Είναι δυστυχώς βέβαιο ότι η έκταση και το βάθος της σημερινής κρίσης δεν έχουν ακόμα πλήρως αναπτυχθεί. Υπό την κηδεμονία των διεθνών δανειστών θα συρρικνώνονται διαρκώς οι δυνατότητες αναδιανεμητικής πολιτικής του κράτους· το τραπεζικό σύστημα, με συνεχή αιμοδοσία για να μην καταρρεύσει , έχει απολέσει επίσης τη δυνατότητά του να δημιουργεί την επίφαση πλούτου και οικονομικής άνθησης που συντηρούσε μέσω του αφειδούς δανεισμού· οι διεθνείς πιστωτές και τα ισχυρά ξένα κράτη αντιμετωπίζουν τη χώρα σαν εργαστήριο διασταύρωσης νεοφιλελεύθερων πολιτικών με κρατικές παρεμβάσεις για την άμεση όξυνση των ανισοτήτων. Η δε εγχώρια αστική ελίτ και οι πολιτικοί της βραχίονες δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε κανενός είδους συμβιβασμό για την κατανομή των βαρών που δημιουργεί η διεθνής πίεση· αντιθέτως σχεδόν στο σύνολό τους αντιμετωπίζουν την κατάσταση σαν ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερα κέρδη, από κοινωνικά άδικα μέχρι ολοκληρωτικά άνομα.
Με δεδομένο ότι δεν διακρίνεται φως στο τούνελ της αστικής διαχείρισης, η πιθανότητα μιας λαϊκής εξέγερσης ή ενός συνολικού διχασμού της κοινωνίας είναι στην πραγματικότητα πολύ πιθανότερη απ’ ό,τι μπορεί να δείχνουν η μαζικότητα των κινητοποιήσεων και η γεωγραφία των πολιτικών κομμάτων. Η Αριστερά, ως δυνάμει εκφραστής των αδικημένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επικίνδυνη για την καθεστηκυία τάξη, παρά τις διαρκείς τάσεις ενσωμάτωσης τις οποίες έχει επιδείξει κατά τη Μεταπολίτευση και το γεγονός πως το πολιτικό της προσωπικό παραμένει εντυπωσιακά απαράλλαχτο, με τη μεγάλη δυσκινησία και γραφειοκρατικοποίηση που συνεπάγεται αυτή η στασιμότητα.
Πολιτικές δεξαμενές για μια δεξιά ανασύνθεση
Ένα αυθεντικά δεξιό αστικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της νέας κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης είναι ένα στοίχημα με σοβαρές πιθανότητες να παιχτεί. Η εκτίμηση αυτή βασίζεται στους ακόλουθους λόγους:
α) Νοούμενη ως πολιτική παράταξη ευρύτερη των κομμάτων της, η Δεξιά έχει διατηρήσει τη σημαντικότερη πρόσβαση σε θεσμούς που στη συνείδηση της κοινωνίας δεν ελέγχονται ευθέως από τα κόμματα ή που έστω η στελέχωσή τους συνήθως σήμαινε μια ευρύτερη συναίνεση, όπως είναι τα ανώτερα κλιμάκια του στρατού και της δικαιοσύνης. Αυτές οι εφεδρείες θα αντικαταστήσουν τις παραδοσιακότερες δεξαμενές πολιτευτών, που σταδιακά απαξιώνονται ως προς το πολιτικό τους κύρος ταυτιζόμενες με τον κομματισμό και την αναξιοκρατία (συνδικαλισμός, ακαδημαϊκή κοινότητα).
β) Ο συντηρητικός πολιτικός χώρος μπορεί να καταφύγει ευκολότερα στον συντηρητικό λαϊκισμό ως μέθοδο σύναψης σχέσεων εκπροσώπησης με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, τα υλικά συμφέροντα των οποίων δεν μπορούν πια να ικανοποιηθούν ούτε καν εν μέρει. Η αντιμεταναστευτική πολιτική, η εμμονή στην ασφάλεια, η αναβάθμιση της οικογένειας (με κόστος στις ελευθερίες της γυναίκας και την αξίωση μη παρέμβασης του κράτους), η έμφαση στην εθνική και θρησκευτική συγκρότηση ταυτότητας για το άτομο –που μπορεί στο μέλλον να μην είναι και τόσο πολίτης– αποτελούν πραγματικές πολιτικές δυνατότητες της Δεξιάς, χωρίς βέβαια να μπορούν με μεγάλη ευκολία να υποκαταστήσουν την ικανοποίηση υλικών συμφερόντων.
γ) Σοβαρό πλεονέκτημα της ελληνικής Δεξιάς σε σχέση με όλους τους άλλους πολιτικούς χώρους αποτελεί η δυνατότητα διαχείρισης των αντιφάσεων της εξωτερικής πολιτικής που θα προκύψουν λόγω της διογκούμενης αμφισβήτησης της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας. Ο τρέχων διχασμός του χώρου της Δεξιάς ανάμεσα σε «πιστούς» στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και σε αντικατοχικούς «πατριώτες», που θέλουν μια πιο ευέλικτη εξωτερική πολιτική ανοιχτών διαύλων με άλλες μεγάλες δυνάμεις, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην μειονέκτημα. Και δεν αποτελεί μειονέκτημα κυρίως αν συγκριθεί με το έλλειμμα της Αριστεράς να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αρχών για την ένταξη της χώρας στη διεθνή κοινωνία. Όσο απουσιάζει συγκροτημένο ανταγωνιστικό όραμα, η διγλωσσία περί Ευρωπαίων εταίρων/διεθνών τοκογλύφων μπορεί να παίξει διπλό ρόλο: στρατηγικού σχεδίου και μέσου εκτόνωσης.
δ) Η λειτουργία της δημοκρατίας περνάει ούτως ή άλλως σοβαρή κρίση. Η διάχυση των πολιτειακών αρμοδιοτήτων και η άσκησή τους μέσω στάθμισης των διαφορετικών προστατευτέων αγαθών δίνει σταδιακά τη θέση της στη συγκέντρωση των αρμοδιοτήτων και την άσκησή τους βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων οι οποίες κάθε φορά παρουσιάζονται ως υπέρτατες. Η μετάλλαξη φαίνεται στους ολοένα πιο αυταρχικούς πολιτικούς φορείς της εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς, που τείνουν διαρκώς σε δόγματα μηδενικής ανοχής, αλλά και στη βολονταριστική έμπρακτη προπαγάνδα της Χρυσής Αυγής, όπου οι 19 γνήσιοι εκπρόσωποι της ελληνικής ψυχής δικαιούνται να χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να εξυπηρετήσουν όποιο σκοπό κρίνουν αυτοί υπέρτατο. Πέρα όμως από την αριστερή/προοδευτική υποκρισία και το βολονταρισμό του ακροδεξιού περιθωρίου, η διαγραφόμενη οριστική αποτυχία των θεσμών να σταθούν στοιχειωδώς πάνω από επιμέρους συμφέροντα δημιουργεί έδαφος για την εμφάνιση «εθναρχών» και εθνοσωτήριων παρατάξεων.
ε) Η ελληνική Δεξιά μπορεί να στήνει παραδίκτυα άτυπης/υποτελούς προστασίας συμφερόντων μέρους των παραδοσιακών στρωμάτων (μικρό/τοπικό κεφάλαιο, παραδοσιακή μικροαστική τάξη). Επιπλέον όμως, με τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ και την οργανωτική υπανάπτυξη της Αριστεράς, ένας σχετικά ενοποιημένος δεξιός χώρος μπορεί άνετα να ενσωματώσει στοιχεία του σκληρού εκσυγχρονιστικού μπλοκ, τα οποία έχουν εκπέσει άλλωστε στον πλήρη πολιτικό αμοραλισμό. Αν η ενσωμάτωση αυτή θα σημάνει μαζικές προσχωρήσεις υπό την εκδοχή της εμπιστοσύνης σ’ ένα νέο εθνάρχη ή μόνιμη υποτέλεια και συνεργασία ενός τύποις διακριτού πολιτικού φορέα δεν έχει ίσως μεγάλη σημασία.
Δεν είναι φυσικά εύκολο να προβλεφθεί η διακρίνουσα του επερχόμενου πολιτικού σχεδίου της Δεξιάς, ειδικά όσον αφορά το ζήτημα της Ευρώπης και της διαχείρισης του ενδοτισμού απέναντι στις ευρωπαϊκές επιταγές. Σε πρώτη φάση πάντως θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ασύμβατες μεταξύ τους τις διάφορες εκδοχές με τις οποίες παρουσιάζεται η Δεξιά σήμερα. Η «αντιμνημονιακή» Δεξιά, ακόμα και η φασιστική ακροδεξιά, δεν έχουν εξασφαλισμένη επιβίωση ως υπολογίσιμες πολιτικές δυνάμεις, παρότι θα ασκήσουν σίγουρα αποφασιστική επιρροή στο τελικό εξαγόμενο. Η ίδια όμως η συγκρότηση της συντηρητικής ιδεολογίας δεν επιτρέπει τη μακροημέρευση του αντιπολιτευτικού ριζοσπαστισμού, ειδικά σε μια περίοδο που όποιος εμπιστεύεται μια ριζοσπαστική δεξιά πρόταση απαιτεί ταυτόχρονα άμεσες λύσεις.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να υποτιμάμε και τη βαρύτητα της ιστορικής συγκρότησης της δεξιάς παράταξης έναντι των σημερινών διαχωρισμών. Η κρίση και η κατάρρευση του μεσαίου χώρου και της μεσαίας τάξης μπορεί να θεωρηθεί ευκαιρία εκ νέου σύνταξης της πολιτείας. Η καταφυγή της αστικής τάξης, για παράδειγμα, σε επιθετικότερες μορφές ταξικής εκμετάλλευσης αναγκαστικά θα αυξήσει τον εξωοικονομικό καταναγκασμό προς τους εργαζόμενους· ένα νέο ιδεολόγημα εθνικής ενότητας, με τη μορφή ηθικής και νομικής επιταγής (καταστολή πολιτικών χώρων, ριζοσπαστικών δράσεων κ.λπ.), αφενός μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο αφετέρου μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις ιδεολογικές εκδοχές της δεξιάς .
Συγκλίνοντα σχέδια συντηρητικής και αντιδημοκρατικής στόχευσης
Διάφορα κέντρα εξουσίας και επιρροής, όπως και αυτόκλητοι «υπερκομματικοί» εκφραστές του κρατικού συμφέροντος, εμπορεύονται σχέδια δεξιάς εξόδου από την κρίση του πολιτικού συστήματος. Παρακάτω θα γίνει μια προσπάθεια να δούμε πίσω από τις εκδηλώσεις διαφόρων συμπλεγματικών προσωπικοτήτων και να παρακολουθήσουμε κινήσεις που χαρακτηρίζονται ως ένα βαθμό από συστηματικότητα:
α) η αναγέννηση της δεξιάς δημοσιογραφίας και της δημοσιογραφίας του «πατριωτικού» χώρου. Όλο και περισσότερες εφημερίδες και περιοδικά στεγάζουν ακραιφνώς δεξιές απόψεις, με συστημική ή αντισυστημική εκφορά. Δευτερευόντως εμφανίζονται και συστηματοποιούνται ειδησεογραφικά εγχειρήματα με «καινοτόμο» στιλ: βομβαρδισμός με αδιασταύρωτες διεθνείς ειδήσεις περί μυστικών συμφωνιών και πολεμικών προετοιμασιών, online ανταπόκριση με τους γέροντες Παΐσιους, αποθανόντες και ζωντανούς. Το κοινό των αναγνωστών εθίζεται σε μια διαρκή κουλτούρα αποκαλύψεων και σε μια αντίληψη ότι οι πολιτικοί διακρίνονται σε προδότες και (κατ’ ανάγκην συμπληρωματικώς) εθνοσωτήρες. Η νέα δεξιά «εθνικοπατριωτική» δημοσιογραφία και η Χρυσή Αυγή, της οποίας η πολιτική δράση έχει έντονα μιντιακά χαρακτηριστικά, αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και έχουν αναλάβει επίσης μεγάλο βάρος στην αναβίωση της πολεμικής εναντίον της Αριστεράς.
β) Η διαχείριση των ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων. Η όλη υπόθεση, εφόσον διεξάγεται μεταξύ πολιτικών, χωρίς να παρεμβαίνουν καθόλου οι πολίτες, και με δεδομένη την κρίση και στο χώρο της δικαιοσύνης, θα καταλήξει αναπόφευκτα όχι στην εξεύρεση των ενόχων αλλά σε εκβιασμούς και a priori αθώωση όσων παριστάνουν τους κατήγορους. Ενδεικτικές είναι οι υποθέσεις Τσοχατζόπουλου, όπου ο εσώτερος κύκλος των εκσυγχρονιστών προστατεύεται και καθίσταται υπόχρεος στους προστάτες, και των ποινικών ευθυνών για το Μνημόνιο, όπου η πολιτική επιλογή του συστήματος επιχειρείται με νομικά γελοία επιχειρήματα να χρεωθεί στον Γιώργο Παπανδρέου ως σύμβολο του «παπανδρεϊσμού» και των αρνητικών της Μεταπολίτευσης.
γ) Η προϊούσα παράλυση των κομματικών μηχανισμών και του κοινοβουλίου. Κομματικοί εκπρόσωποι και κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι εκβιάζονται διαρκώς να πουν ναι ή όχι στα ερωτήματα που θέτει η εκάστοτε εξουσιαστική κλίκα. Η κατάχρηση ψευδεπίγραφων διαφωνιών από συντελεστές των συγκυβερνήσεων αποστειρώνει ακόμα περισσότερο το κοινοβούλιο από την άσκηση των αρμοδιοτήτων του (ο Κουβέλης μπορεί να διαφωνεί δυο βδομάδες με την Τρόικα, οι βουλευτές όμως οφείλουν να αποφασίσουν σε δυο μέρες). Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι η πολιτική αποτελεί πλέον το ασφαλέστερο μέσο βιοπορισμού, αντιλαμβανόμαστε ότι οι σχέσεις εκπροσώπησης και αντιπροσώπευσης μετεξελίσσονται σε σχέσεις εξάρτησης των βουλευτών και των πολιτευτών από άτυπα εξουσιαστικά κέντρα με επίκεντρο τους αρχηγούς των κομμάτων.
δ) η καταβαράθρωση της αναλογικότητας μέσων και σκοπών ως αρχής της κρατικής δράσης και η υποκατάστασή της από ένα υβρίδιο συμμόρφωσης/μηδενικής ανοχής (στη φοροδιαφυγή, στην παράνομη μετανάστευση, στην πολιτική βία) που φυσικά θίγει κάποιους και αφήνει πολλούς ανέγγιχτους. Τα έννομα αγαθά και οι σκοποί της πολιτικής δράσης (δημόσια τάξη, δημόσιο συμφέρον) γίνονται εσκεμμένα λάστιχο, ώστε να εντείνεται προοδευτικά η ανάγκη αυθεντικής ερμηνείας τους με μια απόφαση του ισχυρού κυβερνώντος.
Η ανασυγκρότηση της Δεξιάς, προκειμένου να παρουσιάσει ένα νέο διαχειριστικό παράδειγμα, θα πρέπει να ιδωθεί κατ’ αρχάς ως διαδικασία παράλληλη και όχι συγκρουόμενη με την εξασφάλιση του συνολικού αστικού συμφέροντος, προφανώς όμως και με τη επιβίωση βασικών κομματιών του κρατικού και πολιτικού μηχανισμού. Θα πρέπει επίσης να ιδωθεί ως μια κοινωνική και πολιτική συμμαχία εξουσίας, σε προνομιακή σχέση πάντοτε με το κράτος και όχι με ακτιβισμούς και ριζοσπαστισμούς. Είναι επίσης μια διαδικασία που σχεδιάζεται πιθανώς προληπτικά, μπορεί όμως να διακοπεί βιαίως από εξεγερσιακού τύπου γεγονότα και να υποκατασταθεί από απόπειρες επιθετικότερης αστικής διαχείρισης, ανοιχτά αντιδημοκρατικές. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται εγρήγορση, διότι μια ενδεχόμενη ακραιφνής δεξιά απάντηση στην πολιτική κρίση ενέχει σοβαρούς κινδύνους για τις δημοκρατικές κατακτήσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ