Στα χρόνια της κρίσης μια μεγάλη αλλαγή συντελέστηκε στα συνδικάτα του δημοσίου: οι συνδικαλιστικές παρατάξεις του δικομματισμού κλονίστηκαν. Η ΔΑΚΕ έχασε μεγάλο τμήμα της δύναμής της, ενώ η ΠΑΣΚ, αλλού κυριολεκτικά κατέρρευσε και όπου συγκράτησε δυνάμεις το έκανε με πολύ μεγάλη πτώση. Την ίδια στιγμή, οι δυνάμεις της αριστεράς εκτοξεύτηκαν πραγματικά σε κάποια συνδικάτα –αλλά ακόμα και σε αυτό το γραφειοκρατικό τέρας που είναι το τριτοβάθμιο όργανο, η ΑΔΕΔΥ–, οι συσχετισμοί άλλαξαν και διαμορφώθηκαν πλειοψηφίες που μπορούσαν να παίρνουν και αγωνιστικές αποφάσεις. Μεγάλο κομμάτι αυτής της εκλογικής ενίσχυσης κατέγραψαν οι συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι Παρεμβάσεις. Όλα αυτά φυσικά ήταν απόρροια ενός μεγάλου κινήματος που τα πρώτα χρόνια του μνημονίου προσπάθησε να απαντήσει στη συντελούμενη καταστροφή.
Όμως αυτή η περίοδος σήμερα ανήκει στο παρελθόν. Η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η διάψευση των ελπίδων του κόσμου που στηρίχθηκε σε αυτόν διαμορφώνει μια νέα κατάσταση. Το κίνημα έχει περάσει σε μια φάση υποχώρησης και κρίσης που είναι κάτι παραπάνω από φανερή στα συνδικάτα. Κινητοποιήσεις δεν γίνονται, ή αυτές που γίνονται δεν έχουν τη μαζικότητα και το δυναμισμό του παρελθόντος, ενώ σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις (όπως είναι τα υπηρεσιακά συμβούλια στην εκπαίδευση και οι εκλογές του ΤΕΕ) δείχνουν ότι οι μνημονιακές δυνάμεις ανασυγκροτούνται και στα συνδικάτα, με τη ΔΑΚΕ να ανεβαίνει θεαματικά και το ΣΥΡΙΖΑ να πέφτει μεν, αλλά να κρατάει σημαντικό κομμάτι της δύναμης του. Και όλα αυτά τη στιγμή που και οι Παρεμβάσεις κατέγραψαν πτώση, αλλά και οι συριζογενείς δυνάμεις της ΛΑΕ παρά την αξιοπρεπή καταγραφή τους δεν κατορθώνουν να αποσπάσουν σημαντικό κομμάτι από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, από αυτή την υποχώρηση της αριστεράς δεν έμεινε ανεπηρέαστο ούτε το ΠΑΜΕ.
Σε ένα τέτοιο κλίμα διεξάγεται και το 36ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, ένα συνέδριο η σύνθεση του οποίου αντικατοπτρίζει τη μεταιχμιακή κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Από τη μια η μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση –μαζί με τη ΔΑΚΕ– ενός νέου μπλοκ κυβερνητικού-εργοδοτικού συνδικαλισμού μέσα στα όργανα της συνομοσπονδίας, το οποίο θα την παραλύσει πλήρως, μετατρέποντας την ΑΔΕΔΥ σε ένα κακέκτυπο της ΓΣΕΕ. Από την άλλη, όμως, η ισχυρή παρουσία των Αγωνιστικών Παρεμβάσεων, αλλά και η ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού συνέδρων που πρόσκεινται στο ΜΕΤΑ, καθώς και άλλων αριστερών δυνάμεων, παρουσία που σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνει και την προηγούμενη δυναμική του κινήματος, δημιουργεί τη δυνατότητα για τη διαμόρφωση ενός αγωνιστικού πόλου και μέσα στα όργανα της ΑΔΕΔΥ, αλλά και συνολικότερα στο δημόσιο τομέα, ο οποίος θα μπορέσει να συμβάλλει στο ξεδίπλωμα των αγώνων που είναι απαραίτητοι στην περίοδο που διανύουμε, όπως και στη συνολικότερη ανασυγκρότηση του μαχόμενου ταξικού συνδικαλισμού στο δημόσιο.
Και εδώ μπαίνει ένα ερώτημα το οποίο κλήθηκε να απαντήσει στις αρχές της (σχολικής) χρονιάς και ο χώρος της εκπαίδευσης: μπορούν και πρέπει οι δυνάμεις των Παρεμβάσεων και οι δυνάμεις του ΜΕΤΑ να πάνε μαζί, να έχουν κοινές καταγραφές, να συγκροτήσουν κοινές συνδικαλιστικές συσπειρώσεις και σε τελική ανάλυση να εκπονήσουν από κοινού ένα σχέδιο για την απόκρουση της επίθεσης και την ανασυγκρότηση του κινήματος; Ή μήπως τις χωρίζουν τόσο βαθιές ιδεολογικές διαφορές, το «ένοχο παρελθόν» των πρώην Συριζαίων, διαφορετικά πολιτικά σχέδια και γι’ αυτό είναι προτιμότερο να ακολουθήσει η καθεμιά το δρόμο της και να αρκούνται στο να ψηφίζουν καμιά φορά μαζί στα όργανα των συνδικάτων;
Πιστεύουμε ότι εν μέρει πάνω στο ζήτημα έχει απαντήσει ήδη η ίδια η πραγματικότητα. Η σημαντική εκλογική επιτυχία του ενωτικού εγχειρήματος στο χώρο της υγείας, αλλά και οι επιτυχίες τοπικών ενωτικών εγχειρημάτων ανάμεσα στις Παρεμβάσεις και το ΜΕΤΑ στον χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου σε μια πολύ δύσκολη περίοδο έγινε εφικτό να κερδηθούν αιρετοί σε ΑΠΥΣΔΕ δείχνουν ένα δρόμο. Στον αντίποδα αυτού η πτώση των Παρεμβάσεων από τη μια και η απλά συμπαθητική καταγραφή των δυνάμεων του ΜΕΤΑ από την άλλη –τη στιγμή που ένα ενωτικό κατέβασμα θα μπορούσε να διεκδικήσει ακόμα και τον αιρετό του ΚΥΣΔΕ– δείχνουν τι δεν πρέπει να κάνουμε: να επιμείνουμε σε χωριστές αλλά παράλληλες πορείες.
Φυσικά το ζήτημα δεν έχει να κάνει μόνο με τις εκλογές των συνδικάτων και τα συνέδρια τους –όσο σημαντικά και αν είναι– αλλά και με τη συνολικότερη οργάνωση του πρωτοπόρου και ριζοσπαστικού δυναμικού μέσα στα συνδικάτα. Σήμερα ούτε οι Παρεμβάσεις, ούτε το ΜΕΤΑ δικαιούνται να κλείνουν τα μάτια μπροστά στις τάσεις αποστράτευσης του κόσμου που δραστηριοποιήθηκε στο κίνημα το προηγούμενο διάστημα ή στην ιδιώτευση ενός σημαντικού δυναμικού που έχει αποχωρήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν μπορεί να καλυφθεί από την τροπή που παίρνουν τα πράγματα μέχρι τώρα. Όσο και αν τα συνδικαλιστικά σχήματα δεν μπορούν να λύσουν συνολικά πολιτικά ζητήματα, εντούτοις είναι λάθος να πιστεύουμε ότι μία σημαντική πρωτοβουλία ανασύνθεσης της συνδικαλιστικής αριστεράς δεν θα αποτελούσε πόλο έλξης για όλον αυτό τον κόσμο.
Και εδώ πρέπει να αποφύγουμε κάποιες σαφώς προβληματικές επιλογές:
Είναι λάθος η λογική που προκρίνει αυτή τη στιγμή τη συγκρότηση κομματικών παρατάξεων στα μεγάλα συνδικάτα και όχι τη δημιουργία πλατιών αγωνιστικών συσπειρώσεων. Για να το πούμε απλά, αυτή τη στιγμή είναι αδύνατη με πραγματικούς όρους η ύπαρξη στα συνδικάτα του δημοσίου ενός χώρου που πρόσκειται στη ΛΑΕ και ενός χώρου που πρόσκειται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή στην ευρύτερη εξωκοινοβουλευτική αριστερά, οι οποίοι θα διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί να εκφράσει καλύτερα τις αγωνιστικές διαθέσεις του κόσμου. Κάτι τέτοιο θα εξυπηρετούσε μόνο την πολιτική σκοπιμότητα συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, αλλά πολύ δύσκολα θα συνέβαλε στην ανασυγκρότηση του κινήματος. Και φυσικά χωρίς ισχυρό κίνημα, ούτε οι πολιτικοί χώροι που αναφέρονται σε αυτό θα βγουν ενισχυμένοι.
Για τους ίδιους λόγους είναι λάθος και η άρρητη μετατροπή των Παρεμβάσεων σε ιδεολογική -κομματική παράταξη. Οι Παρεμβάσεις δεν έχουν κερδίσει τη θέση που έχουν στα συνδικάτα και δεν έχουν συμβάλει αποφασιστικά στους μεγάλους αγώνες που έχουν γίνει, επειδή έχουν αναφορά στην αντικαπιταλιστική αριστερά, αλλά επειδή εξέφρασαν ένα συγκεκριμένο μοντέλο συνδικαλισμού: ενός συνδικαλισμού ταξικού, αντισυνδιαχειριστικού και αγωνιστικού, κόντρα στη γραφειοκρατία, την ηττοπάθεια και την αγωνιστική αδράνεια. Σε αυτό το πλαίσιο, το να ξεφεύγει η συζήτηση για το αναγκαίο πολιτικό πλαίσιο των συνδικαλιστικών συσπειρώσεων στα συνδικάτα σε απαιτήσεις για πολιτική συμφωνία που θα ταίριαζε σε κόμμα δεν συμβάλλει στον πολιτικό εξοπλισμό αυτών των συσπειρώσεων, αλλά αναπαράγει το σεχταρισμό των πολιτικών οργανώσεων μέσα στα συνδικάτα. Όπως επίσης είναι εντελώς αδιέξοδο και μάλλον εξυπηρετεί μόνο την κομματική συγκρότηση να γιγαντώνονται δευτερεύουσες τακτικές διαφορές (πχ πόσες μέρες απεργία πρότεινε ο κάθε χώρος), ή να προβάλλονται ζητήματα (όπως για παράδειγμα το αν επέλεξε κάποιος να πορευθεί με τη ΓΣΕΕ στη ΔΕΘ) που δεν τα έχουν λύσει ούτε πολιτικά μέτωπα τα μέλη των οποίων όμως βρίσκονται μαζί στις Παρεμβάσεις. Ούτε φυσικά μπορεί να σταθεί στα σοβαρά η αλαζονική απαίτηση “αποκήρυξης” του παρελθόντος ενός ολόκληρου δυναμικού.
Για να συνοψίσουμε: το μείζον για τα συνδικάτα δεν είναι να συγκροτηθεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή η ΛΑΕ σε αυτά. Όχι γιατί δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη πολιτικού σημείου αναφοράς για το κίνημα, αλλά γιατί χωρίς αγώνες ούτε οι υπάρχοντες πολιτικοί σχηματισμοί θα συγκροτηθούν σε κάτι ποιοτικά διαφορετικό που πραγματικά θα μπορέσει να αντιστρέψει την κατάσταση. Για να υπάρξουν αυτοί οι αγώνες δε χρειάζεται μόνο πολιτική προοπτική, αλλά και να υπάρξει εκείνος ο πόλος που θα μπορέσει να αντιστρέψει τις τάσεις αποστράτευσης και ιδιώτευσης, θα συμβάλλει στην ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος και σε τελική ανάλυση θα προσπαθήσει να «βάλει φωτιά στον κάμπο». Ο χώρος αυτός δεν μπορεί παρά να είναι αντισυνδιαχειριστικός, ενάντια στο γραφειοκρατικό και υποταγμένο συνδικαλισμό, να πρεσβεύει πολιτικά την ανατροπή των μνημονίων, τη ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ –που είναι και η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις σήμερα– και να έχει διάθεση σύγκρουσης με κάθε κυβέρνηση που θα συνεχίζει την ίδια πολιτική. Και φυσικά πρέπει να έχει δυναμική και παρουσία τέτοιας έκτασης που μπορεί να του δώσει η συμπόρευση του δυναμικού των Παρεμβάσεων με αυτό του ΜΕΤΑ.
Σήμερα στο συνέδριο της ΑΔΕΔΥ υπάρχουν δύο βασικές δυνατότητες: ή θα υπάρξει μια απλή καταγραφή των Παρεμβάσεων και του ΜΕΤΑ, ώστε να μετρήσουν τα κύρια πολιτικά μορφώματα που δραστηριοποιούνται σε αυτές της παρατάξεις τη δύναμη τους, χωρίς όμως να αντιστραφεί η γενική εικόνα, που θα είναι εικόνα παλινόρθωσης του εργοδοτικού -κυβερνητικού συνδικαλισμού και υποχώρησης της αγωνιστικής δυναμικής, ή οι δύο χώροι θα επιδιώξουν την κοινή εκλογική καταγραφή, διεκδικώντας ακόμα και την πρωτιά στην ΑΔΕΔΥ, στέλνοντας το μήνυμα ότι η δυναμική των προηγούμενων αγώνων δεν έχει τελειώσει και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός πόλου που μπορεί να ξαναζωντανέψει το κίνημα. Η πρώτη είναι εικόνα υποχώρησης η δεύτερη εικόνα προοπτικής. Ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του!
Σταμάτης Κουρούπης, μέλος Β' ΕΛΜΕ Δωδεκανήσων
Πέτρος Φύτρος, μέλος Δ.Σ. Ε΄ ΕΛΜΕ Αθήνας
Δημήτρης Χαλβατζιδάκης, μέλος Δ.Σ. Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. «Ο Αριστοτέλης»
εικόνα: Lajos Kassak, Architettura pittorica, 1922.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ