Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011
Στις 28 και 29 Οκτωβρίου πραγματοποιείται η 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η συνδιάσκεψη, εξαιρετικά σημαντικό γεγονός, αφορά τόσο τους χιλιάδες αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι οποίοι αγωνίζονται για τη συγκρότηση του μετώπου, όσο και την Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, αφού είναι η πρώτη φορά που οργανώσεις και ανένταχτοι, με διαφορετικές πορείες, ιστορικές καταβολές και αναφορές, αποφασίζουν να κάνουν ένα τόσο σημαντικό βήμα στη μετωπική τους συγκρότηση. Η απόφαση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει στη συγκρότηση με τη μορφή «ένα μέλος-μια ψήφος» δείχνει ότι το εγχείρημα επιχειρεί να αναβαθμίσει την πολιτικο-ιδεολογική του συμφωνία και να διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στην ελληνική Αριστερά, πολιτικά και φυσιογνωμικά.
Η συνδιάσκεψη διεξάγεται στο τοπίο της κρίσης και της λυσσαλέας επίθεσης των αντιδραστικών δυνάμεων σε όλα τα μέτωπα. Σε ένα τοπίο ουσιαστικής χρεοκοπίας. Δύσκολα μπορεί κανείς να απαριθμήσει τις αντιδραστικές αναδιαρθώσεις που προωθούνται, τις επιθέσεις στις κατακτήσεις των εργαζομένων και της νεολαίας, ακόμα και στους αστικούς θεσμούς, όπως η δικαιοσύνη και ο κοινοβουλευτισμός, που αποτελούσαν την τελευταία ασπίδα νομιμοποίησης αυτού του σάπιου πολιτικοοικονομικού συστήματος.
Η πολιτική μεθοδολογία του ελληνικού και του διεθνούς κεφαλαίου εκπορεύεται από τον ίδιο το χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, την Ευρώπη και παγκοσμίως. Η δομική καπιταλιστική κρίση, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που επιφέρει, ο σκληρός νεοφιλελευθερισμός που έχει κατισχύσει στα αστικά επιτελεία, σε συνδυασμό με την απαξίωση και την αδυναμία της επίσημης Αριστεράς και του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος, ορίζουν μια νέα ποιότητα στην αναμέτρηση του λαϊκού και εργατικού κινήματος με αυτήν τη λαίλαπα.
Μια αντιπαράθεση που, από τη μεριά του λαϊκού κινήματος, δεν μπορεί να περιλαμβάνει αυταπάτες για ενδοσυστημική λύση, αλλαγή συσχετισμών και κατευθύνσεων στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς και απολογητικές τοποθετήσεις (αντιπαραγωγικοί εργαζόμενοι, δημόσιο κ.λπ.). Αντίθετα, απαιτείται εξοπλισμός του κινήματος με αντίληψη για το δομικό χαρακτήρα της κρίσης υπερσυσσώρευσης, και αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που να αποτελεί το κόκκινο νήμα, ικανό να συνδέει την ανατροπή της μαύρης πολιτικής μέσω της ακύρωσης όλων των στρατηγικών επιλογών του κεφαλαίου, να «εγγυάται» την επιβίωση του λαού και να ανοίγει το δρόμο για τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική της εποχής μας.
Η 1η πανελλαδική συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτήν την κατεύθυνση προσπαθεί να συμβάλει, βαθαίνοντας την ανάλυση της κρίσης, την εκτίμηση για την πολιτική περίοδο που διανύουμε, αναβαθμίζοντας το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, το οποίο έχει χρωματίσει, σε αναντίστοιχα μεγάλο βαθμό με την ανάπτυξη του μετώπου, τη συζήτηση στην Αριστερά και το κίνημα. Έρχεται, επίσης, να οργανώσει χιλιάδες αγωνιστές από όλη την Ελλάδα στο στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης, και της εργατικής διεξόδου από την κρίση. Ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική της κατάντιας, της ανεπάρκειας, αλλά και των στρατηγικών επιλογών που έχουν πάρει, είναι η στάση των επίσημων αστικών πολιτικών δυνάμεων και των κυοφορούμενων εναλλακτικών λύσεων στο πλαίσιο είτε αποπροσανατολισμού είτε ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος.
Το ξεσκέπασμα του ρόλου της «σοσιαλδημοκρατίας», και ειδικά του ΠΑΣΟΚ, είναι χαρακτηριστικό. Δεν υπάρχει πια αμφιβολία πως όχι μόνο τα πρωτοκλασάτα στελέχη, αλλά και όλος ο κομματικός και κρατικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ, έχει τοποθετηθεί με την πλευρά των πιο επιθετικών μερίδων του ελληνικού και διεθνούς κεφαλαίου αποτελώντας την αιχμή του δόρατος της πιο αντιδραστικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής, ίσως και σε παγκόσμιο επίπεδο, τηρουμένων των αναλογιών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αυτή η πραγματικότητα φέρνει σε ευθεία ρήξη το ΠΑΣΟΚ τόσο με το πολιτικό του δυναμικό, που είτε διαφωνεί είτε δεν βλέπει φως για την κομματική, πολιτική και επαγγελματική του βολή σε αυτήν τη συγκυρία, όσο και με ολόκληρες κοινωνικές μερίδες που στο παρελθόν στήριξαν με εντυπωσιακές πλειοψηφίες το ΠΑΣΟΚ και τώρα απαξιώνονται και αποδομούνται. Έτσι, δημιουργούνται όροι πολιτικής ρευστοποίησης και αναδιάταξης συσχετισμών σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού, εργαζομένους, νέους και ανέργους.
Η «Δεξιά» σε όλες τις εκδοχές της, από τη Ν.Δ. του Σαμαρά μέχρι τη Ντόρα και το ΛΑΟΣ, παρά τους ιδιαίτερους χρωματισμούς του κάθε ορόφου της πολυκατοικίας αδυνατεί να πείσει πως έχει άλλη λύση. Αποφεύγει να έρθει στην εξουσία νωρίτερα από ό,τι μια ομαλή εξέλιξη θα επιβάλει, παρακινεί για υλοποίηση της αντιδραστικής πολιτικής, καλύπτει το ΠΑΣΟΚ όποτε η ανατροπή του είναι δυνατή, και ετοιμάζεται είτε για αυτοδύναμη κυβέρνηση ΝΔ (και νέο κύμα σάρωσης και των τελευταίων κατακτήσεων) είτε για συγκυβέρνηση που θα επιχειρήσει με μεγαλύτερη νομιμοποίηση, τουλάχιστον όπως το σχεδιάζουν, να υλοποιήσει και να βαθύνει την πολιτική αυτή.
Θλιβερή νότα στο παράφωνο κονσέρτο του πολιτικού συστήματος αποτελεί η κατάντια της υποτιθέμενης «Αριστεράς», η οποία τολμά να αυτοαποκαλείται «Δημοκρατική». Η διαθεσιμότητα σε κάθε πρόταση, η νομιμοποίηση της αντίδρασης, οι αυταπάτες για το χαρακτήρα της κρίσης και του ιμπεριαλισμού την καθιστούν αναπόσπαστο κομμάτι στο παζλ των αντιδραστικών.
Η εικόνα του πολιτικού συστήματος και των επιμέρους συνιστωσών του δημιουργεί νέες δυνατότητες για το κίνημα και την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Οι νέες δυνατότητες αλλά και οι αντιφάσεις του λαϊκού κινήματος αναδεικνύονται στην πρωτοφανή αντίσταση, επιμονή, εφευρετικότητα, αλλά και αδυναμία του όλη αυτήν την περίοδο. Οι αλλεπάλληλες γενικές απεργίες, αποτέλεσμα πίεσης στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, οι εκατοντάδες κλαδικές απεργίες, η αλληλεγγύη σε κινητοποιούμενους και απολυμένους, ο ηρωικός αγώνας της νεολαίας και κυρίως το κίνημα των πλατειών αποτελούν ατράνταχτες αποδείξεις του βαθμού απαξίωσης αυτής της πολιτικής πείθοντας ότι η ωμή κρατική βία, η χυδαία παραπληροφόρηση από τα ΜΜΕ και η εργασιακή τρομοκρατία δεν μπορούν να καταστείλουν τις εξεγέρσεις που έρχονται. Ενδιαφέρουσα είναι τόσο η δημοσκοπική απαξίωση των αστικών κομμάτων όσο, κυρίως, η απαξίωση και η διάθεση ρήξης με τους αστικούς θεσμούς εξουσίας, π.χ. αστυνομία, αλλά και με τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς στους οποίους εμπλέκεται η Ελλάδα (Ε.Ε., ΔΝΤ) και στους οποίους ο λαός αποδίδει, πλειοψηφικά πλέον, τις αιτίες της κρίσης.
Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, όσο ηρωικοί και αν ήταν οι αγώνες της περιόδου και όσο κι αν βάζουν τα θεμέλια για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, αντικειμενικά περνούν μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες του «επίσημου» γραφειοκρατικού συνδικαλισμού και της ρεφορμιστικής Αριστεράς, που είτε λόγω ανεπάρκειας είτε λόγω νομιμοφροσύνης και αδυναμίας αντίληψης των ανατρεπτικών και επαναστατικών δυνατοτήτων της εποχής κινούνται σε κατεύθυνση ενσωμάτωσης, απογοήτευσης, αποδυνάμωσης του κινήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, έχει γίνει περισσότερο από προφανής η ανεπάρκεια και η έλλειψη μιας Αριστεράς, ικανής να απαντήσει στο σήμερα, αλλά και ενός εργατικού κινήματος των εργαζομένων, και όχι της κυβέρνησης και των εργοδοτών.
Η ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου που θα αναμετρηθεί και θα ανατρέψει την αντιδραστική πολιτική στο έδαφος των αντικειμενικών του συμφερόντων καθίσταται κυρίαρχος στόχος της περιόδου. Η αλλαγή πολιτικο-ιδεολογικών συσχετισμών, στάσης και φυσιογνωμίας μέσα από τους αγώνες, που θα εξελίσσονται και σε ανοιχτό εμφύλιο με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, αποτελεί βασική αναγκαιότητα της περιόδου. Η διαδικασία αυτή οφείλει να προχωρήσει παράλληλα με την οργάνωση των εργαζομένων σε χώρους όπου δεν υπάρχει καμία κάλυψη με τη δημιουργία συλλογικοτήτων-σωματείων ανέργων, με την οργάνωση πάλης και αλληλεγγύης στις γειτονιές, με την επικοινωνία, πολιτικοποίηση, ενεργοποίηση του κινήματος των πλατειών. Ο πρωτοβάθμιος συντονισμός του εργατικού κινήματος συνιστά απαραίτητο βήμα για το ξεπέρασμα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, την οργάνωση και κλιμάκωση του αγώνα, την αλληλεγγύη των εργαζομένων, την απάντηση στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, και τελικά την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος. Η πολιτικοποίηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, και ο εφοδιασμός του με στρατηγικές απαντήσεις και αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης αποτελεί κολοσσιαίο ζήτημα της περιόδου.
Για την υλοποίηση των παραπάνω απαιτείται Αριστερά ανατρεπτική και επαναστατική, με εσωτερική δημοκρατία και πολιτική πρόταση που να εμπνέει τις εργαζόμενες μάζες. Εντέλει, η ανατροπή της πολιτικής αυτής και ο χαρακτήρας της εξόδου από την κρίση (αντιδραστική με τσακισμένη την κοινωνία ή εργατική με επιβίωση και αξιοπρέπεια του λαού) θα κριθεί πολιτικά και υπό το βάρος ή την ελαφρότητα του κινήματος.
Στο τοπίο αυτό, το ΚΚΕ πάσχει από διπλή προβληματική αδυναμία: την ηττοπαθή εκτίμησή του για τη συγκυρία και την αυτοτελή –παράλληλη με την πραγματικότητα– συγκρότησή του, που λειτουργεί σαν μηχανισμός αναπαραγωγής του παραλογισμού και της ήττας. Όσο κι αν προσπαθεί να ανακτήσει νομιμοποίηση στον κόσμο της Αριστεράς με ενέργειες όπως την αποκατάσταση ιστορικών στελεχών όχι μόνο του ΚΚΕ, αλλά του κινήματος του ελληνικού λαού, όπως ο Ζαχαριάδης και ο Βελουχιώτης, θα αποτελεί βαρίδι της ταξικής πάλης, αν δεν έρθει σε ρήξη με την ηττοπάθεια και τον απομονωτισμό, που σε πολλές περιπτώσεις αποκτά αυτιστική διάσταση, και αν δεν συγκρουστεί με τη νομιμότητα, που το οδηγεί σε συνεχείς δηλώσεις νομιμοφροσύνης κατά τις εξάρσεις του λαϊκού κινήματος.
Από την άλλη, τόσο ο ΣΥΝ, ακόμα και το Αριστερό Ρεύμα, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει τα αριστερά –πολλές φορές ακροαριστερά, αν αναφερθούμε στο ΜΑΑ– όρια μιας συστημικότατης Αριστεράς. Η αδυναμία να αντιληφθεί το χαρακτήρα της κρίσης, η εμμονή στην αστική νομιμότητα, η έλλειψη ακόμα και φαντασίας του κόσμου χωρίς τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς τον καθιστούν πολιτικά ακίνδυνο, και συχνά εξιλαστήριο θύμα ή αποδέκτη της συστημικής πίεσης για την απόσπαση νομιμοποίησης σε αντιδραστικές επιλογές.
Ωστόσο, η κριτική που απευθύνεται στην Αριστερά, με εξαίρεση τη «Δημοκρατική Αριστερά», δεν ταυτίζεται με την κριτική στα επίσημα αστικά κόμματα, και οι αριστερές δυνάμεις –τουλάχιστον από εμάς– δεν γίνονται αντιληπτές σαν ενιαίοι στρατοί χωρίς αντιφάσεις. Αντίθετα, υπάρχει επικοινωνία ανάμεσα σε όλο τον κόσμο της Αριστεράς που βλέπει τη δυνατότητα της ανατροπής από αντικαπιταλιστική σκοπιά και σε σοσιαλιστική-κομμουνιστική κατεύθυνση, και τα ρεύματα ανατροπής της παγιωμένης ενδοαριστερής κατάστασης αυξάνονται. Αυτό αποδεικνύει η ύπαρξη του Αριστερού Βήματος, της Πρωτοβουλίας ενάντια στην Ε.Ε., της ΕΛΕ, των κοινών πλαισίων και της κοινής δράσης που προχωράει το τελευταίο διάστημα.
Η αντικαπιταλιστική Αριστερά, για άλλη μια φορά αλλά σε πολύ διαφορετικό βαθμό, καλείται να σηκώσει το γάντι της καθοριστικής συμβολής στην οργάνωση του κινήματος παράλληλα με τη συγκρότηση του πολιτικού ρεύματος που θα μπορεί να ανασηματοδοτήσει την Αριστερά συνολικά στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και να δώσει εργατική διέξοδο από την κρίση. Στην πραγματικότητα, για πρώτη φορά, αυτό το πολιτικό ρεύμα βρίσκεται στοιχειωδώς πολιτικά προετοιμασμένοκαι στοιχισμένο σε θέση μάχης. Η οργανωτική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων, η πολιτική αναβάθμιση του πολιτικού κεκτημένου της αντικαπιταλιστικής, επαναστατικής, κομμουνιστικής Αριστεράς, και η δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του πρώτου σε τέτοια έκταση δυνάμεων και με αυτή τη δημοκρατική μορφή οργάνωσης-μετώπου, δημιουργούν τελείως άλλο τοπίο στο χώρο. Ένα τοπίο πολύ πιο ταξικής, πολιτικο-ιδεολογικά αναβαθμισμένης, πανελλαδικά διαρθρωμένης και πολιτικά τοποθετημένης αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Η παραπάνω διαπίστωση, όμως, δεν σημαίνει πως κουσούρια του παρελθόντος δεν παραμένουν, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, ενεργά. Η αποθέωση του κινηματισμού και των μορφών πάλης, η αδυναμία πολιτικής διάταξης, η οποία συχνά υποκαθίσταται από ιδεολογικές κορώνες και ιστορικολογικές αναφορές, είναι προβλήματα παρόντα. Ο οργανωτικός αμορφισμός, η λανθασμένη αντίληψη του συνολικού συσχετισμού δύναμης, η αδυναμία μιας συνεπούς και συγκροτημένης πρότασης ενότητας του λαού ως έθνους των εργαζομένων και όχι στην αταξική του διάσταση, η υποκατάσταση της αδυναμίας να απαντηθεί το ζήτημα της ανασύνθεσης του κοινωνικού υποκειμένου με τη συνεχή αναζήτηση του «νέου» απαξιώνοντας δομές και κατακτήσεις των εργαζομένων εμφανίζονται πολύ συχνά. Η έλλειψη μετωπικής πολιτικής απέναντι στο ρεφορμισμό με όρους ρηξιακής ενότητας παραμένει, τοποθετώντας την αντικαπιταλιστική Αριστερά πολλές φορές στο κάδρο του αδιεξόδου της πολυδιάσπασης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ