Το παρακάτω σύντομο κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2006 στο τεύχος 13 του Εκτός Γραμμής, ως αποχαιρετισμός εκ μέρους της συντακτικής ομάδας του περιοδικού στον Σαρλ Μπεττελέμ, που είχε φύγει από τη ζωή δύο μήνες νωρίτερα, στις 20 Ιουλίου. Το επαναδημοσιεύουμε σήμερα, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου γάλλου μαρξιστή θεωρητικού, ως ελάχιστη υπόμνηση για μια από τις σημαντικότερες απόπειρες αναμέτρησης με τα πραγματικά, υλικά και πρωτότυπα προβλήματα των μετεπαναστατικών κοινωνικών σχηματισμών στον 20ο αιώνα.
Πέθανε στο Παρίσι στις 20 Ιουλίου ο Σαρλ Μπεττελέμ, ένας απ’ τους σημαντικότερους μαρξιστές διανοητές του 20ου αιώνα. Ο Σαρλ Μπεττελέμ είχε στρατευτεί στην υπόθεση του κομμουνισμού από νεαρή ηλικία. Από το 1933 μετέχει στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών και το 1935 γίνεται μέλος του ΚΚΓ. Το 1936 διαμένει για πέντε μήνες στη Μόσχα όπου εργάζεται σε διάφορες θέσεις (γνωρίζει ήδη ρώσικα). Επιστρέφοντας στο Παρίσι εκφράζει ευθέως επιφυλάξεις για την κατάσταση που επικρατεί στην ΕΣΣΔ («υπάρχει κάτι σάπιο […] στο πολιτικό εποικοδόμημα της ΕΣΣΔ») με αποτέλεσμα να «ανασταλεί» (τον Ιούλιο του 1937) η ιδιότητά του ως μέλους του κόμματος[1]. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έρχεται σε επαφή με μια τροτσκιστική ομάδα, το Διεθνιστικό Εργατικό Κόμμα, (γράφει μάλιστα μια μελέτη για την γερμανική οικονομία), ενώ έχει ήδη στραφεί σε οικονομικές μελέτες και πρωτίστως στα ζητήματα της σχεδιοποίησης (αντικείμενο της διατριβής που συντάσσει το 1939 είναι η σοβιετική σχεδιοποίηση). Από το 1944 εργάζεται στο Υπουργείο Εργασίας όπου ιδρύει το «Κέντρο κοινωνικών μελετών και διεθνών σχέσεων», ενώ αναλαμβάνει πολλές αποστολές στο εξωτερικό. Το 1948 εκλέγεται διευθυντής ερευνών στην Ecole pratique des hautes etudes. Ασχολείται κυρίως με τα οικονομικά προβλήματα των χωρών του «τρίτου κόσμου» και των «σοσιαλιστικών χωρών» (να σημειώσουμε ότι ποτέ σ’ αυτήν την περίοδο δεν υιοθέτησε αντισοβιετικές θέσεις). Τη δεκαετία του 1950 γίνεται ιδιαίτερα γνωστός σε χώρες του εξωτερικού για τις εργασίες του σε οικονομικά θέματα και ταξιδεύει, μεταξύ άλλων, στην Ινδία, την Κούβα, την Αίγυπτο, την Κίνα μετά από πρόσκληση των κυβερνήσεών τους[2]. Απ’ τη δεκαετία του 1960 και μετά, επηρεασμένος κυρίως απ’ την κινέζικη εμπειρία και ακόμη περισσότερο από την πολιτιστική επανάσταση και τις απόπειρες αναθεμελίωσης του μαρξισμού, έρχεται σε επαφή με τον Αλτουσέρ και τους μαθητές του (μετέχει επίσης στην «ομάδα Σπινόζα» την οποία είχε ιδρύσει ο Αλτουσέρ). Τη δεκαετία του 1970 συνεχίζει μια αξιοθαύμαστη θεωρητική παραγωγή και γράφει επίσης τους δύο πρώτους τόμους των Ταξικών αγώνων στην ΕΣΣΔ, της σημαντικότερης μελέτης που γράφτηκε για την ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ. Μετά τον θάνατο του Μάο γράφει το Μεγάλο άλμα προς τα πίσω, όπου αναλύει την πορεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κίνα. Παράλληλα, από το 1966 μέχρι το 1977 είναι πρόεδρος του Γαλλο-Κινεζικού Συνδέσμου Φιλίας[3] (να σημειώσουμε ότι κρατά αποστάσεις από την Ένωση Κομμουνιστικών Νεολαιών (Μ-Λ), των μαοϊκών μαθητών του Αλτουσέρ, μολονότι συνεργάζεται μαζί τους, επειδή θεωρεί ότι δεν έχουν προχωρήσει σε μια επιστημονική ανάλυση του γαλλικού κοινωνικού σχηματισμού). Τη δεκαετία του 1980 συνεχίζει την μελέτη του για την ΕΣΣΔ τροποποιώντας σε ορισμένα σημεία τις θέσεις του (χρησιμοποιεί πλέον ως κεντρική έννοια τον «κομματικό καπιταλισμό» και όχι τον «κρατικό καπιταλισμό», ενώ κρατά αποστάσεις από την Οκτωβριανή Επανάσταση και πρωτίστως από τα αποτελέσματά της).
Ο Σαρλ Μπεττελέμ άσκησε μεγάλη επιρροή κυρίως κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 στην διεθνή αριστερά. Αν κάτι χαρακτήριζε τη στάση που κράτησε στην ζωή του αυτό είναι η προσπάθειά του να ανιχνεύσει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επέλθει ο κοινωνικός μετασχηματισμός. Δεν επρόκειτο κατά κανένα τρόπο για μια ακαδημαϊκή έρευνα, με τη στενή έννοια του όρου[4]. Ο Σαρλ Μπεττελέμ, που εξακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του να δηλώνει μαρξιστής ή ακριβέστερα μαρξιανός, δεν δίσταζε να τροποποιεί τις θέσεις του με βάση την κοινωνική εμπειρία, δεν δίσταζε να διδάσκεται απ’ τα κινήματα των μαζών, από τις νίκες και τις ήττες τους, δεν δίσταζε να αναλαμβάνει την ευθύνη των θέσεων και των πράξεών του (από το 1936 ήδη), και πρωτίστως ακόμη και σε πολύ δύσκολους καιρούς (τη δεκαετία του 1980) δεν υποχώρησε ούτε σπιθαμή απ’ την ιδέα αλλά και από την ηθική του κομμουνισμού στις οποίες αφιέρωσε τη ζωή του.
[1] Ωστόσο, μέχρι τη δεκαετία του 1960 συνδέεται με διάφορες οργανώσεις-δορυφόρους του κόμματος, θεωρώντας ότι «κανένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί [την επαύριον του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου] να τα καταφέρει στην Ευρώπη χωρίς τη στήριξη ή τη συμπάθεια έστω της ΕΣΣΔ». [Τα δύο αποσπάσματα προέρχονται από το εξαιρετικό κείμενο των F. Denord, X. Zunigo, «Revolutionnairement votre», στο ACTES de la recherche en sciences sociales, τ. 158, 2005.]
[2] Συνομιλεί και συνεργάζεται με προσωπικότητες όπως ο Τσε Γκεβάρα, ο Τσου Εν-Λάι, ο Νεχρού, ο Νάσερ, ο Μπεν Μπελά, ο Χο Τσι Μινχ, κ.α.
[3] Υπήρξε επίσης πρόεδρος για κάποια διαστήματα τόσο του Γαλλο-Κουβανέζικου όσο και του Γαλλο-Βιετναμέζικου Συνδέσμου φιλίας. Αποστασιοποιήθηκε όμως ανοιχτά από την πολιτική του Κάστρο με ένα άρθρο του στην Monde, στις 12 Μαΐου 1971, όπου επεσήμαινε τη σοβιετοποίηση της Κούβας.
[4] Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι όλες οι αποστολές και τα ταξίδια του στο εξωτερικό έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη στάση που κρατούσε, και τις περισσότερες φορές τον έκαναν να αναθεωρεί τις αρχικές του εκτιμήσεις, ακριβώς επειδή -όπως θα έλεγε και ο Αλτουσέρ- «δεν ήθελε να λέει παραμύθια στον εαυτό του» εμπιστευόμενος απλώς τις επίσημες διακηρύξεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ