικές κουλτούρες, τα μέλη των οποίων παρέκκλιναν από το πρότυπο του «σοσιαλιστικού νεολαίου». Κυρίως οι –μάλλον αριστερόστροφοι– Punks, που μέχρι και το 1987 απασχολούσαν σχεδόν αποκλειστικά τις αρχές, αλλά και οι εκκλησιαστικές αντιφασιστικές ομάδες, οι οποίες είχαν αναπτύξει έντονη δράση εναντίον των ακροδεξιών ομάδων, ήταν εκείνες που έμπαιναν στο μικροσκόπιο.[5]

Στον έναν χρόνο που μεσολάβησε ανάμεσα στην πτώση του τείχους και την επανένωση των δύο Γερμανιών, οι ακροδεξιές οργανώσεις αύξησαν ακόμα περισσότερο τη δύναμή τους καθώς πλέον μπορούσαν να ενισχυθούν με πιο άμεσο τρόπο από Δυτικογερμανούς νεοναζί. Υπολογίζεται ότι τη στιγμή της επανένωσης υπήρχαν στην Ανατολική Γερμανία γύρω στους 5.000 βίαιους νεοναζιστές και περί τους 10.000 συμπαθούντες.

Οι ακροδεξιές τάσεις στο εσωτερικό της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν ήταν πάντα ναζιστικής φύσης αλλά αποτελούσαν έκφραση μιας γενικότερης ρατσιστικής αντίληψης περί γερμανικότητας, η οποία τόνιζε τις αξίες της «εργατικότητας» και της «τάξης» (αξίες που άλλωστε προβάλλονταν και από το ίδιο το σύστημα) και διαπερνούσε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι νεοναζί στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν έτσι σε καμία περίπτωση άτομα του περιθωρίου αλλά «κανονικά» μέλη της κοινωνίας, τα οποία μάλιστα τις περισσότερες φορές διακρίνονταν για την εργατικότητα και την επιμέλεια τους, που αναλάμβαναν καθήκοντα και υποχρεώσεις, με πολλούς από αυτούς να προέρχονται και από «καλό κομματικό» σπίτι. Πολλοί ακροδεξιοί μάλιστα, για να αποδείξουν τη μαχητικότητά τους, επέλεγαν τη δεκαετή εθελοντική θητεία στον στρατό και ιδιαίτερα στις ειδικές δυνάμεις, σε σώματα όπως οι αλεξιπτωτιστές, καθώς μια τέτοια θητεία έφερνε αναγνώριση εντός του ακροδεξιού χώρου και θεωρούνταν μέρος της «γερμανικότητας». Η αστυνομία επίσης δεν έμεινε ανεπηρέαστη από εθνικιστικές αντιλήψεις, με τα όργανα της τάξης συχνά να κλείνουν τα μάτια σε επιθέσεις εναντίον ομοφυλόφιλων και μεταναστών. Κατά την τελευταία περίοδο βέβαια, η εντεινόμενη δυσθυμία της να αναμετρηθεί με τέτοια ζητήματα θα πρέπει να αποδοθεί και στους ενδοκαθεστωτικούς ανταγωνισμούς και στη γενικότερη απροθυμία υπεράσπισης του καθεστώτος, που αυξανόταν όσο βάθαινε η κρίση του.

Αν και δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να ισχυριστούμε ότι ο νεοναζισμός στην Ανατολική Γερμανία πήρε ποτέ τα χαρακτηριστικά κινήματος, πόσο μάλλον μαζικού, εντούτοις όμως οι νεοναζιστικές αυτές τάσεις που από τη δεκαετία του ’70 και μετά έκαναν αισθητή την εμφάνισή τους στον ανατολικογερμανικό κοινωνικό σχηματισμό αποτελούν αποτύπωση ευρύτερων αντιλήψεων και διεργασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη εντός της κοινωνίας. Ο θεσμοποιημένος αντιφασισμός «από τα πάνω» που προωθούσε το καθεστώς, αν και αν και επιχειρούσε να ξεκόψει με το παρελθόν, εντέλει δεν μπόρεσε να ξεκόψει με βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις και πρακτικές. Και ένας «σοσιαλισμός» που προωθούσε ως αξίες του την υποταγή και την πειθαρχία και όχι την κριτική και τη δημόσια πολιτική αντιπαράθεση, αποκλείοντας τις μάζες από τη λήψη των αποφάσεων και μην αφήνοντας χώρο στη νεανική αμφισβήτηση, προσέφερε ευνοϊκό έδαφος για την ανάπτυξη αυταρχικών τάσεων, ακόμα και τέτοιων που έρχονταν σε άμεση αντιπαράθεση με τις επιδιώξεις και τις πεποιθήσεις των κυβερνώντων. Το γεγονός όμως ότι αρχές γνώριζαν και ανέχονταν για μεγάλο διάστημα τη μαζική έκφραση ακροδεξιών και νεοναζιστικών αντιλήψεων υποτιμώντας την επικινδυνότητα αυτού του δυναμικού είναι μια ευθύνη που βαραίνει όσους καθόριζαν την πολιτική της Ανατολικής Γερμανίας.

 

 

 

[1] Έως και το 1989 8 υπουργοί και 2 αναπληρωτές πρωθυπουργοί της Ανατολικής Γερμανίας υπήρξαν κάποτε πεπεισμένοι εθνικοσοσιαλιστές.

[2] Συχνά σε τέτοια πογκρόμ μεγάλες ομάδες Ανατολικογερμανών κυνηγούσαν μετανάστες στα κέντρα των πόλεων. Ένα τέτοιο περιστατικό στην Ερφούρτη διήρκεσε τρεις με τέσσερις ημέρες τον Αύγουστο του 1975.

[3] Οι Skinheads, οι οποίοι δεν ενστερνίζονταν σε καμία περίπτωση όλοι ακροδεξιές απόψεις, ενεπλάκησαν σε πολλές βίαιες συγκρούσεις με τους Punks, που αποτελούσαν την κυρίαρχη νεανική υποκουλτούρα της Ανατολικής Γερμανίας και εκλαμβάνονταν τόσο από τις αρχές, αλλά και από τους νεοναζιστές, ως τεμπέληδες και αντικοινωνικά στοιχεία.

[4] Το 1988 η Στάζι κατέγραφε μηνιαίως έως και 500 ενέργειες με ακροδεξιό κίνητρο.

[5] Μέχρι και το φθινόπωρο του 1989 η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας επισήμως αρνούνταν την ύπαρξη ακροδεξιών και νεοναζιστικών τάσεων στο εσωτερικό της ή, όταν παραδεχόταν μέρος του προβλήματος, το απέδιδε στην ιδεολογική επιρροή της Δύσης, ποτέ όμως σε εσωτερικά αίτια.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.