Η περίοδος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που διανύουμε αναδιατάσσει ριζικά τους κοινωνικούς όρους ένταξης ευρύτερων στρωμάτων, τα οποία εξωθούνται εκτός κοινωνικού ιστού. Αυτή η διαδικασία αφορά κατά βάση τα πιο ζωντανά στρώματα των κοινωνιών και ιδιαίτερα τη νεολαία. Η περίοδος όμως χαρακτηρίζεται και από την έξαρση των κοινωνικών αγώνων διεθνώς, με τα κοινωνικά και ειδικά τα νεολαιίστικα κινήματα που αναπτύσσονται σε μία σειρά από χώρες να παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε σχέση με τα παραδοσιακά κινήματα. Η εξέγερση των προαστίων στη Γαλλία το 2005, ο Δεκέμβρης του 2008 στην Ελλάδα, η πρόσφατη εξέγερση στο Λονδίνο, καθώς και οι αραβικές εξεγέρσεις, αποτελούν κατεξοχήν νεολαιίστικα ξεσπάσματα. Ταυτόχρονα, ο ρόλος της νεολαίας είναι ιδιαίτερα αναβαθμισμένος, τόσο ως προς τη φυσική παρουσία του όσο και ως ηγεμονική συνιστώσα αναφορικά με τις μορφές πάλης (π.χ. χρήση μέσων νέας τεχνολογίας) σε κοινωνικά κινήματα που εμπλέκουν ευρύτερα κομμάτια των κοινωνιών, όπως τους «αγανακτισμένους» σε όλη την Ευρώπη.
Γιατί, όμως, είναι η νεολαία που παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία; Αυτό το ερώτημα είναι αναγκαίο να απαντηθεί για την κατανόηση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων, και των κοινωνικο-πολιτικών διεργασιών. Σχετίζεται, άλλωστε, άμεσα και με μια δεύτερη ενδιαφέρουσα ερώτηση, που αφορά τα χαρακτηριστικά των κινημάτων αυτών. Η νεολαία, ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία [1], δεν συγκροτεί κοινωνική τάξη, αλλά διαταξική κατηγορία, κατηγοριοποίηση που προκύπτει από τη συμμετοχή των ατόμων στη σφαίρα της κατανάλωσης δια της ένταξής τους στον οικογενειακό μηχανισμό. Ωστόσο, αποκτά μια σειρά κοινά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, που απολήγουν σε ιδεολογική και πολιτική συνοχή [2], αποτέλεσμα της ενιαίας ένταξης στον εκπαιδευτικό μηχανισμό (μηχανισμό διακριτό από την παραγωγή), καθώς και σε συγκεκριμένες όψεις της παραγωγικής διαδικασίας (όταν τα άτομα εντάσσονται σε αυτήν ως νεολαίοι – π.χ. δομές μαθητείας, αλλά όχι μόνο). Αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά δημιουργούν τη δυνατότητα ύπαρξης ενός νεολαιίστικου κινήματος, που μπορεί, υπό συνθήκες, να ξεπεράσει τα κοινά συμφέροντα της νεολαίας και να συγκροτηθεί γύρω από πολιτικούς στόχους σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο.
Μεταλλαγές του νεοφιλελευθερισμού στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο
Σήμερα περισσότερο από ποτέ, οι μετασχηματισμοί του νεοφιλελευθερισμού σε επίπεδο οικονομικό και πολιτικό χειροτερεύουν ριζικά τους όρους κοινωνικής ένταξης ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά δημιουργούν και το έδαφος νέων ενοποιήσεων σε πολιτικό επίπεδο. Πράγματι, βρισκόμαστε μπροστά σε μία διπλή διαδικασία μετασχηματισμού όψεων του πολιτικού συστήματος, που επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο ανάπτυξης των κοινωνικών και πολιτικών αντιστάσεων. Από τη μία, πρόκειται για μετασχηματισμό στο πολιτικό επίπεδο που αναδιατάσσει τον τρόπο παρέμβασης των κοινωνικών στρωμάτων στο πεδίο του κράτους μέσω της τροποποίησης το κοινωνικού συμβολαίου, όπως αυτό νοούνταν τα προηγούμενα χρόνια. Η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας και η διολίσθησή της προς τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση εντείνουν την αδυναμία ενσωμάτωσης των κοινωνικών συμφερόντων σε εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο. Ταυτόχρονα, οι διάφοροι θεσμοί συνδέονται πιο άμεσα με το κράτος και την πολιτική εξουσία, οδηγώντας στην απαξίωσή τους και αντιμετωπίζοντας βαθιά κρίση νομιμοποίησης. Δημιουργείται έτσι έντονη κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Η σκλήρυνση της διαχείρισης από την πλευρά του κράτους και των μηχανισμών του, η ανελαστικότητά του απέναντι σε διευρυμένα κοινωνικά στρώματα και διεκδικήσεις, η αδυναμία του να αναπαράγει τους δεσμούς ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική, και να παραγάγει νέα πεδία ηγεμονίας (υλικά και συμβολικά), η έλλειψη δημοσίου χώρου μέσα στον οποίο θα μπορούσε να αναπτυχθεί πολιτικός διάλογος που θα οδηγούσε σε κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές εντείνουν το αίσθημα πολιτικού αδιεξόδου σε διευρυμένα κοινωνικά στρώματα. Ο κοινωνικός συμβιβασμός των προηγούμενων χρόνων αίρεται [3]. Δημιουργούνται παράλληλα ευρεία στρώματα πολιτικά αποκλεισμένων, «αοράτων», στρωμάτων που δεν υπάρχουν για το επίσημο πολιτικό σκηνικό [4]. Η πολιτική περιορίζεται στις επίσημες μορφές άσκησής της, απορρίπτοντας την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, περιθωριοποιώντας ευρύτερα στρώματα, και αποκλείοντας από τα αποδεκτά ρεπερτόρια κάθε συγκρουσιακή μορφή. Παράλληλα, η διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου, που διασφάλιζε τη συναίνεση ευρύτερων στρωμάτων στις κυρίαρχες μορφές διακυβέρνησης, οδηγεί σε συντηρητική και αυταρχική στροφή του πολιτικού συστήματος, με αυξανόμενο το ρόλο της φυσικής καταστολής, της επιτήρησης και της πειθάρχησης.
Από την άλλη πλευρά, οι μετασχηματισμοί στο οικονομικό επίπεδο οδηγούν στη δομική μετάλλαξη της εργασίας και άρα στην τροποποίηση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, που επηρεάζει καθοριστικά τον τρόπο συγκρότησης των δυνάμεων της εργασίας. Οι μεταρρυθμίσεις στο πεδίο αυτό είναι δομικές. Διαρρηγνύουν τους συνεκτικούς δεσμούς ανάμεσα στους εργαζόμενους, και τους στερούν έναν κοινό χώρο ανάπτυξης των διεκδικήσεων και των αγώνων τους. Η αναδιάρθρωση στους χώρους εργασίας οδηγεί σε δομική τροποποίηση των όρων συγκρότησης των δυνάμεων της εργασίας, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αποκέντρωσή τους. Παράλληλα, η σχέση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία δεν καθορίζεται, πλέον, από τη μεσολάβηση του κοινωνικού συμβιβασμού των προηγούμενων χρόνων. Έτσι, τροποποιείται η ανάπτυξη και η βαρύτητα των αγώνων που συγκροτούνται γύρω από τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας, καθώς και ο βαθμός που αυτοί οι αγώνες επικαθορίζουν όσους αφορούν τις υπόλοιπες σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Αυτή η διαδικασία αφορά, στο μεγαλύτερο βαθμό της, τη νεολαία (αρκεί να σκεφτούμε ότι τα νεολαιίστικα στρώματα δουλεύουν κατεξοχήν σε αναδιαρθρωμένους χώρους και στη μερική απασχόληση) [5].
Νεολαία: η πρώτη γενιά που ξέρει ότι θα ζήσει χειρότερα από τις προηγούμενες
Έτσι, η ένταση της οικονομικής κρίσης οδηγεί στη χειροτέρευση των όρων ζωής ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, στη συμπίεση των διαφορετικών κοινωνικών διαστρωματώσεων και στη δημιουργία στρωμάτων που αισθάνονται ή και είναι κοινωνικά (και όχι μόνο πολιτικά ή θεσμικά) αποκλεισμένα εξαιτίας της διευρυμένης οικονομικής ανασφάλειας. Ταυτόχρονα, οι προσδοκίες μιας προηγούμενης περιόδου καταρρέουν, και οι πόρτες διεξόδου και κοινωνικής ανέλιξης για τους περισσότερους έχουν μπλοκαριστεί [6]. Είναι μάλλον περιττό να ειπωθεί σε ποιο βαθμό πλήττεται ιδιαιτέρως η νεολαία από αυτή την πραγματικότητα.
Για ένα πολιτικό σύστημα όπως ο νεοφιλελευθερισμός, το οποίο υποσχόταν προσωπική κατοχύρωση και ένα μέλλον εγγυημένο υπό τις προϋποθέσεις της σκληρής εργασίας, των προσωπικών θυσιών και της υποταγής στις κυρίαρχες νόρμες είναι εντυπωσιακή και έντονα αποσταθεροποιητική η παραδοχή ότι η νεολαία αποτελεί την πρώτη γενιά (μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Κι όμως, πρόκειται για κοινό τόπο σε όλο και περισσότερες χώρες σε παγκόσμιο επίπεδο [7]. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας της νεολαίας πριν από την οικονομική κρίση εκτοξεύονται στη συνέχεια. Ακόμα περισσότερο, η απόκτηση ενός πτυχίου κατά κανόνα δεν εγγυάται και πολλές φορές δυσχεραίνει τη δυνατότητα εύρεσης εργασίας [8]. Παράλληλα, η νεολαία είναι αυτή που εισάγεται με τους χειρότερους όρους στην αγορά εργασίας, και συχνά χρησιμοποιείται (μαζί με το στρατό εφεδρείας των ανέργων, επίσης νέων συνήθως) ως προθάλαμος για τη γενίκευση της αναίρεσης εργασιακών δικαιωμάτων. Πράγματι, η νεολαία αντιμετωπίζει στο μεγαλύτερο βαθμό τους χαμηλούς μισθούς, την εργοδοτική αυθαιρεσία στην πρόσληψη, την απόλυση και τις συνθήκες εργασίας, τη μερική απασχόληση, την ελαστασφάλεια και τη μαύρη εργασία. Τα αντίστοιχα κυβερνητικά μέτρα που πάρθηκαν σε μια σειρά χώρες (και ιδίως σε όσες σημειώθηκαν νεολαιίστικα κινήματα – με χαρακτηριστικό το κίνημα στη Γαλλία ενάντια στο CPE) κατοχυρώνουν την ένταξή της στην αγορά εργασίας με πολύ χειρότερους όρους, ως μέσο αύξησης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, κατάπνιξης των κοινωνικών αντιστάσεων και αναπαραγωγής διαχωρισμών εντός του σώματος των εργαζομένων.
Φυσικά, εκτός από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση, η νεολαία, ως κοινωνική κατηγορία, υφίσταται καταπίεση σε πολλαπλά επίπεδα. Καταρχάς, εξαιτίας της εντεινόμενης λιτότητας, οι νέοι κερδίζουν όλο και πιο αργά την ανεξαρτησία τους από την οικογένεια [9]. Αλλά και από νωρίτερα οι ρυθμοί ζωής της στο σχολείο, και σταδιακά και στο πανεπιστήμιο, είναι συχνά αβάσταχτοι. Από μαθητές, είναι αναγκασμένοι να αθροίζουν προσόντα, ακολουθώντας δραστηριότητες που δεν επιλέγουν και δεν επιθυμούν ανάμεσα στα φροντιστήρια και το καθημερινό διάβασμα, με απώτερο σκοπό την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που τους εισάγει σε έναν νέο φαύλο κύκλο συσσώρευσης προσόντων και ανασφάλειας. Η πειθάρχηση σε αυτόν το σκοπό και στα κυρίαρχα ιδεολογικά πρότυπα είναι μονόδρομος. Οποιαδήποτε άλλη συμπεριφορά θεωρείται αντικοινωνική και οφείλει να περιθωριοποιείται. Δημιουργείται έτσι, από τη μία πλευρά η «εξαπατημένη γενιά» κατά τον Μπουρντιέ, η νεολαία που ακολουθεί τις κυρίαρχες νόρμες δημιουργώντας προσδοκίες που δεν ικανοποιούνται, που καταπιέζεται και τελικά ζει μια ζωή που αισθάνεται κενή και χωρίς πραγματικά κίνητρα. Από την άλλη πλευρά, η «χαμένη γενιά», κατά τον Μάικ Ντέιβις, η οποία δεν αποδέχεται αυτήν την πραγματικότητα, με τρόπο φυσικά μη οργανωμένο (ελλείψει και πολιτικού φορέα που να μπορέσει να εκπροσωπήσει τα συμφέροντά της), και περιθωριοποιείται.
Η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη για τους νέους μετανάστες, οι οποίοι αντιμετωπίζουν όλα τα παραπάνω, όντας σε κατάσταση διαρκούς αβεβαιότητας και αστάθειας, ιδίως οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, άνθρωποι που συχνά γεννήθηκαν σε μια χώρα που δεν τους αναγνωρίζει στοιχειώδη πολιτικά, αλλά και κοινωνικά δικαιώματα. Γι’ αυτούς, οι προσδοκίες κοινωνικής κινητικότητας καταρρέουν ταχύτατα, ενώ είναι συχνά αδύνατη η πραγματική ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία [10].
Η λάβα εκπλήσσει μόνο αυτούς που δεν βλέπουν το ηφαίστειο
Για να επανέλθουμε στο ερώτημα των νεολαιίστικων κινημάτων, αυτό που παρατηρούμε σε μια σειρά χώρες (από τις ευρωπαϊκές νεολαίες της Γαλλίας, της Ελλάδας και της Αγγλίας ως εκείνη των αραβικών εξεγέρσεων) είναι η συγκρότηση μιας ιδιότυπης νεολαιίστικης ταυτότητας, σεβόμενη τις διαφορές, η οποία ξεφεύγει από τα καθιερωμένα πολιτικά σχήματα και διαδηλώνει ως τέτοια. Η Καραμεσίνη μιλά επιτυχημένα για «ενότητα στη διαφορά» που προκαλεί δεσμούς αλληλεγγύης, αλλά και κοινές διεκδικήσεις και αγώνες [11]. Πράγματι, οι μετέχοντες στις νεολαιίστικες εξεγέρσεις δεν συμμετέχουν με βάση τα δικά τους συμφέροντα ως ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες, αλλά στο όνομα μιας κοινής νεολαιίστικης ταυτότητας, που προκύπτει από την κοινή κοινωνική ένταξη που περιγράψαμε ήδη [12]. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των μεταναστών, που συγκροτούν κατά κανόνα ιδιαίτερες κοινότητες και μάλιστα σχετικά ανελαστικές ως προς τον διεμβολισμό τους από άλλες κοινωνικές ομάδες, αλλά, στην περίπτωση των συγκεκριμένων εξεγέρσεων, συμμετείχαν στο όνομα μιας ενιαίας ταυτότητας που τους ξεπερνούσε (μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, χωρίς η αφορμή της εξέγερσης να τους αφορά άμεσα, π.χ. η περίπτωση Γρηγορόπουλου, που δεν ήταν καν μετανάστης).
Οι νεολαιίστικες αυτές κινητοποιήσεις παρουσιάζουν χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τα παραδοσιακά κινήματα. Γι’ αυτό άλλωστε, σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά υποκείμενα, είναι πιο έντονη η παρουσία εκείνων που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις κατεστημένες μορφές και τον πολιτικό λόγο των παραδοσιακών κινημάτων [13]. Εξ ου και η περιορισμένη παρουσία σε αυτές τις μορφές εξέγερσης των σταθερών εργαζομένων ή ακόμα και των φοιτητών ως τέτοιων, σε αντίθεση με τους μαθητές ή τους ελαστικά εργαζόμενους. Πρόκειται για εξεγέρσεις έντονα πολιτικοποιημένες με την έννοια μιας νέας πολιτικοποίησης: στο έδαφος της ραγδαίας απαξίωσης της επίσημης πολιτικής και των μορφών της, ευρύτερα κοινωνικά στρώματα οδηγούνται στην αναζήτηση νέων μορφών άσκησης της πολιτικής, που απομακρύνονται ή και αντιτάσσονται στις παραδοσιακές.
Από αυτή τη σκοπιά, μπορούμε να δούμε τα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των εξεγέρσεων: την αμφισβήτηση του ρόλου των θεσμών και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την έντονα αντισυστημική τοποθέτηση. Τις μορφές αυτοοργάνωσης, την ανάγκη πειραματισμού και καινοτομιών σε ό, τι αφορά τις μορφές πάλης, την αυθόρμητη δράση, τη λειτουργία μέσα από ανοιχτές συνελεύσεις και δομές άμεσης δημοκρατίας. Τη χρησιμοποίηση ιδίων μέσων των συμμετεχόντων, και όχι των ήδη υπαρχόντων μέσων (π.χ. χρήση εναλλακτικής πληροφόρησης). Την αναβάθμιση της παρέμβασης στο πεδίο της καθημερινής ζωής, τη διάχυση μέσα στην πόλη εναλλακτικά προς τη συγκέντρωση σε συγκεκριμένα κεντρικά σημεία, την ανάγκη επανοικειοποίησης του δημόσιου χώρου. Την υποβάθμιση του πολιτικού λόγου και την αναβάθμιση των πρακτικών και της δράσης, την άρνηση καθοδήγησης (εκφράζοντας όψεις απονομιμοποίησης της Αριστεράς και των παραδοσιακών κινημάτων). Και, βέβαια, την ιδιαίτερη σχέση του κινήματος με τη βία.
Φυσικά, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των κινημάτων αυτών, που σχετίζονται με τους διαφορετικούς όρους συγκρότησης των κοινωνικών σχηματισμών (καθώς και της Αριστεράς και του κινήματος μέσα σε αυτούς). Έτσι, ύστερα από ενδελεχή μελέτη, θα μπορούσαμε, ίσως, να βρούμε περισσότερα κοινά στοιχεία μεταξύ του «ελληνικού Δεκέμβρη» και του κινήματος των «αγανακτισμένων» απ’ ό,τι με τις εξεγέρσεις των γαλλικών προαστίων και του Λονδίνου, παρόλο που καταρχάς φαίνονται να εντάσσονται στον ίδιο τύπο κινητοποίησης. Οι εξεγέρσεις σε Γαλλία και Λονδίνο είχαν εντονότερο το στοιχείο της τυφλής βίας και λιγότερο αυτό της συγκρότησης νέων σχέσεων, μορφών οργάνωσης και πρωτοβουλιών, έντονες στην εξέγερση του Δεκέμβρη. Άλλωστε, οι ειδικές συνθήκες ένταξης των μεταναστών αφενός, και αφετέρου η διαφοροποίηση στο επίπεδο της πόλης, με το ρόλο των προαστίων, τροποποιούν σημαντικά τους όρους συγκρότησης των εξεγέρσεων σε Γαλλία και Αγγλία.
Ωστόσο, αποτυπώνουν στην πραγματικότητα διαφορετικές μορφές έκφρασης της νεολαίας, με τα χαρακτηριστικά που αναπτύξαμε παραπάνω. Τα ερωτήματα που προκύπτουν σε σχέση με τις δυνατότητες διασύνδεσης και συντονισμού, βαθύτερης πολιτικοποίησης, αλλά και τα όριά τους είναι προφανώς αρκετά. Οι μορφές αυτές εκφράζουν όμως, προφανώς, την ανάγκη επανοικειοποίησης της πολιτικής∙ την ανάγκη συμμετοχής στα κοινά, συμπεριλαμβανομένης της ανάγκης ύπαρξης ανεξάρτητων δομών, δημοσίων χώρων, χώρων κοινωνικού πειραματισμού, εναλλακτικών αντιθεσμών, χώρων συνάντησης. Εκφράζεται, στην πραγματικότητα, η ανάγκη επιστροφής στο πολιτικό, αλλά όχι με όρους κυρίαρχους ή θεσμικούς∙ επιστροφή στην πολιτική, έξω από της παραδοσιακές μορφές άσκησής της∙ μια μορφή πολιτικής του δρόμου.
(H Ειρήνη Γαϊτάνου είναι Μεταπτυχιακή φοιτήτρια πολιτικών επιστημών)
[1] Σύμφωνα με τον ορισμό του Νίκου Πουλαντζά, βλ. N. Poulantzas, Les classes sociales, L’Homme et la societe (24-25), 1972
[2] Γιάννης Μηλιός, Εκπαίδευση και εξουσία, 4η έκδοση, Κριτική, 1993, σελ. 121-122
[3] Με αυτήν την έννοια μπορούμε να εξετάσουμε την έντονη βία των εν λόγω κινημάτων• η βία ως απόδειξη της ανάγκης των κινημάτων να ξεπεράσουν τα όρια του συμβιβασμού (άρα του νόμου). Έτσι, η εξέγερση γίνεται η «κατάσταση εξαίρεσης» των από κάτω. Ορίζεται, λοιπόν, ως μια συλλογική μορφή δράσης που αμφισβητεί, εμποδίζει και σπάει την εθνική ενότητα, δηλαδή την ενοποίηση των κοινωνικών διαφοροποιήσεων όπως είναι οργανωμένη στο πλαίσιο του νόμου. Η εξέγερση νοείται ως εκδήλωση μιας κρίσης ηγεμονίας, ως αδυναμία συντονισμού των συμφερόντων στο πλαίσιο του κράτους και ως de facto αμφισβήτηση του νόμου, συμπεριλαμβανομένου του νόμου που καθορίζει τα όρια της «νόμιμης» βίας.
[4] Μας θυμίζουν τον homo sacer του Agamben (Homo Sacer: le pouvoir souverain et la vie nue, Paris, Le Seuil, 1998), σε ένα μόνιμο καθεστώς εξαίρεσης (H. Arendt, L’imperialisme, Paris, Fayard, 1982), όπου η εξαίρεση γίνεται τελικά ο κανόνας (W. Benjamin, Illuminations : Essays and Reflexions, ed. by H. Arendt, Knopf, New York, 1969.)
[5] Εξάλλου, οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση στην κατεύθυνση έντασης της παραγωγικοποίησης των πανεπιστημίων κρύβουν και αντιφάσεις. Η προβολή του μοντέλου της παραγωγής στην εκπαίδευση δημιουργεί το έδαφος για τη σύνδεση μεταξύ εργατικού και φοιτητικού κινήματος, όχι μόνο με όρους αλληλεγγύης αλλά και κοινών υλικών συμφερόντων.
[6] Για την Ελλάδα αυτή η πραγματικότητα αφορά ιδιαίτερα την προοπτική εισόδου στον δημόσιο τομέα και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, με τρόπο που να κατοχυρώνει επαγγελματική προοπτική.
[7] Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ενδεικτική είναι μελέτη του Ευρωβαρομέτρου λίγο πριν από την εξέγερση τον Δεκέμβρη του 2008: 83% των συμμετεχόντων δηλώνουν ότι πιστεύουν πως η ζωή των παιδιών τους θα είναι δυσκολότερη από τη δική τους. Πηγή : Ευρωβαρόμετρο, φθινόπωρο 2008.
[8] Ας δούμε και πάλι το παράδειγμα της Ελλάδας: η ανεργία στους νέους αγγίζει το 38,5% για τις ηλικίες 15-24, σύμφωνα με μελέτη του Ιούλη 2011 (πηγή: Eurostat). Ταυτόχρονα, στις αρχές του 2009 (και πριν από την ακόμα πιο βίαιη αναδιάταξη των όρων εργασίας, κυρίως για τους νέους), ένα «καλύτερο» πτυχίο δεν οδηγεί στην κατοχύρωση «καλύτερης» θέσης εργασίας. Ακόμα, ένας στους τρεις αποφοίτους της ανώτατης εκπαίδευσης, δύο στους τρεις της δευτεροβάθμιας, και ένας στους δυο της υποχρεωτικής δεν έχουν σταθερή εργασία 6 χρόνια (!) μετά την απόκτηση του αντίστοιχου πτυχίου. (Μ. Καραμεσίνη, «Οι δυσκολίες επαγγελματικής αποκατάστασης των νέων στην Ελλάδα», Εποχή, 18.01.2009).
[9] Στην Ελλάδα οι μισές γυναίκες κάτω των 27 και οι μισοί άντρες κάτω των 30 εξακολουθούν να μένουν με την οικογένειά τους. Εδώ, ο Μέμος υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση έχει και θετικές όψεις, δημιουργώντας ιδιαίτερη κοινωνικοποίηση και υποβόσκουσα πολιτικοποίηση στη νεολαία, η οποία αφενός έρχεται σε επαφή με τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειας και αφετέρου συγχρωτίζεται με ένα ιδιότυπο πολιτικό κεφάλαιο που φέρουν οι γενιές οι οποίες συμμετείχαν στον Εμφύλιο Πόλεμο και την κατάληψη του Πολυτεχνείου (στο Ch. Memos, op.cit., p. 214). Διατηρείται, έτσι, μια εμπειρία στο συλλογικό ασυνείδητο (κατά Benjamin, στο W. Benjamin, The Arcades Project, Cambridge, Harvard University Press, 1999). Ακόμα όμως και σε αυτό το επίπεδο η επιρροή της οικογένειας είναι μάλλον συντηρητική, καθώς η νεολαία φέρει μια υποβόσκουσα ριζοσπαστικοποίηση, αποτέλεσμα της ιδιαίτερης ένταξής της στην κοινωνία και τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Εξάλλου, οι πιέσεις της οικογένειας, προς μια ζωή «ήσυχη», εξατομικευμένη και σύμφωνα με τα κυρίαρχα πρότυπα, είναι πάντα έντονες.
[10] Με αυτήν την έννοια, οι κοινωνικές εξεγέρσεις σε ευρωπαϊκές πόλεις με έντονη την παρουσία μεταναστών δεύτερης γενιάς (π.χ. Ελλάδα, Γαλλία και Αγγλία) φέρουν την ιδέα της διεύρυνσης των ορίων του πολίτη και της κοινότητας, συχνά με τρόπο εξωθεσμικό και «παράνομο» (π.χ. με βίαιες πρακτικές)∙ με τη συμμετοχή σε αυτές ατόμων που δεν τους αναγνωρίζονται επισήμως στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα, αλλά παρόλα αυτά λειτουργούν ως πολίτες, κινητοποιούμενοι απέναντι σε ένα κοινωνικό πρόβλημα και διεκδικώντας στην πραγματικότητα την επέκταση της έννοιας της δημοκρατίας.
[11] Μ. Καραμεσίνη, στο ίδιο.
[12] Δεν πρόκειται για τη συγκρότηση ενός νέου υποκειμένου (ενός πλήθους, π.χ.), αλλά για την ενοποίηση ήδη υπαρχόντων υποκειμένων, που δεν ακυρώνει, αλλά σέβεται τις υπάρχουσες διαφορές.
[13] Στ. Κουβελάκης, Pour une politique de l’insurrection. Reflexions a partir du decembre grec, αδημοσίευτο χειρόγραφο.
(H Ειρήνη Γαϊτάνου είναι Μεταπτυχιακή φοιτήτρια πολιτικών επιστημών)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ