Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις PUF, με την επιμέλεια (και τον ιδιαίτερα κατατοπιστικό πρόλογο) του Τζ. Μ. Γκοσγκάριαν, το βιβλίο του Αλτουσέρ Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία (Être marxiste en philosophie). Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκδοσης, ο Αλτουσέρ γνωστοποίησε στις 12 Αυγούστου του 1976 με επιστολή του στον Πιέρ Μασερέ ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ολοκλήρωσε μια εισαγωγή στη φιλοσοφία, η οποία παρότι αρχικά είχε στόχο να συνιστά εισαγωγή στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους, εντέλει μετατράπηκε (όπως επισημαίνει ο ίδιος ο Αλτουσέρ) σε εισαγωγή στη φιλοσοφία για φιλοσόφους. Τότε το κείμενο είχε τίτλο Εισαγωγή στη φιλοσοφία.
Τελικά, ο Αλτουσέρ τροποποιεί ελαφρώς το κείμενο το φθινόπωρο του 1976, για να το ξαναγράψει πλήρως την περίοδο 1977-78, προκειμένου να επιτευχθεί ο αρχικός στόχος του και να συντάξει μια εισαγωγή στη φιλοσοφία για μη φιλοσόφους. Η νέα εκδοχή γίνεται τότε νέο βιβλίο, το οποίο ο Αλτουσέρ ονομάζει Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους (Initiation à la philosophie pour les non-philosophes – βιβλίο που επίσης εκδόθηκε από τις εκδόσεις PUF, το 2014, και με την επιμέλεια του Γκοσγκάριαν). Συγχρόνως, ο Αλτουσέρ αλλάζει τον τίτλο του πρώτου βιβλίου, της Εισαγωγής στη φιλοσοφία, το οποίο γίνεται πλέον Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία.
Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι τα δύο αυτά βιβλία, η Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους και το Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία (αμφότερα τα οποία περιλαμβάνονται στο εκδοτικό πρόγραμμα των εκδόσεων Εκτός Γραμμής), ανήκουν στα σπουδαιότερα κείμενα του Αλτουσέρ που έχουμε πλέον στα χέρια μας. Όχι μόνο προσφέρουν μια πληρέστερη εικόνα για τον προβληματισμό και τη σκέψη του Αλτουσέρ κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, αλλά επιπλέον είναι σαφές ότι αναδεικνύουν τα νήματα που θα οδηγήσουν λίγο αργότερα τον Αλτουσέρ να επικεντρωθεί στον «αστάθμητο υλισμό», ή «υλισμό του αστάθμητου» ή «υλισμό της συνάντησης» (και θα λέγαμε επίσης ότι οριοθετούν εκ νέου το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να διαβαστούν τα εν λόγω κείμενα, που χρωματίζουν κατεξοχήν τη σκέψη του Αλτουσέρ κατά τη δεκαετία του ’80). Η έκδοσή τους –και η εξαιρετική εργασία επιμέλειας του Γκοσγκάριαν– μπορεί να θέσει σε νέες βάσεις την ανάγνωση του Αλτουσέρ, αλλά κυρίως και προπάντων έρχεται να υπενθυμίσει και να τονίσει εκ νέου τα διακυβεύματα με τα οποία είναι συνυφασμένη η φιλοσοφία, διακυβεύματα που αφορούν την ίδια την καθημερινή ζωή και την πολιτική και επιστημονική πρακτική όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι το τέλος της ιστορίας και να αναζητούν τους όρους μιας άλλης πολιτικής.
Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα δύο κεφάλαια του Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία που ακολουθούν, το κεφάλαιο 22 και το κεφάλαιο 23, όπου ο Αλτουσέρ επανέρχεται στο ζήτημα της φιλοσοφίας για να επισημάνει ακριβώς τους δεσμούς της με την ιδεολογία, με βάση μια συλλογιστική που διαπερνά τους προβληματισμούς εκείνης της περιόδου και ανοίγει νέους ορίζοντες για τη μελέτη της θέσης του Μαρξ και ευρύτερα του μαρξισμού στο πεδίο της φιλοσοφίας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Αλτουσέρ δεν επεξεργάζεται απλώς ένα σχέδιο για μια επιστημονική θεωρία της φιλοσοφίας (δηλαδή για μια θεωρία της φιλοσοφίας η οποία διατυπώνεται κατά τον Αλτουσέρ με τους όρους του ιστορικού υλισμού και στο πλαίσιό του, ως επιστήμης των νόμων της ταξικής πάλης), αλλά συγχρόνως επαναδιατυπώνει τη θεωρία του για την ιδεολογία, καθώς αναδεικνύει το εύρος, την πολλαπλότητα και την ιστορικότητα της δραστικότητάς της. Με αυτόν τον τρόπο (και με τις διακρίσεις που προτείνονται αναφορικά με την πραγματικότητα και την έννοια της ιδεολογίας) τίθεται πρωτίστως επί τάπητος η παράμετρος εκείνη που δεν έπαψε να απασχολεί τον Αλτουσέρ κάθε φορά που αναφερόταν στις έννοιες της ιδεολογίας και των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους: Τι σημαίνει αντίσταση στην κυρίαρχη ιδεολογία και πώς πρέπει να νοηθεί μια επαναστατική ιδεολογία;
εκδόσεις Εκτός Γραμμής
Λουί Αλτουσέρ
Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία
22.
Ας επανέλθουμε λοιπόν στην ιδεολογία, διότι χωρίς μια καθαρή ματιά στις ιδεολογίες είναι αδύνατο να εκπονήσουμε μια θεωρία της φιλοσοφίας. Πρέπει οπωσδήποτε να κατανοηθούν: 1) ο καθολικός χαρακτήρας της ιδεολογίας, 2) ο πρακτικός χαρακτήρας της ιδεολογίας, 3) ο πολιτικός χαρακτήρας της ιδεολογίας, 4) ο αναδρομικός (εκ των υστέρων) χαρακτήρας κάθε θεωρίας για την ιδεολογία.
Γνωρίζουμε ότι «η ψυχή σκέφτεται πάντα» (Ντεκάρτ). Ο Φρόυντ έδειξε μάλιστα ότι σκέφτεται ασυνείδητα, εν πάση περιπτώσει, ότι οι άνθρωποι είχαν πάντοτε ιδέες, τουλάχιστον από όταν άρχισαν να ζουν σε κοινωνίες και να διαθέτουν γλώσσα (Ένγκελς). Μαθαίνουμε όμως ολοένα και περισσότερο, χάρη στις εργασίες των εθνολόγων, ότι οι ιδέες των πιο πρωτόγονων ανθρώπων που γνωρίζουμε δεν είναι κατά βάθος ατομικές ή ψυχολογικές ιδέες, δηλαδή άμεσες καθαρές προσλήψεις από τη φύση ή από τους ομοίους τους, αλλά ότι δομούνται με αμείλικτο τρόπο σε συστήματα αναπαραστάσεων τα οποία περιλαμβάνουν όλα τα γνωστά όντα, ουράνια, γήινα, ζωικά, φυτικά, ανθρώπινα και άλλα όντα επίσης (θεϊκά), στο πλαίσιο μιας εκπληκτικής ταξινόμησης, όπου κανόνες κυκλοφορίας διασφαλίζουν το πέρασμα από μια κατηγορία όντων σε μια άλλη, τη μετάφραση ενός λόγου (φυσικού, πολιτικού, οικογενειακού, σεξουαλικού, θρησκευτικού) σε έναν άλλον, καθώς και τον εσωτερικό ισομορφισμό (ομοιότητα των μορφών) ο οποίος διασφαλίζει όλες αυτές τις δυνατότητες. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει τίποτα σε όλα αυτά που να είναι άμεσο ή να συνιστά αποτέλεσμα εμπειρικών διεργασιών, δεν υπάρχει τίποτα σε όλα αυτά που να είναι ψυχολογικό ή υποκειμενικό, αλλά μια τάξη εξαιρετικά καθορισμένων αναπαραστάσεων, η οποία έχει προφανώς ρυθμιστικό ρόλο, όπως επίσης και γνωσιακό ρόλο, στην πρακτική της παραγωγής (σχέση με τη φύση) καθώς επίσης και στην κοινωνική πρακτική της λεγόμενης πρωτόγονης κοινωνίας.
Πρέπει επομένως, άπαξ διά παντός, να παραιτηθούμε από την αστική ιδέα, δηλαδή από την αστική αντίληψη για την ιδεολογία, ότι η ιδεολογία είναι μόνο ιδέες. Οι ιδέες που περιέχονται σε κάθε ιδεολογία αποτελούν αφενός ένα σύστημα περισσότερο ή λιγότερο αυστηρό (πρωτόγονες κοινωνίες, αταξικές), περισσότερο ή λιγότερο χαλαρό (ταξικές κοινωνίες, όπου η πάλη των τάξεων εισάγει αυτό το «παιχνίδι» και αυτή την ελαστικότητα, η οποία μπορεί να είναι ακραία), εντός του συστήματος. Αφετέρου όμως, αποτελούν επίσης ιδέες είτε πρακτικές είτε σε άμεση ή έμμεση σχέση με την πρακτική, όποια κι αν είναι η μορφή αυτής της πρακτικής: γλωσσική, παραγωγική, κοινωνική, θρησκευτική, αισθητική, ηθική, οικογενειακή, σεξουαλική κ.λπ.
Σε μια πρωτόγονη κοινωνία, όπου δεν υπάρχουν τάξεις αλλά κοινωνικές διακρίσεις οι οποίες δεν εδράζονται στην εκμετάλλευση ενός μέρους του πληθυσμού από όσους κατέχουν τα μέσα παραγωγής, η σχέση αυτών των ιδεών με την πρακτική, παρότι ενδύεται τα γνωρίσματα ενός γιγαντιαίου φαντασιακού, δεν είναι στ’ αλήθεια φαντασιακή: τα πάντα γίνονται και βιώνονται μέσα στο πραγματικό, ως πραγματικό. Σε μια φυλή που έχει τοτέμ τον κάστορα, όλα τα μέλη της φυλής είναι πραγματικά κάστορες κ.λπ. Και η απόδειξη ότι όλες αυτές οι αναπαραστάσεις είναι όντως πραγματικές παρέχεται από τη δραστικότητά τους: δραστικότητα της μαγείας, των τελετουργικών μύησης, της εξωγαμίας κ.λπ., που διασφαλίζουν με θετικό τρόπο, και αψεγάδιαστα, την πολυσύνθετη εντούτοις σχέση των ανθρώπων με τη φύση και των ανθρώπων μεταξύ τους. Έχει γίνει λόγος περί «πρωτόγονου κομμουνισμού» σε σχέση με αυτές τις κοινωνίες. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς χρησιμοποίησαν αυτή την έκφραση για να επισημάνουν ότι ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε να έχει καμία σχέση με αυτή τη μορφή ύπαρξης. Πράγματι, πληρώθηκε πολύ ακριβά, όχι μόνο με τη συντριπτική κυριαρχία της φύσης επί της «κοινωνίας», αλλά επίσης και κυρίως με τις θυσίες σε ανθρώπινες ζωές οι οποίες ήταν αναγκαίες προκειμένου να διασφαλιστεί αυτή η ισορροπία: είτε πρόκειται για πολέμους είτε για όλα τα φονικά τελετουργικά που πραγματοποιούνται για να βασιλεύει η ισορροπία. Τούτες οι φαινομενικά ειρηνικές κοινωνίες συγκαταλέγονται στις πιο ωμές της ανθρώπινης ιστορίας.
Ασφαλώς, η εμφάνιση των τάξεων, συνεπώς και της πάλης των τάξεων, αναστάτωσε ολοκληρωτικά τις μορφές ύπαρξης της ιδεολογίας. Στις ταξικές κοινωνίες, ο καταμερισμός της εργασίας, ο οποίος υπήρχε στις αταξικές κοινωνίες αλλά ήταν κοινοτικός, υποτάχθηκε στην πάλη των τάξεων και στα αποτελέσματά της, και συγχρόνως πολλαπλασιάστηκε από την πάλη των τάξεων και από τα αποτελέσματά της. Προέκυψε τότε ένας κοινωνικός καταμερισμός των πρακτικών, με ταξική σημασία, και ένας φαινομενικός κατακερματισμός της ιδεολογίας, επίσης με ταξική σημασία. Η αρχή σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει πρακτική παρά μόνο υπό και από μια ιδεολογία (εν μέρει, αυτής της πρακτικής) γενικεύτηκε, και καθώς γενικευόταν, την ίδια στιγμή κατά την οποία υποτασσόταν στην ταξική διαίρεση της ιδεολογίας που εδραιωνόταν, οδηγούσε στη συγκρότηση διακριτών πρακτικών στις οποίες αντιστοιχούν διακριτές ιδεολογίες, που μπορούμε να ονομάσουμε τοπικές και περιοχικές πρακτικές ιδεολογίες. Οριακά, κάθε τεχνίτης μπορούσε να έχει την ιδεολογία του, διότι μια καθορισμένη σχέση με την πρώτη ύλη, και ένας καθορισμένος ρυθμός της εργασίας και της ανάπαυσης, σφραγίζουν τους ανθρώπους σε ό,τι αφορά τις σκέψεις τους. Καιρό τώρα, πολύ πριν από τον ίδιο τον Ησίοδο, έχει επισημανθεί σε ποιον βαθμό οι «εργασίες» καθορίζουν τις σκέψεις των ανθρώπων, ότι οι γεωργοί δεν σκέφτονται όπως οι ναυτικοί, οι ναυτικοί όπως οι έμποροι, οι έμποροι όπως οι πολιτικοί κ.λπ. Ωστόσο, αυτή η λεπτομερής ιδεολογική διαίρεση, η οποία συνιστά φαινομενικά την έσχατη βάση της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε ιδεολογία και στην πρακτική της, δεν θα μπορούσε να αποκρύψει τις μεγάλες πολιτικές και ταξικές διαιρέσεις της ιδεολογίας. Αυτές οι υποδεέστερες ιδεολογίες δεν θα υπήρχαν χωρίς τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας ο οποίος παράγει, από την πλευρά του, τη δική του ιδεολογία, ανεξάρτητα από αυτές τις μικροσκοπικές ιδεολογίες, διότι διαμορφώνεται προπάντων με βάση τη διαίρεση σε τάξεις, και συνεπώς την πάλη των τάξεων.
Τούτη η διπλή διαπίστωση μας οδηγεί έτσι να αναγνωρίσουμε ότι η ιδεολογία υπάρχει με τη μορφή μιας διπλής ή μάλλον μιας τριπλής διαίρεσης: 1) τη διαίρεση της ιδεολογίας σε συνάρτηση με τον καταμερισμό της πολλαπλότητας των πρακτικών, όπου πρόκειται σύντομα να παρέμβει η επιστημονική πρακτική· 2) τη διαίρεση της ιδεολογίας σε ιδεολογικές περιοχές, οι οποίες αντιστοιχούν στις πρακτικές ιδεολογίες που παρεμβαίνουν στην πάλη των τάξεων για να διασφαλίσουν τη διατήρηση της σχέσης παραγωγής (ιδεολογία της οικονομικής παραγωγής, νομική, ηθική, πολιτική, θρησκευτική, αισθητική, φιλοσοφική, οικογενειακή ιδεολογία κ.λπ.), ιδεολογίες οι οποίες πρόκειται να ενδυθούν τη μορφή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους· 3) τη διαίρεση της ιδεολογίας σε τάσεις οι οποίες αποκρίνονται στις τάσεις της οικονομικής και πολιτικής ταξικής πάλης.
Οι τρεις διαιρέσεις δεν πρέπει να εννοηθούν ως απλές διακριτές οντότητες, ούτε επίσης ως στιγμές, έτσι ώστε εφόσον είναι διασφαλισμένη η πρώτη να προκύπτει η δεύτερη κ.λπ. Αυτή η ίδια η διάκριση συνιστά επακόλουθο μιας ιστορικής διαδικασίας όπου, λόγου χάρη, κάθε ιδεολογία μιας πρακτικής αναγνωρίζει τον εαυτό της καθώς συγκροτείται διακρινόμενη από μια διαφορετική ή αντίθετη πρακτική, υπό τις περιοχικές ιδεολογίες και υπό τη διαίρεσή τους σε αντίθετες πολιτικές τάσεις. Πρόκειται για γιγαντιαία διαδικασία διαίρεσης και ενοποίησης, πάντοτε υπό αναμόρφωση, η οποία δεν οδηγεί ποτέ σε οριστικές μορφές, δεδομένου ότι υπάρχει πάντα εκεί η πάλη των τάξεων για να θέσει εκ νέου υπό αμφισβήτηση τα κεκτημένα αποτελέσματα.
Ωστόσο, όλη αυτή η διαδικασία τείνει να εδραιώσει μια επακριβώς προσδιορισμένη διάταξη, η οποία είναι ικανή να υπηρετήσει τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Τείνει να συγκροτήσει όλα τα στοιχεία της υπάρχουσας ιδεολογίας, στο πλαίσιο της διαφορετικότητάς τους και σε πείσμα αυτής της ίδιας της διαφορετικότητας (χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα), σε μια κυρίαρχη ιδεολογία, ικανή, λόγω του περιεχομένου της και λόγω των θέσεων που καταλαμβάνει, να υπηρετήσει την κυρίαρχη τάξη στην ταξική πάλη των ιδεών. Για ποιον λόγο η κυρίαρχη τάξη (οριζόμενη ως η τάξη που έχει καταλάβει την κρατική εξουσία προκειμένου να ασκήσει την ταξική δικτατορία της) έχει ανάγκη μια κυρίαρχη ιδεολογία; Όχι μόνο για να κυριαρχήσει επί των ιδεών της κυριαρχούμενης τάξης, αλλά επίσης και προπάντων για να διασφαλίσει τη δική της ιδεολογική ενότητα, η οποία είναι απαραίτητη για την πολιτική ενότητά της, ειδεμή θα βρισκόταν υπό το έλεος της εξέγερσης των υφιστάμενων την εκμετάλλευση· καθότι η κυρίαρχη τάξη δεν είναι επί της αρχής ενοποιημένη. Αντιθέτως, αφιερώνει γιγαντιαίες προσπάθειες για να υπερνικήσει τις εσωτερικές διαιρέσεις της, δεδομένου ότι αποτελείται τόσο από στοιχεία της παλαιάς κυρίαρχης τάξης, τα οποία έχουν συνταχθεί μαζί της, όσο και από όλες τις δικές της μερίδες, οι οποίες αντιστοιχούν στις διαφορετικές οικονομικές λειτουργίες τού υπό εξέταση τρόπου παραγωγής (για την καπιταλιστική αστική τάξη, η μερίδα του βιομηχανικού κεφαλαίου, του εμπορικού κεφαλαίου και του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τα ενδιάμεσα στρώματα που προκύπτουν από την αποσύνθεση του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής: την παραγωγική μικροαστική τάξη των πόλεων και της υπαίθρου, τους διανοούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους μικρεμπόρους κ.λπ). Όλη αυτή η εργασία ιδεολογικής (και πολιτικής) ενοποίησης της κυρίαρχης τάξης σε ενοποιημένη τάξη δεν τελείται μόνο υπό την επενέργεια απλών διακηρύξεων και απλών δηλώσεων, με την προπαγάνδα και την παρότρυνση. Τελείται με μια παρατεταμένη ταξική πάλη, όπου η αστική τάξη κατακτά την ενότητα και την ταυτότητα που έχει ως κυρίαρχη τάξη τόσο εναντίον της παλαιάς κυρίαρχης τάξης όσο και εναντίον της νέας κυριαρχούμενης τάξης.
Σε αυτή τη μακροχρόνια πάλη, και πάντοτε με τη μορφή της πάλης των τάξεων (στην οικονομία, την πολιτική, την ιδεολογία), διενεργείται η πάλη της κυρίαρχης ιδεολογίας (που είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης) εναντίον της ιδεολογίας της κυριαρχούμενης τάξης. Διότι υπάρχει πράγματι μια ιδεολογία της κυριαρχούμενης τάξης, έστω κι αν δεν καταφέρνει παρά μόνο πολύ δύσκολα να αναγνωρίσει εαυτόν, να ενοποιηθεί και να ενδυναμωθεί. Η εν λόγω ιδεολογία της κυριαρχούμενης τάξης γεννιέται ακριβώς από αυτές τις συγκεκριμένες πρακτικές τής υπό εκμετάλλευση εργατικής και γεωργικής εργασίας και από τις μορφές της εκμετάλλευσής της και της καταπίεσης που υφίστανται οι εργαζόμενοι, πρακτικές που όπως είδαμε είναι αδιαχώριστες από στοιχειώδεις ιδεολογικές μορφές. Τούτη η αυθόρμητη ιδεολογία τροφοδοτείται φυσικά από την εμπειρία και από τη δοκιμασία της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ταξικής πάλης, και δεν είναι τυχαίο που ο Μαρξ επέμεινε στον ρόλο ιδεολογικής διαπαιδαγώγησης που επιτελούν, προς όφελος της προλεταριακής ιδεολογίας, η οργάνωση και η πειθαρχία της εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή, η οποία συγκεντρώνει πληθώρα εργατών στη μεγάλη βιομηχανία, και τους υποτάσσει σε μορφές πειθαρχίας που τους εγχαράσσουν, εκτός από πραγματικές γνώσεις, τη συνήθεια της οργάνωσης και της πειθαρχίας. Πρόκειται για ένα πειστικό παράδειγμα των διαλεκτικών θέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας, το οποίο αναδεικνύει την ενότητα των αντιθέτων στην ίδια την ουσία του πράγματος, εφόσον οι μορφές της καπιταλιστικής ταξικής πάλης, ακριβώς δηλαδή οι μορφές οργάνωσης της εκμετάλλευσης, συμβάλλουν άμεσα στη συγκρότηση της ιδεολογίας της εργατικής τάξης σε ταξική ιδεολογία, και ως εκ τούτου στη συνδικαλιστική και ακολούθως στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, προωθώντας έμπρακτα αυτή την ιδεολογία. Με αυτή την έννοια, «η αστική τάξη παράγει τους ίδιους τους νεκροθάφτες της».[1]
23.
Όλα τούτα δεν θα έπρεπε να γεννούν δυσκολίες. Τα πράγματα όμως δυσκολεύουν όταν πρόκειται να εξηγηθούν μέσα σε αυτό το σύνολο τόσο η ύπαρξη των επιστημών όσο και η ύπαρξη της φιλοσοφίας. Ας προσπαθήσουμε να τα ξεκαθαρίσουμε κάπως όλα αυτά.
Δεν υπήρχαν πάντα επιστήμες. Τουναντίον, υπήρχαν πάντα πρακτικές γνώσεις, οι οποίες κατέληγαν στο αποτέλεσμά τους μέσω εμπειρικών διαδικασιών εξαιρετικής εφευρετικότητας, είτε πρόκειται για την απλή παρατήρηση της κίνησης των αστεριών, των ζώων, των φυτών, των θαλασσών και των ανέμων είτε πρόκειται για τις ιδιότητες των υλικών, όπου ουσιώδη ρόλο διαδραμάτισαν η φωτιά και το σίδερο. Τέτοιες πρακτικές γνώσεις συνδέονταν πάντοτε με τις παραγωγικές δυνάμεις και την ανάπτυξή τους (αρχικά το εργαλείο, ακολούθως τις απλές μηχανές, λόγου χάρη για την άντληση του νερού κ.λπ). Ενώ αρχικά ανήκαν στους ατομικούς παραγωγούς, σταδιακά μετατράπηκαν σε ιδιοκτησία εργαζομένων οι οποίοι έχουν ειδικευτεί σε ορισμένες τεχνικές: έτσι ο σιδηρουργός διαδραμάτισε ρόλο αποφασιστικής σημασίας στις κάπως εξελιγμένες πρωτόγονες κοινωνίες, όπως ακριβώς ο μάγος, ο σαμάνος κ.λπ., οι οποίοι ρύθμιζαν βάσει κατάλληλων μαγικών σημείων τον ρυθμό των εργασιών και του κυνηγιού. Ο καταμερισμός της εργασίας στις πρακτικές γνώσεις και στις τεχνικές παραγωγής των εργαλείων της εργασίας, όπως επίσης στις γνώσεις της βιολογικής αναπαραγωγής του είδους και της κοινωνικής τάξης πραγμάτων, ισχυροποιήθηκε βαθμιαία, χωρίς όμως να εγκαταλείψει την εμπειρική σφαίρα.
Μέχρι την ημέρα που ανακύπτει η πρώτη επιστήμη στον κόσμο, η επιστήμη των αριθμών και των σχημάτων, η αριθμητική και η γεωμετρία. Έχουμε πει δυο λόγια για τις πιθανές καταβολές της. Αφ’ ης στιγμής γεννήθηκε, ήταν σαν μια «τομή» ανάμεσα σε αυτήν και την προϊστορία της. Και τούτο επειδή δεν ενεργούσε πλέον επί των ίδιων αντικειμένων, ούτε με τις ίδιες τεχνικές παραγωγής των αποτελεσμάτων. Εργαζόταν επί ενός αφηρημένου αντικειμένου (ο αριθμός, ο χώρος, το σχήμα), και ενεργούσε με καθαρές αποδείξεις, χωρίς να συνεξετάζει οποιονδήποτε συγκεκριμένο καθορισμό. Τα αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν ήταν τότε αντικειμενικώς, δηλαδή καθολικώς έγκυρα, όποια κι αν ήταν τα συγκεκριμένα αντικείμενα που υπάγονταν σε αυτά. Ήταν μια επανάσταση σε ολόκληρο τον τομέα των γνώσεων, και σε όλες τις πρακτικές που συνδέονται με τις υπάρχουσες γνώσεις.
Η φιλοσοφία χρονολογείται από την ανάκυψη της πρώτης επιστήμης στον κόσμο. Όταν ο Πλάτων έγραφε στο αέτωμα της σχολής του «Μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω», κατέγραφε τούτο ακριβώς το γεγονός, και απαιτούσε από κάθε υποψήφιο φιλόσοφο να μάθει πρώτα μαθηματικά, και ενώ ο ίδιος αναλάμβανε να του διδάξει όσα όφειλε να μάθει εφόσον τα γνωρίζει.
Τι οφείλει η φιλοσοφία στα μαθηματικά; Την ιδέα ακριβώς των καθαρών αντικειμένων και αποδείξεων, δηλαδή των αφηρημένων, αυστηρών, διεξοδικών, και αντικειμενικών, δηλαδή των καθολικών αντικειμένων και αποδείξεων. Και επιπλέον την ιδέα ότι ανάμεσα στις πρακτικές γνώσεις και την καθαρή γνώση των επιστημών υπάρχει αυτή η «τομή» στην οποία αναφερθήκαμε, ότι επομένως τούτη η «τομή» θέτει ερωτήματα που πρέπει να στοχαστεί η φιλοσοφία, και στα οποία οφείλει να απαντήσει αν θέλει να «σώσει τα φαινόμενα», τα πραγματικά φαινόμενα, και να κατανοηθεί όχι μόνο από όσους εξακολουθούν να βρίσκονται στην πρακτική γνώση αλλά και από όσους κυβερνούν το κράτος. Ολόκληρο το έργο του Πλάτωνα εδράζεται σε αυτή τη βάση, όχι μόνο στις Ιδέες αλλά και στην αντίθεσή τους με τον αισθητό κόσμο, στη διάκριση ανάμεσα στη γνώμη (δόξα) και τη μαθηματική νόηση (διάνοια), στη διάκριση ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάξεις γνώσεων και τη φιλοσοφική γνώση, η οποία είναι ανώτερη από όλες, και ικανή να στοχαστεί τούτη τη διαφορά και να την υπερνικήσει, στην ανιούσα και κατιούσα διαλεκτική, στη μέθεξη, στη θεωρία της ουσίας και του πέραν της ουσίας κ.λπ.
Αν περιοριστούμε σε αυτή την εικόνα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η φιλοσοφία γεννήθηκε ως επακόλουθο της ανάκυψης της πρώτης επιστήμης. Αν όμως εξετάσουμε τα πράγματα κάπως προσεκτικότερα, θα δούμε ότι είναι πιο περίπλοκα. Διότι η έλευση των μαθηματικών δεν ήταν ουδέτερη. Ανέκυψαν ως η λύση σε μια κρίση εντός ενός κόσμου σε κρίση, ο οποίος δεν ήταν έτοιμος να την «αφομοιώσει» – ή μάλλον τον οποίο κομμάτιαζε κάπου, σε ένα σημείο ευαίσθητο για την ιδεολογική αντίστασή του. Η φιλοσοφία μπορεί τότε να εννοηθεί ως απάντηση και σωτηρία σε σχέση με αυτή την απειλή, ως «μπάλωμα» για τη διάρρηξη που υπέστη η ενότητα του υφάσματος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Έπρεπε επειγόντως να μεριμνήσουν, έπρεπε να οικειοποιηθούν τα μαθηματικά και να τα κυριεύσουν για να τα εντάξουν στην τάξη πραγμάτων την οποία απειλούσαν να αναστατώσουν. Έτσι μπορούμε επίσης να ερμηνεύσουμε τον Πλάτωνα, διότι ο ίδιος συγγραφέας που απαιτεί από κάθε φιλόσοφο να είναι μαθηματικός επιφυλάσσει μια μοναδική αντιμετώπιση στα μαθηματικά, στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του, καθώς τα υποβιβάζει στη δεύτερη θέση της γνώσης για να τα υποτάξει στη φιλοσοφία, η οποία, ενόσω τα εγγυάται, τα ελέγχει, και τα ελέγχει στο όνομα του Αγαθού, δηλαδή της πολιτικής (το καλό της Πολιτείας).
[1] Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Το κομμουνιστικό μανιφέστο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ