Το αποτέλεσμα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. στις ευρωεκλογές μπαίνει σε διάφορες ‘’ζυγαριές’’ τις τελευταίες ημέρες: Άλλοτε με το αποτέλεσμα του Ιουνίου του ’12 άλλοτε με το αποτέλεσμα των ΜΕΡΑ-ΕΝΑΝΤΙΑ και άλλοτε συγκριτικά με το αποτέλεσμα των Αυτοδιοικητικών Εκλογών σε κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις ενός σχετικά πλούσιου μετεκλογικού διαλόγου.
Ακόμα και σε λιγότερο ή περισσότερο αποκλίνουσες ερμηνείες του αποτελέσματός μας αλλά και των δυναμικών που καταγράφονται από τις εκλογικές μάχες, μια κοινή συνισταμένη προκύπτει πάντα γύρω από το σχήμα της ‘’επιβεβαίωσης της καταγραφής μας ως διακριτού πολιτικού ρεύματος΄’, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ερμηνείας και ανάλυσης τα τελευταία χρόνια. Σε μια προσπάθεια συμβολής ωστόσο στον διάλογο, θα πρέπει να δούμε με ειλικρίνεια και την τόλμη της αυτοκριτικής μερικά στοιχεία- είναι άλλωστε σημαντικό, όχι τόσο για να ερμηνεύσουμε το 0,7%, όσο για να δούμε τις προκλήσεις του επόμενου διαστήματος και την απόσταση που έχουμε από τον πραγματικό πήχη των καθηκόντων μας:
Η ύπαρξη του πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. και της εκτός των τειχών αριστεράς δεν τέθηκε σε κάποιο σημείο σε αμφισβήτηση, ούτε περίμενε τις ευρωεκλογές για να αποδειχθεί: Αν υπάρχει εδώ ένα ερώτημα είναι το γιατί παρατηρούμε την μεγάλη αναντιστοιχία ανάμεσα στην πολιτική και κοινωνική δράση και την εκπροσώπηση της πολιτικής μας πρότασης. Αυτή η συζήτηση ίσως και να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το να ανακηρύξουμε τις εκλογές ‘’μη επαναστατική’’ πρακτική. Ίσως πάλι, μπορέσει και να δώσει μια μικρή ώθηση στην αβάσταχτη στασιμότητα της ‘’αντικαπιταλιστικής αριστεράς’’ σε μια περίοδο εκρηκτικών αντιθέσεων αλλά και αντιφάσεων: Η με το ζόρι ‘’δεξιά στροφή’’ που απολογίζουν διάφορα κείμενα σε μια χώρα που εκλέγει αριστερά ως πρόταση εξουσίας δεν μπορεί να ‘’κρύψει’’ πραγματικά ερωτήματα: Σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης από πότε περιμένει κάποιος μονοσήμαντες ποιότητες σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα; Αν είναι σαφές ότι η σαφής υποχώρηση του μπλοκ εξουσίας δεν απελευθερώνει μόνο ριζοσπαστικές δυναμικές αλλά και πιο σκοτεινές αποχρώσεις (Χ.Α., μαφίες στους δήμους), άλλο τόσο είναι ότι οποιαδήποτε τέτοια υποχώρηση σηματοδοτεί και μεταβολές στα ερωτήματα: Σήμερα, όσο γίνεται προσπάθεια να στεγανοποιηθεί και να ‘’κλείσει’’ η ηγεμονία της ευρωπαικής προοπτικής της Ελλάδας, τόσο προκύπτουν δυναμικά ερωτήματα μιας άλλης πορείας και ριζικής αμφισβήτησης του υπάρχοντος προτύπου. Η αδυναμία της αριστεράς να απαντήσει ερωτήματα που αφορούν μια άλλη προοπτική, με όρους στρατηγικούς και όχι με όρους ‘’διορθώσεων’’ ή δίκαιης διαμαρτυρίας, είναι βασικό κομμάτι στο παζλ των αντιθέσεων και αντιφάσεων του εκλογικού αποτελέσματος.
Σε ένα τέτοιο πεδίο, δηλαδή στην αναγνώριση πολιτικών διακυβευμάτων και συνδεδεμένων στην στρατηγική μας ‘’στιγμών’’ της πολιτικής συγκυρίας και του ταξικού συσχετισμού δύναμης θα πρέπει να δούμε και να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. στις Ευρωεκλογές: Πριν αναγορεύσουμε το αποτέλεσμα καλό ή κακό, πολύ πριν επαναλάβουμε τα μοτίβα της ‘’καταγραφής ρεύματος’’ είναι αναγκαίο να αποτιμήσουμε ότι ήταν ένα αποτέλεσμα αναμενόμενο (στην τάξη μεγέθους) και σε όψεις, χρονικό μιας προαναγγελθείσας χλιαρής και άχρωμης καταγραφής. Σε αυτήν την πραγματικότητα δεν χωράνε απλοικές και πρόχειρες αναλύσεις. Αναφέρεται σε κείμενα ότι μας πήρε πολύ χρόνο η συζήτηση για την συμπόρευση την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ορίσει νέα διλήμματα από τις βουλευτικές του ’12: Είναι αλήθεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ ηγεμόνευσε επί του συνόλου της αριστεράς όταν έβαλε το πρόταγμα της «κυβέρνησης της αριστεράς» πριν τις εκλογές του Μαΐου του 12 και μάλιστα με έναν λόγο πιο αριστερό και ενωτικό από τον σημερινό. Την ίδια περίοδο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρνιόταν την εκλογική συμπόρευση με μια αριστερή διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και αρνιόταν να μπει σε μια κουβέντα για το τι μπορεί να σημαίνει αριστερή κυβέρνηση με πρόγραμμα ρήξης και ανατροπής εκτός ΕΕ. Έκτοτε, οι ολιγωρίες σε μια συζήτηση που θα μπορούσε και θα έπρεπε να αποτελέσει το βασικό στίγμα στην στρατηγικού χαρακτήρα συζήτηση που ανοίγει και στην αριστερά, σκόρπισαν μόνο μια αίσθηση στασιμότητας και business as usual –ταυτόχρονα, όξυνε φυγόκεντρες και αυτόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που εκφράστηκαν σε διάφορες όψεις, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την γεωμετρία των δυνάμεών μας στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτή ωστόσο η πολιτική στασιμότητα και (στρατηγική τελικά) αμηχανία δεν αποτελεί μια ‘’κακή στιγμή’’ αλλά απότοκο μιας ολόκληρης πορείας.
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. κουβαλάει μαζί της την ελπίδα, τα υλικά και τα σκαριφήματα για μια άλλη αριστερά, αλλά κουβαλάει μαζί της και τα κουσούρια, τα προβλήματα και τις αγκυλώσεις των ίδιων υλικών της. Κουβαλάει ένα πολύ μεγαλύτερο από το μπόι της φορτίο της αριστεράς που γνώρισε την παγκόσμια ήττα και στάθηκε διαμαρτυρόμενη και αμυνόμενη, ανήμπορη να διεκδικήσει με ηγεμονικούς όρους μια πρόταση εξουσίας: Η επαναστατική τομή μετασχηματίστηκε ως μια στιγμή που θα έρθει ελέω συγκυρίας και όχι μέσα από την δράση της. Υποτίμησε την πολιτική εκπροσώπηση και έννοιες όπως πρόγραμμα, διεκδίκηση, συμμαχίες, σύνδεση τακτικής με στρατηγική.
Στο ίδιο πλαίσιο αντιφάσεων κινούμαστε, οξυμένο στην εποχή της σκληρής καπιταλιστικής επίθεσης αλλά και της ενδεχόμενης ανάδειξης μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. των σκληρών και μαχητικών κοινωνικών συγκρούσεων, της αταλάντευτης αντί-ΕΕ παρέμβασης συμπορεύεται συνεχώς με την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. που αδυνατεί να προχωρήσει μετωπικές ενότητες κοινών στόχων, που βάζει πίσω τον προγραμματικό της αντι-ΕΕ λόγο προς έναν βερμπαλιστικό αντικαπιταλισμό, ζητώντας τελικά να καταγράψει άλλο ρεύμα από αυτό που στην πραγματικότητα εκφράζει. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που ταλαντεύεται (και σε μέρος της είναι εντελώς εκτός) στο Χαλάνδρι και που στην Πάτρα είναι ως ‘’δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ’’ που κατεβαίνουν σε ένα μετωπικό, ριζοσπαστικό, αντί-διαχειριστικό σχήμα με ιστορία στον λαό της πόλης, σε ένα νεόκοπο αντικαπιταλιστικό σχήμα καταγραφής, και σε ένα ψιθυριστό ‘’κανένα από τα δυο’’. Που διαμορφώνει και χτίζει σχήματα εκεί που δεν υπήρχαν συσπειρώνοντας κρίσιμες μάζες αγωνιστών, αλλά και δυναμιτίζει την ενότητα ήδη διαμορφωμένων σχημάτων, πλατιάς γεωμετρίας και απήχησης, όπως στου Ζωγράφου. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ που παρά τα λάθη και την ολιγωρία μετά τις πετυχημένες αυτοδιοικητικές εκλογές του ’10 καταφέρνει εκ νέου να καταγράψει σημαντικά και ευδιάκριτα στον πολιτικό χάρτη ποσοστά σε δήμους και περιφέρειες, αλλά δεν μπόρεσε να πείσει το ίδιο δυναμικό να την στηρίξει στις Ευρωεκλογές. Ακροβατώντας συνεχώς ανάμεσα στην αναμέτρηση με μια αυτοτελή πολιτική μάχη και με το σχήμα της ‘’καταγραφής αντικαπιταλιστικού ρεύματος’’, δηλαδή ανάμεσα σε μια νέα εκδοχή του ‘’τρεις κάλπες, μια ψήφος’’ και ανάμεσα στην παρουσία ανθρώπων της στους καθημερινούς αγώνες της γειτονιάς, στην σύνδεση του ειδικού με το γενικό, στην επιμονή πλατιών συσπειρώσεων για την επίτευξη μικρών και μεγαλύτερων νικών κόντρα στους καιρούς.
Μια ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. που ζητά να καταγράψει κάτι άλλο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι, δηλαδή μια αριστερά με λόγο και ρόλο και στην έκβαση των πολιτικών ερωτημάτων, με μια ζωντανή επεξεργασία ενός άλλου δρόμου σε επίπεδο προγράμματος και συμμαχιών, σε μια in vivo προσπάθεια μετάβασης από την αριστερά της διαμαρτυρίας στην αριστερά της εξουσίας. Γιατί εδώ, ο ευρωσκεπτικισμός, δηλαδή η άρνηση του βασικού πεδίου που διεξάγεται η κουβέντα στην ‘’κορυφή’’, το βασικό πεδίο της παραμένουσας ηγεμονίας των αστικών δυνάμεων, δεν είναι προνόμιο μόνο των δεξιών και ακροδεξιών δυνάμεων του πολιτικού χάρτη. Εδώ, η αταλάντευτη και ανυποχώρητη στράτευση στις δυνατότητες του κοινωνικού αγώνα έχουν πρόσωπα, αγωνιστές, συσπειρώσεις σε χώρους και γειτονιές. Εδώ, το ερώτημα της εξουσίας για την αριστερά δεν είναι προνόμιο των εγγυήσεων στη Δύση του ΣΥΡΙΖΑ ή της μετάθεσης σε άλλο χωροχρόνο του ΚΚΕ, αλλά μια μάχιμη και ζωντανή διεργασία στους κόλπους του ίδιου του κινήματος. Η παραπάνω ριζοσπαστική αριστερά, δεν εκπροσωπείται στο 0,7%. Ούτε καν περιορίζεται στην ‘’καταγραφή’’ του 2,3%. Τα παραπάνω, δεν είναι αποτελέσματα του ‘’ρεύματος’’ και του ‘’ρόλου’’ μας, είναι αποτελέσματα των επιλογών μας. Ένας πολιτικός σχηματισμός άλλωστε, ανάλογα και με την ιδιαίτερη συγκυρία των επιλογών του, δεν μπορεί παρά να καταγράφει ‘’τμήμα’’ της δυναμικής του πολιτικού του ρεύματος. Αλλιώτικα, η στράτευση σε ένα πολιτικό σχέδιο δεν ταυτίζεται πάντα με την στράτευση σε έναν πολιτικό σχηματισμό.
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. δεν έδωσε την πολιτική μάχη των Ευρωεκλογών ως αυτό που πραγματικά ήταν: Μια αναμέτρηση με την ‘’αυτονόητη’’ σε μνημονιακές και αντιμνημονιακές δυνάμεις ευρωπαική προοπτική του κοινωνικού σχηματισμού, μια αναμέτρηση με το ερώτημα μιας άλλης πορείας για τον συσχετισμό δυνάμεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχτιζε καιρό τις απαντήσεις της: Και στο επίπεδο του προγράμματος και στο επίπεδο της μετωπικής πολιτικής. Απαντήσεις που δίνει και διαμορφώνει καθημερινά στην κοινωνική και πολιτική της πρακτική. Το ότι απέτυχε να ανταποκριθεί στις πραγματικές προκλήσεις της εποχής μπορεί να ερμηνευτεί ποικιλοτρόπως στον εσωτερικό διάλογο και σε εκτιμήσεις με χρόνο ζωής την τοποθέτηση σε ένα αμφιθέατρο. Στον κόσμο της αριστεράς και του αγώνα ωστόσο, εκεί που πραγματικά αναμετράται και του οποίου τις προσδοκίες διέψευσε, οι δικαιολογίες και οι εύκολες αναγνώσεις δεν είναι αρεκετές. Χρειάζονται τολμηρά βήματα διόρθωσης και αυτοκριτικής.
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. δεν χρειάζεται εσωστρέφεια άλλωστε: Από τέτοια είχε μπόλικη και μάλιστα την ώρα που έξω από το παράθυρο η κοινωνική ένταση ήταν ισχυρή, σαν στην ταινία ‘’Οι Ονειροπόλοι’’ του Μπερτολούτσι. Ούτε να στοχαστεί πάνω σε παλιά ερωτήματα και δίπολα, σαν να αρχίζει πάλι από την αρχή να νοηματοδοτεί το ρόλο της μετά τις Ευρωεκλογές. Δεν βρισκόμαστε στο 0, ούτε ‘’ανοίγουμε τώρα την κουβέντα’’. Το προγραμματικό χτίσιμο του μεταβατικού άλλου δρόμου μιας αριστερής πρότασης εξουσίας σε σοσιαλιστική προοπτική, η ολοκλήρωση των ‘’ημιτελών μετατοπίσεων’’ στον ευρύτερο χώρο της εκτός των τειχών, μαχόμενης αριστεράς μέσα από μια πλατιά, μετωπική πρόταση συμπόρευσης, η επιμονή και πίστη στους κοινωνικούς αγώνες του επόμενου διαστήματος, το χτίσιμο πάνω στις εκπροσωπήσεις σε δήμους και περιφέρειες, η ανασυγκρότηση και αναδιάταξη σε χώρους που δίνεται ο καθημερινός αγώνας όχι ως ρεύμα που καταγράφει τον αντικαπιταλισμό, αλλά ως μάχιμο επαναστατικό ρεύμα που δίνει πολιτικές μάχες με την στρατηγική στο τιμόνι, όλα είναι μια ήδη υπάρχουσα διεργασία που όσο και να σκοντάφτει πάνω στα σκουριασμένα συμπτώματα παλιών ασθενειών, πρέπει να ολοκληρωθεί συλλογικά και αποφασιστικά.
Αν όλα τα παραπάνω απαιτούν μικρές τομές, μετατοπίσεις, συντροφική κριτική και αυτοκριτική, ή ακόμα και αν απαιτούν ρήξεις και αλλαγή υποδείγματος για την συγκρότηση και παρέμβαση της επαναστατικής αριστεράς, δεν παύουν να δείχνουν συνεχώς το σημείο που πρέπει να βάλουμε τον πήχη.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ