Το ερώτημα της σύνδεσης θεωρητικής άποψης και πολιτικής πρακτικής δεν είναι καινούριο, έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο στην αποτίμηση της στάσης πολιτικών μορφωμάτων και έχει σίγουρα αξία στο βαθμό που επισημαίνει συνάφειες και αντιφάσεις μεταξύ αυτών των δύο επιπέδων. Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να επισημάνει κάποια σημεία σχετικά με αυτή τη σχέση όσον αφορά στις θεωρητικές θέσεις του ΚΚΕ για την κρίση και την πολιτική τακτική που υιοθετεί. Αφορμή για αυτό στάθηκε το πρόσφατο βιβλίο του Νίκου Μπογιόπουλου «Είναι ο Καπιταλισμός, Ηλίθιε!» (εκδ. Λιβάνη)[1].
Οφείλω να πω εξαρχής ότι κάθε βιβλίο που επιχειρεί μία μαρξιστική ανάλυση της κρίσης είναι καλοδεχούμενο στην εποχή που ζούμε. Με αυτή την έννοια η κριτική που ασκείται στο βιβλίο του Ν.Μπογιόπουλου είναι μία κριτική στο πλαίσιο μίας θεωρητικής και πολιτικής διαπάλης εντός των κόλπων του κινήματος[2]. Το συγκεκριμένο μάλιστα βιβλίο είναι διπλά καλοδεχούμενο επειδή κόντρα στη λογική των βιβλίων για την κρίση από ειδικούς για ειδικούς θέτει εξαρχής ως στόχο του την εκλαΐκευση των ζητημάτων σχετικά με την κρίση και την παράθεση στοιχείων για τον εξοπλισμό με επιχειρήματα του κόσμου της Αριστεράς και του κινήματος. Και από αυτή τη σκοπιά, αναμφίβολα τα καταφέρνει αρκετά καλά.
Το πρώτο σημείο που θα σταθούμε αφορά στη θεωρητική τοποθέτηση των στελεχών του ΚΚΕ σχετικά με τη φύση και το χαρακτήρα της κρίσης[3]. Το ΚΚΕ χαρακτηρίζει την κρίση ως (δομική) κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Περιορίζει όμως το φαινόμενο της υπερσυσσώρευσης στην πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους πρακτικά λόγω της αύξησης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και μάλιστα με στενό τρόπο. Το σχήμα επεξήγησης της κρίσης αναφέρεται κυρίαρχα στην κλασική θεωρία του «νόμου της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους»[4]. Με απλά λόγια, δηλαδή, σύμφωνα με αυτό το «νόμο», η αύξηση της μηχανοποίησης και της αυτοματοποίησης στην καπιταλιστική παραγωγή , που προκύπτει ως φυσική ανάγκη για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου, προκαλεί μια έντονη αντικατάσταση της εργασίας από κεφάλαιο. Εφόσον όμως μόνο η εργασία παράγει νέα αξία στην παραγωγική διαδικασία σύμφωνα με την εργασιακή θεωρία της αξίας, τότε αυτή η αντικατάσταση προκαλεί την πτώση του ποσοστού κέρδους και οδηγεί στην κρίση. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η κρίση είναι αποτέλεσμα μιας σχεδόν γραμμικά εξελισσόμενης διαδικασίας που συμβαίνει από μια αυθόρμητη τάση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Η ανάπτυξη του «νόμου» όμως από το Μαρξ στο Κεφάλαιο γίνεται με συγκεκριμένες προϋποθέσεις και με μια υπόθεση ceteris paribus, δηλαδή διατηρώντας όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που επιδρούν στο ποσοστό κέρδους σταθερούς. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ εξετάζει με αυτή την ανάλυση την ανεξάρτητη επίδραση της εισαγωγής τεχνολογίας που υποκαθιστά εργασία στο ποσοστό κέρδους. Συνεπώς, ο «νόμος» αποτελεί μια όψη του συνόλου των διαδικασιών που επιδρούν στο ποσοστό κέρδους και αποτελούν δυνητικούς παράγοντες που συντελούν στη δημιουργία του φαινομένου της οικονομικής κρίσης, αφού οι ειδικές προϋποθέσεις που απαιτούνται μπορεί να μη συντρέχουν και φυσικά στην πραγματική εξέλιξη επιδρούν και οι «άλλοι παράγοντες» που στην ανάλυση του «νόμου» θεωρούνται σταθεροί (και πού επηρεάζουν το ποσοστό υπεραξίας ή την οργανική σύνθεση μέσω της οικονομίας στη χρήση παγίου κεφαλαίου). Αυτό το ζήτημα παρακάμπτεται με αναφορά σε εμπειρικές έρευνες θεωρητικών αυτής της άποψης που επιχειρηματολογούν υπέρ της άποψης ότι η επίδραση των «άλλων παραγόντων» δεν είναι τόσο σημαντική ώστε να αντισταθμίσει τα αποτελέσματα που επάγει η μηχανοποίηση στο ποσοστό κέρδους.
Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι στο βιβλίο του Μπογιόπουλου υπάρχει και μία ακόμα σύγχυση σχετικά με τον πυρήνα των αιτιών της κρίσης πέραν του παραπάνω περιορισμού των αιτιών της υπερσυσσώρευσης πρακτικά μόνο στην αυξημένη μηχανοποίηση. Και αυτό είναι η σχεδόν ισότιμη αναφορά στην υποκατανάλωση των λαϊκών μαζών[5]. Ο ίδιος ο Μπογιόπουλος παραθέτει μαζί στην αρχή του βιβλίου δύο απομονωμένα αποσπάσματα του Μαρξ που το καθένα ιστορικά αποτέλεσε επιχείρημα για μία από τις δύο θεωρήσεις των κρίσεων που αναφέραμε, την υποκατανάλωση και το νόμο της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Και συνεχίζει αναπτύσσοντας σε σημεία του κειμένου τόσο τη μία όσο και την άλλη θεώρηση. Λέει π.χ. από τη μία ότι «ακόμα κι όταν για το μεμονωμένο καπιταλιστή η μάζα των κερδών αυξάνει λόγω της βελτίωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της επιχείρησής του, εντούτοις, στο σύνολο των καπιταλιστών ως τάξη, το μέσο ποσοστό κέρδους βαίνει μειούμενο. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μειώνεται ο συνολικός αριθμός των εργατών και η ποσότητα ζωντανής εργασίας που απαιτείται στην παραγωγή και την οποία οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να εκμεταλλευτούν» (σελ.32). Και από την άλλη ότι «οι εκμεταλλευτικές σχέσεις και το κυνηγητό του μέγιστου καπιταλιστικού κέρδους μειώνουν συνεχώς τη δυνατότητα των εργαζομένων να απορροφούν τα συνεχώς και περισσότερα προϊόντα» επισημαίνοντας μάλιστα ότι η εξέλιξη αυτή είναι «αντικειμενική και αναπόφευκτη» (σελ. 28).
Δεν θα σταθούμε τόσο στο ότι η προβληματική της υποκατανάλωσης αποτελεί κλασικό επιχείρημα των κεϋνσιανών θεωριών που απαιτούν αναδιανομή για την τόνωση της ζήτησης. Και με την αξιωματική (ανιστορική) παραδοχή ότι είναι αναπόφευκτη και αντικειμενική τάση[6] δεν ξεμπερδεύεις και τόσο εύκολα με τις αντιφάσεις που δημιουργεί αυτό το σχήμα. Δεν θα σταθούμε επίσης τόσο στο ότι με αυτές τις οπτικές ανάγονται σε αίτια της κρίσης φαινόμενα που αποτελούν μορφή εμφάνισής της στη σφαίρα της κυκλοφορίας (όπως η υπερπαραγωγή και η υποκατανάλωση). Θα σταθούμε όμως στο πώς αυτές οι θεωρήσεις λειτουργούν ως υπόβαθρο της τρέχουσας πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ. Κάθε εκδοχή τους, είτε η αποκλειστική αναφορά στον «ατσάλινο» «νόμο» της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους είτε ο συνδυασμός με τη θεωρία υποκατανάλωσης με αξιωματική αποδοχή ότι είναι «αναπόφευκτη» τάση, καταλήγουν στο ίδιο σημείο πρακτικά. Και αυτό είναι η αντίληψη ότι απάντηση στη δομική κρίση είναι η σεχταριστική οικοδόμηση ενός κομματικού κέντρου που θα «τα λέει» συνολικά. Αν είναι «νομοτελειακό» ότι η κρίση θα οξυνθεί και ο καπιταλισμός δεν πρόκειται με κανένα τρόπο να βρει διέξοδο (εις βάρος προφανώς των δυνάμεων της εργασίας) τότε είναι λογική απόληξη ο στόχος να περιορίζεται σε μία ισχυροποίηση του πολιτικού υποκειμένου αναμένοντας τη στιγμή της κατάρρευσης που θα έρθει. Θα επιμείνουμε όμως ότι ο μαρξισμός είναι πάνω από όλα η αντίληψη ότι η εξέλιξη των πραγμάτων εξαρτάται από την έκβαση της ταξικής πάλης. Και με αυτήν την έννοια, η ανάγκη της κοινής δράσης των ριζοσπαστικών δυνάμεων στα κινήματα (εργατικό, νεολαίας, τοπικά), αλλά και η μετωπική σύγκλιση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος και άμεσων πολιτικών στόχων για την ανατροπή της επίθεσης που δεχεται ο λαός μας είναι επιτακτική ανάγκη. Ο Μπογιόπουλος (και το ΚΚΕ) αρνούνται αυτή την ανάγκη συχνά και με απαξιωτικό τρόπο απέναντι σε όσες δυνάμεις θέτουν το ζήτημα. Όμως η Ιστορία δεν θα μας περιμένει πολύ. Αν δεν προχωρήσουμε μαζί της θα προχωρήσει και μόνη της. Χωρίς εμάς πλέον.
[1] Αλλά και γενικότερα και άλλες τοποθετήσεις στελεχών του ΚΚΕ στην ΚΟΜΕΠ και στην έκδοση του Τμήματος Οικονομίας του ΚΚΕ «Η Διεθνής Οικονομική Κρίση και η θέση της Ελλάδας, οι Θέσεις του ΚΚΕ» (Εκδ. Σύγχρονη Εποχή).
[2] Είναι όψη των «αντιθέσεων στους κόλπους του λαού» σύμφωνα και με τη γνωστή κωδικοποίηση των κατηγοριών των αντιθέσεων που χρησιμοποιούσαν οι κινέζοι κομμουνιστές.
[3] Στο ζήτημα αυτό έχει αναφερθεί πολύ εύστοχα κατά τη γνώμη μας και ο Δ. Γρηγορόπουλος στο άρθρο του «Πολιτικές αντιπαραθέσεις για την κρίση» στο Πριν (14/8/2011).
[4] Στην οποία αναφέρονται σαφώς ο Σ.Μαυρουδέας και η Ελ. Μπέλλου στην έκδοση του Τμήματος Οικονομίας του ΚΚΕ.
[5] Στην οποία ρητά (και ορθά) ασκεί κριτική ο Μαυρουδέας στην έκδοση του Τμήματος Οικονομίας του ΚΚΕ.
[6] Παραδοχή που έκανε και η Ρόζα Λούξεμπουργκ παλιότερα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ