Δημοσιεύτηκε στο rednotebook στις 3.3.2016
Σε διαφορετικούς καιρούς, οι λέξεις «ασφαλιστικό» και «νεολαία» ή «ασφαλιστικό» και «νέοι εργαζόμενοι» πιθανόν να ακούγονταν ασύμβατες ή και παράταιρες. «Μα γιατί να ενδιαφέρεται ένας νέος για τις συντάξεις;», ήταν μια ερώτηση που ακούγαμε συχνά στο παρελθόν και που την ακούμε και σήμερα, αν και ευτυχώς όχι και τόσο συχνά.
Η απάντηση είναι απλή, νομίζω: Γιατί ακριβώς το ασφαλιστικό δεν αφορά ούτε μονάχα ούτε κυρίως τις συντάξεις. Αφορά τους εργαζόμενους, τις εισφορές τους, αφορά ακόμα και τις ίδιες τις συνθήκες εργασίας τους και τις εργασιακές τους σχέσεις. Αφορά σε τεράστιο βαθμό τους νέους εργαζόμενους και φυσικά τους νέους και τις νέες που πρόκειται να βγουν τώρα στην αγορά εργασίας και να αναζητήσουν το βηματισμό τους στο σημερινό τοπίο της επισφάλειας, να διαπραγματευτούν τον μισθό τους, να υπερασπιστούν τη σύμβασή τους.
Όσον αφορά τους νέους επιστήμονες και στους επισφαλώς εργαζόμενους, η αύξηση των εισφορών για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες πρακτικά και ουσιαστικά σημαίνει συγκεκριμένα πράγματα.
Πρώτον, σημαίνει ανεργία. Σημαίνει διατήρηση και αύξηση εκείνου του 30% των ανέργων, που στις τάξεις της νεολαίας σχεδόν διπλασιάζεται. Σημαίνει δηλαδή μηδενικό εισόδημα και ασφάλιση, αφού οι περισσότεροι νέοι άνεργοι δεν πληρούν τα κριτήρια για την ένταξή τους στα μητρώα του ΟΑΕΔ που θα τους εξασφάλιζαν 360 ευρώ τον μήνα για ένα χρόνο. Σημαίνει δηλαδή εξάρτηση οικονομική, και επειδή αυτό δεν πηγαίνει ποτέ από μόνο του, σημαίνει και εξάρτηση κοινωνική από τη στενή οικογένεια, αλλά και από τη σύνταξη των παππούδων.
Επί της ουσίας, σημαίνει επίσης νομιμοποίηση των πεντάμηνων και των voucher εν γένει. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το μόνο το οποίο αυξάνεται στην αγορά εργασίας εκτός από τους άνεργους είναι τα voucher. Η εργασία, ως δικαίωμα και ως προσφορά, γίνεται πολυτέλεια τη στιγμή που εσύ γίνεσαι ωφελούμενος, τη στιγμή δηλαδή που σου κάνουν χάρη να σε απασχολούν για πέντε μη συντάξιμους μήνες, ώστε να έχεις κάτι να ασχολείσαι και να βγάζεις ένα χαρτζιλίκι.
Δεύτερον, σημαίνει μαύρη εργασία. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορέσει να εργαστεί ένας νέος επιστήμονας που θέλει να ακολουθήσει τον κλάδο του, όταν του ζητούν σχεδόν διπλάσιες εισφορές από τα έσοδα που πρόκειται να έχει από την εργασία του; Διότι ένας νέος επαγγελματίας πόσες δουλειές άραγε αναλαμβάνει εν μέσω κρίσης; Σίγουρα πάντως όχι τόσες ώστε να εξυπηρετεί εκτός από τη διαβίωσή του και τις ασφαλιστικές εισφορές.
Χιλιάδες εργαζόμενοι νεότερης ηλικίας εργάζονται πεταετίες και επταετίες ολόκληρες μαύρα, χωρίς αυτό να φαίνεται πουθενά και χωρίς να δικαιούνται όχι μόνο σύνταξη, αλλά ούτε ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη.
Και εδώ είναι που ανθεί, μόνο για μερικούς βέβαια, η ιδιωτική ασφάλιση. Γιατί ένα τέτοιο ασφαλιστικό, όπως το σχεδιάζει η κυβέρνηση, εξωθεί στη διεύρυνση της ιδιωτικής ασφάλισης. Και ως εκ τούτου στην κατάργηση του κεκτημένου που λέει ότι δουλεύω σημαίνει πως προσφέρω και μου προσφέρουν, στο πλαίσιο της αλληλεγγύης των γενεών μεταξύ των εργαζομένων και με μια ελάχιστη εγγύηση από το κράτος. Πλέον, η ζωή σου είναι εξ ολοκλήρου ατομική υπόθεση: ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Τρίτον, σημαίνει εργασία εκτός αντικειμένου. Σημαίνει τηλεφωνικό κέτρο και σερβιτοριλίκι, αλλά διά βίου. Γιατί αυτός θα είναι ο μόνος τρόπος να έχεις ένα χαρτζιλίκι θεωρητικά για περισσότερο καιρό από τους πέντε μήνες των βάουτσερ και μια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Σημαίνει παραίτηση από τα όνειρά σου. Ακόμα και αυτό το τίμημα, όμως, τι εξασφαλίζει; Η αύξηση των εισφορών των μισθωτών εργαζομένων ισούται με την επί της ουσίας ελαχιστοποίηση του μισθού, ο οποίος μάλιστα τις περισσότερες φορές είναι ο κατώτατος, τα 580 μεικτά για όλους, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πτυχίου ή όχι. Ας συμπεριλάβουμε σε αυτό και τις έμμεσες μειώσεις του μισθού λόγω φορολογίας και γενικότερης ακρίβειας. Τι ακριβώς μένει;
Και ας σκεφτούμε, επιπλέον, το εξής: με τη σταδιακή αλλά σταθερή τα τελευταία χρόνια κατάργηση της νομόθεσίας που προστατεύει τους εργαζόμενους έναντι των εργοδοτών, ποιος διασφαλίζει ότι ο εργοδότης δεν θα επιδιώξει να μετακυλήσει με έμμεσο ή άμεσο τρόπο τις δικές του υποχρεώσεις στις δικές μας πλάτες;
Τέταρτον, σημαίνει μετανάστευση, και αυτό δεν θέλει επεξήγηση και ούτε εκ νέου επίκληση της παραδοχής ότι αυτή τη στιγμή εκδιώκονται τα πιο παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας.
Βεβαίως ας σημειωθεί ότι τα κόστη δεν είναι μόνο άμεσα, αλλά και έμμεσα: η μείωση των συντάξεων και η αύξηση των ασφαλστικών εισφορών αφορά τον στενό και όχι μόνο οικογενειακό κύκλο των νέων εργαζομένων, αυτόν που με όρους οικογενειακής αλληλεγγύης είχε τη δυνατότητα να στηρίζει τα άνεργα ή τα επισφαλώς εργαζόμενα μέλη μιας οικογένειας. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στη συνολική αποδιάρθρωση της δυνατότητας διαγενεακής αλληλεγγύης τόσο στη δουλειά όσο και στο σπίτι.
Αυτό που πάει να γίνει, λοιπόν, είναι κάτι βαθύτερο από μια μεμονωμένη μείωση των συντάξεων, είναι κάτι βαθύτερο από μια έμμεση μείωση μισθού. Είναι βαθύτερο και πιο μακροπρόθεσμο: Πρόκειται πλέον και για την τυπική νομιμοποίηση της ανεργίας και της επισφαλούς εργασίας, που όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια πλήττει κατεξοχήν τα πιο παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας: τους νέους εργαζόμενους. Νομιμοποίηση και διεύρυνση της επισφαλούς εργασίας, γιατί τι άλλο σημαίνει η ρύθμιση που απαιτεί σαράντα χρόνια εργασίας ώστε ο εργαζόμενος να φτάσει να πάρει σύνταξη; Εν μέσω κρίσης, σε ποια ηλικία μπορεί η νέα ή ο νέος εργαζόμενος να μπει με τυπικούς όρους στην αγορά εργασίας; Μήπως μπορεί στα 22; Σήμερα πάντως, οι περισσότεροι νέοι, τουλάχιστον μέχρι τα 35 χρόνια τους, αδυνατούν να εργαστούν με τρόπο νόμιμο.
Ωστόσο υπάρχει και μια εξίσου σημαντική πλευρά: η ανεργία δεν αναγνωρίζεται ως πληγή της κρίσης, οι άνεργοι δεν αναγνωρίζονται ως τα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας και ως το πιο μαύρο αποτέλεσμα των μνημονίων. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καμία ρύθμιση για τη μακροχρόνια ανεργία στο νομοσχέδιο. Και ήταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που διακήρυσσε ότι θα λογίζει ως συντάξιμα χρόνια τα χρόνια ανεργίας την περίοδο της κρίσης. Η κυβέρνηση όχι μόνο κλείνει τα μάτια στην καταστροφή των μνημονίων, αλλά ουσιαστικά υποστηρίζει ότι μια ολόκληρη γενιά περνάει χρόνια άνεργη μάλλον γιατί δεν επέλεξε να δουλέψει.
Και όλα αυτά γιατί; Για ποιες υποδομές ιατρικές και νοσοκομειακές; Μήπως πρόκειται όλα αυτά να γίνουν παράλληλα με την ανασυγκρότηση της υγείας και της παιδείας; Η μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε άλλη μια προετοιμασία για κάποια μελλοντική ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών με τα λεφτά των ταμείων; Ποιος διασφαλίζει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί;
Είναι επομένως σαφές ότι το νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό κάθε άλλο παρά τεχνικό ζήτημα είναι, κάθε άλλο παρά θέμα αποκατάστασης μιας τάξης που οι προηγούμενοι είχαν καταστρέψει λόγω διαπολοκής. Αντιθέτως, είναι ένα εξόχως πολιτικό ζήτημα, μια εξόχως πολιτική επιλογή, που συντάσσεται για άλλη μια φορά με τις επιταγές της τρόικας και του ΔΝΤ. Με αυτήν η κυβέρνηση επιχειρεί να νομιμοποιήσει και να παγιώσει την αναδιάρθωση όλων των προηγούμενων ετών. Γιατί, πώς γίνεται άραγε να υπάρξει βιώσιμο και δίκαιο ασφαλιστικό όταν υπάρχει 30 και 60% ανεργία; Πώς μπορεί να υπάρξει βιώσιμο ασφαλιστικό όταν επί της ουσίας απαγορεύεται στους νέους εργαζόμενους να εισέλθουν στην αγορά εργασίας; Όταν επί της ουσίας νομιμοποιείται, και πριν και μετά το ασφαλιστικό, η εξώθηση της χαμένης γενίας εκτός του κοινωνικού ιστού;
Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, συνολικά: Μπορεί να υπάρξει δίκαιο και βιώσιμο ασφαλιστικό χωρίς διαγραφή του χρέους; Μπορεί να υπάρξει δίκαιο ασφαλιστικό υπό τις επιταγές του ΔΝΤ; Μπορεί τελικά να υπάρξει δίκαιο ασφαλιστικό χωρίς ρήξη με το πολιτικό κέντρο που επιβάλλει τέτοιες αλλαγές; Χωρίς ρήξη, όχι μόνο με το ευρώ, αλλά και με την Ε.Ε.; Χωρίς την επιδίωξη να ανασυγκροτηθεί η παραγωγή, η υγεία και η παδεία, τη στιγμή που η Ε.Ε. επιβάλλει κλεισίματα σχολείων και νοσοκομείων ή όταν επί της ουσίας διαλύει τα χαμηλότερα στρώματα αβαντάροντας μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους;
Μπροστά μας έχουμε μια μεγάλη μάχη. Μάχη κοινωνική, γιατί ακριβώς το ασφαλιστικό διαπερνά και συνενώνει όλες τις γενιές των εργαζομένων. Μάχη πολιτική, γιατί το ασφαλιστικό είναι ο δούρειος ίππος για τη συνολική αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων άμεσα, αλλά και σε βάθος χρόνου. Ωστόσο, είναι μια τεράστια πολιτική μάχη και για έναν άλλον λόγο: η κυβέρνηση οφείλει να δει ότι ούτε μόνη της δρα ούτε τη συναίνεση της κοινωνικής πλειοψηφίας διαθέτει. Και αυτό δεν μπορεί να το δει παρά μόνο με ένα ρωμαλαίο κίνημα, με ένταση και διάρκεια, που θα αμφισβητήσει τις επιλογές της. Και είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτό το κίνημα, τώρα που υπάρχει συνείδηση ότι πληττόμαστε όλες οι γενιές εργαζομένων, τώρα που η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μεγάλες κινητοποιήσεις.
Πώς όμως μπορεί να οικοδομηθεί ένα τέτοιο κίνημα, αν όχι με την προσπάθεια να ανασχεθεί και κινηματικά η αποδιάρθρωση των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων; Αν όχι με την επιδίωξη των ευρύτερων δυνατών κοινωνικών και κινηματικών συμμαχιών; Και έχουμε δει ότι μόνο εκείνες τις φορές που καταφέραμε να οικοδομήσουμε πλατύ κοινωνικό, κινηματικό και πολιτικό μέτωπο, μπορέσαμε να νικήσουμε. Ας θυμηθούμε τη μάχη του 2007 ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Σήμερα βέβαια, βρισκόμαστε μπροστά σε μια εντελώς άλλης κλίμακας επίθεση, πολύ πιο βαθιά, πολύ πιο συνολική.
Οι νέες και οι νέοι καλούνται σήμερα να παίξουν τον ρόλο καταλύτη σε όλη αυτή την ανάγκη. Με κινηματικές αλλά και πολιτικές πρωτοβουλίες, να συνενώσουν όλα εκείνα τα αγωνιστικά κομμάτια της Αριστεράς, που θα επιχειρήσουν κόντρα στον απομονωτισμό, τον σεχταρισμό και την εξατομίκευση, με πολύ πιο βαθιά δυναμική πια, να αντιπαρατεθούν σε έναν συσχετισμό που αυτή τη στιγμή μοιάζει ανίκητος, αλλά δεν είναι. Και για την επίτευξη όλων αυτών χρειάζεται να αναδειχτούν κινηματικές διαδικασίες βάσης, να βγει μπροστά η δημοκρατία του κινήματος, αλλά και να προταθεί μια άλλη φυσιογνωμία και κουλτούρα συναπόφασης και συνύπαρξης. Χωρίς φόβους και αγκιλώσεις μπροστά στον πειραματισμό.
Η Πρωτοβουλία νέων ενάντια στο ασφαλιστικό είναι ένας τέτοιος απαραίτητος πειραματισμός, που επιχειρεί να αναμετρηθεί με την ανάγκη όχι μόνο για συλλογική δράση αλλά και για την αναζήτηση ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, ικανού να αναλάβει το βάρος της ρήξης και της ανατροπής. Να βάλει φρένο στην κινηματική αδράνεια, να λειτουργήσει ως κέντρο και καταλύτης για την ανασύνθεση των τμημάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που η συνάντησή τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση εκείνου του αναγκαίου άλλου δρόμου.
Οι νέοι και οι νέες, όπως περίτρανα απέδειξαν όλα αυτά τα μνημονιακά χρόνια, μπορούν να χτίσουν και να μπουν μπροστά σε μεγάλες κοινωνικές μάχες, σε μάχες ικανές να διαμορφώσουν το αύριο. Ας σηκώσουμε το γάντι και ας αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν λοιπόν. Και δεν μας αναλογεί τίποτα λιγότερο από το να πάρουμε στις πλάτες μας το βάρος ενός κινήματος ανατροπής.
Παρέμβαση στην εκδήλωση για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, με τίτλο «Ανάμεσα σε ανεργία και μετανάστευση επιλέγουμε τη ΡΗΞΗ», που διοργάνωσαν στις 15 Φεβρουαρίου στο Πολυτεχνείο (αμφ. Γκίνη) οι νέες και οι νέοι της Λαϊκής Ενότητας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ