Το ότι μια κυβέρνηση σε συνθήκες κινηματικής νηνεμίας και πολιτικής με κοινοβουλευτικούς όρους μπορεί να αλλάξει την «ατζέντα» είναι γνωστό. Και είναι αλήθεια ότι η εισβολή στη Βίλα Αμαλίας και την κατάληψη Σκαραμαγκά χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται από την κυβέρνηση για το σκοπό αυτόν,επικοινωνιακά. Ωστόσο, αυτή η αλήθεια δεν είναι καν η μισή… Αν υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο, χάνουμε την ουσία, χάνουμε τις αιτίες που καθιστούν μια τέτοια αυταρχική διαχείριση από τη μεριά του κράτους ικανή να του προσφέρει «οφέλη» επικοινωνιακού είδους. Χάνουμε, με άλλα λόγια, αυτό που αλλάζει.
Είναι φυσικά φανερό ότι αλλάζοντας την «ατζέντα», η Νέα Δημοκρατία επιχειρεί να αποφύγει το ενδεχόμενο μιας ανοιχτής πολιτική κρίσης με την οποία απειλεί την κυβέρνηση η «λίστα Λαγκάρντ». Και αυτό γιατί η τελευταία ρίχνει τα φώτα πάνω στον πιο αδύναμο κυβερνητικό εταίρο, το ΠΑΣΟΚ, και δη στον πρόεδρό του, επιτείνοντας έτσι τάσεις όχι απλώς αποσυσπείρωσης και του τελευταίου μέρους του εκλογικού και πολιτικού του ακροατηρίου, αλλά πλήρους διάλυσής του, με συνακόλουθα προβλήματα για την επιβίωση του κυβερνητικού συνασπισμού. εξέλιξη που θα είχε στην παρούσα φάση απρόβλεπτες συνέπειες για τις αστικές δυνάμεις.
Άλλωστε, αυτός ο πολιτικός υπολογισμός εξηγεί περίπου το σύνολο των τακτικών επιλογών των κοινοβουλευτικών κομμάτων αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, η εισβολή στη Βίλα δεν συνιστά απλώς έναν αντιπερισπασμό στη λίστα Λαγκάρντ ή, πολύ περισσότερο ίσως, στη σιωπηρή υλοποίηση των οικονομικών μέτρων του Μνημονίου. Με άλλα λόγια, η τρέχουσα «χρήση» του ζητήματος από την κυβέρνηση δεν είναι αρκετή για να το χαρακτηρίσει επικοινωνιακό, γιατί σε τελική ανάλυση το ζήτημα είναι πολύ περισσότερο από αυτό, είναι βαθιά ιδεολογικό και πολιτικό.
Η μετατόπιση
Είναι κοινός τόπος πια στις αναλύσεις της Αριστεράς, και δη της ριζοσπαστικής, ότι η βίαιη εισβολή της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό προσκήνιο δεν συνιστά «παρθενογένεση» αλλά ότι σε ένα βαθμό, πέραν των υπόλοιπων αιτίων, προετοιμάστηκε και από τη σταδιακή μετατόπιση του επίσημου πολιτικού λόγου προς τα δεξιά: την απαλοιφή και ποινικοποίηση, για παράδειγμα, των στοιχείων εκείνου του είδους πολιτικού λόγου που επιδιώκει να εκπροσωπήσει κοινωνικές μερίδες, τον κοινωνικό και θεσμικό ρατσισμό και νεοσυντηρητισμό, την ηθική απαξία του συνδικαλισμού, τη συστηματική σπίλωση των εργαζομένων στο δημόσιο κ.λπ. Πολύ περισσότερο όμως συνιστά πλέον πραγματικότητα το γεγονός ότι, πέρα από το πώς δημιουργήθηκε, η παρουσία της Χ.Α. στην πολιτική σκηνή λειτουργεί ως καταλύτης ανασύνθεσης της Δεξιάς σε ακόμη πιο συντηρητική και αντιδραστική κατεύθυνση.
Όχι γιατί η Ν.Δ. σχεδιάζει να συγκυβερνήσει με τη Χ.Α., όπως πολλοί ίσως προεξοφλούν. άλλωστε αυτά δεν σχεδιάζονται εύκολα σε χαρτί. Ούτε ίσως, όπως αρκετοί επιμένουν, επειδή είναι η ίδια η Χ.Α. αυτή που θα αποτελέσει την πρώτη κυβερνητική εφεδρεία του συστήματος αν καταρρεύσει η τρικομματική συγκυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει να σχηματίσει κυβέρνηση. Αλλά γιατί η πολιτική της πρακτική και ιδεολογική της προπαγάνδα απενοχοποιεί, εκεί που υφίστανται ήδη, και καλλιεργεί, εκεί που ακόμη δεν έχουν αναπτυχθεί, τα παραπάνω αντανακλαστικά, απελευθερώνοντας ιδεολογικές και πολιτικές διεργασίες που ως τέτοιες βρίσκονταν εκτοπισμένες από το επίσημο πολιτικό σκηνικό και την προηγούμενη κοινή, πολιτική και μη, «ηθική».
Υπό αυτό το πρίσμα είναι που πρέπει να δούμε το «δόγμα Δένδια», ότι «αν η αστυνομία κάνει καλά τη δουλειά της, η Χ.Α. είναι άχρηστη». Ως μια πολιτική «νόμου και τάξης», η οποία σε ένα ιδεολογικό σκηνικό όπου η Χ.Α. τείνει να μετατοπίσει προς τα δεξιά, επιδιώκει να παραγάγει και ταυτόχρονα να καταλάβει έναν ιδεολογικά ακραίο «μεσαίο χώρο», να μετατοπίσει δεξιότερα, να τροποποιήσει και ταυτόχρονα να εκπροσωπήσει τον νέο αυτόν, συντηρητικό, κοινό νου.
Άλλωστε, οι ιδεολογικές προεκτάσεις της τρέχουσας πολιτικής «μηδενικής ανοχής στην ανομία» τύπου Δένδια πάνε πολύ παραπέρα. Η τελευταία είναι η πολιτική πρακτική που «οφείλει» να συνοδεύει την ιδεολογική ποινικοποίηση της «Μεταπολίτευσης» ως υπεύθυνης για όλα τα σύγχρονα δεινά του ελληνικού κράτους. την ποινικοποίηση, με άλλα λόγια, του λαϊκού κινήματος και του μεταπολιτευτικού πολιτικού και ιδεολογικού συσχετισμού δύναμης για τη διαφθορά και τη «σπατάλη» του μεταπολιτευτικού κράτους. Άλλωστε, στην υψηλή, αρχετυπική, αστική αφήγηση, ο αστός είναι ένας άνθρωπος λιτός, που δεν κάνει σπατάλες, άξιος και εργατικός, γι’ αυτό και επιτυγχάνει, σε αντίθεση με τον μη άξιο, τεμπέλη και σπάταλο εργάτη, να πλουτίσει, επιτυγχάνει τη (λεγόμενη) πρωταρχική συσσώρευση.
Ο πυρήνας της πολιτικής διαγραφής της Μεταπολίτευσης, της λειτουργίας του κράτους, αντανακλώντας στο εσωτερικό του, έστω και έμμεσα, υποτελώς και φενακισμένα, όψεις συμφερόντων των υποτελών στρωμάτων [1] είναι ακριβώς ο αστικός μύθος που ο Μαρξ ξετύλιξε στο τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου. Και η «μεταμνημονιακή» πολιτική επιστρέφει ακριβώς στον αρχικό πυρήνα αυτών αστικών ιδεολογικών σχηματισμών επενδύοντάς τους φυσικά και με τη βία κάθε νέας σύγχρονης διαδικασίας «περιφράξεων», (επανα)κατάκτησης του χώρου, του χρόνου και των δικαιωμάτων που είχαν προηγουμένως κερδηθεί από τα υποτελή στρώματα.
Πόσο μάλλον όταν κεντρικό στοιχείο αυτού του σύγχρονου υπό (ανα-)δημιουργία αστικού ιδεολογικού σχηματισμού είναι να πείσει τους «πολίτες» εκτός από την ανάγκη για «τάξη» και πάταξη της «ανομίας» ότι το κράτος πια «εκμεταλλεύεται» την περιουσία του, δεν ανέχεται την καταπάτησή της, την εκμετάλλευσή της από «όλους αυτούς στους οποίους οφείλεται η κατάντια της χώρας», τους σύγχρονους «αλήτες». Αυτούς που όχι μόνο «μας φόρτωσαν με χρέη», αλλά θέλουν να συνεχίσουν να το κάνουν ζώντας παρασιτικά σε βάρος της δημόσιας περιουσίας. Και φυσικά, στο πλαίσιο αυτής της αναδημιουργίας, το κράτος υπόσχεται ότι θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει την αναντίρρητη και αντικειμενική κοινωνική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, το υπέρτατο αγαθό, αυτό που όλοι μπορούσαν να αποκτήσουν και όσοι δεν το έκαναν ήταν απλώς επειδή απέτυχαν.
Αυτοί, σε μια πραγματική αστική κοινωνία «χωρίς προσμείξεις», θα πρέπει να μείνουν απογυμνωμένοι από κάθε άλλη, έστω και συλλογική ή κοινωνική, ιδιοκτησία πέραν της γυμνής εργατικής τους δύναμης, από κάθε διεκδίκηση και συλλογική μορφή, εξατομικευμένοι και μόνοι, στο περιθώριο της κοινωνίας, μέχρι να αποφασίσουν να γίνουν παραγωγικοί, όπως καταλαβαίνουν την παραγωγικότητα οι τεχνοκράτες που μας παρακολουθούν από Το αρχιμήδειο σημείο, από εκεί και μόνο που μια οπτική μπορεί να είναι καθολική και αντικειμενική.
Η πολιτική διαγραφή αυτού του λαϊκού μεταπολιτευτικού κεκτημένου, λοιπόν, συνιστά αναγκαστικά και την ιδεολογική προβολή ότι δεν πρόκειται να εκπροσωπηθούν συμφέροντα μαζών, ότι το πολιτικό σύστημα δεν θα υποταχθεί ξανά σε αιτήματα, αλλά θα κάνει «το σωστό», όπως αυτό ορίζεται τεχνοκρατικά και όχι όπως διαστρεβλωμένα πηγάζει από τη θέληση του λαού, ώστε να φτιάξει μια σωστή και καθαρή (από όλες τις απόψεις) αστική κοινωνία χωρίς ενδιάμεσες μορφές. Ω του θαύματος, επιστρέφοντας στις ρίζες της, η αστική ορθολογικότητα συναντά έναν απρόσμενο σύντροφο, την οικεία μας πλέον φασιστική ανορθολογικότητα…
Το πολιτικό διακύβευμα
Η εισβολή στις καταλήψεις χώρων, όμως, εκτός από ιδεολογικά διακυβεύματα, αναδεικνύει και τεράστια αμιγώς πολιτικά διακυβεύματα. Και πάλι όμως, όχι απλώς επειδή χρησιμοποιείται για να διατηρήσει τη συνοχή και την όποια σταθερότητα της κυβέρνησης, επιχειρώντας να απομακρύνει τα φώτα από τον πιο αδύναμο κυβερνητικό εταίρο. Το κεντρικό πολιτικό διακύβευμα είναι ότι συνιστά ουσιαστικά πιλοτική εφαρμογή του κυβερνητικού τσαμπουκά απέναντι στα κινήματα διεκδίκησης των δημόσιων χώρων και αξιοποίησής τους από κατοίκους και πρωτοβουλίες για μη εμπορικούς σκοπούς, απέναντι, σε τελική ανάλυση, στο ίδιο το δικαίωμα στους ελεύθερους, δημόσιους χώρους.
Και παραπέρα: Συνιστά παράλληλα την υλοποίηση του δόγματος Βορίδη που με αφορμή τις καταλήψεις των υπουργείων το φθινόπωρο του 2011 κατέθετε στη δημόσια συζήτηση την άποψη ότι οι καταλήψεις δημόσιων κτιρίων είναι παράνομες, συνεχίζοντας ταυτόχρονα και την ουσιαστική και τυπική κατάλυση του πανεπιστημιακού ασύλου, «ελεγχόμενου» και αυτού για «πράξεις ανομίας» και «υπόθαλψη» κακοποιών στοιχείων. Πόσο μάλλον που πρόκειται για κίνηση η οποία δεν επιχειρείται εν κρυπτώ, αλλά λαμβάνει διαστάσεις κεντρικής πολιτικής σκηνής, μπαίνει σε κάθε σπίτι, γίνεται μοχλός ιδεολογικής χειραγώγησης και προετοιμασίας για όσα πρόκειται να συμβούν.
Με την έννοια αυτή, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα στο οποίο η Αριστερά μπορεί να πετάει την μπάλα στην εξέδρα, περιμένοντας να περάσει τον «κάβο» της επικοινωνιακής επίθεσης, κάνοντας «διαχείριση κρίσης» έως ότου επιστρέψει η δημόσια συζήτηση σε θέματα που, με τυπικούς μέινστριμ επικοινωνιακούς όρους, να φέρνουν εκείνη σε ρόλο επίθεσης και όχι άμυνας. Και αυτό, όχι απλώς λόγω του ότι η «διαχείριση κρίσης» που είδαμε τις τελευταίες μέρες από το κυρίαρχο αυτή τη στιγμή τμήμα της Αριστεράς, τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποτέλεσε παρά μια ραγδαία οπισθοχώρηση από το στοιχειώδες κινηματικό και δημοκρατικό πολιτικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, οπισθοχώρηση δηλαδή ακριβώς από το σημείο και εντός του πεδίου που οι αστικές δυνάμεις ήθελαν.
Πολύ περισσότερο γιατί μια τέτοια διαχείριση σήμανε την πλήρη υποταγή στην ηγεμονία του αντιπάλου, καθιστώντας σε τελική ανάλυση ασφυκτικό το διαμορφούμενο πολιτικό και ιδεολογικό κλίμα, ταυτίζοντας έτσι για ακόμη μία φορά την επιδίωξη της πολιτικής ηγεμονίας με την εικόνα και την επικοινωνία και όχι με τα υλικά, ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικά διακυβεύματα. Γιατί η πολιτική Δένδια και η αυταρχική σκλήρυνση δεν είναι απλώς μια επικοινωνιακή στρατηγική των αστικών δυνάμεων, είναι πολύ πέρα από, ένα πραγματικό, υλικό, ταξικό διακύβευμα: Ας αναλογιστούμε μόνο τι θα αντιμετωπίσουν οι πρωτοβουλίες κατοίκων ενάντια π.χ. στην απόδοση του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού στο ιδιωτικό κεφάλαιο ή στην υπεράσπιση των δημόσιων χώρων πρασίνου και αναψυχής σε γειτονιές, πώς θα αντιμετωπιστούν οι επόμενες καταλήψεις στα πανεπιστήμια και σε χώρους δουλειάς, σε υπουργεία και εργοστάσια και, φυσικά, πώς θα αντιμετωπιστούν οι ίδιοι οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες που θα συμμετέχουν εκεί, πώς άλλωστε εδώ και καιρό αντιμετωπίζονται.
Όποιοι από την Αριστερά είπαν με ευκολία ότι «το θέμα δεν μας αφορά» ή έχουν κράτημα στο να υπερασπιστούν ολόψυχα μια κατάληψη της οποίας το πολιτικό στίγμα δεν θα συνυπέγραφαν, όποιοι θεώρησαν την εισβολή των ΜΑΤ στη Βίλα επικοινωνιακή τακτική αντιπερισπασμού ενδεχομένως δεν κατάλαβαν ότι η Βίλα και οι συλληφθέντες αγωνιστές και αγωνίστριες της ανακατάληψής της είναι η Χαλυβουργία, η Δωδώνη, η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, οι δάσκαλοι και εργαζόμενοι στους δήμους, οι φοιτητές και φοιτήτριες του ΑΠΘ. Και σίγουρα δεν κατανόησαν την ειρωνεία του Μαρξ προς τον αδιάφορο για τα πάθη της βρετανικής εργατικής τάξης Γερμανό εργάτη. δεν κατάλαβαν ότι «για αυτούς μιλάει ο μύθος…».
[1] Στοιχείο, άλλωστε, της πολιτικής ηγεμονίας της αστικής στρατηγικής, που επιτυγχάνει να προτείνει στο σύνολο της κοινωνίας το δικό της σχέδιο ως σχέδιο που εκπροσωπεί το «κοινό συμφέρον».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ