ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


ΔΙΕΘΝΗ |
Τρί, 09/08/2016 - 08:34

Αντίο Γιαρμούκ: Το ταξίδι ενός Παλαιστίνιου πρόσφυγα από τη Σμύρνη στην Ελλάδα


Το στρατόπεδο προσφύγων του Γιαρμούκ τον συνόδευε πάντα στη σκέψη του, σε μια άβυσσο φόβου που του φώναζε να μην επιστρέψει ποτέ σε αυτό. Αλλά ποιος θα μπορούσε να είναι μακριά από το Γιαρμούκ, το πρώτο και τελευταίο καταφύγιό του;

Πώς θα μπορούσε οποιοδήποτε άλλο μέρος στον πλανήτη να είναι ποτέ το σπίτι του; Είχε μάθει από μικρός ότι μόνο η Παλαιστίνη, ένα μέρος που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ, μπορούσε να είναι το σπίτι του, και όταν τον ρωτούσαν απαντούσε αμέσως: «Είμαι από το τάδε χωριό στην Παλαιστίνη». Στην πραγματικότητα όμως, γι’ αυτόν, το μόνο που είχε απομείνει από την Παλαιστίνη ήταν το στρατόπεδο του Γιαρμούκ στη Συρία – η Παλαιστίνη που του είχαν μάθει υπήρχε μόνο στα βιβλία και στον ξεσκισμένο χάρτη στον τοίχο του σπιτιού του.

Τουλάχιστον όμως είχε εκείνη για να μοιραστούν τη θλίψη του – χωρίς εκείνη δεν θα ξεκινούσε ποτέ το ταξίδι του. Το όνομά του ήταν Καλέντ αλ Λουμπανί και το δικό της Μαϊσάμ.

Η πρώτη τους προσπάθεια να περάσουν τη θάλασσα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Τα 1.000 δολάρια που ο Καλέντ είχε πάρει από τον πατέρα του στο Γιαρμούκ είχαν σχεδόν τελειώσει και τα λεφτά που του είχε υποσχεθεί μια θεία του από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν είχαν έρθει ποτέ. Είχαν φτάσει στη Σμύρνη, στο δυτικό άκρο της Τουρκίας και πολύ κοντά στην Ελλάδα. Ήξεραν ότι ήταν μια προσωρινή στάση στο ταξίδι τους για την αναζήτηση μιας πραγματικής ζωής.

Έπειτα από σύντομη παραμονή τους σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο, βρήκαν ένα φτηνό διαμέρισμα που κόστιζε 400 τουρκικές λίρες (περίπου 120 ευρώ) το μήνα. Τα λεφτά όμως τελείωναν, η αγωνία της Μαϊσάμ έπνιγε τις σκέψεις της και ο Καλέντ ένιωθε την πίεση όλο και πιο έντονα. Περιμένοντας τα λεφτά της θείας του, ένιωθε σαν να κρεμόταν στο χείλος του γκρεμού.

Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στη Συρία, o Καλέντ αδιαφορούσε για την πολιτική. Είχε από καιρό αποφασίσει ότι τίποτα καλό δεν βγαίνει από την πολιτική και δεν εμπιστευόταν όποιον φόραγε στολή – είτε των κυβερνητικών δυνάμεων είτε των ανταρτών. Ο πόλεμος όμως πλησίαζε όλο και περισσότερο στο Γιαρμούκ, παρά τις εκκλήσεις των προσφύγων προς όλες τις πλευρές.

Και όταν το Γιαρμούκ είχε πια υποστεί τεράστιες καταστροφές, σπρωγμένος από τα παρακάλια και τα δάκρυα της οικογένειάς του, ο Καλέντ έφυγε για το μακρύ και δύσκολο ταξίδι του.

Η πρώτη τους προσπάθεια να περάσουν τη θάλασσα ήταν με έναν διακινητή που λεγόταν Αμπού Ντάντι. Κάτι στο πρόσωπό του έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος που δεν έπρεπε να εμπιστευεί κανείς. Πενηντάρης, με μεγάλη κοιλιά και κοντά άσπρα μαλλιά. Εθισμένος στο παραβρασμένο μαύρο τσάι, περνούσε τον περισσότερο χρόνο του στη «Συριακή Λέσχη» παίζοντας τάβλι και στοιχηματίζοντας με μεγάλη αυτοπεποίθηση.

Πολλοί Παλαιστίνιοι πρόσφυγες πίστεψαν ότι θα βρουν μια καινούρια ζωή σε αυτό το ταξίδι χωρίς εγγυήσεις. Μόλις μία ώρα αφού ξεκίνησαν όμως η μηχανή της μικρής βάρκας έσβησε χωρίς προειδοποίηση. Καθώς ο Καλέντ πλημμύριζε με ανησυχία, ήξερε ότι η επιστροφή δεν ήταν επιλογή, ενώ η Μαϊσάμ μουρμούριζε ακατάληπτα από τον φόβο της για την τρομακτική θάλασσα.

Χωρίς άλλη επιλογή, ο Αμπού Ντάντι κάλεσε την τουρκική ακτοφυλακή, που εμφανίστηκε και τους έσυρε σε μια φυλακή της Σμύρνης.

Εκεί γνώρισαν τον καπετάνιο του δεύτερου ταξιδιού τους, τον Αμπού Σάλμα. Συλληφθείς και αυτός ύστερα από μια δική του αποτυχημένη απόπειρα περάσματος, τους εγγυήθηκε ότι αν δεν φτάσουν στην Ελλάδα θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Δυστυχώς, τα χρήματα που είχαν ήδη δώσει είχαν χαθεί ανεπιστρεπτί.

Παρόλο που η δεύτερη απόπειρά τους έφτασε πολύ μακρύτερα, ήταν κι αυτή αποτυχημένη. Τούτη τη φορά η μηχανή δεν σταμάτησε ξαφνικά, αλλά μ’ έναν μικρό θόρυβο ξεκίνησε να αφήνει ένα ίχνος πετρελαίου πίσω της στα νερά της Μεσογείου μέχρι που σταμάτησε φτάνοντας στα ελληνικά χωρικά ύδατα.

Όταν συναντήθηκαν με μια περίπολο του ελληνικού Λιμενικού, τους πέταξαν ένα σκοινί για να τους ρυμουλκήσουν. Προσπαθώντας να ξεφύγουν, οι επιβάτες έκαναν κουπί με όλη τους τη δύναμη. Ένιωθαν ότι αυτή μπορούσε να είναι η τελευταία πράξη του δράματος στην προσπάθειά τους να αισθανθούν ξανά άνθρωποι. Το βάρος της αποτυχίας φαινόταν στους σκυφτούς ώμους τους καθώς η βάρκα αναγκάστηκε να σταματήσει.

Οι Έλληνες λιμενικοί δεν είχαν σκοπό να περισυλλέξουν τους πρόσφυγες στη μεριά τους. Αγνοώντας τις εξιστορήσεις πόνου και εξαθλίωσης, κάλεσαν τους Τούρκους συναδέλφους τους που ρυμούλκησαν τη βάρκα στην αφετηρία της και τους επιβάτες πίσω στη φυλακή για δύο μέρες ακόμα.

Ο Αμπού Σάλμα δεν σταμάτησε, ορκιζόμενος στο όνομα της τρίχρονης κόρης του, να επιμένει ότι είναι ο καλύτερος διακινητής στην πιάτσα και ότι αν δεν τους είχε καταραστεί η τύχη θα ήταν ήδη στην Ελλάδα και θα έτρωγαν σαν βασιλιάδες υπό το βλέμμα των Ελλήνων θεών. Υποσχέθηκε στην ομάδα των προσφύγων μεγαλύτερη και καλύτερη μηχανή για το ταξίδι τους και τους οδήγησε πίσω στο ίδιο σημείο επιβίβασης. Η βάρκα όμως δεν ήταν εκεί. Επιστρέφοντας εξαντλημένοι ψυχικά και σωματικά βρήκαν τη στρατιωτική αστυνομία να τους περιμένει στον κεντρικό δρόμο.

Όταν μπόρεσαν να επιχειρήσουν εκ νέου το πέρασμα, η ομάδα είχε αυξηθεί από εννιά σε είκοσι άτομα, με όλο και περισσότερους πρόσφυγες πολέμου να ψάχνουν την ασφάλεια που είχαν στερηθεί στο σπίτι τους. Η βάρκα αυτή τη φορά ήταν λίγο μεγαλύτερη αλλά η μηχανή ακόμα μικρότερη. Ξέσπασε ταραχή καθώς οι άντρες φώναζαν εξαγριωμένοι. Οι γυναίκες έκλαιγαν, άλλες κρατώντας την καρδιά τους και άλλες πεσμένες στα γόνατα. Η Μαϊσάμ κατέρρευσε θάβοντας το πρόσωπό της στην άμμο.

Οι περισσότεροι επιβάτες απομακρύνθηκαν και στάθηκαν παράμερα προσπαθώντας να σκεφτούν κάποιο εναλλακτικό σχέδιο. Οι Παλαιστίνιοι όμως έμειναν. Δεν μπορούσαν να τα παρατήσουν έπειτα από όσα είχαν περάσει. Ο Καλέντ ανέλαβε τον ρόλο του αρχηγού και ξεκίνησαν για άλλη μια φορά.

Η μόνη οδηγία του διακινητή ήταν «πηγαίνετε προς τα εκεί», δείχνοντας στο σκοτάδι. Και αυτό έκανε ο Καλέντ, αψηφώντας το σκοτάδι σε μια τελευταία απόπειρα για την ελευθερία. Σε όλο το ταξίδι η Μαϊσάμ έκλαιγε σιωπηλά και κρατούσε το χέρι του.

Μέχρι που τα πολυπόθητα φώτα της Λέσβου φάνηκαν στο βάθος του ορίζοντα. «Αλλάχ, Αλλάχ, Αλλάχ» μουρμούρισε η Μαϊσάμ προσπαθώντας να στριμώξει όσο περισσότερες προσευχές προλάβαινε στον λιγοστό χρόνο που απέμενε για να φτάσει η βάρκα ασφαλής στην ακτή δίνοντας τέλος στους εφιάλτες της Συρίας και της Τουρκίας και ελευθερώνοντάς τους από την άβυσσο των καταδικασμένων.

Όταν ο Καλέντ και η Μαϊσάμ πάτησαν για πρώτη φορά την άμμο της Λέσβου, στην τσάντα τους είχε απομείνει μόνο ένα μικρό βάζο με φυστικοβούτυρο. Ενθουσιασμός τούς διαπέρασε στιγμιαία καθώς έκλαιγαν και φώναζαν από τη χαρά τους.

Ενώ όμως προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν την ασφάλεια που τους παρείχε το στέρεο έδαφος, ο ενθουσιασμός επισκιάστηκε από έναν διαπεραστικό φόβο για το μέλλον. Το κρύο νερό που έβρεχε τα πόδια τους έμοιαζε ξαφνικά με κακό οιωνό.

 

Το κείμενο είναι βασισμένο σε συνεντεύξεις με Παλαιστίνιους πρόσφυγες από τη Συρία.

μετάφραση: Αργύρης Μεγαλιός

πηγή: znet

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.