Δημοσιεύτηκε στο capital.gr στις 02.01.2014
Το 2012 το κυρίαρχο ερώτημα ήταν αν η ευρωζώνη μπορούσε να αντέξει την (προεξοφλούμενη ως βέβαιη) απώλεια ενός κράτους-μέλους, με την “ελληνική έξοδο”. Το 2014 βρίσκει την νομισματική ένωση να αυξάνει τον αριθμό των μελών της στη 18, με την επίσημη ένταξη την Πρωτοχρονιά της Λετονίας – τέταρτης χώρας του “πρώην ανατολικού μπλοκ” που εισέρχεται στον σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, μετά την Σλοβακία, τη Σλοβενία και την Εσθονία.
Οι ίδιοι οι Λετονοί δεν εμφανίζονται ενθουσιασμένοι, εφόσον το 50% των ερωτηθέντων τον Δεκέμβριο (το 56% τον Οκτώβριο) τάσσονται κατά της ένταξης στο ευρώ και τα δύο τρίτα αναμένουν αύξηση των τιμών.
Όμως οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες έχουν κάθε λόγο να προβάλλουν το γεγονός ως ένδειξη σταθεροποίησης της ζώνης του ευρώ και ως επιβράβευση των προσπαθειών μιας μικρής χώρας, η οποία χτυπήθηκε αμείλικτα από την κρίση του 2008, αλλά επέμεινε μέχρι τέλους στη συνταγή της “εσωτερικής υποτίμησης”.
“Η Λετονία μπαίνει στο ευρώ ισχυρότερη παρά ποτέ, στέλνοντας ενθαρρυντικό μήνυμα και σε άλλες χώρες οι οποίες υφίστανται μια δύσκολη οικονομική προσαρμογή” τόνισε στο σχετικό μήνυμά του ο πρόεδρος της Κομισιόν Jose Barroso, ενώ ο αρμόδιος για τη νομισματική ένωση επίτροπος Olli Rehn έκανε επίσης λόγο για “ενθαρρυντικό μήνυμα” και υπογράμμισε ότι η ένταξη στην ευρωζώνη σηματοδοτεί “την ολοκλήρωση του ταξιδιού επιστροφής της Λετονίας στην πολιτική και οικονομική καρδιά της ηπείρου μας”.
Πράγματι, για μια χώρα που μέχρι το 1991 αποτελούσε τμήμα της Σοβιετικής Ένωσης οι (γεω) πολιτικές στοχεύσεις που υπαγορεύουν την όλο και στενότερη πρόσδεση στους ευρωατλαντικούς θεσμούς, ξεπερνούν οποιονδήποτε στενά οικονομικό υπολογισμό, όπως πρώτος παραδέχθηκε ο καθ΄ ύλην αρμόδιος Andris Vilks. “Δείτε τι γίνεται τώρα στην Ουκρανία. Η Ρωσία δεν αλλάζει. Γνωρίζουμε τον γείτονά μας” δήλωσε στους Financial Times ο (απερχόμενος, λόγω της κυβερνητικής κρίσης που προκάλεσε η πολύνεκρη κατάρρευση σουπερ-μάρκετ στη Ρίγα το Νοέμβριο) Λετονός υπουργός Οικονομικών, υπογραμμίζοντας τους φόβους που ορίζουν τις επιλογές της μικροσκοπικής βαλτικής δημοκρατίας. Το ότι αυτές συνταιριάζουν απολύτως με την στροφή του γερμανικού ενδιαφέροντος από την Μεσόγειο προς τη Βαλτική, δεν είναι τυχαίο.
Και όμως: είναι η Ρωσία και οι λοιπές πρώην σοβιετικές δημοκρατίες στις οποίες πραγματικά επενδύει η Λετονία για τη μελλοντική ευημερία της – ακόμη περισσότερο μάλιστα μετά την υιοθέτηση του ευρώ. Όπως ακριβώς και μία άλλη μικρή χώρα η οποία επέλεξε το κοινό νόμισμα πρωτίστως για πολιτικούς λόγους, προτού βρεθεί να στιγματίζεται ως “πλυντήριο”, η Λετονία αναδεικνύεται σε κόμβο διακίνησης ρωσικού χρήματος (συχνά “βρώμικου”) – αναπληρώνοντας στον ρόλο αυτόν την Κύπρο, μετά την εξάρθρωση του χρηματοπιστωτικού της τομέα.
Σε έρευνα του Associated Press, ο καθηγητής του New York University, Mark Galeotti επισημαίνει ότι η Λετονία έχει και την υποδομή (ρωσομάθεια, αυστηρούς κανονισμούς απορρήτου) και τη φιλοδοξία να μετατραπεί σε μια “μίνι Ελβετία” για την απόθεση ή την περαιτέρω διακίνηση κεφαλαίων από τη Ρωσία και το Καζαχστάν, χωρίς οι ρυθμιστικές αρχές να επιδεικνύουν διάθεση για ενοχλητικά ερωτήματα.
Από τις 20 εγχώριες τράπεζες της Λετονίας (μία για κάθε 100.000 κατοίκους!), οι 13 δεν είναι παρά "boutique banks" που στηρίζονται αποκλειστικά σε ξένα κεφάλαια, χωρίς χορηγήσεις σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι προερχόμενες από το εξωτερικό καταθέσεις στις τράπεζες της Λετονίας αντιπροσωπεύουν το ήμισυ του συνόλου (έναντι 43% στην Ελβετία) και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2013 αυξήθηκαν σε ετήσια βάση κατά 17,7%. Σύμφωνα με το Bloomberg, το πρώτο μισό του έτους εισέρρευσαν στη χώρα 1,2 δισ. δολάρια, ενόψει της εισόδου στο ευρώ.
Το μόνο που μοιάζει να προφυλάσσει την Λετονία από την επανάληψη του οδυνηρού “κυπριακού σεναρίου” είναι ότι το δημόσιο χρέος περιορίζεται στο 40,9% του ΑΕΠ, τα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών αντιστοιχούν στο 120% του ΑΕΠ, έναντι 320% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη το 2011, και ότι το 60% του λετονικού χρηματοπιστωτικού συστήματος ελέγχεται από σουηδικές τράπεζες.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτέλεσε βέβαια την κεντρική σκηνή του δράματος της Λετονίας την τελευταία πενταετία, καθώς τα σουηδικά και άλλα κεφάλαια που είχαν εισρεύσει, τροφοδοτώντας τη στεγαστική φούσκα, αποσύρθηκαν απότομα το 2008, με αποτέλεσμα η χώρα να απωλέσει το 25% του ΑΕΠ της μέσα σε οκτώ τρίμηνα και η εγχώρια ζήτηση να υποχωρήσει κατά 42%.
Η διεθνής στήριξη, με δάνειο ύψους 7 δισ. ευρώ, κατέστη αναπόφευκτη. Όμως, παρά τις περί του αντιθέτου συστάσεις του ΔΝΤ, η Ρίγα εισάκουσε τις αυστηρές συστάσεις των Βρυξελλών και δεν αποχώρησε από τον “προθάλαμο” του ευρώ όπου ήταν “κλειδωμένο” το νόμισμά της. Αντ΄ αυτού, επέλεξε την εσωτερική υποτίμηση, με μέτρα λιτότητας ύψους 16% του ΑΕΠ, με μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 28% και εξάρθρωση της αγοράς εργασίας (ο κατώτερος μισθός διαμορφώνεται στα 283 ευρώ μηνιαίως). Προστατεύτηκαν έτσι τα στεγαστικά δάνεια σε ξένο νόμισμα, ενώ το φορολογικό σύστημα παρέμεινε δυσανάλογα προσανατολισμένο στην επιβάρυνση της εργασίας και οι συντελεστές φορολόγησης των ακινήτων και των κεφαλαιακών κερδών διατηρήθηκαν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Για τις Βρυξέλλες, η Λετονία αποτελεί βέβαια παράδειγμα προς μίμηση, εφόσον οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πλέον οι υψηλότεροι στην Ε.Ε.: 5,5% το 2011, 5,6% το 2012 και 4,5% το τρίτο τρίμηνο του 2013. Ωστόσο, ο Olivier Blanchard του ΔΝΤ συνιστά επιφύλαξη στην εξαγωγή ευρύτερων συμπερασμάτων, ενώ ο νομπελίστας Paul Krugman των New York Times πολύ πιο ωμά υποστηρίζει: “Οι έπαινοι για τη Λετονία μας λένε περισσότερα για το τί θέλει να πιστεύει η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ και λιγότερα για τις πραγματικότητες της λετονικής εμπειρίας. Στο ερώτημα: “τι μαθήματα προσφέρει η Λετονία για τις άλλες χώρες και το ευρώ εν γένει”, η απάντηση εν συντομία είναι: “κανένα”...
Πράγματι, το μυστικό του “λετονικού θαύματος” είναι η μετανάστευση του 10% των Λετονών στο εξωτερικό, με την στατιστική υπηρεσία να προβαίνει σε διάφορες αλχημείες, ώστε να δείξει ότι ο πληθυσμός διατηρείται πάνω από το συμβολικό όριο των δύο εκατομμυρίων. Το νεώτερο και καλύτερα καταρτισμένο τμήμα του εργατικού δυναμικού έχει εγκαταλείψει τη χώρα και μόνο το 20% των νέων αυτών μεταναστών έχει την πρόθεση να επαναπατριστεί εντός πενταετίας.
Πολιτικά, εκτός της μετανάστευσης, η εκτόνωση των αντιδράσεων, που πήραν τη μορφή απεργιών και διαδηλώσεων στις αρχές του 2009, στηρίχθηκε στην πάγια αντιπαράθεση των Λετονών με τη ρωσόφωνη μειονότητα, γεγονός που επέτρεψε την επανεκλογή της κυβέρνησης Dobrovskis στις τελευταίες εκλογές.
Το χαμηλό δημόσιο χρέος απέτρεψε το “σπιράλ θανάτου” που βιώνει ο ευρωπαϊκός Νότος, ενώ ο ανοιχτός χαρακτήρας της λετονικής οικονομίας (οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 60% του ΑΕΠ) συνέβαλε στην ανάκαμψη. Ωστόσο, η αποβιομηχάνιση είναι δεδομένη και το κύριο εξαγώγιμο προϊόν, ήτοι η ανεπεξέργαστη ξυλεία (το 44% της επιφάνειας της Λετονίας καλύπτεται από δάση) δεν έχει αξιοποιηθεί για την δημιουργία κλάδος υψηλής προστιθέμενης αξίας (π.χ. χαρτοποιία).
Πρόκειται για μιαν εικόνα εξαιρετικά αντιφατική και με πολλές τοπικές ιδιαιτερότητες, ώστε να μιλά κανείς για “παράδειγμα προς μίμηση” στην ευρωζώνη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ