Μετάφραση: Αφροδίτη Χριστοδουλάκου
Ο Σαμίρ Αμίν, Αιγύπτιος ο ίδιος, είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της θεωρίας της εξάρτησης και της υπανάπτυξης. Παρ’ όλες τις διαφωνίες που μπορούν να στοιχειοθετηθούν για τις πολιτικές απολήξεις αυτής της θεωρητικής ανάλυσης, τα αποσπάσματα της πρόσφατης (Σεπτέμβριος 2011) ταξικής ανάλυσης της Αιγυπτιακής κοινωνίας που ακολουθούν, έχουν ιδιαίτερη αξία για την κατανόηση της δυναμικής των εξεγέρσεων που συγκλόνισαν τον Αραβικό κόσμο. […]
Επί Νάσσερ η Αίγυπτος είχε συστήσει ένα οικονομικό και κοινωνικό σύστημα που, μολονότι υπόκειται σε κριτική, ήταν τουλάχιστον συνεκτικό. Ο Νάσσερ στοιχημάτισε στην εκβιομηχάνιση ως διέξοδο από την αποικιακή διεθνή εξειδίκευση που περιόριζε τη χώρα στο ρόλο του εξαγωγέα βάμβακος. Το σύστημά του διατηρούσε μια διανομή εισοδήματος που ευνοούσε τις αυξανόμενες μεσαίες τάξεις δίχως να φτωχαίνει τις λαϊκές μάζες. Ο Σαντάτ και ο Μουμπάρακ διέλυσαν το παραγωγικό σύστημα της Αιγύπτου αντικαθιστώντας το με ένα τελείως ασυνάρτητο σύστημα, βασισμένο αποκλειστικά στην κερδοφορία εταιρειών, οι περισσότερες από τις οποίες δεν ήταν παρά υπεργολάβοι των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Οι δήθεν υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, που επί 30 χρόνια εκθείαζε η Παγκόσμια Τράπεζα, δεν είχαν κανένα νόημα απολύτως. Η ανάπτυξη της Αιγύπτου ήταν εξαιρετικά ευάλωτη. Επιπλέον, συνοδεύτηκε από πρωτοφανή αύξηση της ανισότητας και από την ανεργία που έπληξε την πλειοψηφία της νεολαίας στη χώρα. Ήταν μια κατάσταση εκρηκτική. Εξερράγη.
Η φαινομενική «σταθερότητα του καθεστώτος», για την οποία καυχιόνταν αλλεπάλληλοι αμερικανοί αξιωματούχοι, όπως η Χίλαρι Κλίντον, βασιζόταν σ’ έναν τερατώδη αστυνομικό μηχανισμό που αριθμούσε 1.200.000 άνδρες (με τον στρατό να αριθμεί μόλις 500.000) που ήταν ελεύθεροι να προβαίνουν σε κατάχρηση εξουσίας καθημερινά. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ισχυρίζονταν ότι το καθεστώς αυτό «προστάτευε» την Αίγυπτο από την απειλή του ισλαμισμού? αυτό δεν ήταν παρά ένα χοντροκομμένο ψέμα. Στην πραγματικότητα, το καθεστώς είχε ενσωματώσει πλήρως το αντιδραστικό πολιτικό Ισλάμ στην εξουσιαστική δομή του [σύμφωνα με το μοντέλο των Ουαχαμπιτών (Wahhabite) στον Κόλπο], προσφέροντάς του τον έλεγχο της εκπαίδευσης, των δικαστηρίων και των σημαντικότερων μέσων μαζικής ενημέρωσης (ιδίως της τηλεόρασης). Ο μόνος δημόσιος λόγος που επιτρεπόταν ήταν αυτός των σαλαφιστικών τζαμιών, γεγονός που επέτρεπε στους Ισλαμιστές, εκτός των άλλων, να παριστάνουν ότι αποτελούν την «αντιπολίτευση». Η ωμή υποκρισία στο λόγο του αμερικάνικου κατεστημένου (με τον Ομπάμα να μην υστερεί σε σχέση με τον Μπους) ήταν απόλυτα προσαρμοσμένη στις επιδιώξεις του. Η de facto υποστήριξη του πολιτικού Ισλάμ κατέστρεψε την ικανότητα της αιγυπτιακής κοινωνίας να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου (προκαλώντας ολέθρια πτώση στην εκπαίδευση και την έρευνα), ενώ, καταδικάζοντας κατά καιρούς τις «καταχρήσεις» του Ισλάμ (για παράδειγμα τις δολοφονίες Κοπτών), η Ουάσιγκτον μπορούσε να νομιμοποιεί τις στρατιωτικές επεμβάσεις της ως κινήσεις στο πλαίσιο του αυτοτιτλοφορούμενου «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Το καθεστώς μπορούσε ακόμη να φαίνεται «ανεκτό» εφόσον είχε την ασφαλιστική δικλείδα που προσέφερε η μαζική μετανάστευση εργαζομένων των φτωχών και μεσαίων τάξεων προς τις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Η εξάντληση αυτού του συστήματος (με την αντικατάσταση από Ασιάτες μετανάστες των μεταναστών από αραβικές χώρες) έφερε μαζί της την αναγέννηση αντιστασιακών κινημάτων. Οι απεργίες των εργατών το 2007 (οι σφοδρότερες απεργίες στην αφρικανική ήπειρο τα τελευταία πενήντα χρόνια), η πεισματική αντίσταση μικροκαλλιεργητών που απειλούνταν με απαλλοτρίωση από το γεωργικό κεφάλαιο, και η συγκρότηση δημοκρατικών ομάδων διαμαρτυρίας από τις μεσαίες τάξεις [όπως ήταν το κίνημα Κεφάγια (Kefaya) και το κίνημα της 6ης Απριλίου] προμήνυσαν την αναπόφευκτη έκρηξη, που ήταν αναμενόμενη για τους Αιγύπτιους αλλά αναπάντεχη για τους «ξένους παρατηρητές». Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια νέα φάση στην πορεία των απελευθερωτικών αγώνων, τις κατευθύνσεις και τις δυνατότητες ανάπτυξης, την οποία καλούμαστε τώρα να αναλύσουμε.
Οι συνιστώσες του δημοκρατικού κινήματος
Η εν εξελίξει «Αιγυπτιακή Επανάσταση» δείχνει ότι είναι δυνατό να δούμε ένα τέλος στο νεοφιλελεύθερο σύστημα, που έχει κλονιστεί σε όλες τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές του διαστάσεις. Αυτό το γιγαντιαίο κίνημα του αιγυπτιακού λαού συνδέει τρεις ενεργούς συνιστώσες: τη νεολαία, που «επαναπολιτικοποιείται» κατάτη δική της βούληση και με «σύγχρονες» μορφές που επινόησε η ίδια? τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς? και τις δημοκρατικές δυνάμεις των μεσαίων τάξεων. Η νεολαία (περίπου 1 εκατ. ακτιβιστές) ήταν η αιχμή του δόρατος του κινήματος. Η ριζοσπαστική Αριστερά και τα δημοκρατικά κομμάτια των μεσαίων τάξεων την ακολούθησαν αμέσως. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, οι ηγέτες της οποίας είχαν καλέσει σε μποϊκοτάζ των διαδηλώσεων τις τέσσερις πρώτες μέρες τους (καθώς ήταν σίγουροι ότι οι διαδηλωτές θα κατατροπώνονταν από τους μηχανισμούς καταστολής), αποδέχτηκε το κίνημα καθυστερημένα και μόνον όταν το κάλεσμά του, που εισακούστηκε από ολόκληρο τον αιγυπτιακό λαό, δημιουργούσε γιγαντιαίες κινητοποιήσεις 15 εκατ. διαδηλωτών.
Η νεολαία και η ριζοσπαστική αριστερά έθεσαν από κοινού τρεις στόχους: την αποκατάσταση της δημοκρατίας (τη λήξη του αστυνομικού/στρατιωτικού καθεστώτος), το ξεκίνημα μιας νέας οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής ευνοϊκής για τις λαϊκές μάζες (ρήξη με την υποταγή στις απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού), και μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική (ρήξη με την υποταγή στις απαιτήσεις της αμερικανικής ηγεμονίας και την επέκταση του στρατιωτικού ελέγχου των ΗΠΑ σε ολόκληρο τον πλανήτη). Η δημοκρατική επανάσταση στην οποία καλούν είναι μια δημοκρατική, κοινωνική και αντιιμπεριαλιστική επανάσταση. Παρόλο που το κίνημα της νεολαίας ποικίλει ως προς την κοινωνική του σύνθεση και τις πολιτικές και ιδεολογικές εκφράσεις του, ως σύνολο τοποθετεί εαυτόν «στο πλαίσιο της Αριστεράς». Απόδειξη αποτελούν οι έντονες και αυθόρμητες εκφράσεις συμπάθειάς του προς τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Οι μεσαίες τάξεις ως σύνολο συσπειρώνονται μόνο γύρω από τον δημοκρατικό στόχο, δίχως κατ’ ανάγκη να αντιτίθενται πλήρως στην «αγορά» (ως έχει) ή στη διεθνή ευθυγράμμιση της Αιγύπτου. Δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ρόλο μιας ομάδας μπλόγκερς που παίρνουν μέρος, είτε συνειδητά είτε όχι, σε μια πραγματική συνομωσία οργανωμένη από τη CIA? οι εμπνευστές της είναι συνήθως νέοι άνθρωποι προερχόμενοι από εύπορες τάξεις, οι οποίοι είναι άκρως «αμερικανοποιημένοι» αλλά παρόλα αυτά παρουσιάζονται ως εχθροί των επιβεβλημένων δικτατοριών. Το θέμα της δημοκρατίας, στην εκδοχή που απαιτεί η ποδηγέτησή του από την Ουάσιγκτον, είναι δεσπόζον στον «δικτυακό» λόγο τους. […]
Το κάλεσμα σε διαδηλώσεις, που διατυπώθηκε από τις τρεις ενεργούς συνιστώσες, γρήγορα εισακούστηκε από ολόκληρο τον αιγυπτιακό λαό. Η καταστολή, που ήταν εξαιρετικά βίαιη τις πρώτες μέρες (πάνω από χίλιοι νεκροί), δεν αποθάρρυνε τη νεολαία και τους συμμάχους της (που σε καμία στιγμή δε ζήτησαν οποιαδήποτε βοήθεια από τις δυνάμεις της Δύσης, όπως συνέβη αλλού). Το θάρρος τους ήταν καθοριστικό για την προσέλκυση 15 εκατ. Αιγυπτίων από όλες τις περιοχές των μικρών και μεγάλων πόλεων, ακόμη και από τα χωριά, σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας που διαρκούσαν για μέρες (ενίοτε και νύχτες) αδιάκοπα. Η σαρωτική πολιτική νίκη τους είχε σαν συνέπεια την μετατόπιση του φόβου στην άλλη πλευρά. Ο Ομπάμα και η Χίλαρι Κλίντον ανακάλυψαν ότι έπρεπε να ξεφορτωθούν τον Μουμπάρακ, τον οποίο υποστήριζαν ως τότε, ενώ οι στρατιωτικοί ηγέτες έβαλαν τέλος στη σιωπή τους, αρνήθηκαν να αναλάβουν το έργο της καταστολής –προστατεύοντας έτσι τη δημόσια εικόνα τους– και κατέληξαν να καθαιρέσουν τον Μουμπάρακ και αρκετά από τα πρωτοπαλίκαρά του.
Η εξάπλωση του κινήματος στο σύνολο του αιγυπτιακού λαού εκφράζει αυτή καθαυτή μια πραγματική πρόκληση. Διότι αυτός ο λαός, όπως και κάθε λαός, κάθε άλλο παρά συνιστά ένα «ομοιογενές σύνολο». Κάποια από τα σημαντικότερα μέρη του αναμφίβολα αποτελούν πηγή δύναμης για την προοπτική της ριζοσπαστικοποίησης. Η δυναμική είσοδος των 5 εκατ. της εργατικής τάξης στη μάχη μπορεί να αποβεί καθοριστικός παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης. Οι μαχόμενοι εργαζόμενοι, μέσω των πολυάριθμων απεργιών, έχουν προχωρήσει περαιτέρω ως προς τη συγκρότηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων που ξεκίνησαν το 2007. Ήδη υπάρχουν περισσότερα από πενήντα ανεξάρτητα σωματεία. Η πεισματική αντίσταση των μικροκαλλιεργητών ενάντια στις απαλλοτριώσεις που επέτρεψε η κατάργηση των νόμων της αγροτικής μεταρρύθμισης (η Μουσουλμανική Αδελφότητα ψήφισε στο κοινοβούλιο υπέρ αυτής της φαύλης κατάργησης με πρόσχημα ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία ήταν «ιερή» για το Ισλάμ και ότι την αγροτική μεταρρύθμιση την είχε εμπνευστεί ο διάβολος, δηλαδή ένας κομμουνιστής!) είναι ένας ακόμη παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης του κινήματος. Επίσης, μια τεράστια μάζα «φτωχών» πήρε ενεργά μέρος στις διαδηλώσεις του Φεβρουαρίου του 2011 και συχνά συμμετέχει στις λαϊκές επιτροπές γειτονιάς «για την υπεράσπιση της επανάστασης». Οι γενειάδες, οι μαντήλες και ο τρόπος ντυσίματος αυτού του «φτωχόκοσμου» μπορεί να δίνει την εντύπωση ότι η αιγυπτιακή κοινωνία είναι στο βάθος της «ισλαμική» κοινωνία, ακόμη κι ότι κινητοποιείται από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Στην πραγματικότητα, το ξέσπασμα του κόσμου βγήκε στο προσκήνιο και οι ηγέτες αυτής της οργάνωσης δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συναινέσουν. Έτσι λοιπόν εξελίσσεται ένας αγώνας δρόμου: ποιος –η Αδελφότητα και οι (σαλαφιστές) ισλαμιστές σύμμαχοί της ή η δημοκρατική συμμαχία– θα καταφέρει να συγκροτήσει πραγματικές συμμαχίες με τις σαστισμένες ακόμη μάζες, και ίσως ακόμη και (όρος που προσωπικά απορρίπτω) «να τους επιβάλει την πειθαρχία»; […]
Απέναντι στο δημοκρατικό κίνημα: Το αντιδραστικό μπλοκ
[…] Με όρους κοινωνικής σύνθεσης, το αντιδραστικό μπλοκ καθοδηγείται από την αιγυπτιακή αστική τάξη θεωρούμενη ως σύνολο. Οι μορφές εξαρτημένης συσσώρευσης που ισχύουν τα τελευταία σαράντα χρόνια προκάλεσαν την ανάπτυξη μιας πλούσιας αστικής τάξης, η οποία ήταν η μόνη που επωφελήθηκε από τη σκανδαλώδη ανισότητα απ’ την οποία συνοδεύτηκε το μοντέλο του «παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού». Πρόκειται για κάποιες δεκάδες χιλιάδες όχι «καινοτόμων επιχειρηματιών », όπως αρέσκεται να τους αποκαλεί η Παγκόσμια Τράπεζα, αλλά εκατομμυριούχων και δισεκατομμυριούχων που όλοι τους οφείλουν τις περιουσίες τους σε συμπαιγνίες με τον πολιτικό μηχανισμό (με τη διαφθορά να αποτελεί οργανικό μέρος των μεθόδων τους). Πρόκειται για μια μεταπρατική αστική τάξη (στη σύγχρονη πολιτική γλώσσα της Αιγύπτου, ο κόσμος τους αποκαλεί «διεφθαρμένα παράσιτα»). Πρόκειται γι’ αυτούς που υποστηρίζουν ενεργά τη θέση της Αιγύπτου στη σύγχρονη ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση ως άνευ όρων συμμάχου των ΗΠΑ. Η εν λόγω αστική τάξη αριθμεί στους κόλπους της πολλούς ανώτερους αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας, «πολίτες» που έχουν διασυνδέσεις με το κράτος και με το κυρίαρχο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα που δημιούργησαν ο Σαντάτ και ο Μουμπάρακ, ενώ, από θρησκευτικές προσωπικότητες, σύσσωμη η ηγεσία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και οι σεΐχηδες του πανεπιστημίου Al Azhar είναι όλοι “δισεκατομμυριούχοι». Ασφαλώς υπάρχει ακόμη η αστική τάξη των μικρομεσαίων επιχειρηματιών? όμως αυτοί είναι θύματα του εκβιαστικού συστήματος που έχει επιβάλει η μεταπρατική αστική τάξη: συνήθως περιορίζονται στη θέση του δευτερεύοντος υπεργολάβου των ντόπιων μονοπωλίων, με τα ίδια να είναι απλοί διαβιβαστές των ξένων μονοπωλίων. Στην κατασκευαστική βιομηχανία, αυτό το σύστημα αποτελεί γενικό κανόνα: οι «μεγάλοι» αρπάζουν τις κρατικές εργολαβίες και μετά αναθέτουν τα έργα υπεργολαβικά στους «μικρούς». Αυτή η αστική τάξη των επιχειρηματιών συμπαρίσταται στο δημοκρατικό κίνημα.
Το κομμάτι των αγροτών του αντιδραστικού μπλοκ είναι εξίσου σημαντικό. Απαρτίζεται από πλούσιους αγρότες που ήταν αυτοί οι οποίοι επωφελήθηκαν περισσότερο από την αγροτική μεταρρύθμιση του Νάσσερ και αντικατέστησαν την πρότερη τάξη των πλούσιων γαιοκτημόνων. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που είχε δημιουργήσει το καθεστώς του Νάσσερ περιελάμβαναν και φτωχούς και πλούσιους αγρότες και άρα δούλευαν κυρίως προς όφελος των πλουσίων? όμως υπήρχαν και μέτρα που περιόριζαν την τυχόν εκμετάλλευση των φτωχών αγροτών. Όταν, καθ’ υπόδειξη της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτά τα μέτρα καταργήθηκαν από τον Σαντάτ και τον Μουμπάρακ, οι πλούσιοι ανέλαβαν δράση για να επισπεύσουν την εξόντωση των φτωχών αγροτών. Στη νεότερη Αίγυπτο, οι πλούσιοι αγρότες αποτελούσαν πάντα μια αντιδραστική τάξη, και τώρα περισσότερο από ποτέ. Είναι οι βασικοί σπόνσορες του συντηρητικού Ισλάμ στην ύπαιθρο και, μέσω των στενών (συχνά συγγενικών) σχέσεών τους με τα στελέχη του κρατικού και του θρησκευτικού μηχανισμού (στην Αίγυπτο το πανεπιστήμιο Al Azhar έχει στάτους αντίστοιχο μιας οργανωμένης μουσουλμανικής εκκλησίας), κουμαντάρουν την κοινωνική ζωή της υπαίθρου. Επιπλέον, ένα μεγάλο μέρος των μεσαίων τάξεων των πόλεων (ιδίως οι αξιωματικοί του στρατού και της αστυνομίας αλλά επίσης οι τεχνοκράτες, οι γιατροί και οι δικηγόροι) προέρχεται απευθείας από τους πλούσιους αγρότες.
Το αντιδραστικό αυτό μπλοκ έχει ισχυρά πολιτικά εργαλεία στη διάθεσή του: τις στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, τους κρατικούς θεσμούς, το προνομιούχο Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα (ένα de facto μοναδικό κόμμα) που δημιούργησε ο Σαντάτ, τον θρησκευτικό μηχανισμό (Al Azhar), και τις φατρίες του πολιτικού Ισλάμ (τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και τους σαλαφιστές). Η στρατιωτική ενίσχυση (περί το 1,5 δισ. δολάρια ετησίως), που προσφέρεται από τις ΗΠΑ στον Αιγυπτιακό στρατό, δεν διατέθηκε ποτέ για την άμυνα της χώρας. Αντίθετα, απέβη επικίνδυνα καταστροφική μέσω και της συστηματικής διαφθοράς, η οποία όχι μόνο ήταν γνωστή και αντιμετωπιζόταν με ανοχή, αλλά προωθούταν ενεργά με τον πιο κυνικό τρόπο. Η εν λόγω «βοήθεια» επέτρεψε στα ανώτατα στελέχη του στρατού να οικειοποιηθούν κάποια σημαντικά κομμάτια της αιγυπτιακής μεταπρατικής οικονομίας, σε σημείο που ο όρος «Ανώνυμη Στρατιωτική Εταιρεία» (Sharika al geish) κατέστη κοινότυπος. Ως εκ τούτου, Ανώτερη Διοίκηση, που η ίδια ανέλαβε την ευθύνη να διαχειριστεί την περίοδο της Μετάβασης, δεν είναι διόλου «ουδέτερη» παρόλες τις προσπάθειές της να παρουσιαστεί ως τέτοια, αποστασιοποιούμενη από τις κατασταλτικές ενέργειες. Η «πολιτική» κυβέρνηση, που είναι επιλεγμένη από τη στρατιωτική ηγεσία και υπάκουη σ’ αυτήν, και η οποία σε μεγάλο βαθμό απαρτίζεται από τους ήπιας φυσιογνωμίας άνδρες του προηγούμενου καθεστώτος, έχει πάρει μια σειρά από άκρως αντιδραστικά μέτρα που σαν στόχο έχουν να ανακόψουν κάθε ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος? σ’ αυτά συγκαταλέγεται ο επιθετικός αντιαπεργιακός νόμος (με το πρόσχημα της οικονομικής ανάκαμψης) και ο νόμος που θέτει αυστηρούς περιορισμούς στη σύσταση πολιτικών κομμάτων, ο οποίος αποσκοπεί να περιορίσει το εκλογικό παιχνίδι στις τάσεις του πολιτικού Ισλάμ (ιδίως στη Μουσουλμανική Αδελφότητα) που είναι ήδη καλά οργανωμένες χάρη στη συστηματική υποστήριξή τους από το προηγούμενο καθεστώς. […]
Το πολιτικό Ισλάμ
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα αποτελεί τη μόνη πολιτική δύναμη την ύπαρξη της οποίας, όχι μόνο ανεχόταν, αλλά στήριζε ενεργά το προηγούμενο καθεστώς. Ο Σαντάτ και ο Μουμπάρακ είχαν εκχωρήσει σ’ αυτήν τον έλεγχο τριών βασικών θεσμών: της εκπαίδευσης, των δικαστηρίων και της τηλεόρασης. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα ποτέ δεν ήταν και ποτέ δεν μπορεί να γίνει «μετριοπαθής», πόσο μάλλον «δημοκρατική». Ο αρχηγός της –ο murchid (στα αραβικά σημαίνει «καθοδηγητής», Fuhrer)– είναι αυτοδιορισμένος, ενώ η οργάνωση βασίζεται στην αρχή της εκτέλεσης των εντολών του αρχηγού με πειθαρχία, δίχως την παραμικρή συζήτηση. Η ανώτατη ηγεσία της απαρτίζεται εξολοκλήρου από εξαιρετικά εύπορους άνδρες (εν μέρει, χάρη στη χρηματοδότηση από τη Σαουδική Αραβία, δηλαδή από την Ουάσιγκτον), η ανώτερη ηγεσία της από άνδρες των σκοταδιστικών στρωμάτων των μεσαίων τάξεων, τα απλά μέλη της είναι άνθρωποι των κατώτερων τάξεων που στρατεύονται μέσω των φιλανθρωπικών δράσεων της Αδελφότητας (που χρηματοδοτούνται επίσης από τη Σαουδική Αραβία), ενώ το όπλο της επιβολής της είναι η στρατολόγηση κακοποιών ως πολιτοφυλάκων (baltaguis).
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι υποστηρίζει πιστά ένα οικονομικό σύστημα βασισμένο στην αγορά με πλήρη εξωτερική εξάρτηση. Στην πραγματικότητα συνιστά μέρος της μεταπρατικής αστικής τάξης. Έχει πάρει θέση εναντίον των μεγάλων εργατικών απεργιών και εναντίον των αγώνων των φτωχών χωρικών για τη διατήρηση της γεών τους. Συνεπώς, η Μουσουλμανική Αδελφότητα είναι «μετριοπαθής» μόνο με την εξής διπλή έννοια: αφενός, αρνείται να εμφανίσει οποιοδήποτε οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα, αποδεχόμενη αναντίρρητα με αυτόν τον τρόπο τις αντιδραστικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, και αφετέρου, υποτάσσεται de facto στην επιβολή ελέγχου των ΗΠΑ στην περιοχή και στον υπόλοιπο κόσμο. […]
Οι πολυδισεκατομμυριούχοι που σήμερα ηγούνται της Αδελφότητας δεν είναι διατεθειμένοι να συνταχθούν με το δημοκρατικό αίτημα! Είναι απολύτως βέβαιο ότι το πολιτικό Ισλάμ σ’ ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο των ΗΠΑ και των μικρότερων νατοϊκών συμμάχων τους. Η Ουάσιγκτον παρείχε οπλισμό και χρηματοδότηση στους Ταλιμπάν, τους οποίους ονόμαζε «μαχητές της ελευθερίας», για τον πόλεμό τους εναντίον του εθνικού λαϊκού καθεστώτος (που ονομαζόταν «κομμουνιστικό») στο Αφγανιστάν και πριν και μετά και κατά τη διάρκεια της σοβιετικής επέμβασης. Όταν οι Ταλιμπάν έκλεισαν τα σχολεία θηλέων που είχαν φτιάξει οι «κομμουνιστές», βρέθηκαν «δημοκράτες», ακόμα και «φεμινίστριες», να ισχυριστούν ότι ήταν αναγκαίος ο «σεβασμός στις παραδόσεις!»
Στην Αίγυπτο, η Μουσουλμανική Αδελφότητα υποστηρίζεται από την τάση των «συντηρητικών» Σαλαφιστών, οι όποιοι επίσης χρηματοδοτούνται γενναία από τις χώρες του Κόλπου. Οι Σαλαφιστές (φανατικοί Ουαχαμπίτες που δεν αναγνωρίζουν καμία άλλη ερμηνεία του Ισλάμ) δεν έχουν ενδοιασμούς για τον εξτρεμισμό τους και βρίσκονται πίσω από τη συστηματική δολοφονική εκστρατεία κατά των Κοπτών. Είναι μάλλον αδιανόητο ότι τέτοιες επιχειρήσεις μπορούν να διεξάγονται δίχως τη σιωπηρή υποστήριξη (ενίοτε ακόμη και την κύρια υπαιτιότητα) του κρατικού μηχανισμού και ιδίως της δικαιοσύνης, που είχε, κατά κύριο λόγο, εκχωρηθεί στην Μουσουλμανική Αδελφότητα. Αυτός ο παράξενος καταμερισμός εργασίας επιτρέπει στην Μουσουλμανική Αδελφότητα να φαίνεται μετριοπαθής? αυτό ακριβώς προσποιείται ότι πιστεύει η Ουάσιγκτον. Ωστόσο, τυχόν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ ισλαμικών θρησκευτικών ομάδων της Αιγύπτου είναι αναμενόμενες λόγω του γεγονότος ότι, ιστορικά, το αιγυπτιακό Ισλάμ ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος Σουφιστικό (με τις σουφιστικές αδελφότητες να συγκεντρώνουν ακόμη και σήμερα 15 εκατ. αιγυπτίους μουσουλμάνους). […]
Πράγματι, βλέπουμε ότι οι περίοδοι πλημμυρίδας χαρακτηρίστηκαν από ποικιλία απόψεων που εκφράζονταν ανοιχτά, αφήνοντας την (πάντοτε παρούσα στην κοινωνία) θρησκεία στο παρασκήνιο. Αυτό συνέβαινε και […] από το 1920 ως το 1970: η ανοιχτή αντιπαράθεση απόψεων μεταξύ «δημοκρατών αστών» και «κομμουνιστών» βρισκόταν στο προσκήνιο μέχρι την άνοδο του νασσερισμού. Ο Νάσσερ έβαλε τέλος στη διαμάχη, αντικαθιστώντας την με έναν λαϊκιστικό παναραβικό αλλά και «εκσυγχρονιστικό» λόγο. Οι αντιφάσεις αυτού του συστήματος άνοιξαν τον δρόμο για την επιστροφή του πολιτικού Ισλάμ. Αντίθετα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι στις φάσεις της άμπωτης η εν λόγω ποικιλία απόψεων εξαφανίστηκε, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στον μεσαιωνισμό, που παρουσιάστηκε ως ισλαμική σκέψη, και ο οποίος ιδιοποιείται το μονοπώλιο του εξουσιοδοτημένου από την πολιτεία λόγου. […] Αυτό συνέβη και στην περίοδο της άμπωτης μεταξύ 1970 και 2010: ο επίσημος λόγος (του Σαντάτ και του Μουμπάρακ), που ήταν απόλυτα ισλαμικός (όπως αποδεικνύεται από το γεγονός ότι εισήγαγαν τη Σαρία στο σύνταγμα και παρέδωσαν βασικές εξουσίες στην Μουσουλμανική Αδελφότητα), ήταν συνάμα και ο λόγος που η ψευδής αντιπολίτευση (η μόνη επιτρεπτή άλλωστε) κήρυττε στα τζαμιά. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, το άρθρο 2 [2] μπορεί κάλλιστα να μοιάζει γερά ριζωμένο στην «κοινή γνώμη» (στο «δρόμο», όπως αρέσκονται να λένε οι αμερικανοί ειδήμονες). Οι καταστροφικές συνέπειες της αποπολιτικοποίησης που επιβάλλεται συστηματικά σε περιόδους άμπωτης δεν πρέπει να λαμβάνονται αψήφιστα. Άμα πάρεις τον κατήφορο, δεν είναι εύκολο να ανηφορήσεις ξανά? όμως δεν είναι και αδύνατο. Στην Αίγυπτο σήμερα, η διαμάχη εστιάζεται, είτε ρητά είτε όχι, στις υποτιθέμενες «πολιτισμικές» (στην πραγματικότητα, ισλαμικές) διαστάσεις αυτής της πρόκλησης και υπάρχουν ενδείξεις προς μια θετική κατεύθυνση: με το κίνημα να καθιστά την ελεύθερη συζήτηση και αντιπαράθεση αναπόφευκτη, μόλις μερικές εβδομάδες ήταν αρκετές για να εξαφανιστεί απ’ όλες τις διαδηλώσεις το σλόγκαν της Αδελφότητας, «Το Ισλάμ είναι η Λύση», και να μείνουν μόνο συγκεκριμένα αιτήματα για τον αληθινό μετασχηματισμό της κοινωνίας (ελευθερία της έκφρασης και της σύστασης σωματείων, πολιτικών κομμάτων και άλλων οργανώσεων? καλύτεροι μισθοί και εργασιακά δικαιώματα? πρόσβαση στην ιδιοκτησία γης, στα σχολεία και τις υπηρεσίες υγείας? απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων και κάλεσμα για εθνικοποιήσεις, κλπ). Επίσης υπάρχει μία ένδειξη απόλυτα σαφής: στις φοιτητικές εκλογές του Απριλίου οι υποψήφιοι της Αδελφότητας, που πριν από πέντε χρόνια (όταν ο λόγος τους ήταν ο μόνος που επιτρεπόταν ως δήθεν αντιπολιτευτικός) είχαν καταγράψει συντριπτική πλειοψηφία με ποσοστό 80%, μείωσαν το ποσοστό τους στο 20%! […]
Άνοιξη για τους λαούς του Νότου και φθινόπωρο για τον καπιταλισμό
[..] Τα κινήματα αυτά της άνοιξης των αραβικών λαών ξεκινούν με ανθρώπους και κράτη από την περιφέρεια του συστήματος που επανακτούν την ανεξαρτησία τους, παίρνοντας εκ νέου την πρωτοβουλία του μετασχηματισμού του κόσμου. Είναι, επομένως, πάνω απ’ όλα, αντιιμπεριαλιστικά κινήματα και μόνο δυνητικά αντικαπιταλιστικά. Αν αυτά τα κινήματα συμπλεύσουν με την άλλη αναγκαία αφύπνιση, αυτή των εργατών στον ιμπεριαλιστικό πυρήνα, μια αληθινά σοσιαλιστική προοπτική μπορεί να προκύψει για όλη την ανθρωπότητα. Όμως αυτό δεν είναι κατά κανένα τρόπο μια προκαθορισμένη «ιστορική αναγκαιότητα». Η παρακμή του καπιταλισμού μπορεί ν’ ανοίξει τον δρόμο για μια μακροπρόθεσμη μετάβαση προς τον σοσιαλισμό, αλλά μπορεί εξίσου να βάλει την ανθρωπότητα στο δρόμο του γενικευμένου βαρβαρισμού. Το τρέχον πρόγραμμα των ΗΠΑ για στρατιωτικό έλεγχο του πλανήτη μέσω των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, με την υποστήριξη των νατοϊκών υφισταμένων τους, η διάβρωση της δημοκρατίας στις χώρες του ιμπεριαλιστικού πυρήνα, και η μεσαιωνική απόρριψη της δημοκρατίας μέσα στις εξεγερμένες χώρες του Νότου (με τη μορφή «φονταμενταλιστικών», ημι-θρησκευτικών ψευδαισθήσεων που διαδίδονται από το πολιτικό Ισλάμ, τον πολιτικό ινδουισμό και τον πολιτικό βουδισμό), όλα αυτά προωθούν από κοινού το αυτό το φρικτό αποτέλεσμα. Στην παρούσα φάση, ο αγώνας για τον αντικληρικό εκδημοκρατισμό είναι κρίσιμος για την προοπτική της λαϊκής χειραφέτησης, είναι κρίσιμος για την αντίσταση στην προοπτική του γενικευμένου βαρβαρισμού.
[1] Άρθρο δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του Monthly Review:http://monthlyreview.org/commentary/2011-an-arab-springtime
[2] Πρόκειται για το άρθρο του συντάγματος όπου ορίζεται ότι η Σαρία είναι η βασική πηγή της αιγυπτιακής νομοθεσίας.
Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011
ΔΙΑΒΑΣΤΕ