Θα ξεκινήσω με την παραδοχή ότι σήμερα το ερώτημα της στάσης απέναντι στο ευρώ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και συνολικά τη διαδικασία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί πραγματική λυδία λίθο για την αριστερή πολιτική. Δεν είναι απλώς ένα ακόμη θέμα πάνω στο οποίο μπορεί και να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αποτελεί ζήτημα που ανοίγει πραγματικούς διαχωρισμούς και ρήγματα.
Σήμερα, γύρω από τη μορφή που παίρνει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με την καθαρή κατάδειξη ότι το ευρώ είναι μια επιθετική αστική ταξική στρατηγική που μέσα στη συγκυρία της κρίσης παρόξυνε την κρίση χρέους, όξυνε τις περιφερειακές ανισότητες, διαμόρφωσε όρους ενός φαύλου κύκλου ύφεσης - λιτότητας και ανεργίας, αλλά και με την προσπάθεια επιβολής γενικευμένα μιας αυταρχικής συνθήκης επιτήρησης και κατάλυσης ακόμη περισσότερο στοιχειωδών πλευρών λαϊκής κυριαρχίας, συμπυκνώνονται συνολικότερες πλευρές του ταξικού συσχετισμού δύναμης, κρίνεται το εάν η πλάστιγγα θα γύρει υπέρ της φυγής προς τα εμπρός των αστικών δυνάμεων ή εάν θα μπορέσουν ευρύτερες συμμαχίες των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων να πάρουν την κατάσταση στα δικά τους χέρια.
Αυτό δεν αφορά μόνο τους περιφερειακούς σχηματισμούς, τους «αδύναμους κρίκους» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και τις χώρες του πυρήνα. Όταν στη Γαλλία έχουμε καθαιρέσεις Υπουργών επειδή διαφώνησαν με τους γερμανικούς εκβιασμούς και όταν ετοιμάζεται ένα πρωτοφανές για τα γαλλικά δεδομένα κύμα λιτότητας στο όνομα της συμμόρφωσης με τους ευρωπαϊκούς δείκτες, και όταν έχουμε τεράστιο άγχος για την εξέλιξη του Ιταλικού χρέους ή τη διαρκή ανησυχία για τις εξελίξεις στην Ισπανία, καταλαβαίνουμε ότι το πρόβλημα δεν είναι η ελληνική εξαίρεση. Σήμερα το σύνολο των εργατικών και λαϊκών τάξεων στην Ευρώπη αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο ριζικής επιδείνωσης της θέσης τους εξαιτίας της νομισματικής αρχιτεκτονικής του ευρώ και των θεσμών ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης που σήμερα επιβάλλουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες.
Την ίδια στιγμή έχει γίνει σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει το πιο αυταρχικό και αντιδημοκρατικό θεσμικό μόρφωμα από την εποχή της ναζιστικής κατοχής. Στην επιβολή αντικειμενικά, μέσα από την ίδια τη διαδικασία της ολοκλήρωσης, συνθήκης μειωμένης λαϊκής κυριαρχίας, στις κάθε λογής προκλητικές παρεμβάσεις έρχεται να προστεθεί ένα εντυπωσιακό κύμα περιορισμών στη μαζική κινητοποίηση και δράση, από τον πρωτοφανή πρόσφατο ισπανικό νόμο που σπεύδει να ποινικοποιήσει τις πρακτικές του κινήματος όπως το μπλοκάρισμα των εξώσεων, στο κύμα απαγορεύσεων στη Γαλλία των διαδηλώσεων αλληλεγγύης στους Παλαιστινίους, στο θεσμοθετημένο ακραίο αντικομμουνισμό των «χωρών της διεύρυνσης», στην ανοιχτή υποστήριξη στην Ουκρανική κυβέρνηση με τη συμμετοχή των φασιστών, στον πρωτοφανή και δολοφονικό κυνισμό με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα κύματα προσφύγων που φτάνουν στην Ευρώπη, τα παραδείγματα είναι πολλά. Βήμα-βήμα στην Ευρώπη επιβάλλεται μια αυταρχική μεταδημοκρατία στην προώθηση της οποίας η Ευρωπαϊκή Ένωση παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Με αυτή την έννοια, οι συχνές παρεμβάσεις στην ελληνική εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση, με τελευταίο παράδειγμα τις δηλώσεις του Γιουνκέρ, του οργανωτή του μεγαλύτερου παγκόσμιου κυκλώματος φοροδιαφυγής, για την επιθυμία του να έχει «γνώριμα πρόσωπα» στην ελληνική κυβέρνηση, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου.
Σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνεργασία με το μηχανισμό της Τρόικας ετοιμάζεται για μια ακόμη πιο επιθετική κίνηση. Έχοντας επίγνωση ότι σήμερα, μέσα σε μια συνθήκη βαθιάς κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και απαξίωσης τμημάτων του αστικού πολιτικού προσωπικού, υπάρχει κίνδυνος για πολιτικές ανατροπές σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, προχωράει σε μια εντυπωσιακή επιχείρηση οικονομικής, πολιτικής και ιδεολογικής τρομοκρατίας είτε για να εξασφαλίσουν την επιβίωση των συστημικών πολιτικών δυνάμεων είτε για την εξασφάλιση ότι ακόμη και εάν αριστερές δυνάμεις βρεθούν στην κυβερνητική εξουσία θα υποχρεωθούν σε συμβιβασμούς, σε αναδιπλώσεις και τελικά σε υποχρεωτική συμμόρφωση με τις πολιτικές άγριας λιτότητας και την επιτροπεία από την ΕΕ.
Και οι αντιθέσεις μέσα στην ΕΕ θα ρωτούσε κανείς καλόπιστα; Προφανώς και υπάρχουν αντιθέσεις. Προφανώς και υπάρχει απόκλιση ανάμεσα στην πίεση του Βερολίνου για ακόμη πιο περιοριστική πολιτική και την προσπάθεια του Ντράγκι να πάει σε μια ευρωπαϊκή παραλλαγή της «ποσοτικής χαλάρωσης». Αυτό αποτυπώνει και τον τρόπο που οι επιλογές των γερμανικών επιχειρήσεων και τραπεζών διαμορφώνουν πίεση αρνητική στις επιχειρήσεις άλλων χωρών (π.χ. στην Ιταλική μεταποίηση). Αλλά αυτό δεν σημαίνει απόκλιση, εφόσον και οι δύο πλευρές για σκληρή και παρατεταμένη λιτότητα μιλάνε, για αντεργατικούς νόμους, για περισσότερη επισφάλεια. Στην Ιταλία ο Ρέντσι έκανε κριτική στη Μέρκελ, αλλά στην πράξη σπεύδει να κάνει πράξη τα μνημόνια με δικούς του όρους πριν του τα επιβάλουν. Γι’ αυτό το λόγο και είναι αφελές, αποπροσανατολιστικό και τελικά επικίνδυνο να υπάρχει αναζήτηση προοδευτικών φωνών μέσα στο Ευρωπαϊκό οικοδόμημα σήμερα.
Ούτε είναι τυχαίο ότι σήμερα απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα οι εργαζόμενοι και οι λαοί αρχίζουν να ξεσηκώνονται. Στην Ισπανία είναι σε εξέλιξη ένα κύμα απονομιμοποίησης των συστημικών κομμάτων την ίδια ώρα που αποδιαρθρώνονται ακόμη και οι θεσμικές ισορροπίες του μεταφρανκικού καθεστώτος. Στην Ιταλία βλέπουμε μεγάλες και σημαντικές κινητοποιήσεις ενάντια στην κυβέρνηση Ρέντσι. Στο Βέλγιο είχαμε μια πρωτοφανή γενική απεργία.
Όμως, την ίδια ώρα που η κρίση της ευρωζώνης και η ακόμη πιο αντιδραστική στροφή της ΕΕ είναι περισσότερο παρά ποτέ εμφανείς, οι δυνάμεις τη Αριστεράς δεν πρωτοστατούν στην αντίσταση και την πάλη ενάντια στην ΕΕ αλλά πρωταγωνιστούν στις αυταπάτες ότι μπορεί σήμερα να υπάρξει μια «άλλη ΕΕ», με μια «άλλη ΕΚΤ», με «αναδιανομή». Αποδέχονται από θέση αρχής τη συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας αλλά ελπίζουν να την κάνουν περισσότερο προοδευτική.
Πάνω από όλα δεν αντιλαμβάνονται ότι σήμερα, μέσα στη δοσμένη διάταξη θεσμών και το δοσμένο συσχετισμό δύναμης, ο συνδυασμός ανάμεσα στο βραχνά του χρέους, το ευρώ και τους μηχανισμούς επιτήρησης της ΕΕ είναι το βασικότερο εμπόδιο σε οποιαδήποτε προοδευτική εξέλιξη αλλά και θα αποτελέσουν τον πιο βασικό μηχανισμό εκβιασμού απέναντι σε οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής.
Ας πάρουμε την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι έχουμε παρατηρήσει τη σταδιακή και γοργή προσαρμογή του σε όλο και πιο δεξιές γραμμές. Έχει εγκαταλείψει την κατάργηση των μνημονίων, έχει αρνηθεί τη διαγραφή του χρέους και έχει αποσιωπήσει πλήρως το «καμιά θυσία για το ευρώ», την ίδια ώρα που συνομιλεί με τον κόσμο του κεφαλαίου και αναζητά ευήκοα ώτα στους διαχειριστές των ξένων funds. Ποιος είναι ο πυρήνας αυτών των μετατοπίσεων; Πάνω από όλα η αποδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος δρόμος πέραν από την αναζήτηση προοδευτικότερων συσχετισμών μέσα στην ΕΕ και της αναδιαπραγμάτευσης. Ποιος είναι ο κίνδυνος; Ότι πολύ απλά αυτό θα αποτύχει και θα υποχρεωθούν στην άτακτη υποχώρηση και την αποδοχή της λιτότητας και των αναδιαρθρώσεων.
Σήμερα είναι αδύνατο να έχεις ακόμη και τα πιο στοιχειώδη μέτρα αντιστροφής της συνθήκης κοινωνικής καταστροφής, αναγκαίας ριζικής αύξησης της απασχόλησης, αναγκαίας αύξησης της δημόσια δαπάνης, χωρίς άμεση παύση πληρωμών στο ληστρικό χρέος, χωρίς εθνικοποίηση και πραγματικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, χωρίς έλεγχο της κεντρικής τράπεζας, χωρίς πλήρη απαλλαγή από τους περιορισμούς που συνεπάγεται το ευρώ και χωρίς ανάκτηση νομισματικής κυριαρχίας. Ούτε μπορεί να υπάρξει κύμα εθνικοποιήσεων ή παραγωγική ανασυγκρότηση χωρίς απειθαρχία στις συνθήκες και τελικά ρήξη και έξοδο από την ΕΕ.
Το πώς μπορεί να εκβιάσει η ΕΕ το έδειξε στην Κυπριακή κρίση. Κλείνει τη χρηματοδοτική ροή προς τις τράπεζες και ως αποτέλεσμα επιβάλλει άτακτη υποχώρηση σε όποιον δεν είναι έτοιμος εκείνη ακριβώς τη στιγμή - και ακόμη καλύτερα εκ των προτέρων - να προχωρήσει σε μονομερή παύση πληρωμών, σε μονομερή έξοδο από το ευρώ με ταυτόχρονη εθνικοποίηση των τραπεζών και επιβολή φραγμών στην έξοδο κεφαλαίων (σημειωτέον ότι οι φραγμοί στην έξοδο κεφαλαίων επιβλήθηκαν και από την ίδια την ΕΕ στη διάρκεια της Κυπριακής κρίσης).
Απέναντι σε αυτό όχι μόνο δεν έχουμε καμιά εγγύηση ότι το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ θα έχει πιο αποφασιστική στάση αλλά πληθαίνουν τα σημάδια ότι θα πάμε στο ακριβώς αντίθετο: στην προκαταβολική συμμόρφωση και στην προσπάθεια τα όποια μέτρα να είναι μέσα στα όρια των πιστωτικών ροών από την ΕΕ και το μηχανισμό στήριξης. Ας θυμηθούμε και την κοστολόγηση που έκαναν των μέτρων της ΔΕΘ. Μόνο που σε μια τέτοια «διαπραγμάτευση» θα είναι ακόμη πιο αδύναμη η θέση τους, καθώς οι Ευρωπαίοι θα απαιτήσουν πολύ συγκεκριμένες εγγυήσεις αναδιαρθρώσεων.
Όλα κάνουν πολύ πιθανό το χειρότερο ενδεχόμενο, μια κυβέρνηση με συμμετοχή της Αριστεράς, να υποχρεωθεί σε συμμόρφωση, να διαψεύσει την ελπίδα του κόσμου της Αριστεράς, να συγκρουστεί με τις λαϊκές προσδοκίες και τελικά να καταλήξει απλώς να ανοίξει το δρόμο για μια παλινόρθωσης μιας ακόμη πιο αυταρχικής εκδοχής μνημονιακής κυβέρνησης.
Γιατί, όμως, όχι μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και όλες οι δυνάμεις της Ευρωαριστεράς αδυνατούν να δουν την κεντρικότητα της ρήξης με την ΕΕ; Γιατί ορισμένες φορές αισθάνεσαι ότι υπάρχουν αγωνιστές που μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο χωρίς καπιταλισμό, αλλά όχι μια Ελλάδα χωρίς ευρώ; Γιατί επιβάλλεται πανευρωπαϊκά μια τόσο εντυπωσιακή επιχείρηση προληπτικής ιδεολογικής λογοκρισίας απέναντι σε κάθε φωνή που δοκιμάζει να μιλήσει για ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο; Γιατί έχει δοθεί τόσο μεγάλος χώρος σε δυνάμεις ακροδεξιές, αντιδραστικές, συστημικές να μπορούν με τον δήθεν ευρωσκεπτικισμό τους να καπηλεύονται τη λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι στην κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και να την μπολιάζουν με την αυταρχική και ρατσιστική ιδεολογία τους που στην πραγματικότητα διαιρεί τις λαϊκές δυνάμεις και εξυπηρετεί το κεφάλαιο.
Ο λόγος για εμάς είναι διπλός:
- Από τη μια, γιατί μιλάμε για μια Αριστερά της ήττας δημιούργημα μια μακράς περιόδου αντεπίθεσης των αστικών δυνάμεων, μια Αριστερά που σκεπτόταν επί μακρόν μόνο με όρους αντινεοφιλελεύθερης αντίστασης και όχι συνολικής ηγεμονικής πρότασης για το που πρέπει να πάει μια κοινωνία. Μια τέτοια Αριστερά δεν μπορεί να σκεφτεί «άλλους δρόμους», άλλες αφηγήσεις πέραν από μια λίγο πιο προοδευτική εκδοχή του υπάρχοντος. Μια Αριστερά που θεωρούσε ότι ηγεμονικά προτάγματα έχουν μόνο οι αστικές δυνάμεις και αυτή έπρεπε απλώς να λέει «αναδιανομή» χωρίς να παίρνει θέση πάνω στο ποιο παραγωγικό μοντέλο, ποια μορφή δημοκρατίας, ποια θέση της χώρας στο διεθνές πεδίο.
- Από την άλλη μιλάμε για μια Αριστερά που υποτίμησε τον ιμπεριαλισμό, τον «υπαρκτό ιμπεριαλισμό» που δεν μπορεί να στοχαστεί τη σημασία της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και των σύγχρονων μορφών ιμπεριαλισμού, που δεν αντιλαμβάνεται ότι μόνο η ρήξη, η αποδέσμευση από αυτά τα ιμπεριαλιστικά δίκτυα οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων και πρακτικών μπορεί να δώσει μια άλλη προοπτική. Αντ’ αυτού έχουμε την αφελή αναπαραγωγή ενός γραμμικού διεθνισμού που υποτιμά ότι δεν υπήρξε ποτέ επαναστατική τομή που να μην αφορούσε και τη θέση μιας χώρας στο διεθνές σύστημα, δεν υπήρξε ποτέ επαναστατική ακολουθία που να μην περιλαμβάνει και μια διαδικασία ρήξης και εξόδου από την ιμπεριαλιστική επανάσταση.
Όλα αυτά έχουν και μια άλλη πλευρά. Σήμερα υπάρχει συστηματική και μόνιμη υποτίμηση της ζητήματος της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας ως ταξικού διακυβεύματος. Στο όνομα της απάντησης στο σωβινισμό και το ρατσισμό μας προτείνεται ουσιαστικά η πλήρης αποδοχή του αστικού κοσμοπολιτισμού, δηλαδή του πραγματικού εθνικισμού του κεφαλαίου. Δεν αντιλαμβάνονται ότι σήμερα εάν μπορούν οι δυνάμεις της γνώσης, της εργασίας, και του πολιτισμού να διαμορφώσουν ένα σύγχρονο «ιστορικό μπλοκ» και αυτό να αποτελέσει το κοινωνικό υποκείμενο μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής προοπτικής, αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο στο εθνικό επίπεδο. Ούτε αντιλαμβάνονται ότι σήμερα απέναντι στο ρατσισμό και την πατριδοκαπηλία της ακροδεξιάς η απάντηση είναι ακριβώς η ανασημασιοδότηση του λαού και της λαϊκής κυριαρχίας ως της ενότητας των ανθρώπων του μόχθου ανεξαρτήτως καταγωγής μέσα στον αγώνα για δημοκρατία και δικαιοσύνη σε έναν τόπο που διαλέγει να χαράξει άλλη πορεία, να έχει και άλλη οικονομική οργάνωση και διαφορετική ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική.
Γι’ αυτό και εμείς λέμε ότι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ η Αριστερά ενός άλλου δρόμου, δεν μπορεί παρά να είναι η Αριστερά της ρήξης με ευρώ, χρέος και ΕΕ. Γιατί μια τέτοια Αριστερά δεν είναι απλώς η Αριστερά μιας άλλης ιδεολογικής αναφοράς, είναι μια Αριστερά που προσπαθεί να κάνει πολιτικό πρόγραμμα και κατεύθυνση μια αντικειμενική ιστορική δυνατότητα που γεννιέται μέσα στη συγκυρία. Και νικηφόρες γραμμές είναι πάντα οι γραμμές που μπορούν να ακολουθούν τις ίδιες τις ρηγματώσεις και τις αυλακιές των πραγματικών ιστορικών διαδικασιών• όχι αυτές που αναλογούν σε ιστορικά διαψευσμένες ιδεολογικές εμμονές.
Και εάν στην Ευρώπη σήμερα υπάρχουν τμήματα των αστικών τάξεων που διαλέγουν τη ρήξη π.χ. με το ευρώ, πρέπει εμείς να γίνουμε οπαδοί του ευρώ; Είναι ή δεν είναι αυτό ένδειξη ότι μια αιχμή δεν είναι απλώς αίτημα αλλά αντικειμενικό ιστορικό ενδεχόμενο και δυνατότητα απέναντι στην οποία τοποθετούνται και τα φορτίζουν με την δική τους ταξική οπτική οι διαφορετικές κοινωνικές δυνάμεις; Έτσι δεν ήταν πάντοτε όλα τα διακυβεύματα σε σχέση με τη θέση μιας χώρας στο διεθνές περιβάλλον;
Να το πούμε και διαφορετικά σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να μπορέσουμε να συναρθρώσουμε σε κοινό πολιτικό σχέδιο και αφήγημα
- την ιστορική κριτική της Αριστεράς στον ιμπεριαλισμό και στις ολοκληρώσεις και το αίτημα εθνικής ανεξαρτησίας και λαϊκής κυριαρχίας ως ταξικά διακυβεύματα,
- την παραγωγική ανασυγκρότηση με όλο τον πλούτο κριτικής στην καπιταλιστική ανάπτυξη, σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που να συγκρούεται με τη λογική του κέρδους και της αγοράς και να στηρίζεται στην πρωτοβουλία, τη γνώση και τη συλλογική επινοητικότητα του κόσμου της εργασίας,
- την ανασημασιοδότηση της δημοκρατίας ως συλλογικού αυτοκαθορισμού και ως επέκτασης μορφών συμμετοχής, δημοκρατικής απόφασης, κοινωνικού ελέγχου σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής.
Όμως, αυτό απαιτεί μια Αριστερά που είναι έτοιμη για τη ρήξη αλλά λειτουργεί και σαν συλλογικός διανοούμενος για την επεξεργασία του άλλου δρόμου, που είναι εργαστήρι πολιτικοποίησης και νέων προγραμμάτων. Που δεν μένει μόνο σε συνθήματα, ούτε θεωρεί ότι εξαντλεί το ρόλο της στην αναγκαία στράτευση στο κίνημα αλλά αναμετριέται με το ερώτημα της εξουσίας, της ηγεμονίας, που δεν θεωρεί ότι το ερώτημα της κυβέρνησης των εργαζομένων είναι υπόθεση μόνο των ρεφορμιστών, που τελικά επεξεργάζεται μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική.
Η Αριστερά του άλλου δρόμου είναι προφανώς σε σύγκρουση και με την Αριστερά της «ρεαλιστικής» διαχείρισης αλλά και με την Αριστερά του συνεπούς αναχωρητισμού και του εύκολου βερμπαλισμού. Η Αριστερά του άλλο δρόμου, όμως, είναι σήμερα ζητούμενο και όχι πραγματικότητα, είναι αγωνία και αναζήτηση, ερώτημα και ελπίδα, προσδοκία και πρόκληση. Υπάρχει ως δυνατότητα σε όλο το φάσμα των οργανώσεων, των ρευμάτων, των μετώπων που μιλούν για ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο. Αφορά μεγάλο μέρος των αγωνιστών που σήμερα είναι στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ.
Γι’ αυτό και λέμε ότι απαιτείται σήμερα άλλος συσχετισμός, άλλη γεωμετρία, άλλο σχέδιο μέσα στην Αριστερά. Αυτή είναι για εμάς η πρόκληση για την Αριστερή Μετωπική Συμπόρευση, αυτό ήταν και παραμένει το νόημα αυτής της αγωνίας και αυτής της προσπάθειας. Εάν αυτό το στοίχημα είχε παιχτεί νωρίτερα θα μιλούσαμε αλλιώς τώρα. Όμως, η ιστορία δεν έχει τελειώσει και η περίοδος που ανοίγεται, περίοδος συγκρούσεων και ανοιχτών προκλήσεων, επιβάλλει αυτή την προσπάθεια. Γιατί όσο δεν διαμορφώνεται ένα τέτοιο σημείο αναφοράς, τόσο περισσότερο αντικειμενικά ενισχύονται οι φωνές της ενσωμάτωσης μέσα στην Αριστερά, γινόμαστε αντικειμενικά αιμοδότες σε πολιτικές που θα οδηγήσουν μια τεράστια λαϊκή δυναμική στην ήττα. Γι’ αυτό το λόγο και ας σταθούμε τώρα όλες και όλοι στο ύψος των περιστάσεων και ας τολμήσουμε μπροστά στις πολιτικές και εκλογικές μάχες που ανοίγονται εκείνο το κρίσιμο βήμα μετωπικής πολιτικής και εκλογικής συνεργασίας που θα αποτελέσει τη βάση για μια συνολική προσπάθεια η γραμμή του άλλου δρόμου, η γραμμή της ρήξης με χρέος, ευρώ και ΕΕ, η γραμμή της λαϊκής αντίστασης, πρωτοβουλίας και δημιουργικότητας να εμπνεύσει τους εργαζόμενους και το λαό, ώστε να ανοίξουν δρόμοι ανατροπής και μετασχηματισμού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ