Ακούγεται παράδοξο, όμως η ελληνική Αριστερά δεν περίμενε την «πτώση του τείχους» και τις ανατροπές που ακολούθησαν το 1989, προκειμένου να νομιμοποιήσει τη δεξιά στροφή της –παρότι η κατάρρευση του «υπαρκτού» επιτάχυνε και παγίωσε τη στροφή αυτή. Την ίδια στιγμή που το τείχος του Βερολίνου παρέσερνε στην πτώση του τα ιδανικά χιλιάδων αγωνιστών, και ο καπιταλισμός επέλαυνε διαφημίζοντας το «Τέλος της Ιστορίας», οι ηγεσίες της Αριστεράς ανακάλυπταν τις ευεργετικές ιδιότητες της Αγοράς –ιδεολογικά και υλικά.
Ας θυμηθούμε τις μέρες που ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δήλωνε ευθαρσώς ότι «η κανονική λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας είναι μη αντιληπτή χωρίς την αγορά» και ότι σοσιαλισμός σημαίνει «να μπουν οι οικουμενικές αξίες πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο (…). Ο σοσιαλισμός δεν εξαλείφει τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις συμφερόντων».
Ήδη από το 1988 η πολιτική της «περεστρόικα», τα ανοίγματα προς την αγορά, η εκ νέου ανακάλυψη της αστικής δημοκρατίας, η λογική ότι υπάρχουν «οικουμενικά προβλήματα» στα οποία θα πρέπει να δοθούν αντίστοιχα οικουμενικές-υπερταξικές λύσεις, όλα αυτά είχαν αξιοποιηθεί για να νομιμοποιήσουν την επιλογή της εγκατάλειψης ακόμη και του στόχου της «Αλλαγής» (έστω με «κατεύθυνση το σοσιαλισμό») προς όφελος μιας πορείας ανοιχτής σοσιαλδημοκρατικοποίησης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις αρχικές πολιτικές θέσεις του (ενιαίου) Συνασπισμού.
Έχει σημασία να θυμίσουμε ότι, σε πείσμα όσων θα πουν αμέσως μετά όλοι εκείνοι που θα αξιοποιήσουν την κατάρρευση του «(αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού» ως άλλοθι για την ανοιχτή ρήξη με κάθε αντικαπιταλιστική ή αντισυστημική αναφορά, όλες οι τάσεις της ρεφορμιστικής αριστεράς απέφευγαν μέχρι τελικής... πτώσεως την κριτική στον «υπαρκτό». Ακόμη και η ΕΑΡ του Λ. Κύρκου την ώρα που οι στρατοκράτες του Πεκίνου ετοίμαζαν τη σφαγή των εξεγερμένων φοιτητών στην πλατεία Τιεν-Αν-Μεν, έβγαλε ανακοίνωση με την οποία συνιστούσε απλώς «ψυχραιμία»…
Η καταναγκαστική εμμονή στον ακολουθητισμό προς την ΕΣΣΔ, ακόμη και στη στιγμή της κατάρρευσης, σφράγισε για καιρό τη συζήτηση εντός της Αριστεράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αντιπαράθεση στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους (1990), θα διεξαχθεί με όρους σαφούς ηγεμονίας των εξελίξεων στην ΕΣΣΔ. Οι «ανανεωτές» (αρκετοί από τους οποίους σήμερα συναπαρτίζουν την ηγετική ομάδα του «Αριστερού Ρεύματος» στο Συνασπισμό) επέχαιραν ανοιχτά για την κατάρρευση και προέβαλαν ως πρώτιστο στόχο του λαϊκού κινήματος τον «εκσυγχρονισμό» και την «προοδευτική εναλλακτική λύση», ενώ οι «παραδοσιακοί» (η σημερινή ηγετική ομάδα του ΚΚΕ) αμήχανα προσπαθούσαν να υπερασπιστούν την ΕΣΣΔ ως σοσιαλιστική, την ώρα που ο Γκορμπατσώφ ολοκλήρωνε την απαλλαγή από κάθε, έστω και τυπική, σοσιαλιστική θεσμική μορφή! Η ίδια γραμμή στη συνέχεια θα επενδύσει στο εκ προοιμίου καταδικασμένο πραξικόπημα του 1991, που απλώς επιτάχυνε τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ θα χαρακτηρίσει «ελπιδοφόρο», μπρος στα έκπληκτα μάτια χιλιάδων αριστερών που δεν μπορούσαν πια να πιστέψουν το χάσμα της ηγεσίας τους από την πραγματικότητα!
Σαν έτοιμοι από καιρό...
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η όλη συγκυρία της «κατάρρευσης» σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε ως καταλύτης για την απελευθέρωση δεξιών απωθημένων που είχαν συσσωρευτεί σε μεγάλο κομμάτι του στελεχιακού δυναμικού των κομμάτων της Αριστεράς. Η εμφανής κατάρρευση καθεστώτων που για χρόνια η ελληνική κομμουνιστική αριστερά πρόβαλλε ως «πρότυπα» σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν οδήγησε σε κάποια αυτοκριτική ή έστω σε μια προσπάθεια ειλικρινούς επανεξέτασης της στρατηγικής και της τακτικής. Αντίθετα, αντιμετωπίστηκε ως μια (από καιρό προσδοκώμενη) δυνατότητα απαλλαγής από το βάρος όλων των συμβολικών και πραγματικών δεσμεύσεων που συνεπαγόταν η κομμουνιστική αναφορά.
Η Αγορά μπορούσε πλέον να αντιμετωπίζεται ως ένας ουδέτερος κοινωνικά, αποτελεσματικός οικονομικά, και ορθολογικός ιστορικά μηχανισμός. Η αστική δημοκρατία αποτελούσε τον απόλυτο ορίζοντα των πολιτικών μορφών. Συναίνεση μπορούσε να υπάρξει ακόμη και με την ακραία νεοφιλελεύθερη ΝΔ. Οι κοινωνικές απαιτήσεις μπορούσαν (επιτέλους!) να χαρακτηριστούν υπερβολικές, άκαιρες ή «λαϊκίστικες». Η ενημέρωση έπρεπε να γίνει ιδιωτική για να μπορέσει να είναι «ελεύθερη». Ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός μπορούσε να γίνει ξανά αποδεκτός.
Με περισσή σπουδή τα ίδια στελέχη που είχαν αναλάβει την εργολαβία της απολογητικής του «υπαρκτού», αναλάμβαναν τώρα την εργολαβία της ανακάλυψης της αγοράς. Ο Μίμης Ανδρουλάκης, τότε ακόμη αναπόσπαστο τμήμα της ηγεσίας του ΚΚΕ, έσπευδε ήδη στα τέλη του 1989 να δηλώσει, με περισσή αλαζονεία, ότι «πρέπει να προφυλαχθούμε από τις εξισώσεις που υπήρχαν στο παρελθόν, όπως καπιταλισμός = αγορά = αναρχία της παραγωγής και σοσιαλισμός = σχέδιο = αρμονία της παραγωγής» και να προβάλλει τη θέση του ότι «ο καθένας πρέπει να βγει στην αγορά, και θα κερδίσει και θα επιβιώσει αυτός που αντέχει».
Το φαινόμενο, άλλωστε, δεν ήταν μόνο ελληνικό. Άλλα κομμουνιστικά κόμματα είχαν ήδη βαδίσει ακόμη πιο αποφασιστικά σε αυτή την κατεύθυνση. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήδη τότε ολοκλήρωνε την ανοιχτά δεξιά μετατόπισή του με την απαλλαγή από κάθε κομμουνιστική αναφορά. Όπως εύγλωττα το συμπύκνωσε ο γραμματέας του, Ακίλε Οκέτο, «το ΙΚΚ είναι τέκνο της αστικής επανάστασης του 1789 και όχι του 1917».
Με ένα σχεδόν καταναγκαστικό τρόπο, η ηγεσία της Αριστεράς ανάγει τότε τον εκσυγχρονισμό και τη συναίνεση σε πρώτη προτεραιότητα. Ας μην βιαστεί κανείς να υποθέσει ότι αυτό ήταν απλώς μια «εργαλειακή» προσπάθεια να νομιμοποιηθούν επιλογές όπως η Οικουμενική κυβέρνηση. Αντιθέτως, αντανακλούσε βαθιές ιδεολογικές μετατοπίσεις. Η μικροαστική ηγεμονία στη μεταπολιτευτική αριστερά (και δη από στρώματα της νέας μικροαστικής τάξης που κατεξοχήν αναπαρήγαγαν και μια αυθόρμητη ιδεολογία «κοινωνικής μηχανικής» και από τα πάνω τεχνοκρατικού εκσυγχρονισμού, ήδη από τη δεκαετία του 1960) και η μακρά παράδοση του οικονομισμού (για δεκαετίες η Αριστερά θα θεωρεί ότι το πρόβλημα με τον καπιταλισμό είναι ότι καταστρέφει την οικονομία και την παραγωγή, όχι ότι είναι δομικά εκμεταλλευτικός) είχαν προλειάνει το έδαφος για τον πλήρη ενστερνισμό της Αγοράς ως μηχανισμού εγγενούς κοινωνικής ορθολογικότητας.
Με αυτή την έννοια, η κατάρρευση ολοκληρώνει ιδεολογικές μετατοπίσεις. Δεν τις γεννά, αλλά τις απελευθερώνει πλήρως. Σε αυτό το πλαίσιο, επίσης, αναδεικνύει και τον βαθύτερο κρατισμό της ιστορικής αριστεράς, δηλαδή την ετοιμότητά της να αναλάβει κυβερνητικές θέσεις ακόμη και σε σύγκρουση με λαϊκές δυναμικές και κινητοποιήσεις.
Το «νέο πνεύμα» δεν εκφραζόταν μόνο ιδεολογικά. Αποτυπωνόταν και σε απτές πολιτικές επιλογές. Οι περισσότερες πράξεις ιδίως της Οικουμενικής κυβέρνησης, που συμπίπτει και με τη συγκυρία της «κατάρρευσης», δεν υπήρξαν το αποτέλεσμα «εκβιασμού» της Αριστεράς από τη ΝΔ, αλλά γεννήθηκαν με την ενεργητική συναίνεση της Αριστεράς. Η πλήρης παράδοση των ηλεκτρονικών ΜΜΕ στους ιδιώτες, οι αποφάσεις για κλείσιμο προβληματικών επιχειρήσεων, η πολιτική επιστράτευση των απεργών στους ΟΤΑ, η συνυπογραφή των συμφωνιών με Siemens και Ιντρακόμ, η καταγγελία των κινητοποιήσεων ενάντια στην αθώωση Μελίστα, δεν ήταν το «αναγκαστικό» τίμημα που πλήρωνε η Αριστερά για τη συμμετοχή της στην Οικουμενική και την Συγκυβέρνηση. Εξέφραζαν στην πράξη τι σήμαινε να συμμετέχει στη διακυβέρνηση αυτή η Αριστερά.
Μια μακρά πορεία μετατοπίσεων και μεταλλάξεων με κεντρικό άξονα την εναγώνια διεκδίκηση μεριδίου από την άσκηση της εξουσίας και την αναγνώριση της Αριστεράς ως τμήματος του πολιτικού συστήματος, κατέληξε με την Αριστερά να νομιμοποιεί εμπράκτως την επίθεση ενάντια στα κεκτημένα της μεταπολίτευσης, την απαξίωση του λαϊκού ριζοσπαστισμού (αλήθεια πόσες και πόσες ανακοινώσεις, αναλύσεις, άρθρα δεν γράφτηκαν για να αποδείξουν ότι οι αριστεροί δεν είναι «λαϊκιστές»;) και φυσικά να προλειάνει το έδαφος για την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού.
Ότι σε αυτή την πορεία η προσπάθεια «διεμβολισμού» του χώρου του ΠΑΣΟΚ κατέληξε στο αντίθετο, στην οριστικοποίηση της ηγεμονίας του τελευταίου στα εργατικά και λαϊκά στρώματα ήταν μάλλον αναμενόμενο. Αντίστοιχα, ότι σε αυτές τις μετατοπίσεις πρωταγωνίστησαν στελέχη που ακόμη και σήμερα παίζουν ρόλο στις εξελίξεις στην ελληνική αριστερά μπορεί να θεωρηθεί τουλάχιστον ενδεικτικό των όρων του ελληνικού ρεφορμισμού.
Την ίδια στιγμή που αυτές οι τάσεις καταγράφονταν σε επίπεδο μηχανισμών, οι ίδιες τάσεις αποτυπώνονταν και σε επίπεδο ατομικών στάσεων. Η αποδιάρθρωση των κομματικών μηχανισμών, η από καιρό ελλοχεύουσα κρίση ενός προτύπου πολιτικής στράτευσης, η αναζήτηση από τον επιχειρηματικό κόσμο (σε όλους τους κλάδους, από τα ΜΜΕ μέχρι τις τεχνικές εταιρείες) στελεχών ικανών στη διαχείριση ανθρώπων και καταστάσεων θα οδηγήσει στην ιδιότυπη κατάσταση η στράτευση στην Αριστερά να μετατρέπεται σε βασικό συστατικό ενός καλού βιογραφικού για θέση στελέχους επιχείρησης. Η εκ νέου ανακάλυψη της αγοράς και της επιχειρηματικότητας εξυπηρέτησε και πολύ πιο ταπεινές, ατομικές επιδιώξεις κοινωνικής ανέλιξης.
Και ο «λαός της Αριστεράς»;
Ο κυνισμός των (πρώην αριστερών) γενίτσαρων του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού ήταν η μία όψη της πραγματικότητας. Πλάι του εκτυλισσόταν η απογοήτευση, η πίκρα, η βαθιά μελαγχολία, ακόμη και η τρέλα χιλιάδων αγωνιστών προηγούμενων γενιών που αφού πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της στράτευσης έμελλε να ζήσουν και την κατάρρευση των σημείων αναφοράς ολόκληρης της ζωής τους.
Και από κοντά, η αίσθηση ότι όποιος είναι αριστερός είναι και δακτυλοδεικτούμενος, η απουσία σημείου αναφοράς, η μαζική αποστράτευση, το διαρκές ερώτημα «πήραμε τη ζωή μας λάθος;». Σε ένα πλεόνασμα ιστορικής ανευθυνότητας οι ηγετικοί μηχανισμοί της Αριστεράς, αφού υποχρέωσαν καταναγκαστικά χιλιάδες αγωνιστές να υπερασπίζονται καθεστώτα που καμιά σχέση δεν είχαν με την κοινωνική χειραφέτηση, τώρα τους άφηναν αντιμέτωπους όχι μόνο με το νεοφιλελεύθερο χειμώνα που ερχόταν (αλήθεια ποιος θυμάται την αρχική αφασία της Αριστεράς απέναντι στην πολιτική Μητσοτάκη ή –και με μία έννοια ακόμη χειρότερα– την πλήρη αποδοχή από το Συνασπισμό της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης), αλλά και έκθετους να απολογούνται για πράγματα για τα οποία καμιά ευθύνη δεν είχαν.
Είκοσι χρόνια μετά, το χνάρι των τότε επιλογών και στάσεων παραμένει βαθιά χαραγμένο στον κορμό της επίσημης αριστεράς, όσο και εάν η ίδια αυτάρεσκα διαφημίζει ότι έκτοτε έκανε «αριστερή στροφή». Ο τρόπος που τότε η ΕΑΡ και η τάση των «ανανεωτών» εντός του ΚΚΕ βίωσαν την «κατάρρευση» ως καταστατική απόδειξη ότι είναι επικίνδυνη, ανεύθυνη και καταδικασμένη οποιαδήποτε σκέψη για ρήξη με τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την αγορά, εξακολουθεί να ορίζει και σήμερα τα όρια του αντινεοφιλελεύθερου ρεφορμισμού του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Η μετατόπιση της τότε (και νυν…) ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ από την πλήρη απολογητική της Σοβιετικής ηγεσίας, στους ύμνους στον Γκορμπατσόφ και μετά στη θεώρηση της περεστρόικα ως «συνωμοσίας για την κατάρρευση» αντανακλάται και σήμερα στην εγκεφαλική ταύτιση του σοσιαλισμού με τη γενικευμένη κρατικοποίηση και την πλήρη υποτίμηση της σχέσης προλεταριακής δημοκρατίας και σοσιαλισμού. Ακόμη και εάν σήμερα η προοπτική άμεσης συμμετοχής στην κρατική διαχείριση δεν βρίσκεται πιθανώς στην ημερήσια διάταξη, η επίσημη αριστερά εξακολουθεί να προσφέρει τις δέουσες εγγυήσεις: είτε ως «προγραμματική» και «υπεύθυνη» αντιπολίτευση στο ΠΑΣΟΚ (ΣΥΝ) είτε ως δύναμη φραστικά αντικαπιταλιστική αλλά στην πράξη εχθρική προς το λαϊκό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό (ΚΚΕ).
Γι’ αυτό το λόγο, είκοσι χρόνια μετά το ’89, με τον λαό και τη νεολαία να ζουν πολύ χειρότερες μέρες, η αριστερά που δεν υπέκυψε ούτε τότε ούτε μετά στις σειρήνες της αγοράς, εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη με την πρόκληση να συμβάλει στην εκ νέου σημασιοδότηση της έννοιας της Αριστεράς ως δύναμης αμφισβήτησης και όχι συμμόρφωσης με το εκάστοτε «πνεύμα των καιρών».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ