Ομιλία στις 23/9 στην παρουσίαση του βιβλίου του Τζον Ριντέλ, Το Ενιαίο Μέτωπο. Η συζήτηση και οι θέσεις του 4ου συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, Red Marks, Αθήνα: 2014.
Η έκδοση του βιβλίου του Τζον Ριντέλ είναι πάρα πολύ σημαντική. Επιτρέπει στο ελληνικό κίνημα να ξαναγυρίσει στη συζήτηση του Δ’ Συνεδρίου της Κομμ. Διεθνούς, δηλαδή σε μια κορυφαία στιγμή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος ως προς το βάθος της αναμέτρησης με στρατηγικά θεωρητικά ζητήματα.
Μιλάμε για μια περίοδο έντονων αντιφάσεων, ανοιχτών ερωτημάτων και εκτεταμένων ζυμώσεων μέσα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα. Είναι η περίοδος της συνειδητοποίησης ότι έχει κλείσει ο κύκλος της πρώτης επαναστατικής εφόρμησης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε κλείσει και ο κύκλος της βαθιάς πολιτικής κρίσης ή των δυνατοτήτων για μια επαναστατική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε ότι στην πραγματικότητα ο κύκλος μιας βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης θα κλείσει ουσιαστικά με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και τις ισορροπίες που αποκρυσταλλώθηκαν τότε. Επιπλέον, είμαστε ήδη σε μια περίοδο που αναδύεται ήδη το φασιστικό φαινόμενο.
Ταυτόχρονα, είμαστε ακόμη μέσα σε μια συνθήκη εξαιρετικής θεωρητικής άνθισης και εντός της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης και έξω από αυτήν. Διατηρείται ακόμη η κουλτούρα της ανοιχτής και συντροφικής αντιπαράθεσης και όχι της «μονολιθικότητας» και της «διοικητικής» επίλυσης των αντιθέσεων μέσα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα που αργότερα θα φέρει καταστροφικά αποτελέσματα.
Κατά τη γνώμη μου, ένα σύνολο εννοιών αλλά και πρακτικών εκείνης της περιόδου, με κομβική αυτή του Ενιαίου Μετώπου, στο συνδυασμό της με αυτή του μεταβατικού προγράμματος, και της Εργατικής Κυβέρνησης, έχουν ξεχωριστό στρατηγικό βάθος και πραγματική πολιτική επικαιρότητα και δεν είναι απλώς αντιδράσεις σε άμεσα τακτικά ερωτήματα της εποχής. Το ίδιο ισχύει για την παραδοχή ότι η τακτική δεν μπορεί να περιορίζεται απλώς στη επικαιροποίηση του τελικού στόχου παρά μόνο με τον κίνδυνο του πραξικοπηματισμού.
Είναι μια προσπάθεια να ξανακοιταχτεί η επαναστατική στρατηγική σε μια περίοδο όπου η ρωσική επανάσταση έχει επιβιώσει αλλά συναντά νέες αντιφάσεις. Είναι μια περίοδος με άλλα καταλυτικά γεγονότα όπως τα συνεχιζόμενα επαναστατικά ξεσπάσματα στη Δύση, με τη βραχύβια Ουγγρική επανάσταση, τις διάφορες φάσεις της μακράς επαναστατικής διαδικασίας στη Γερμανία, την ανάταση αλλά και ήττα του Ιταλικού κινήματος και την τελική άνοδο του φασισμού. Είναι μια περίοδος που σφραγιζόταν από τα ερωτήματα που προέκυπταν στη ρήξη των νεαρών κομμουνιστικών ρευμάτων με άλλες παραδόσεις του εργατικού κινήματος, ή από τα ερωτήματα που έφερνε η επαφή με τα αντιαποικιακά κινήματα.
Ας δούμε τώρα την κομβική έννοια του Ενιαίου Μετώπου. Συνηθίζουμε να τη βλέπουμε απλώς ως μια μεταγραφή της ανάγκης να αποφευχθεί η διάσπαση στο εσωτερικό του κινήματος και να είναι πιο αποτελεσματική η δράση. Στην πραγματικότητα αντιπροσώπευε τη διαπίστωση ότι δεν ισχύει μια μεταφυσική σχέση όπου υπάρχει το – ένα και μοναδικό – κόμμα και η τάξη. Ήταν η διαπίστωση ότι η εργατική τάξη, αλλά τα άλλα σύμμαχα στρώματα βρίσκονται σε διαφορετικές πολιτικές πρακτικές και εντάξεις, άνισες και αντιφατικές. Με αυτή την έννοια, η προλεταριακή ηγεμονία είναι ένα διακύβευμα και μια πρόκληση σε συνθήκες ασταθείς και αντιφατικές. Η μετωπική πολιτική σημαίνει ότι αναγκαστικά η ενότητα της τάξης και η ηγεμονία μιας επαναστατικής γραμμής δεν είναι απλώς υπόθεση «οργανωτικής κυριαρχίας» αλλά πραγματικών πολιτικών πρακτικών πρακτικών, αντιστάσεων, κινημάτων. Για να χρησιμοποιήσουμε γκραμσιανές αναλογίες, η συνθετότητα και αντιφατικότητα του Ενιαίου Μετώπο, στο πλήρες ξεδίπλωμα του είναι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η συνθετότητα και η περιπλοκότητα των μηχανισμών της αστικής ηγεμονίας.
Ότι το Ενιαίο Μέτωπο είναι αναγκαστικό αντιφατικό δεν μειώνει τη σημασία του, με τον ίδιο τρόπο που η αντιφατικότητα της ΝΕΠ ήταν ο αναγκαστικός τρόπος για να αποκασταθούν κοινωνικές συμμαχίες και να ξεδιπλωθεί μια διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού με πρωτοβουλία των μαζών και όχι μέσω διαταγμάτων. Τονίζω αυτή την αναλογία με τη ΝΕΠ, γιατί και αυτή την αντιμετωπίζουμε συχνά ως μια τακτική αναμέτρηση με την ανάγκη φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, ενώ στην πραγματικότητα σε συνδυασμό με την τεράστιας κλίμακα για πολιτιστική επανάσταση που δοκιμάστηκε, και την οποία διέκοψε η σταλινική στροφή, ήταν ένα μεγάλο πείραμα για μια διαλεκτική θεώρηση της μετάβασης.
Την έννοια του ενιαίου μετώπου δεν θα πρέπει να τη βλέπουμε ανεξάρτητα από την έννοια του μεταβατικού προγράμματος. Το μεταβατικό πρόγραμμα δεν είναι απλώς μια τακτική για τα αιτήματα, ούτε απλώς η πρόταξη κάποιων στόχων που δεν πρόκειται να επιλυθούν μέσα στα όρια του συστήματος. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι η μορφή εμφάνισης της στρατηγικής μέσα σε μια δοσμένη συνθήκη και συγκυρία. Γι’ αυτό δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε με τις άμεσες ανάγκες – το «μίνιμουμ» πρόγραμμα – ούτε με την άμεση προβολή των κομμουνιστικών στόχων. Είναι η αναζήτηση μέσα στις πραγματικές ρηγματώσεις που διαπερνούν μια κοινωνία εκείνων των κομβικών αντιφάσεων που ορίζουν τους διαφορετικούς δρόμους που μπορεί να πάρει μια κοινωνία.
Πολλές φορές τείνουμε να θεωρούμε ότι αυτή η συζήτηση κυρίως προσπάθησε να απαντήσει στις δυσκολίες της περιόδου ή την άνοδο του φασισμού. Νομίζω ότι κάτι τέτοιο την στενεύει και τη φτωχαίνει. Η αφετηρία της συζήτησης ήταν η αναμέτρηση με την πραγματική συνθετότητα των όρων διεξαγωγής της ταξικής πάλης, την πραγματική περιπλοκότητα των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, τις δυνατότητες ακόμη και μέσα σε μια βαθιά πολιτική κρίση να αναδεικνύονται εναλλακτικές αστικές στρατηγικές, αλλά και αντίστοιχα την ανάγκη να αντιμετωπίζεται και η επαναστατική στρατηγική έξω και πέρα από εύκολα «μοντέλα».
Την ίδια στιγμή ας μην ξεχνάμε ότι οι εμπειρίες πάνω στις οποίες δοκιμάζονταν αυτές οι γραμμές ήταν μεγάλες και σημαντικές. Από μια όλες οι παραλλαγές μιας ήττας της επανάστασης στη Δύση και οι εναλλαγές ανάμεσα σε ‘υπερεπαναστατικές’ εφορμήσεις και προσπάθειες για περισσότερο ενωτικές πρακτικές. Από την άλλη, η άνοδος του φασισμού, η διαπίστωση ότι μέσα από την κοινωνική και πολιτική κρίση μπορούν να αναδυθούν ακραίες αντιδραστικές λογικές και απόψεις που απειλούσαν ευθέως τη δυνατότητα πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης.
Με τρόπο ανάλογο, η έννοια της Εργατικής Κυβέρνησης ήταν η πρώτη απόπειρα στοχασμού της δυσκολίας και της συνθετότητας της επαναστατικής διαδικασίας σε χώρες με αναπτυγμένους μηχανισμούς ηγεμονίας όπου δεν είναι εύκολο να έχεις μια ‘εξεγερσιακή’ ακολουθία και όπου όμως υπό ορισμένους όρους μια βαθιά πολιτική κρίση, μια ηγεμονική κρίση, μπορεί και να οδηγήσει ακόμη και σε ραγδαίες εκλογικές μετατοπίσεις που να καθιστούν εφικτή μια κυβέρνηση που να ορίζεται σε έναν επαναστατικό ορίζοντα, στην ίδια τη διαλεκτική – και αναγκαστικά αντιφατική – συνύπαρξη με τις μορφές οργάνωσης του εργαζόμενου λαού, τις ίδιες τις πρωτοβουλίες των εργαζομένων, σχηματικά ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε δυνάμει μορφές δυαδικής εξουσίας.
Η ίδια η συζήτηση μέρος της οποίας αποτυπώνεται και σε αυτό το βιβλίο αποτυπώνει την εγγενή αντιφατικότητα που είχε η έννοια, σε μια ταλάντευση που ξεκινά από την τακτική στήριξη ή ανοχή σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις έως την αντιμετώπιση της εργατικής κυβέρνηση ως απλού προθαλάμου της εργατικής εξουσίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν καίριο ότι η συζήτηση αυτή άνοιξε και ότι στην πραγματικότητα είχε τη στήριξη και της επαναστατικής ηγεσίας των μπολσεβίκων.
Το νήμα αυτό όλοι ξέρουμε ότι διακόπηκε, ξεκινώντας από το Πέμπτο Συνέδριο της Διεθνούς και αργότερα με την καταστροφική γραμμή «τάξη εναντίον τάξης» και τη σταλινική κυριαρχία. Αν ξαναβγαίνει κάπου αυτό το νήμα θα έλεγα ότι καταρχάς είναι στις αρχικές θέσεις του Τρότσκι για το Ενιαίο Μέτωπο, ιδίως απέναντι στην άνοδο του φασισμού, στις επεξεργασίες του Γκράμσι για τους ηγεμονικούς μηχανισμούς και τον πόλεμο θέσεων αλλά – σε ένα διαφορετικό περιβάλλον – στη έμπρακτη διαλεκτική της μακράς Κινεζικής Επανάστασης. Εν μέρει επανέρχεται και στην πρακτικών των μεγάλων κινημάτων αντιφασιστικής αντίστασης όπως το ΕΑΜ που έχουν έντονα τα στοιχεία της πρακτικής του ενιαίου μετώπου.
Η αρνητική μετατόπιση από ένα σημείο και μετά δεν αφορά μόνο την «υπεραριστερή» ρητορική που οδηγεί στον καταστροφικό σεχταρισμό της Τρίτης Περιόδου, σε ό,τι αφορά την Κομμουνιστική Διεθνή. Αφορά, κατά τη γνώμη μου, και τη μετατόπιση και των αριστερών αντιπολιτεύσεων όπου η ταλάντευση ανάμεσα στην επίκληση του ενιαίου μετώπου ενάντια στο φασισμό αρχικά και μια περισσότερο ‘αριστερίστικη’ πολεμική απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα, θα σφραγίσει κατά τη γνώμη τη στάση της Δ’ Διεθνούς, ιδίως από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 και μετά.
Από τις εξαιρέσεις, επιτρέψτε μου να προκρίνω, παρότι ως πολιτικό νήμα δεν θα μπορέσει αντικειμενικά να επηρεάσει τις συζητήσεις της δεκαετίας του 1930, θα είναι η επεξεργασία του Γκράμσι. Το τεράστιο ερευνητικό του πρόγραμμα στην πραγματικότητα προσπαθεί να δει τι θα σήμαινε η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου και κυρίως με τι θα έπρεπε να αναμετρηθεί στρατηγικά και να συμπληρωθεί. Η ίδια η έννοια της ηγεμονίας ως η διαπίστωση της συνθετότητας των όρων άσκησης της ταξικής κυριαρχίας μέσα σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες, η διάκριση πολέμου κινήσεων και πολέμου θέσεων, με βάση τη συνθετότητα της ηγεμονίας, η αντίληψη του πολιτικού κόμματος (ή του πολιτικού μετώπου) ως του Νέου Ηγεμόνα, η παραδοχή ότι η μάχη για την ηγεμονία θα είναι μακρά και δύσκολη και θα απαιτήσει νέες μορφές πολιτικής και διανοητικής πρακτικής, νέες μορφές οργάνωσης, μια αντίληψη των κομμάτων και των μετώπων ως εργαστηρίων γι την ηγεμονία και για την ανάδυση νέων μορφών πολιτικής διανοητικότητας, όλα αυτά στην πραγματικότητα αποτέλεσαν την πιο γόνιμη προσπάθεια να εξεταστούν οι θεωρητικές και στρατηγικές προϋποθέσεις της στρατηγικής του Ενιαίου Μετώπου. Στο ίδιο συντελεί και η έννοια του ιστορικού μπλοκ που δεν είναι μια «αναλυτική» έννοια που περιγράφει απλώς μια κοινωνική συμμαχία. Είναι μια στρατηγική έννοια που διατυπώνει το αποτέλεσμα μιας ηγεμονικής γραμμής, τη συνάντηση ανάμεσα σε μια κοινωνική συμμαχία, μια προγραμματική κατεύθυνση, οργανωτικές και πολιτικές μορφές που να επιτρέπουν μια νέα πρακτική της πολιτικής.
Ποια τώρα μπορεί να είναι η επικαιρότητα μιας τέτοιας συζήτησης. Κατά τη γνώμη μου πάρα πολύ μεγάλη. Χρειάζεται να ξαναγυρίσουμε σε όλες τις στιγμές όπου το κομμουνιστικό κίνημα αποτελούσε εργαστήρι συζήτησης και παραγωγής στρατηγικής και όχι απλώς νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών. Και η εποχή μας είναι εποχή όπου η συζήτηση για τη στρατηγική πρέπει να ανοίξει ξανά.
Ο λόγος είναι ότι ζούμε σε μια νέα εποχή, μια εποχή αντιφατική και μεταβατική, εποχή εξεγέρσεων αλλά και τεράτων. Με κοινωνικό υπόβαθρο την αδυναμία ανάδυσης ενός νέου κοινωνικού και τεχνολογικού υποδείγματος που θα όριζε την έξοδο από τη τρέχουσα, ενεργή ακόμη, καπιταλιστική κρίση, το ενδεχόμενων ρηγμάτων στην αστική ηγεμονία και πολιτικών κρίσεων παραμένει ενεργό, ιδίως εάν αναλογιστούμε και την επιστροφή των μαζών στο δρόμο. Σε αυτό το φόντο η Αριστερά καλείται να αναμετρηθεί όχι απλώς με το ερώτημα της αντίστασης αλλά της ηγεμονίας και του μετασχηματισμού, άρα να αναμετρηθεί και το ερώτημα της εξουσίας αλλά και μια σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.
Με αυτή την έννοια όντως σε ένα σχηματισμό όπως η Ελλάδα όπου η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση και ένας πρωτόγνωρος σχεδόν εξεγερσιακός κύκλος λαϊκών αγώνων διαμόρφωσαν όρους μιας ηγεμονικής κρίσης σε κλίμακα στην οποία δεν είχε βρεθεί ευρωπαϊκός κοινωνικός σχηματισμός από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Σε ένα τέτοιο τοπίο, με τις τεκτονικές αλλαγές στις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης, όντως το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης που να εκπροσωπεί το μεταβατικό πρόγραμμα και τις δυνάμεις της εργασίας, μιας κυβέρνησης αναγκαστικά ασταθούς και διακυβευόμενης, που να κάνει πράξη μια άλλη ιστορική αφήγηση, κάτι που για τον τόπο μας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει ρήξη και έξοδο από την ΕΕ, τη ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο, δηλαδή τη βασική αφήγηση των κυρίαρχων τάξεων στον τόπο μας, με απόφαση να προχωρήσει σε θεσμικές ανατροπές και μιας Συντακτική Διαδικασία, στηριγμένη σε ένα ρωμαλέο κίνημα και πειραματισμό με μαζικές πρακτικές αυτοοργάνωσης, αυτοδιαχείρισης, λαϊκής εξουσίας, θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας επαναστατικής διαδικασίας που στον ορίζοντά της – κανείς δεν πρέπει να έχει αυταπάτες επ’ αυτού – δεν θα είναι καθόλου ‘ειρηνική’. Μια τέτοια κατεύθυνση θα μπορούσε όντως να ξανάπιανε το νήμα του 4ου Συνέδριου της Κομιντέρν αλλά και άλλων μεταγενέστερων συζητήσεων. Και προφανώς θα απαιτούσε την αναμέτρηση τόσο με το ερώτημα του πειραματισμού με νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, το μετασχηματισμό δηλ. της παραγωγής, αλλά και με το ερώτημα της σύγκρουσης με τα στηρίγματα της αστικής τάξης μέσα στο κράτος αλλά και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Μια τέτοια κατεύθυνση επίσης θα ήθελε και ένα νέο προσδιορισμό του Ενιαίου Μετώπου, που στην περίπτωση τη δική μας, και με δοσμένη την ιστορική κρίση και τις συσσωρευμένες αντιφάσεις του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος, δεν θα μπορούσε παρά να είναι μια ανοιχτή πολιτική και προγραμματική διαδικασία, αναγκαστικά και αναγκαία δημοκρατική, αποφεύγοντας και το σεχταρισμό της γκρούπας που αναγορεύεται σε κόμμα και του εκλογικού συνασπισμού χωρίς πρόγραμμα, για την συλλογική επεξεργασία και παραγωγή μιας τέτοιας προγραμματικής κατεύθυνσης.
Δυστυχώς, όμως, αντί γι’ αυτή την αναγκαστικά πρωτότυπη διαδικασία να παρέμβουμε αποφασιστικά στις προκλήσεις η Αριστερά ακολούθησε την πεπατημένη. Αυτοί που διακηρυκτικά αναφέρονται στη δυνατότητα επαναστατικών ακολουθιών πρακτικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν σπεύσει να υποτιμήσουν τις επαναστατικές δυνατότητες της περιόδου – αποκορύφωμα η συνειδητή καταστροφολογία της ηγεσίας του ΚΚΕ – και ουσιαστικά επαναλαμβάνουν ότι κάθε αναμέτρηση με το ερώτημα της κυβέρνησης ισοδυναμεί με συνθηκολόγηση με το ρεφορμισμό.
Από την άλλη, όσοι διακήρυξαν τη δυνατότητα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς κατά κύριο λόγο τη βλέπουν μέσα από την οπτική μιας «προοδευτικής διακυβέρνησης», χωρίς ρήξεις, μέσα στο πλαίσιο της ηγεμονικής αστικής στρατηγικής, δηλαδή του ευρωπαϊκού δρόμου, εσχάτως και με εγκατάλειψη ακόμη και των στόχων ριζικής αναδιανομής προς όφελος μιας λογικής κοινωνικής προστασίας μέχρι να έρθει η ανάπτυξη.
Στο ίδιο πλαίσιο μιας στρατηγικής αποπτώχευσης προς όλες τις κατευθύνσεις, το ερώτημα του ενιαίου μετώπου, ή εάν προτιμάται του αναγκαίου σήμερα αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, του δυνάμει «νέου ηγεμόνα», του εργαστηρίου μιας άλλης πολιτικής, επίσης παραμένει ανοιχτό, ανάμεσα στη λογική της απλής ταυτοτικής συσπείρωσης των «συνεπών δυνάμεων» και τη λογική του «μαζικού πλατιού μετώπου» όπου πολιτική θα κάνει μόνο μια αποκομμένη ομάδα επαγγελματιών της πολιτικής.
Επομένως, χρειάζεται σήμερα πολύ μεγαλύτερη τόλμη και όχι απλώς αναζήτηση τσιτάτων για τη νομιμοποίηση επιλογών. Τόλμη στην αναμέτρηση με το στρατηγικό βάθος των ερωτημάτων αλλά και την αναγκαστική πρωτοτυπία των απαντήσεων. Τόλμη στο ξαναπιάσουμε το νήμα από όλες αυτές τις κομβικές συζητήσεις στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Τόλμη να δούμε με ποιο τρόπο, με ποιες ρήξεις, με ποιες ανακατατάξεις αλλά και νέες συνθέσεις θα μπορέσει να υπάρξει όντως το αναγκαίο αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο. Με εμπιστοσύνη στη δύναμη, την επινοητικότητα, την πρωτοτυπία των ίδιων των λαϊκών μαζών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ