Λιγότερο από τρεις μήνες μετά από το ηχηρό ΟΧΙ στο δημοψήφισμα είναι σαφές ότι το τραύμα που άφησε η απότομη μετάβαση από την αγωνιστική ανάταση στην ταπεινωτική αναδίπλωση είναι ιδιαίτερα βαθύ.
Το συναντάς στην απογοήτευση, στην κουβέντα «όλοι ίδιοι είναι» που ακούγεται ξανά, στο ερώτημα «μπορούν τα πράγματα να πάνε αλλιώς;». Βέβαια, καμιά και κανείς δεν θα σου πει ούτε για τις «θετικές» πλευρές των μνημονίων, ούτε για τα «ισοδύναμα» και τα «παράλληλα προγράμματα. Όμως, θα νιώσεις ότι η ελληνική κοινωνία μπορεί να είναι οργισμένη, αλλά ταυτόχρονα αισθάνεται και προδομένη. Είναι μια κοινωνία που της έκλεψαν την ελπίδα.
Αυτή είναι στην πραγματικότητα η πιο αρνητική και επικίνδυνη πλευρά της απόφασης της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ να περάσει στην απέναντι πλευρά και στο μνημονιακό στρατόπεδο. Ταυτίζοντας την Αριστερά με την συμμόρφωση στους δανειστές, τα μνημόνια και τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, προσέφεραν στις κυρίαρχες δυνάμεις μια πολύ μεγάλη υπηρεσία: έστειλαν το μήνυμα ότι όντως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από τα μνημόνια.
Μόνο που αυτή είναι μόνο μία πλευρά της πραγματικότητας. Η άλλη είναι ότι η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά πολωμένη ανάμεσα στη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών στρωμάτων, το «λαό του ΟΧΙ» και όλους εκείνους που στρατεύτηκαν στο ΝΑΙ γιατί τους το υπαγόρευσε το ταξικό τους συμφέρον. Η απονομιμοποίηση και των μνημονίων και του «ευρωπαϊκού δρόμου» παραμένει μεγάλη. Η διάθεση για σύγκρουση παραπάνω από υπαρκτή. Αυτό, όμως, που λείπει είναι η πραγματική εμπιστοσύνη στη δυνατότητα να υπάρξει και να επιβληθεί ένας άλλος δρόμος.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι βλέπουμε, δημοσκοπικά τουλάχιστον, τον κόσμο του αγώνα να επιστρέφει σε πρακτικές «μικρότερου» κακού ή να ετοιμάζεται να κατευθυνθεί προς την ψήφο διαμαρτυρίας σε τυχάρπαστους σχηματισμούς. Είναι και αυτό μια αντανάκλαση της απουσίας ενός ορατού πόλου ελπίδας.
Με αυτή την πραγματικότητα και με αυτές τις προκλήσεις αναμετριέται η Λαϊκή Ενότητα. Σίγουρα, κουβαλάει αρκετές χνάρια και προβλήματα από το παρελθόν, «σκουριές» από τις παλιές διαδρομές και συνήθειες της Αριστεράς: από τη γραφειοκρατική νοοτροπία και την πολιτική «από τα πάνω» μέχρι την υποτίμηση της προγραμματικής δουλειάς προς όφελος της γενικής συνθηματολογίας. Δεν αποτελεί ακόμη την έμπρακτη αυτοκριτική για τον βαθύ κυβερνητισμό της Αριστεράς. Δεν είναι το γέννημα του ίδιου του λαού του όχι, αλλά πρωτοβουλία ρευμάτων και αγωνιστών που θέλουν να δώσουν σχήμα και προοπτική στη δυναμική του «όχι μέχρι τέλους». Δεν μπόρεσε μέσα στις καταιγιστικές εξελίξεις να συγκροτηθεί ως πραγματική συνάντηση ανάμεσα σε πολιτικά ρεύματα και κοινωνικές δυναμικές.
Όμως, η Λαϊκή Ενότητα είναι εδώ. Και είναι ο κατεξοχήν χώρος που δοκιμάζει να μιλήσει για το αναγκαίο μέτωπο γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα και να κάνει βήματα που προς τα εκεί. Που πηγαίνει κόντρα στη λογική της αναδίπλωσης σε μια πολιτική «ιστορικής ταυτότητας» που ακολουθούν άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Που αρνείται την εύκολη λύση του αναχωρητισμού σε μια επαναστατική ρητορεία που δεν μπορεί να συγκαλύψει την απροθυμία αναμέτρησης με τις σημερινές προκλήσεις.
Όμως, τα δύσκολα για τη Λαϊκή Ενότητα είναι από εδώ και πέρα. Είναι σαφές ότι δεν μας αρκεί απλώς ένας πόλος αριστερής διαφοροποίησης, έστω και με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Αυτό που χρειάζεται είναι όντως να δούμε με ποιο τρόπο θα διαμορφώσουμε το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο που θα μπορέσει να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά μιας νικηφόρας ανατροπής, το μέτωπο που θα βάλει τέλος στην τωρινή αναντιστοιχία ανάμεσα στο τοπίο της Αριστεράς και δυναμικές στην κοινωνία. Και αυτό βάζει συγκεκριμένες προτεραιότητες.
Πρώτον, χρειάζεται να ανασυγκροτήσουμε την ίδια τη συλλογικότητα του λαού στην αντίσταση και την αλληλεγγύη. Η σημερινή κατάσταση του λαϊκού κινήματος αντανακλά όλα τα αποτελέσματα των χρόνων της μνημονιακής καταστροφής. Πλάι στους σημαντικούς πόλους αντίστασης που υπάρχουν στο συνδικαλιστικό κίνημα στο δημόσιο, υπάρχει και η τραγική αναμέτρηση με την παρατεταμένη ανεργία, την τρομακτική επισφάλεια, την ένταση της εργοδοτικής τρομοκρατίας, την αντιμετώπιση της νεολαίας ως αναλώσιμου υλικού. Αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί με παραδοσιακούς συνδικαλιστικούς τρόπους. Χρειάζονται νέες μορφές συλλογικότητας, αντίστασης και αλληλεγγύης. Χρειάζεται να πιάσουμε το νήμα από τις εμπειρίες σύγχρονου ταξικού συνδικαλισμού βάσης, τη μεγάλη εμπειρία των ΕΑΑΚ και άλλων σχημάτων που είναι ραχοκοκαλιά του φοιτητικού κινήματος, τα ριζοσπαστικά τοπικά σχήματα που πήγαν πέρα από τη λογική της «προοδευτικής δημοτικής αρχής». Η Αριστερά της ανατροπής δεν μπορεί παρά να είναι η Αριστερά που θα μπορέσει να βάλει πλάτη σε αυτή τη μάχη. Το ίδιο ισχύει για την επείγουσα ανάγκη να ανασυγκροτηθούν τα δίκτυα αλληλεγγύης και να υπάρξουν ξανά μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης στη νέα φάση του «παρατεταμένου λαϊκού αγώνα» ενάντια στα μνημόνια. Χωρίς ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου, χωρίς ανασυγκρότηση του λαού ως υποκειμένου αντίστασης και διεκδίκησης μέσα στους ίδιους τους όρους αναπαραγωγής των υποτελών τάξεων, ανασύνθεση ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν μπορεί να υπάρξει, μόνο παραλλαγές της Αριστεράς της ήττας.
Δεύτερον, είναι επιτακτικό να ξεφύγουμε από την αντίληψη του προγράμματος ως απλών αιχμών. Είναι σαφές ότι μεγάλο μέρος των υποτελών τάξεων έχει ανάγκη να ακούσει μια εναλλακτική αφήγηση, έναν πραγματικό «οδικό χάρτη» για τη ρήξη με το ευρώ, τη διαγραφή του χρέους και την παραγωγική ανασυγκρότηση. Θέλει να βάλει πλάτη σε μια τέτοια συλλογική προσπάθεια. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να πάμε μακριά με την ιδιότυπη οκνηρία της ριζοσπαστικής Αριστεράς να επεξεργαστεί συγκεκριμένες ριζοσπαστικές εναλλακτικές προτάσεις που και να πατάνε πάνω στον πυρήνα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα και να αντλούν έμπνευση από τις ίδιες τις εμπειρίες, τις γνώσεις και τις αναζητήσεις των ίδιων των αγωνιστών.
Τρίτον, χρειαζόμαστε μια πραγματική διαδικασία συνάντησης ανάμεσα στα διαφορετικά ρεύματα του σύγχρονου αριστερού ριζοσπαστισμού, όπως διαμορφώθηκαν μέσα στην καταλυτική εμπειρία της κρίσης, της λαϊκής εξέγερσης, της εμπειρίας του ΟΧΙ. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε με βάση διαιρέσεις και καχυποψίες που διαμορφώθηκαν σε άλλες εποχές και σε άλλα μέτωπα. Πρέπει αυτές/οί που επικεντρώθηκαν στο θέμα του χρέους και του νομίσματος να μπορέσουν να συναντηθούν με εκείνες/ους που έτρεχαν για τα κοινωνικά ιατρεία και την αλληλεγγύης, το ριζοσπαστικό φοιτητικό κίνημα να συναντηθεί με τα κινήματα δικαιωμάτων, αυτές/οί που αγωνίστηκαν ενάντια στην ανεργία με αυτούς που στήριξαν αυτοδιαχειριζόμενα εγχειρήματα. Και αυτό σημαίνει και εκτός των άλλων και ανοιχτό κάλεσμα για συνδιαμόρφωση του αναγκαίου μετώπου προς την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αντικαπιταλιστική Αριστερά, προς άλλα ριζοσπαστικά κομμάτια που ήρθαν σε ρήξη με την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, προς τα κομμάτια που αρνούνται την καταστροφική πολιτική της ηγεσία του ΚΚΕ, αλλά και προς το μεγάλο «κόμμα των δύσπιστων», των αγωνιστών δηλαδή που βλέπουν με καχυποψία το τοπίο της Αριστεράς στη νέα μνημονιακή περίοδο.
Τέταρτον, γι’ αυτό το λόγο χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη της δημοκρατικής οργάνωσης του μετώπου. Ας μην ξεχνάμε ότι το πώς συγκροτείται πολιτικά η Αριστερά είναι στην πραγματικότητα και αντανάκλαση του πώς φαντάζεται την κοινωνία που θέλει να διαμορφώσει. Με αυτή την έννοια τα μέτωπα και οι οργανώσεις της Αριστεράς οφείλουν να είναι πολύ περισσότερο δημοκρατικές, ανοιχτόκαρδες. ελεύθερες, συμμετοχικές από ό,τι η κοινωνία γύρω τους. Η δημοκρατία στα μέτωπα, το σπάσιμο των ιεραρχιών, η απόρριψη της γραφειοκρατικής λογικής δεν έχει να κάνει απλώς με την ποιότητα της εσωκομματικής ζωής. Πάνω από όλα, έχει να κάνει με τη δυνατότητα αυτών των μετώπων να ενσωματώνουν την εμπειρία, τους αγώνές, τις αναζητήσεις, το μεράκι των ίδιων των αγωνιστών, την ικανότητά τους να μπορούν να είναι όχι «κόμματα – ομπρέλες» αλλά μέτωπα – ζωντανά εργαστήρια πολιτικοποίησης και προγραμματικής επεξεργασίας.
Σε όλες τις σημαντικές μάχες και προσπάθειες τα πρώτα βήματα είναι πάντα και τα πιο δύσκολα, συχνά και τα πιο αντιφατικά. Η Λαϊκή Ενότητα δύσκολα θα ξέφευγε από αυτό τον κανόνα. Όμως, είναι ένα πρώτο και κρίσιμο βήμα για να βάλουμε ξανά πλάτη στην ελπίδα. Γι’ αυτό και πρέπει να στηριχτεί με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Με το βλέμμα όχι στις κάλπες, αλλά στις μεγάλες μάχες που είναι μπροστά μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ