Η «Αυτοβιογραφική σημείωση» του Γκράμσι, γραμμένη κατά πάσα πιθανότητα τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1933 στο Τετράδιο 15 (συναντάμε την ίδια προβληματική σε ένα γράμμα στην Τάνια Σουχτ γραμμένο στις 6 Μαρτίου 1933), λίγο πριν από άλλη μια σοβαρή κρίση στην υγεία του, ξεχωρίζει για τον τόνο και τη θεματολογία της. Αποτίμηση της εμπειρίας του ίδιου του Γκράμσι μέσα στη φυλακή, εξήγηση ίσως των λόγων που και ο ίδιος προτίμησε το 1926 να μη διαφύγει αλλά να συλληφθεί και να αντιμετωπίσει τη μακρά φυλάκιση, διαφοροποίηση από την εύκολη ηρωοποίηση, έμμεση υπενθύμιση, σε πείσμα της ρητορικής της Τρίτης Διεθνούς, ότι οι συνθήκες είχαν αλλάξει ως προς τον συσχετισμό δύναμης και χρειαζόταν αναπροσαρμογή της επαναστατικής στρατηγικής, η «Αυτοβιογραφική σημείωση» είναι ταυτόχρονα ένας βαθύς στοχασμός πάνω στις «μοριακές» αλλαγές που οι αλλεπάλληλες καταστροφές και τα βάσανα φέρνουν στους ανθρώπους.
Αυτοβιογραφικές σημειώσεις. Πώς άρχισα να κρίνω με μεγαλύτερη συγκατάβαση τις καταστροφές που επηρεάζουν τον χαρακτήρα. Μέσα από την εμπειρία της διαδικασίας με την οποία επέρχονται τέτοιες καταστροφές. Καμία συγκαταβατικότητα για εκείνους που «απροσδόκητα» κάνουν μια πράξη ενάντια στις αρχές τους, όπου το απροσδόκητα έχει αυτή τη σημασία: ότι δεν είχαν σκεφτεί ότι το να παραμείνει κάποιος πιστός στις αρχές του θα έφερνε βάσανα και δεν το είχαν προβλέψει. Αυτοί που όταν βρεθούν ξαφνικά μπροστά στα βάσανα, πριν ακόμη αρχίσουν να υποφέρουν ή στην αρχή των βασάνων, αλλάζουν στάση, δεν αξίζουν καμιά συγκατάβαση. Όμως, το ζήτημα τίθεται σε μορφές σύνθετες. Είναι παράξενο ότι κανονικά κάποιος είναι πιο συγκαταβατικός με τις αλλαγές στο «μοριακό» επίπεδο παρά με τις ξαφνικές. Τώρα, η «μοριακή» κίνηση είναι η πιο επικίνδυνη γιατί, ενώ δείχνει τη βούληση του υποκειμένου να αντισταθεί, επιτρέπει σε κάποιον (όποιον στοχάζεται αυτά τα πράγματα) να «διακρίνει» μια προοδευτική μεταβολή στην ηθική προσωπικότητα που από ένα σημείο και πέρα το ποσοτικό στοιχείο γίνεται ποιοτικό: δηλαδή, δεν πρόκειται πια στην πραγματικότητα για το ίδιο πρόσωπο αλλά για δύο (είναι κατανοητό ότι η «συγκαταβατικότητα» δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από την απουσία του ηθικού φιλισταϊσμού, όχι ότι κανείς δεν πρέπει να λαμβάνει [υπόψη του] την αλλαγή και να μην την κατακρίνει· η απουσία επίκρισης θα σήμαινε «δοξασμό» ή τουλάχιστον «αδιαφορία» στο γεγονός και έτσι δεν επιτρέπει σε κάποιον να διακρίνει την αναγκαιότητα και τη μη αναγκαιότητα, την ανωτέρα βία από τη δειλία). Έχει διαμορφωθεί η αρχή ότι ένας καπετάνιος δεν πρέπει να εγκαταλείπει το πλοίο που βυθίζεται παρά μόνο την τελευταία στιγμή, όταν όλοι έχουν σωθεί, αν και ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να υποστηρίζουν ότι ο καπετάνιος πρέπει να σκοτωθεί. Αυτές οι παραδοχές είναι λιγότερο παράλογες απ’ όσο φαίνονται. Σίγουρα δεν αποκλείεται να μην υπάρχει τίποτα το κακό σ’ έναν καπετάνιο που σώζει πρώτα τον εαυτό του. Ωστόσο, εάν αυτή παρατήρηση γινόταν μια αρχή, ποια εγγύηση θα είχαμε ότι ο καπετάνιος είχε κάνει όλα όσα μπορούσε: 1) για να αποφύγει το ναυάγιο, 2) για να εξασφαλίσει, εάν συνέβαινε, ότι είχαν γίνει όλα για να περιοριστεί η ζημιά σε πρόσωπα και σε αγαθά; (η ζημιά στα πράγματα σημαίνει ζημιά για τους ανθρώπους στο μέλλον). Μόνο η αρχή, που έχει γίνει «απόλυτη», ότι ο καπετάνιος εγκαταλείπει τελευταίος το πλοίο ή ακόμα και ότι πεθαίνει μαζί του δίνει αυτή την εγγύηση, χωρίς την οποία η συλλογική ζωή είναι αδύνατη· δηλαδή δεν θα αναλάμβανε κανείς την ευθύνη του και απλώς θα άφηναν την προσωπική τους ασφάλεια στα χέρια των άλλων. Η σύγχρονη ζωή είναι φτιαγμένη σε μεγάλο βαθμό από τέτοιες καταστάσεις σκέψης ή «πεποιθήσεις» που είναι τόσο ισχυρές όσο τα υλικά γεγονότα.
Για να ξαναγυρίσουμε στο επιχείρημα, το να κατακρίνουμε τέτοιες μεταβολές είναι ένα πολιτικό γεγονός, όχι ηθικό, και εξαρτάται όχι από μια ηθική κρίση αλλά από μια κρίση ως την «αναγκαιότητα» για το μέλλον, με την έννοια ότι εάν κανείς δεν φερθεί με έναν ορισμένο τρόπο, μπορούν να προκύψουν μεγαλύτερες ζημιές: στην πολιτική είναι δίκαιη μια μικρή «αδικία» για να αποφύγεις μια μεγαλύτερη κ.λπ.
Λέω ότι είναι «ηθικά» πιο δικαιολογήσιμο, εάν κάποιος αλλάζει «μοριακά» (όπου αυτό γίνεται κατανοητό ως αποτέλεσμα ανωτέρας βίας) παρά εάν αλλάζει ξαφνικά, αν και συνήθως συλλογίζεται κανείς διαφορετικά. Κάποιος το ακούει να λέγεται: «Άντεξαν για πέντε χρόνια, γιατί όχι έξι; Θα μπορούσαν να αντισταθούν έναν χρόνο ακόμα και να θριαμβεύσουν». Κάτι τέτοιο όμως σε αυτή την περίπτωση θα ήταν μια διαίσθηση κατόπιν εορτής, γιατί εκείνη τη χρονιά το υποκείμενο δεν ήξερε ότι μπροστά του είχε «μόνο» άλλον ένα χρόνο βασάνων. Αλλά, πέρα από αυτό, η αλήθεια είναι ότι ο άνθρωπος του πέμπτου χρόνου δεν είναι ο ίδιος με τον άνθρωπο του τέταρτου, του τρίτου, του δεύτερου, του πρώτου κ.ο.κ. Έχει μια νέα προσωπικότητα, εντελώς νέα, στην οποία τα χρόνια που έχουν περάσει έχουν διαλύσει τα ηθικά φρένα, τις δυνάμεις αντίστασης που χαρακτήριζαν τον άνθρωπο του πρώτου έτους. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι αυτό του κανιβαλισμού. Μπορεί να πει κανείς ότι στο τωρινό επίπεδο του πολιτισμού, ο κανιβαλισμός είναι τόσο αποκρουστικός που πρέπει να πιστεύουμε τους απλούς ανθρώπους, όταν λένε ότι εάν είχαν να γίνουν κανίβαλοι θα προτιμούσαν να σκοτωθούν. Στην πραγματικότητα, οι ίδιοι άνθρωποι, εάν βρίσκονταν αντιμέτωποι με το δίλημμα «να γίνεις κανίβαλος ή να αυτοκτονήσεις», δεν θα συλλογίζονταν πλέον με τον ίδιο τρόπο γιατί θα έχουν γίνει τέτοιες αλλαγές στον εαυτό τους που το να «αυτοκτονήσουν» δεν θα παρουσιαζόταν πλέον ως μια αναγκαία εναλλακτική. Θα γίνονταν κανίβαλοι χωρίς να σκεφτούν καθόλου να αυτοκτονήσουν. Εάν κάποιος, με πλήρεις σωματικές και διανοητικές δυνάμεις ερχόταν αντιμέτωπος με το δίλημμα, είναι πιθανό να αυτοκτονούσε (αφού έπειθε τον εαυτό του ότι δεν επρόκειτο για κωμωδία αλλά κάτι το πραγματικό, μια σοβαρή εναλλακτική την οποία αντιμετώπιζε), αλλά αυτή η πιθανότητα δεν θα ίσχυε πια (ή τουλάχιστον θα μειωνόταν σημαντικά) εάν κάποιος βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα αφού είχε υποστεί μια μοριακή διαδικασία στην οποία οι σωματικές και οι ηθικές δυνάμεις είχαν καταστραφεί κ.λπ.
Έτσι, βλέπουμε ανθρώπους κανονικά ειρηνικούς να έχουν απρόσμενα ξεσπάσματα οργής και ωμότητας. Δεν υπάρχει στην πραγματικότητα τίποτα το απρόσμενο σε αυτό: έχει υπάρξει μια «αόρατη» [και μοριακή] διαδικασία στην οποία οι ηθικές δυνάμεις που έκαναν «ειρηνικό» αυτόν τον άνθρωπο έχουν διαλυθεί. Αυτό το γεγονός που αφορά το άτομο μπορεί να θεωρηθεί συλλογικό (σε αυτή την περίπτωση μιλά κανείς για την «τελευταία σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι» κ.λπ.). Το δράμα αυτών των ανθρώπων συνίσταται σε τούτο: ότι κάποιος προβλέπει τη διαδικασία της καταστροφής, δηλαδή προβλέπει ότι θα γίνει... κανίβαλος και πιστεύει ότι εάν συμβεί αυτό, σε ένα ορισμένο σημείο [της διαδικασίας], θα αυτοκτονήσει. Ωστόσο, πότε θα έρθει αυτό το «σημείο»; Έτσι τελικά (με κάποιες εξαιρέσεις) η πλειονότητα βρίσκεται σε πλήρη διαδικασία μετασχηματισμού και πέρα από το σημείο στο οποίο οι δυνάμεις της ήταν ακόμη ικανές να αντιδράσουν, έστω και με την εναλλακτική της αυτοκτονίας.
Αυτό το γεγονός πρέπει να μελετηθεί στις τωρινές εκφράσεις του. Όχι γιατί δεν έχει συμβεί στο παρελθόν, αλλά γιατί είναι σίγουρο ότι στο παρόν έχει πάρει μια μορφή ειδική και... εθελοντική. Δηλαδή σήμερα μπορεί να υπολογίζει κανείς ότι αυτό θα συμβεί και το γεγονός έρχεται προετοιμασμένο συστηματικά, κάτι που στο παρελθόν δεν συνέβαινε (όπου συστηματικά σημαίνει ωστόσο «μαζικά» χωρίς φυσικά να αποκλείει την ιδιαίτερη «προσοχή» που δίνεται στα άτομα). Είναι σίγουρο ότι σήμερα έχει παρεισφρήσει ένα στοιχείο «τρομοκρατικό», που δεν υπήρχε στο παρελθόν, μιας τρομοκρατίας υλικής αλλά και ηθικής, που δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε. Αυτό αυξάνει την ευθύνη εκείνων που αν και το μπορούσαν δεν έβαλαν, από απειρία, αμέλεια ή ακόμα και τη δική τους διεστραμμένη βούληση, εμπόδιο στο να περάσουμε ορισμένες δοκιμασίες. [Ενάντια σε αυτόν τον αντιηθικολογικό τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα, υπάρχει η εσφαλμένα ηρωική, ρητορική, φρασεολογική σύλληψη, την οποία πρέπει να πολεμάμε με όλα τα μέσα].
μετάφραση: Παναγιώτης Σωτήρης
ΔΙΑΒΑΣΤΕ