Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 30 / Αύγουστος 2012
Η εποχή που ζούμε μας καλεί ταυτόχρονα στην αναζήτηση άμεσων λύσεων και σε ευρύτερο αναστοχασμό πάνω σε δεδομένες πολιτικές και αντιλήψεις· σαν να μη φτάνει αυτό, μας στερεί συγχρόνως την πίστη σε μη εφαρμοσμένες ακόμα ουτοπίες και τη δυνατότητα να δράσουμε μέσα σε ελεγχόμενο, εθνικό ή περιφερειακό, πλαίσιο, καθώς μια σειρά από κοινωνικά ζητήματα αποδεικνύεται ότι δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν με τα εργαλεία μιας σχετικά αυτόνομης εθνικής πολιτικής (οποιασδήποτε κατεύθυνσης), χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αλληλεξαρτήσεις και οι παράπλευρες συνέπειες που παράγονται από ένα διεθνοποιούμενο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Ένα τέτοιο ζήτημα πολλαπλών αλληλεξαρτήσεων αποτελεί κατεξοχήν η μεταναστευτική κίνηση. Στο παρόν κείμενο θα εστιάσουμε σε μια σύντομη χαρτογράφηση και ιεράρχηση των παραγόντων που δεν μπορούμε να μη λαμβάνουμε υπόψη μας όταν σκεφτόμαστε πολιτικά για το μεταναστευτικό, με το νου μας πάντοτε στραμμένο στη δυνατότητα πραγματικών λύσεων.
Το σημερινό αδιάκοπο μεταναστευτικό ρεύμα δεν είναι προφανώς ένα καινούργιο φαινόμενο που έρχεται να διαταράξει την επί δεκαετίες εμπεδωμένη «πολιτική συνοχή» των παραδοσιακών εθνών-κρατών, όπως υποστηρίζει ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος. Από ιστορική άποψη έχει συμβεί μάλλον το αντίθετο· οι σύγχρονοι κοινωνικοί σχηματισμοί συγκροτήθηκαν στη βάση της αλληλεπίδρασης μεταξύ πλειοψηφικών και πολιτικά κυρίαρχων σ’ έναν τόπο εθνοτήτων, εθνικών μειονοτήτων και μεταναστευτικών κοινοτήτων, οι οποίες χαρακτηρίζονται τόσο από συγκρούσεις όσο όμως και από την πραγματική δυνατότητα της πολιτιστικής ανταλλαγής και παράλληλης εξέλιξης και της συμβίωσης μέσα από κοινούς δημοκρατικούς θεσμούς και κοινούς αγώνες.
Η εθνική ομοιογένεια δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την οικοδόμηση θεσμών τυπικής αλλά και ουσιαστικής ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης· αντιθέτως, ακόμα και σύγχρονα αστικά καπιταλιστικά κράτη (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ΗΠΑ) έχουν αναπτύξει μια πολιτική αντίληψη για το έθνος ως μια κοινότητα συγκροτούμενη από ποικίλες εθνότητες, οι οποίες αντιλαμβάνονται την ομοιογένειά τους ως παράγωγο της συμβίωσής τους μέσα στην οργανωμένη πολιτεία και όχι ως παράγωγο της κοινής εθνικής καταγωγής.
Η σύγχρονη ρητορική ενάντια στη μετανάστευση, με βάση την αναγκαιότητα της εθνικής ομοιογένειας, είναι μεν ιδεολογικά και ιστορικά σαθρή, όμως το σύγχρονο μεταναστευτικό φαινόμενο διαφοροποιείται πράγματι από τη διαχρονική μετανάστευση, όχι βέβαια επειδή σήμερα έχουμε «δημοκρατικά έθνη-κράτη» που πρέπει να προστατεύσουμε έναντι των παρείσακτων, αλλά επειδή το φαινόμενο έχει πάρει χαρακτηριστικά ειδικά καπιταλιστικού φαινομένου, και μάλιστα της σημερινής φάσης του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Χωρίς πρόθεση αναγωγισμού, τα σύγχρονα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα είναι σύμφυτα με τη διαρκή τάση έντασης της κερδοφορίας του κεφαλαίου· και μάλιστα μιας τάσης υπηρετούμενης από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας με τρόπο ωμό και βίαιο, χωρίς ταυτόχρονη φροντίδα για τη δημιουργία πολιτικών αντισταθμίσεων και διεξόδων που θα αναπαράγουν σε μια βάση σταθερότητας τη νέα πηγή κερδοφορίας. Η νέα αυτή πηγή κερδοφορίας δεν είναι άλλη από τη δημιουργία ενός νέου εργατικού δυναμικού που δεν έχει συγκροτηθεί ως μέρος του συμβιβασμού του κοινωνικού κράτους και δεν έχει αντικειμενικά άμεσες δυνατότητες πολιτικής οργάνωσης και διεκδίκησης καλύτερων όρων εργασίας και κοινωνικής αναπαραγωγής.
Με την υποχώρηση της αποικιοκρατίας, την άνοδο του υπαρκτού σοσιαλισμού ως ανταγωνιστικού παραδείγματος οργάνωσης της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου και την πολιτική ισχύ του εργατικού κινήματος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κεφάλαιο ήταν αντιμέτωπο με δυσχερώς υπερβατά όρια κερδοφορίας. Μία από τις προσφερόμενες λύσεις ήταν η συνέχιση της αποικιοκρατίας με άλλους όρους, αυτή τη φορά στο εσωτερικό των πρώην αποικιοκρατικών χωρών. Η θεσμική και νομική μεθοδολογία που επελέγη κάθε άλλο παρά τυχαία ή αυτονόητη ήταν.
Ο νέος μετανάστης-εργάτης κατηγοριοποιήθηκε από τον νομικό μηχανισμό ως φιλοξενούμενος κάτοικος (resident) και όχι ως πολίτης. Οι αστικές δημοκρατίες εγκατέλειψαν ένα από τα ιδεολογικά τους όπλα, αυτό της τυπικής ισότητας όλων έναντι του νόμου, δημιουργώντας μια δεύτερη κατηγορία πολιτών, διαβιούντων υπό το καθεστώς της προσωρινότητας, υπό τον διαρκή έλεγχο των κρατικών αρχών και εξαναγκασμένων να υποκαθιστούν διαρκώς την ανάγκη για συλλογικότητα και εκπροσώπηση με μια μειονοτική συγκρότηση βασισμένη στην πολιτιστική διαφοροποίηση. Η νομιμοποιητική βάση αυτής της διαφοροποίησης ήταν η παγκόσμια ανισομέρεια της κατανομής του πλούτου, που είχε αποτέλεσμα συνήθως ακόμα και οι συνθήκες εκμετάλλευσης του μετανάστη-εργάτη να παρίστανται ως καλύτερες από τις συνθήκες που επικρατούν στην πατρίδα του. Με την ταυτόχρονη ιδεολογική αποσιώπηση βέβαια της σοβαρής ευθύνης της Δύσης γι’ αυτές τις συνθήκες…
Τη μετα-αποικιοκρατική μεθοδολογία ενίσχυσαν οι πιο παραδοσιακές μορφές αύξησης της κερδοφορίας: ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και η απομύζηση κοινωνικών σχηματισμών υπό κατάρρευση. Η ανάγκη της καπιταλιστικής Δύσης να προσκαλεί και να δημιουργεί κίνητρα για να αποκτήσει μετανάστες-εργάτες, άρχισε στη δεκαετία του ’90 να αντικαθίσταται από την αυθόρμητη κίνηση ανθρώπων παραγωγικής ηλικίας να εγκαταλείπουν τις χώρες τους (ειδικά τις πρώην Ανατολικές χώρες) για να προσφέρουν οι ίδιοι την εργατική τους δύναμη υπό δυσμενείς όρους.
Η μετανάστευση συνέχισε να λειτουργεί ως παράξενο υποκατάστατο της (ανύπαρκτης) διεθνούς αλληλεγγύης και δικαιοσύνης: η υποχρέωση αποζημίωσης των καταληστευμένων αποικιών και των μη ανεπτυγμένων χωρών «διεκδικήθηκε» από τον μετανάστη μέσα από την ελπίδα να απολαύσει καλύτερους όρους ζωής και εργασίας στην αναπτυγμένη Δύση και να συντηρεί συχνά την οικογένειά του στην χειμαζόμενη πατρίδα του. Τα δυτικά κράτη από τη μεριά τους προσάρμοσαν τη θεσμική στρατηγική τους ακόμα περισσότερο προς όφελός τους: πλάι στην κατηγορία του «προσωρινώς φιλοξενούμενου» δημιούργησαν την κατηγορία του «παράνομου».
Έχει μεγάλη αξία να αναγνώσουμε με τον ορθό τρόπο την έννοια της «νομιμότητας», όπως εφαρμόζεται από τον κυρίαρχο λόγο, στο πεδίο του μεταναστευτικού. Παρ’ ότι είναι νοητή (και εν πολλοίς κατανοητή) η έννοια της παράνομης συμπεριφοράς, είναι αδύνατον να κατανοηθεί η έννοια του παράνομου ανθρώπου που η συμπεριφορά του έγκειται μόνο στην προσφορά της εργατικής του δύναμης υπό δυσμενέστερους μάλιστα όρους σε σχέση με το επίπεδο κατακτήσεων των δυτικών καπιταλιστικών κρατών.
Η σημερινή ρητορική της νομιμότητας εδράζεται σε μια εθνικιστική αντίληψη που περιλαμβάνει στην έννοια της κυριαρχίας το δικαίωμα του κυρίαρχου κράτους να καθορίζει αυθαίρετα ποια είναι τα μέλη του. Απέναντι σ’ αυτή την ιδεαλιστική λογική είναι κρίσιμη η μάχιμη αντιπαραβολή μιας αριστερής ριζοσπαστικής λογικής που αντιλαμβάνεται την εργασία και τη συμμετοχή στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος ως αντικειμενική κατάσταση που καθιστά τον άνθρωπο de facto μέλος μιας πολιτικής κοινότητας· το εργατικό δυναμικό έχει και πρέπει να έχει δικαιώματα ούτως ή άλλως, δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια του κράτους να τα αναγνωρίζει ή όχι.
Τα αποτελέσματα της «παρανομοποίησης» [1] κομματιού της εργατικής τάξης έχουν πλέον φανεί στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ρεύμα του 21ου αιώνα. Σε μια συνθήκη διαρκούς υποβάθμισης μεγάλων τμημάτων του αφρικανικού και του ασιατικού χώρου (για τις ανάγκες χρήσης των χωρών ως πεδίων εντεταμένης κερδοφορίας αλλά και λόγω της κοινωνικής διάλυσης που έχει ανεξέλεγκτα πλέον δημιουργήσει αυτή η χρήση) η αυθόρμητη τάση ομάδων ανθρώπων να περάσουν τα σύνορα με τις γειτονικές χώρες αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, ενισχύθηκε από την οργάνωση και αναβάθμιση δουλεμπορικών κυκλωμάτων, με τεράστιες δυνατότητες κερδοφορίας και με κέρδη διανεμόμενα και στους κρατικούς μηχανισμούς.
Η αρχική «παρανομοποίηση» της εισόδου και της διαμονής χωρίς χαρτιά ολοκληρώθηκε εξωτερικά με τα δουλεμπορικά κυκλώματα, εσωτερικά με τη διοχέτευση των μεταναστών στην παραγωγική διαδικασία του μαύρου κεφαλαίου, της οποίας προφανώς δεν ηγούνται οι μετανάστες αλλά η μαφία και οι εκτελεστικοί βραχίονες της κρατικής καταστολής (παραστρατιωτικές ομάδες, ακροδεξιοί, παρακρατικά στοιχεία, φεουδάρχες με επιρροή εντός και εκτός των κρατικών θεσμών).
Εδώ και λίγα χρόνια έχουμε βρεθεί πλέον στο σημείο που οξύνονται οι αντιφάσεις του φαινομένου της μετανάστευσης σε βαθμό έκρηξης. Οι δεκαετίες δυσμενών διακρίσεων των μεταναστών-εργατών μέχρι του σημείου της παρανομοποίησης, σε συνδυασμό με την αδράνεια του ντόπιου εργατικού κινήματος, έχουν εμποδίσει τη δυνατότητα μαχητικής εκπροσώπησης των μεταναστευτικών κοινοτήτων στην παρέμβαση για τη διαμόρφωση των κρατικών και διακρατικών πολιτικών. Η αναβάθμιση της παρανομοποίησης σε επίπεδο οργανωμένου εγκλήματος διαστρέφει την όποια ορθολογικότητα της μεταναστευτικής ροής (κίνηση προς χώρες που υπάρχει δυνατότητα εργασίας και ενδεχομένως φυσιολογική επιστροφή στις χώρες καταγωγής μέρους των μεταναστών, προς όφελος των ίδιων των πατρίδων τους που στερούνται την αφρόκρεμα του παραγωγικού δυναμικού τους).
Η πολυετής άρνηση των χωρών της ΕΕ να συμπεριφερθούν δημοκρατικά και να προσαρμόσουν τους θεσμούς τους σε μια κατεύθυνση ισότητας του νέου ποικιλόμορφου εργατικού δυναμικού συνεπικουρείται από την αναβίωση αντιδραστικών αντιλήψεων περί εθνικής μονοκαλλιέργειας και πολιτιστικών «ορίων αντοχής». Η συνεχιζόμενη πολιτική και οικονομική καταπίεση των ασιατικών και αφρικανικών χωρών και η στήριξη διεφθαρμένων και απολυταρχικών ελίτ από τη Δύση καθιστά αδύνατη τη φυσιολογική επιστροφή μεταναστών. Το βασικό αποτέλεσμα της πολιτικής της ΕΕ είναι πλέον η δημιουργία ενός Πέμπτου Κόσμου που διαβιώνει μεταξύ συνόρων και επικίνδυνων οδών διέλευσης, κέντρων κράτησης και περιθωριακών δραστηριοτήτων απόλυτης εκμετάλλευσης – και μάλιστα σε φαύλο κύκλο.
Στην Ελλάδα βιώνουμε με τη μεγαλύτερη ένταση τις ανισομέρειες στην ευθύνη για το μεταναστευτικό φαινόμενο. Από γεωπολιτικής άποψης, χώρα-transit (και λόγω θέσης και λόγω συνόρων με την Τουρκία), πολλαπλώς όμως ωφελημένη από τη μετανάστευση –βασικό πυλώνα της «εκσυγχρονιστικής» ανάπτυξης με όρους υπερεκμετάλλευσης– η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ανθρωποφύλακα της ΕΕ και επιμένει στην πολλαπλώς αποτυχημένη και αδιέξοδη στρατηγική της παρανομοποίησης, προσθέτοντας προσφάτως και τη μέθοδο της τρομοκρατίας από ακροδεξιές παρακρατικές ομάδες συμφερόντων. Η στρατηγική αυτή αποδεικνύει και την πραγματική φύση του καπιταλισμού· ακόμα και σε συνθήκες αδιεξόδου και κοινωνικής διάλυσης, οι κυρίαρχες τάξεις συμβιβάζονται με την όποια πολιτική, αρκεί να τους επιτρέπει την απομύζηση των εργαζομένων.
Αντί της εμμονής στην ορθολογική κατανομή του μεταναστευτικού ρεύματος εντός ευρωπαϊκών κρατών, τη συμβολή στην εξάρθρωση των δουλεμπορικών κυκλωμάτων, την αρωγή στις χειμαζόμενες χώρες και την αναγνώριση δικαιωμάτων στους μετανάστες ώστε να σπάσει ο φαύλος κύκλος της παρανομοποίησης, το ελληνικό κράτος επιλέγει τη συνέχιση της ανθρωπιστικής κρίσης, μη θέλοντας να απολέσει τα οφέλη από ένα ολοένα και πιο εξαθλιωμένο εργατικό δυναμικό.
Είναι επιτακτική όσο ποτέ μια δραστική αλλαγή πολιτικής αλλά και συνολικού παραδείγματος, η οποία πλέον θα είναι επιπροσθέτως επιβαρυμένη και με την επίτευξη μιας αποτελεσματικότητας σε διεθνές επίπεδο, αυξάνοντας την ανάληψη ευθυνών από τα άλλα δυτικο-ευρωπαϊκά κράτη και συμβάλλοντας στην αρχή μιας δημοκρατικής και οικονομικής αναγέννησης των χωρών παραγωγής προσφύγων και μεταναστών, πάντοτε βέβαια με βάση, και όχι με μακρινό στόχο, τη διευρυνόμενη απονομή δικαιωμάτων στους μετανάστες και το σπάσιμο του φαύλου κύκλου της παρανομοποίησης.
* «…aux vaillants de l’ immigration clandestine…», απόσπασμα επιγραφής από το μνημείο Yad Vashem, αφιερωμένο στο Ολοκαύτωμα.
[1] Ο όρος της «παρανομοποίησης», αν και λίγο κακόηχος, εντούτοις τονίζει ορθά το χαρακτήρα της νομιμότητας ως θεσμικής επιλογής του κράτους και όχι ως κατάστασης που απλώς ο νόμος διαγιγνώσκει. Το κράτος επιλέγει ουσιαστικά να αποκλείσει μια μερίδα ανθρώπων από τη χάρτα των δικαιωμάτων, χωρίς να υπάρχει κάποιο έστω και τυπικό νομιμοποιητικό έρεισμα γι’ αυτόν τον αποκλεισμό. Η πατρότητα του όρου ανήκει στις Αυτόνομες Ομάδες (Η παρανομοποίηση της εργασίας ως κρατική στρατηγική για τη μετανάστευση, 2009).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ