ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


«Εκ δεξιών του Πατρός…»


Στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπως ήταν αναμενόμενο, το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μάη προκάλεσε ποικίλα σχόλια, αναλύσεις και αντιπαραθέσεις, κυρίως αναφορικά με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την ενδεχόμενη κυβερνητική υποψηφιότητά του, τις ανακατατάξεις στους συσχετισμούς εντός της ελληνικής Αριστεράς, άντε και το υψηλό ποσοστό της Χρυσής Αυγής και τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί. Υπήρξαν όμως και άλλα «μηνύματα» της κάλπης, μηνύματα που εν πολλοίς δεν φωτίστηκαν ιδιαίτερα στη μετεκλογική συζήτηση και που αφορούσαν κόμματα και παρατάξεις που μάλλον φάνταζαν στη συλλογική σκέψη της ριζοσπαστικής Αριστεράς ως τεκταινόμενα μακράν της Αριστεράς και του διεκδικούμενου από αυτήν εκλογικού ακροατηρίου.

Ένα από αυτά αφορούσε την ευρύτερα νοούμενη δεξιά παράταξη στη χώρα. Το γεγονός, δε, ότι οι ανακατατάξεις σε αυτήν φάνηκαν να μην απασχολούν πολύ υποδήλωνε μάλλον υποτίμηση της παράταξης ως δυνάμει ρυθμιστή των κοινωνικών εξελίξεων στη χώρα (και μάλιστα εν μέσω κρίσης), αλλά και της έκτασης που έχει πάρει η ρευστοποίηση πολιτικών δεσμών εκπροσώπησης στην παρούσα συγκυρία.

Πολύ γρήγορα μάλιστα οι κινήσεις ενοποίησης του πολιτικού χώρου της Δεξιάς, παρότι μάλλον περιορισμένης αποτελεσματικότητας στην παρούσα φάση, έδειξαν ως τροχιοδεικτικά τις επερχόμενες εξελίξεις: είναι, άλλωστε, γνωστό ότι σε όσες χώρες συνάφθηκε δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ, στο τέλος της περιδίνησης των κοινωνιών αυτών, σημαντικές μεταλλάξεις είχαν υποστεί και τα αστικά κόμματα, με σοβαρότερη τη ρευστοποίηση των παλαιότερων από αυτά και την εμφάνιση νέων.

Με αυτή την έννοια, δεν είναι παράλογο να αναμένει κανείς αργότερα ή συντομότερα τη διάλυση ή τη σύμπτυξη των μέχρι το 2009 κυρίαρχων σχηματισμών και τη δημιουργία νεοπαγών ή συγχωνευμένων τέτοιων. Είναι επίσης γνωστό ότι σε αυτού του είδους τις διεργασίες, εκτός από τις παρασκηνιακές κινήσεις (συμπεριλαμβανόμενων των πιέσεων από ξένα και ντόπια κέντρα του αστισμού), πάντα υπάρχει και η «δαρβινική φυσική επιλογή» κομμάτων και προσώπων σε σημαντικό βαθμό: οι εκλογές, ως κομβική στιγμή των αστικών κοινοβουλευτικών δημοκρατιών, παίζουν ανάμεσα σε άλλους και αυτόν το ρόλο.

Στην Ελλάδα μάλιστα δεν θα ήταν λάθος να διαπιστώσει κανείς ότι σε ολόκληρη την πολιτική ιστορία του 20ού αιώνα οι κυβερνήσεις συνεργασιών δεν είχαν και πολύ σταθερά αποτελέσματα (συνήθως κατέληγαν είτε σε απορρόφηση μέρους ή ολόκληρων μικρών σχηματισμών από μεγαλύτερους είτε στη γρήγορη κατάρρευση των κυβερνήσεων συνεργασίας). Αυτό ίσως έχει να κάνει και με τον εν γένει κομβικό ρόλο του δημόσιου τομέα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, την ανάπτυξη ισχυρών διεκδικητικών κοινωνικών κινημάτων και τη συνακόλουθη ιδιαίτερη θέση ισχύος του αστικού πολιτικού προσωπικού εντός του μπλοκ εξουσίας (έναντι άλλων θεσμών, όπως της διοίκησης, της δικαιοσύνης κ.ο.κ.: ακόμα και ο στρατός ή το παλάτι, που ως θεσμοί διατήρησαν επί μακρόν προνομιακή θέση, στην πραγματικότητα ήταν αναγκασμένοι να «συγκροτούν», παράλληλα, συμπαγή κόμματα δυνάμει μονοκομματικής κυβερνητικής εξουσίας).

Ακόμα και σήμερα, παρά την ευρύτερη, γενικευμένη στο επίπεδο της «κοινής γνώμης» –αλλά μάλλον πρόσκαιρη– θετική αντίληψη περί «κυβερνήσεων συνεργασίας», η απαίτηση για στιβαρή διακυβέρνηση στο τέλος μάλλον επικυριαρχεί. Ως εκ τούτου, και τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μάη θα πρέπει μάλλον να αναλυθούν και ως προς την επίπτωσή τους στο «μεθαύριο» των κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών και όχι μόνο ως προς το «αύριο», δηλαδή στο πώς διαμορφώνουν το προεκλογικό σκηνικό των εκλογών της 17ης Ιούνη.

Σε αυτό το σημείο είναι χρήσιμη μια προκαταρκτική παρατήρηση. Πρώτον, η δεξιά παράταξη στη χώρα –παρά τα περί του αντιθέτου επιφαινόμενα της πρόσφατης δεκαπενταετούς επικυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ– δεν έπαψε ποτέ να έχει συγκροτημένη κοινωνική βάση. Αλλά και διαχρονικά επέδειξε αξιοσημείωτη δυνατότητα αναγέννησής της, ακόμα και ύστερα από (ή και μέσα σε) περιόδους έντονης απαξίωσής της από τα λαϊκά στρώματα. Δεν θα πρέπει, δε, να ξενίζει το γεγονός ότι σε τέτοιες περιόδους, και ακριβώς για να επιτευχθεί η αναγέννησή της, η Δεξιά δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να αποδεχθεί παρεμβάσεις θεσμών όπως του στρατού, της αστυνομίας, των «παρακρατικών» κέντρων ή και εξωγενών δυνάμεων, να χρησιμοποιήσει κυνικά εκβιαστικά διλήμματα, να κινητοποιήσει τα πιο ταπεινά φοβικά αντανακλαστικά του λαού, και δη των πλέον πληβειοποιημένων στρωμάτων του.

Μπορεί όλα τούτα να αναπαριστούν μια εγγενή αδυναμία για τη ριζοσπαστική Αριστερά να οικοδομήσει παράταξη με οργανικούς δεσμούς εκπροσώπησης με κοινωνικές μερίδες ή να οργανώσει τις δυνάμεις ενός πολιτικού συνασπισμού εξουσίας σε θετική πολιτική, στρατηγική και προγραμματική προοπτική, αλλά, πάλι, για την ίδια τη Δεξιά αυτό δεν υπήρξε και ποτέ τόσο μεγάλο πρόβλημα.

Άλλωστε, και δεδομένων των ορίων στις δυνατότητες αναδιανομής ακόμα και σε περιόδους ανάπτυξης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αλλά και της θέσης της ελληνικής αστικής τάξης στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τα όποια εκάστοτε ανερχόμενα μικροαστικά στρώματα ή και μερίδες της εθνικής αστικής τάξης συχνά συντάσσονταν με τα κόμματα του κέντρου ή της κεντροαριστεράς τουλάχιστον μεταπολεμικά (μετά την, οριστική πλέον, απαξίωση του πολιτικού εγχειρήματος του βενιζελικού φιλελευθερισμού). Με λίγα λόγια, η Δεξιά στην Ελλάδα, τουλάχιστον μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετεμφυλιακά, υπήρξε κατά βάση «συντηρητική» και όχι «φιλελεύθερη».

Οι δε μεταδικτατορικές προσπάθειες μετάλλαξης του πολιτικού λόγου της Δεξιάς δεν συνοδεύτηκαν πάντα με τις ανάλογες μετατοπίσεις στην οργανωτική και κοινωνική της βάση. Μετά, μάλιστα, την παταγώδη αποτυχία του μητσοτακικού διαβήματος για αναπροσανατολισμό της Νέας Δημοκρατίας προς μια συγκρουσιακή νεοφιλελεύθερη ατζέντα, η Δεξιά, παρά τις αλλαγές αρχηγών, επέστρεψε στην περπατημένη ενός συντηρητικού, μάλλον αρκετά κρατικοδίαιτου και κρατικίστικου πελατειακού κόμματος το οποίο είχε ιδιαίτερες διασυνδέσεις με παραδοσιακά κέντρα εξουσίας της αστικής νομιμότητας (δικαιοσύνη, αστυνομία, μεγάλο κεφάλαιο, παραδοσιακή μικροαστική τάξη της πόλης, μεσαία και μεγάλη γαιοκτημοσύνη).

Δεν είναι μάλιστα άδικο να πει κανείς ότι από το 1993 και μετά το ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησε πολλά περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα, έκανε πολλές περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις και πρωτο-έθεσε «στο τραπέζι» πολλές περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» της νεοφιλελεύθερης πολιτικής ατζέντας από ό,τι η ΝΔ, ακόμα και κατ’ αναλογία με τα χρόνια διακυβέρνησης καθενός από τα δύο κόμματα. Στο απόγειο δε της σημιτικής παντοδυναμίας και της εν συνεχεία πτώσης της, αυτό έθεσε οριακά υπό διακύβευση και την παραδοσιακή πολιτική γεωγραφία, π.χ. στο λεκανοπέδιο της Αττικής, υποδηλώνοντας την αθρόα προσέγγιση παραδοσιακά αστικών και ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων στο ΠΑΣΟΚ.

Ταυτοχρόνως, όμως, η συνήθης πολιτική ανάλυση δυσκολεύεται κάπως να ερμηνεύσει το γιατί, ενώ η παράταξη αυτή ούτε καμιά αστική πολιτική ατζέντα «πρώτης γραμμής» έθετε ούτε και πολύ δημοφιλής υπήρξε, μολαταύτα διατηρούνταν ζωντανή παρά και τη μακρόχρονη απομάκρυνσή της από τη νομή της εξουσίας. Οι αναλύσεις αυτές μάλλον αδυνατούν να συλλάβουν τη δομική επιρροή του συντηρητισμού σε έναν κοινωνικό σχηματισμό ακόμα και απλώς ως τέτοιον: σε τελική ανάλυση οι σημαίνουσες πρακτικές που συγκροτούν μια συντηρητική κοινωνική συνείδηση υπήρξαν, υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν και ανεξαρτήτως εκλογικών επιτυχιών ή αποτυχιών.

Η «χουντοβασιλική» μετεμφυλιακή ελληνική Δεξιά αναγκάστηκε να αλλάξει από το λαϊκό κίνημα της δεκαετίας του ’70 και όχι από τις αλλεπάλληλες εκλογικές ήττες τη δεκαετία του ’80. Αλλά ακόμα και τότε, ο κοινωνικός και πολιτικός συντηρητισμός τής έδινε τη δυνατότητα, πότε καλύτερα πότε χειρότερα, να συνεχίσει να αναπαράγεται σε συνειδήσεις και πρακτικές τμήματος του λαού. Ταυτόχρονα, ως γνήσιο και ντόμπρο κόμμα του κεφαλαίου, είχε την ανάλογη στήριξη από πλείστα όσα αστικά κέντρα. Ιδιαίτερα δε μετά τη διεθνή ιδεολογική κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά, η εμπέδωση του πρωταρχικού της ρόλου στα πανεπιστήμια την τροφοδοτούσε και με το απαραίτητο στελεχιακό δυναμικό: ένα δυναμικό, ωστόσο, που γαλουχούνταν μεν με νεοφιλελεύθερες πολιτικές αντιλήψεις, αλλά ως επί το πλείστον διακήρυττε και υλοποιούσε μάλλον συντηρητικές πολιτικές και πρακτικές αντίστοιχα.

Με δυο κουβέντες, η Δεξιά σε αυτόν τον τόπο, μολονότι λίγες φορές είχε «έξωθεν καλή μαρτυρία», ποτέ δεν εξαφανίστηκε. Πάντα έβρισκε τον τρόπο να αναπαραχθεί, ακόμα και όταν δεν ήταν πολύ «της μόδας». Υπήρξε ως επί το πλείστον συντηρητική, γεγονός που της εξασφάλιζε βάση στήριξης σχετικά συμπαγή. Και δεν είχε πρόβλημα σε καιρούς κρίσιμους να επιστρατεύει ό,τι πιο σκοτεινό μπορεί να διαθέτει το αστικό πολιτικό παιχνίδι, εντός και εκτός του κοινοβουλευτικού του μανδύα. Ε, μετά τις εκλογές της 6ης Μάη, η Δεξιά αυτή δεν μπορεί παρά να αναγκαστεί να υποστεί σοβαρές μεταλλαγές, αν θέλει να αποτρέψει μια ιστορική για αυτήν ήττα (όχι μόνο στις επερχόμενες εκλογές αλλά στη γενικότερη συγκυρία).

Και η ήττα αυτή θα έχει πολλές αφετηρίες. Ούτως ή άλλως, ο κατακερματισμός της Δεξιάς στις εκλογές της 6ης Μάη ήταν πρωτοφανής: υπήρξαν τουλάχιστον οχτώ κόμματα που μετείχαν στις εκλογές και θα μπορούσαν να συγκαταλεγούν στη ευρύτερη δεξιά παράταξη (ΝΔ, Ανεξάρτητοι Έλληνες, ΛΑΟΣ, ΧΑ, Δράση, ΔΗΣΥ, Δημιουργία Ξανά, Απόστρατοι). Τα κόμματα αυτά αθροιστικά έλαβαν ένα ουκ ευκαταφρόνητο ποσοστό (46,5%), που σίγουρα θα επέτρεπε άνετη αυτοδυναμία στο ενδεχόμενο συσπείρωσης των δεξιών κομμάτων.

Ωστόσο, ο πολιτικός κατακερματισμός ήταν ακόμα μεγαλύτερος: από την αντίθεση αντι- και φιλο- μνημονιακών εκδοχών της έως την αυτόνομη έκφραση κάθε εκδοχής που κατόρθωνε να συγκεράσει (ακραίος νεοφιλελευθερισμός, φασισμός, εθνικισμός, κρατικισμός), η Δεξιά φαινόταν να είναι διάσπαρτο τοπίο απόψεων και πρακτικών, κάθε μία από τις οποίες αδυνατούσε να συντεθεί με οποιαδήποτε άλλη κοντινή της σε ορατή ενιαία πολιτική κατεύθυνση. Ακόμα και εντός κομμάτων όπως η ΝΔ (ή και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ή το ΛΑΟΣ) η σύγχυση ανάμεσα στον (πολιτικό) ιστορικό εαυτό και την ενεστώσα πολιτική ρητορική, η πανσπερμία θέσεων και προτάσεων διεξόδου ήταν περισσότερο από εμφανείς.

Όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, στις (αστικές κοινοβουλευτικές) δημοκρατίες «δεν υπάρχουν αδιέξοδα»: οι εκλογές χρησιμοποιήθηκαν για να ξεκαθαρίσουν τη σύγχυση και να ανασυνθέσουν το διαρρηγμένο πολιτικό τοπίο εκεί που το αστικό πολιτικό προσωπικό από μόνο του απέτυχε να το κάνει. Έτσι, το γεγονός ότι στις εκλογές της 6ης Μάη ενισχύθηκαν πρωτοφανώς εκείνες οι εκδοχές της Δεξιάς που πρέσβευαν είτε το φασισμό (ΧΑ: 7%) είτε τον εθνικισμό οποιασδήποτε παραλλαγής (Ανεξ. Έλληνες, ΛΑΟΣ, Απόστρατοι: 14,2%) είτε τον ακραίο, θατσερικού τύπου, νεοφιλελευθερισμό (ΔΗΣΥ, Δράση, Δημιουργία Ξανά: 7,5%), ακόμα και ανεξαρτήτως της φιλο- ή αντι- μνημονιακής τοποθέτησης του ενός ή του άλλου σχηματισμού, μέλλει οπωσδήποτε να καθορίσει την πορεία των εξελίξεων.

Όλοι, δε, οι έστω και ελάχιστα έμπειροι στην πολιτική σκηνή, γνωρίζουν ότι το γεγονός της μη κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του νεοφιλελεύθερου χώρου δεν ακυρώνει σε τίποτα την αναβαθμισμένη θέση από την οποία πλέον θα επιχειρεί να προωθεί την πολιτική ατζέντα του πιέζοντας τα όποια πιο mainstream δεξιά κόμματα να την υιοθετήσουν ή και ανοιχτά συνεργαζόμενος μαζί τους. Αυτό, άλλωστε, ήδη άρχισε να συμβαίνει και στις δυο εκδοχές του ενόψει των εκλογών της 17ης Ιούνη.

Το ίδιο, λίγο πολύ, ισχύει και για τις εθνικιστικές, φασιστικές και πατριδοκάπηλες εκδοχές της Δεξιάς: εκτός από την αυτοτελή τους εκλογική και πολιτική τύχη, μέλλουν να συμπαρασύρουν τον πολιτικό λόγο της σύνολης δεξιάς παράταξης. Και αυτό επίσης έχει αρχίσει να γίνεται. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι η εκλογική επιρροή των συνιστωσών αυτών είναι εντελώς διαφορετική όσον αφορά την κοινωνική της διαστρωμάτωση (αστικά στρώματα: νεοφιλελεύθεροι, πληβειακά λαϊκά στρώματα: ΧΑ, επαρχία: εθνικιστές). Το μόνο, πάντως, σίγουρο είναι ότι η παραδοσιακή πολιτική πρόταση της ΝΔ την τελευταία 20ετία είναι γενικευμένα ο μεγάλος χαμένος των εκλογών, παρότι τυπικά πρώτευσε εντός της Δεξιάς (και γενικώς) εκλογικά.

Με αυτή την έννοια, οι ιδεολογικο-πολιτικές διαμάχες που από χρόνια (πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση) είναι ανοιχτές στο εσωτερικό του ΛΑΟΣ (νεοφιλελευθερισμός ή οικονομικός κρατικισμός και παρεμβατισμός με περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων; Ακροδεξιά αυτοτελής και αδιαπραγμάτευτα διακριτή, ώστε να πιέζει πολιτικά τη λοιπή Δεξιά, ή «εξημέρωση» της ακροδεξιάς για να ενταχθεί καθαυτή στο επίσημο αστικό πολιτικό στερέωμα;) εξάγονται πλέον στο σύνολο των δεξιών εκδοχών και σχηματισμών. Στην παρούσα φάση, φυσικά, είναι δύσκολο να προβλεφθεί είτε ποια εκδοχή θα προκριθεί είτε αν όλες ή κάποιες από τις σημερινές εκδοχές θα συμπτυχθούν προς τη μία ή την άλλη απάντηση για τον πολιτικό προσανατολισμό της αναμορφωμένης «μετά ΔΝΤ» Δεξιάς στην Ελλάδα.

Ωστόσο, δεδομένων των πολιτικών συσχετισμών που προέκυψαν από τις εκλογές της 6ης Μάη, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πολιτική κατεύθυνση που είναι σε θέση να ενώσει τα τόσο κατακερματισμένα κομμάτια του χώρου της Δεξιάς είναι ένα κράμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και ακραιφνούς εθνικισμού στα όρια του κοινωνικού φασισμού: κάτι σαν την ελληνική εκδοχή ενός Πινοσέτ. Το γεγονός δε ότι στην παρούσα φάση ο βασικός εισηγητής ενός τέτοιου «μείγματος πολιτικής» στις διαμάχες εντός του ΛΑΟΣ τα προηγούμενα χρόνια, ο Μ. Βορίδης, βρίσκεται εντός του μεγαλύτερου δεξιού κόμματος, της ΝΔ, καθιστά μάλλον έτι ευκολότερη την προβολή μιας τέτοιας πολιτικής πρότασης.

Ωστόσο, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Και ο ελληνικός αστισμός βρίσκεται εμφανώς, εδώ και καιρό, σε σύγχυση σχετικά με τη στρατηγική που ενστερνίζεται ότι θα πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Και αυτό δημιουργεί πολλές απρόβλεπτες παραμέτρους για «κινήσεις ακριβείας» ή για την αξία προβλέψεων στην παρούσα συγκυρία. Είναι, για παράδειγμα, αμφίβολο αν το φασιστο-εθνικιστικό ακροατήριο της Δεξιάς θα μπορέσει να ενσωματωθεί εντός μιας αναμορφωμένης εκδοχής της mainstream Δεξιάς, αν τυχόν η ΝΔ κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές αλλά αποτύχει να διαχειριστεί μια κάποια, έστω σημειολογική, ελάφρυνση των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων και τελικά καταρρεύσει πολύ πριν από τη λήξη της κοινοβουλευτικής περιόδου. Ή αν τυχόν ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει τις εκλογές αλλά «φορτωθεί» μια άτακτη χρεοκοπία και έξοδο από την ευρωζώνη.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η ενίσχυση των αυτοτελών εκφράσεων κάποιας πιο «ακραίας» δεξιάς πολιτικής κατεύθυνσης είναι πολύ πιθανή (έως τρομακτική). Και φυσικά, όσο περισσότερο οδηγηθεί η ελληνική κοινωνία σε κρίση ή και απειληθεί το παγιωμένο «πυρηνικό» status quo των θεμελιακών πυλώνων της αστικής κυριαρχίας, τόσο περισσότερο οι θεσμοί του βαθύτερου κράτους θα ενεργοποιηθούν, για να ανασυστήσουν μια κοινωνικο-πολιτική συμμαχία με δεξιά πολιτική πλατφόρμα και κατεύθυνση την υπεράσπιση της αστικής νομιμότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ανάμεσα στα άλλα.

Και, μάλλον, κανένα κομμάτι της Δεξιάς δεν θα έχει σοβαρό πρόβλημα με κάτι τέτοιο, όσο κι αν η καταφυγή σε εξωοικονομικού και εξωπολιτικού χαρακτήρα παρεμβάσεις κριθεί αντιδημοφιλής, αλλά αναγκαία. Και όσο περισσότερο αναγκαστεί η Δεξιά να καταφύγει σε τέτοιες παρεμβάσεις, τόσο θα αναδιπλωθεί στο συντηρητικό της πυρήνα, αλλά πλέον απογυμνωμένη από τα φιλελεύθερα στοιχεία και την αναδιανεμητική επίφαση που της προσέδωσε η κινηματική ανάταση της δεκαετίας του ’70 και η ήττα του νεοφιλελευθερισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής και πάλι θα αναδυθεί: το αν θα ηγεμονεύσει το ένα ή το άλλο κομμάτι θα είναι μάλλον το λιγότερο σημαντικό σε σχέση με την πολιτική που θα ηγεμονεύσει. Έτσι, δεν είναι απίθανο να δούμε τον Σαμαρά να υλοποιεί την πολιτική των χρυσαυγιτών ή τον Καμμένο την πολιτική των νεοφιλελεύθερων. Γιατί, σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα της δεκαετίας του ’90 δεν ήταν κατεξοχήν ότι τα νεοφιλελεύθερα κόμματα κέρδισαν τις εκλογές στον αναπτυγμένο καπιταλισμό, αλλά ότι όλα, λίγο πολύ, τα κόμματα του αστικού σκηνικού έγιναν νεοφιλελεύθερα. Κατ’ αναλογία και τώρα: της «μετά ΔΝΤ» Δεξιάς μάλλον της μέλλεται να είναι εθνικιστο-νεοφιλελεύθερη, όποιο κομμάτι και αν ευνοηθεί από τις άγνωστες διαδρομές και καντρίλιες της κοινοβουλευτικής παρλάτας.

Αλλά και αντίστροφα: μια σύγχρονη αντικαπιταλιστική, ριζοσπαστική Αριστερά θα μπορέσει να υπάρξει όχι απλώς και μόνο κερδίζοντας τη μία ή την άλλη εκλογική αναμέτρηση, ούτε κερδίζοντας απλώς μια «θέση στην καρδιά» του «μέσου ψηφοφόρου». Θα μπορέσει να κερδίσει μόνο οικοδομώντας μια άλλη ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων. Θα μπορέσει να υπάρξει όχι «χαϊδεύοντας αυτιά» και καθησυχάζοντας τους ψηφοφόρους του αστικού μπλοκ (πως δεν θα «τρέξει και τίποτα» άμα εκλεγεί μια «κυβέρνηση της αριστεράς» κ.ο.κ.), αλλά εξοπλίζοντας τον λαό για ρήξεις που θα καθίστανται βήμα προς βήμα ολοένα και πιο ολοκληρωτικές.

Μόνο που για να το πράξει αυτό μια τέτοια ριζοσπαστική Αριστερά θα έπρεπε πρώτα να έχει προετοιμάσει ανάλογα τον εαυτό της: ιδεολογικά, προγραμματικά, πολιτικά, οργανωτικά. Η ανάγκη, έστω και τώρα, όλες οι εκδοχές αριστερής συλλογικής σκέψης και δράσης στη χώρα μας να μπουν σε μια τέτοια διεργασία είναι άμεση. Αν, λοιπόν, η Αριστερά στον τόπο μας έμπαινε σε ένα τέτοιο εγχείρημα, θα αντιλαμβανόταν ότι η κατανόηση των μετασχηματισμών, των ορίων και των δυνατοτήτων του σε τελική ανάλυση «τελικού» αντιπάλου της, της Δεξιάς, όχι μόνο δεν είναι μια περιττή ενασχόληση δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αλλά τουναντίον είναι εκ των ων ουκ άνευ.

Αν θέλει όντως να ανατρέψει το σύστημα – τη διατήρηση του οποίου η δεξιά παράταξη θα πασχίσει να διασφαλίσει χωρίς κατ’ ανάγκη αστικοδημακρατικές και άλλες «χριστιανοφιλελεύθερες» δεσμεύσεις που συχνά αναπαράγονται εντός της Αριστεράς. Αν θέλει να αναμετρηθεί με τον κύριο πολιτικό απολογητή του συστήματος, τον κατεξοχήν «εκ δεξιών του Πατρός», τη Δεξιά με τις κοινωνικές και θεσμικές της ρίζες σε κάθε πόλο εξουσίας, οποίος με τη σειρά του την στηρίζει και την αναπαράγει επί δεκαετίες (παρά την αναντίρρητη μειωμένη «λαοφιλία» της). Αν θέλει όντως να καθοδηγήσει την πορεία αυτού του λαού σε μια σύγκρουση «μέχρι τέλους» και να είναι προετοιμασμένη για το εύρος, το βάθος και τη σφοδρότητα των συγκρούσεων που έρχονται. Και από την πλευρά της, η Δεξιά δεν θα βρεθεί καθόλου ανέτοιμη και δεν θα διστάσει ούτε λεπτό να δώσει…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.