ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Ξαναγυρνώντας στο ΟΧΙ

Ξαναγυρνώντας στο ΟΧΙ


 

Έναν χρόνο πριν, το ΟΧΙ σηματοδοτούσε μια εντυπωσιακή εισβολή του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, φέρνοντας μια αποφασιστικότητα για σύγκρουση που δεν είχε φανερωθεί στην ελληνική κοινωνία για πολύ καιρό.

Η βαθιά πόλωση της πορείας προς το δημοψήφισμα, με τις αστικές δυνάμεις, ντόπιες και ξένες, να ξεδιπλώνουν ένα σχέδιο εκβιασμού και ιδεολογικής τρομοκρατίας που είχαμε χρόνια να δούμε, ο τρόπος που οι εργοδότες έβγαλαν όλα τα ταξικά τους αντανακλαστικά απέναντι στους εργαζόμενούς τους απειλώντας με απολύσεις, οι κλειστές τράπεζες και οι ουρές, που παρ’ όλα αυτά δεν έκαμψαν το αγωνιστικό φρόνημα ακόμα και των ταλαίπωρων συνταξιούχων, όλη αυτή η αίσθηση ότι ένα πλειοψηφικό μπλοκ των υποτελών τάξεων, πολύ πιο σαφές στο ταξικό πρόσημό του από όλες τις προηγούμενες πολιτικές και κοινωνικές διαιρέσεις της μνημονιακής περιόδου, ήταν αποφασισμένο να πάει τη σύγκρουση παραπέρα και ότι παρά τις διαφορετικές αφετηρίες του μπορούσε να στηρίξει τον δρόμο της ρήξης έδιναν την αίσθηση (αλλά και διαμόρφωναν την πραγματικότητα) μιας σύγκρουσης χωρίς προηγούμενο.

Από τις μεγάλες συγκεντρώσεις, με αποκορύφωμα τη συγκλονιστική ηλεκτρισμένη λαοθάλασσα του Συντάγματος, μέχρι την αποφασιστικότητα της συμμετοχής και της ψήφου, ήταν εμφανές ότι έβγαινε συμπυκνωμένη όλη τη εκρηκτική διάθεση σύγκρουσης που είχε σφραγίσει τη διετία 2010-12, είχε χρωματίσει τους εκλογικούς σεισμούς που ακολούθησαν και δεν είχε αποδιαρθρωθεί, όπως φάνηκε, από την τριετία της αναμονής και της ανάθεσης.

Στην πραγματικότητα, η 5η Ιουλίου ήταν η στιγμή: εκείνη η σημειακή συμπύκνωση δυναμικών που η έκβασή τους θα μπορούσε να ορίσει ένα πριν και ένα μετά. Έδινε την απάντηση στο αδιέξοδο της διαπραγμάτευσης και της προσπάθειας για «έντιμο συμβιβασμό» ακριβώς γιατί έβαζε στο παιχνίδι μια άλλη παράμετρο, που κανονικά δεν ανήκε στην ισορροπία δυνάμεων: τον ίδιο το λαϊκό παράγοντα, το ίδιο το πλεόνασμα ισχύος που εκείνος μπορούσε να φέρει.

Αυτό ακριβώς ήταν που δεν μπορούσε με τίποτα να κάνει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η συνθηκολόγηση και η μετατόπιση στο αντίπαλο στρατόπεδο δεν ξεκίνησε με το χλιαρό διάγγελμα την ίδια Κυριακή, που ερχόταν σε αντίθεση με την άγρια χαρά στους δρόμους των ελληνικών πόλεων, ούτε με το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών την επόμενη, όσο κι εάν τέτοιες σκέψεις μπορεί να ήταν (ή και να είναι ακόμη) παρήγορες για χιλιάδες ανθρώπους που πίστευαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις παλινωδίες του, εξακολουθεί να είναι δύναμη που θα μπορούσε να πάει τα πράγματα αλλιώς. Στην πραγματικότητα, τότε ήταν που ολοκληρώθηκε μια μετάλλαξη η οποία είχε πολύ μεγαλύτερο βάθος, από τότε που ο ευρωπαϊσμός και η λογική της «προοδευτικής διακυβέρνησης» εντός κανόνων αποτέλεσαν την αφετηρία και τον πυρήνα της αριστερής πολιτικής σε αυτόν τον τόπο, ήδη από τις παλινωδίες της μεταπολιτευτικής αριστεράς της ήττας και της επιθυμίας για ενσωμάτωση.

Γι’ αυτό και είναι ανεπαρκές το σχήμα της «προδοσίας», που τόσο πολύ ακούστηκε εκείνες τις μέρες. Όχι γιατί δεν προδόθηκε το όνειρο και η ελπίδα, αλλά γιατί η ίδια η έννοια της προδοσίας προϋποθέτει κάποιου είδους συνέπεια σε αρχές, που στην πραγματικότητα έλειπαν εξαρχής. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν θέλησε τίποτα παραπάνω από την παραμονή στην εξουσία και ποτέ δεν σκέφτηκε την ίδια την εξουσία σαν κάτι παραπάνω από την –ίσως– προοδευτικότερη διαχείριση του υπάρχοντος, και αυτό το «υπάρχον» δεν ήταν άλλο από το ασφυκτικό μνημονιακό πλαίσιο.

Δυνατότητα ρήξης υπήρχε στις 5 Ιουλίου και στην πραγματικότητα η τεράστια λαϊκή δυναμική έδινε και το αντίβαρο απέναντι στις μεγάλες καθυστερήσεις που είχαν προηγηθεί. Έστω και εκείνη τη στιγμή μπορούσε να ξεκινήσει η έξοδος από το ευρώ, να εθνικοποιηθούν οι τράπεζες, να διακηρυχτεί παύση πληρωμών στο χρέος και να μπει μπροστά μια διαδικασία παραγωγικής ανασυγκρότησης. Οι δυσκολίες δεν θα ήταν μεγαλύτερες από εκείνες που ήδη αντιμετωπίζαμε με τα capital control, ενώ υπήρχε κλίμα λαϊκού ενθουσιασμού που θα επέτρεπε να ξεπεραστούν. Επομένως, είναι σαφές ότι απλώς απουσίαζε οποιαδήποτε πολιτική βούληση να υπάρξει άλλη πορεία.

Όσες και όσοι επέμειναν στο ΟΧΙ δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων εκείνες τις μέρες. Πέραν ενός αναμενόμενου σαστίσματος, που όμως δεν θα έπρεπε να είχαν όσοι είχαν ζήσει εκ του σύνεγγυς τον κυνισμό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, δεν υπήρξε η ετοιμότητα να γίνει κατανοητό, την επομένη κιόλας του δημοψηφίσματος, ότι η κυβέρνηση πήγαινε για ταπεινωτική συνθηκολόγηση.

Έλλειψε εκείνες τις πρώτες μέρες το ανοιχτό κάλεσμα στον κόσμο να υπερασπιστεί στον δρόμο το δικό του ΟΧΙ, όπως έλλειψε και η ετοιμότητα να αφαιρεθεί η δυνατότητα από την κυβέρνηση να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση. Οι λογικές αναμονής, οι φαντασιώσεις για το συνέδριο ή όποιο άλλο κομματικό σώμα θα ανέτρεπε τη συνθηκολόγηση δεν επέτρεψαν να χάσει έγκαιρα και αποφασιστικά η κυβέρνηση κάθε ουσιαστική και τυπική νομιμοποίηση να συνεχίσει τη διαπραγμάτευση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να έχει πέσει όχι τον Αύγουστο, με δική της πρωτοβουλία, αλλά τον Ιούλιο, πριν από τη συμφωνία και με τον κόσμο στον δρόμο.

Προφανώς και τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολα, αλλά θα υπήρχε έστω μία πιθανότητα να μην μετατραπεί η δυναμική του ΟΧΙ σε αίσθημα ανημπόριας και σε μια ιδιότυπη μοιρολατρία που οδήγησε τις λαϊκές τάξεις και το ένστικτό τους να θεωρήσουν ότι στις εκλογές του Σεπτεμβρίου το μόνο πολιτικό ερώτημα ήταν ποια δύναμη θα εφάρμοζε την ίδια πολιτική. Οι ίδιες οι εκλογές έδειξαν ότι στην πραγματικότητα το ΟΧΙ παρέμενε με έναν ουσιώδη τρόπο ορφανό και δεν μπορούσε εύκολα να αποτελέσει μεταβιβάσιμη πολιτική κληρονομιά προς τον οποιοδήποτε, όπως διαπιστώσαμε οδυνηρά και με το εκλογικό αποτέλεσμα της ΛΑΕ.

Η στιγμή της συνθηκολόγησης ήταν όμως και στιγμή ευθύνης για οποιονδήποτε στην αριστερά επέμενε να αναφέρεται στον δρόμο της ρήξης. Και δεν σταθήκαμε στο ύψος αυτής της ευθύνης. Πρώτον, η άρνηση από την πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να υπάρξει κοινό κατέβασμα με τη ΛΑΕ, όσους φυσιογνωμικούς ή ιδεολογικούς «αστερίσκους» κι αν μπορεί να επικαλεστεί κανείς, λιγότερο ή περισσότερο εύλογους, σήμαινε ότι δεν υπήρξε ένα ενωτικό σημείο αναφοράς της αριστεράς τού «ΟΧΙ μέχρι τέλους». Δεύτερον, η απουσία έστω και συμβολικών τομών με την εμπειρία και τη λογική ΣΥΡΙΖΑ και η έμφαση στην αντιμνημονιακή ρητορική αντί για την ανάδειξη της συσχέτισης ανάμεσα στο ΟΧΙ και στη ρήξη με ευρώ και Ε.Ε. δεν επέτρεψε στη ΛΑΕ έστω και μια υπόσχεση προγραμματικής αξιοπιστίας. Τρίτον, η αδυναμία άρθρωσης μιας εξήγησης για το πώς φτάσαμε σε εκείνο το σημείο, πέραν της εύκολης επίκλησης της προδοσίας, δεν διευκόλυνε τη συνάντηση με την αγωνία των λαϊκών τάξεων, που αναδιπλώθηκαν στον επιβιωτισμό του «μικρότερο κακού».

Το διάστημα που ακολούθησε έδειξε το βάθος της ήττας αλλά και τις επιπτώσεις της. Το γεγονός ότι ένα κόμμα που διακήρυξε την απαλλαγή από τα μνημόνια ψήφισε και εφαρμόζει ένα άγριο νεοφιλελεύθερο μνημόνιο επέτεινε τη λογική της απουσίας εναλλακτικής, διέλυσε την αυτοπεποίθηση των λαϊκών τάξεων, παρόξυνε τη δυσπιστία τους απέναντι στην οργανωμένη πολιτική και σήμερα απειλεί να τις αποξενώσει από κομβικές πλευρές της αριστερής πολιτικής.

Απέναντι σε αυτό η λογική ότι η κυβέρνηση πέτυχε «πύρρειο νίκη» ή οι προσδοκίες μιας εύκολης κατάρρευσης δεν επέτρεψαν ούτε τον κριτικό αναστοχασμό, την αυτοκριτική και τη διόρθωση ούτε όμως και την επίμονη δουλειά για την ανασυγκρότηση της συλλογικότητας και της αυτοπεποίθησης των λαϊκών τάξεων, ακόμη κι αν σε κάποιες στιγμές, π.χ. στις αγροτικές κινητοποιήσεις, φάνηκε να υπάρχουν τέτοια αποθέματα αγωνιστικότητας.

Έναν χρόνο μετά, το τοπίο είναι σίγουρα διαφορετικό και δύσκολα μπορεί να βρει κανείς αφορμές για να νιώσει την ίδια άγρια χαρά που ένιωσε το βράδυ της 5ης Ιουλίου, εκείνη τη μικρή χαραγματιά του χρόνου που έδειχνε ότι όλα μπορεί να είναι δυνατά.

Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι τα κοινωνικά ρήγματα παραμένουν περισσότερο παρά ποτέ βαθιά, ότι η νέα μνημονιακή κανονικότητα στην πραγματικότητα σημαίνει μια διαρκή απαξίωση για το μεγαλύτερο μέρος των υποτελών τάξεων, που δεν βλέπουν καμιά προοπτική βελτίωσης της θέσης, ότι ο βρετανικός σεισμός όχι μόνο ανέδειξε τη βαθιά κρίση του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» αλλά και τη δυνατότητα οι κοινωνίες να προκαλούν την έκρηξη και να ενεργοποιούν ρήξεις που δύσκολα αντιστρέφονται.

Αντιστρέφοντας τη γνωστή αγαπημένη φράση του Γκράμσι, απέναντι στην απαισιοδοξία της θέλησης, το αίσθημα κούρασης, την αποκαρδίωση, χρειαζόμαστε την αισιοδοξία της νόησης, την αποτίμηση του πραγματικού συσχετισμού, την ψηλάφιση των υλικών δυναμικών που έστω και κάτω από την επιφάνεια παραμένουν ενεργές, τα νέα ιστορικά ρήγματα που διαμορφώνονται.

Αυτό στην πραγματικότητα είναι σήμερα η επανίδρυση της αριστεράς, η αισιοδοξία –και η πειθαρχία– της συλλογικής πολιτικής νόησης, που καλείται να ανασυγκροτήσει πρόγραμμα και κατεύθυνση, αντιμετωπίζοντας την αναγκαία έξοδο από το ευρώ και τη ρήξη-αποδέσμευση από την Ε.Ε. ως αφετηρία μιας διαδικασίας παραγωγικού μετασχηματισμού με εξαρχής αποτυπωμένο τον σοσιαλιστικό προσανατολισμό· αναδεικνύοντας τις αυτόνομες μορφές οργάνωσης του λαϊκού κινήματος όχι απλώς ως αντίβαρο στην εξατομίκευση και την ήττα αλλά και ως δυνατότητα να υπάρχει το αναγκαίο πλεόνασμα ισχύος απέναντι στους εκβιασμούς των αστικών τάξεων και του ιμπεριαλισμού· και δουλεύοντας πάνω στην έννοια του μετώπου όχι ως εκλογικής συγκόλλησης αλλά ως του πεδίου συνάντησης, συνάρθρωσης, μπολιάσματος και επεξεργασίας της ριζοσπαστικής εναλλακτικής και της ανάδειξης της δυνατότητας για ένα νέο ιστορικό μπλοκ, με αφορμή τα υπαρκτά ρήγματα που διαπερνούν την κοινωνία, ρήγματα τα οποία βγήκαν εκρηκτικά στο προσκήνιο στη μάχη του δημοψηφίσματος και τα οποία απέχουν πολύ από το να έχουν κλείσει.

Όποια και όποιος θέλει να μιλάει για την αριστερά σήμερα κρίνεται από το εάν αναμετριέται με αυτές τις προκλήσεις. Τη θεωρητική τεμπελιά, την πολιτική απρονοησία, τις εμμονές και τα βολέματα στην ασφάλεια της μικρής κλίμακας τα ζήσαμε, τα πληρώσαμε και θα τα πληρώνουμε για καιρό ακόμη εάν δεν τολμήσουμε να αλλάξουμε. Η αυστηρότητα με την οποία εξακολουθεί να μας αντιμετωπίζει ο κόσμος του αγώνα, η δυσπιστία, η επιφύλαξη παραμένουν αντιδράσεις δικαιολογημένες όσο δεν δείχνει κάτι να αλλάζει στις νοοτροπίες, τις ρουτίνες και τα κάθε λογής βολέματα της αριστεράς. Και τα χτεσινά μας ΟΧΙ δεν θα μπορούν να αποτελούν για πάντα άλλοθι για τα τωρινά μας λάθη και τις ανεπάρκειες. Κι ας ισχύει το καβαφικό:

 

Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Aν ρωτιούνταν πάλι,

όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει

εκείνο τ’ όχι — το σωστό — εις όλην την ζωή του.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.