Αν οι αρχικές διαβεβαιώσεις για την αντοχή της ελληνικής οικονομίας απέναντι στην οικονομική κρίση προσπαθούσαν να συγκαλύψουν την επίγνωση που υπήρχε για τις συνέπειες από την επέκταση της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης, η τρέχουσα προσπάθεια να παρουσιαστεί η κρίση περίπου ως «απρόβλεπτη φυσική καταστροφή» έχει ως σκοπό να παρουσιάσει σαφώς πολιτικές επιλογές ως αναγκαστικά μέτρα. Μόνο που, όπως ακριβώς η οικονομική κρίση δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα ενός τρόπου παραγωγής ταξικού και βαθιά ανορθολογικού, έτσι και οι απαντήσεις στην κρίση συμπυκνώνουν ταξικές στρατηγικές. Στα βήματα της υπόλοιπης Ευρώπης η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί να αξιοποιήσει τη συγκυρία της κρίσης για να προχωρήσει σε νέες τομές σε βάρος των εργαζομένων. Ο νεοφιλελευθερισμός πέθανε, ζήτω ο νεοφιλελευθερισμός!
Άλλωστε, ζητήματα όπως η απελευθέρωση των απολύσεων, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, η επέκταση της ελαστικής εργασίας, η γενίκευση της μερικής απασχόλησης, η εκ περιτροπής εργασία αποτέλεσαν πάγιες απαιτήσεις των εργοδοτών ήδη από εποχές περισσότερο παχυλών αγελάδων. Πίσω από τις μέχρι ναυτίας επαναλήψεις περί της ανάγκης να «τιθασευτούν τα ελλείμματα» δεν κρύβεται κανενός είδους τεχνική απαίτηση αλλά η προσπάθεια νομιμοποίησης της ταξικής επιλογής να περάσουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζόμενων. Για παράδειγμα, η μεθόδευση της απόφασης του Ευρωδικαστηρίου για την εξίσωση των ορίων ηλικίας ανδρών και γυναικών, δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ως άλλοθι για να ολοκληρωθούν οι ανατροπές στο ασφαλιστικό που σχεδιάζονταν εδώ και καιρό.
Το τέλος των ευρωπαϊκών μύθων
Το τελευταίο διάστημα μαζί με τους δείκτες των χρηματιστηρίων γκρεμίστηκαν και οι μύθοι περί της ΕΕ ως μηχανισμού προστασίας απέναντι στις συνέπειες των οικονομικών κρίσεων. Η οικονομική κατάρρευση των χωρών της «νέας Ευρώπης», όπως η Ουγγαρία ή η Τσεχία, η πολιτική κρίση στους σχηματισμούς της Βαλτικής, τα προβλήματα στη Βουλγαρία και την Πολωνία, αποδεικνύουν το κόστος που έχει η συμμετοχή σε μια ολοκλήρωση που στηρίζεται στην άρση κάθε μηχανισμού οικονομικής προστασίας, ενώ η αντιμετώπιση κάθε χώρας με οικονομικά προβλήματα περίπου ως ενοχλητικού επαίτη, καταδεικνύει πόσο... αλληλέγγυοι μπορούν να είναι οι ηγεμονικοί σχηματισμοί της ΕΕ!
Στην πραγματικότητα, οι ασφυκτικοί δημοσιονομικοί περιορισμοί που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και η συμμετοχή στην ευρωζώνη, σε συνθήκες κρίσης είναι πιθανό να πάψουν να αποτελούν μοχλούς πίεσης για εκσυγχρονισμό και αντιθέτως, να ενισχύσουν τάσεις κοινωνικής αποσταθεροποίησης. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη φορά τίθεται με τόσο έντονο τρόπο το ενδεχόμενο της εξόδου χωρών από το ευρώ.
Παρόλ’ αυτά οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δείχνουν απροθυμία να αντιμετωπίσουν τις κυοφορούμενες κοινωνικές εκρήξεις, παρότι ο ελληνικός Δεκέμβρης αποτέλεσε προμήνυμα για εκρήξεις που έρχονται. Όταν η πλειοψηφία σχεδόν των Γάλλων επιδοκιμάζει το να πιάνουν οι εργάτες ομήρους τους εργοδότες ή ακόμη και στο υπερφρουρούμενο Λονδίνο ξεσπούν επεισόδια, είναι σαφές ότι η απονομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών βαθαίνει. Η επένδυση σε συντηρητικά ή ξενοφοβικά αντανακλαστικά, κατά το πρότυπο της Ιταλίας, δεν είναι βέβαιο ότι μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτρέψει τον κίνδυνο μεγάλων κοινωνικών διεκδικήσεων.
Πλάι στις αποτυχημένες προσπάθειες άσκησης επικοινωνιακής πολιτικής γύρω από την... κούραση του πρωθυπουργού και το μηρυκασμό της ανάγκης συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις των ευρωπαίων επιτηρητών, η κυβέρνηση επενδύει σε μια αυταρχική λογική νόμου και τάξης. Η υπερπροβολή της εγκληματικότητας, η διαμόρφωση μιας εικόνας «παραβατικότητας» όπου αναμειγνύονται η εγκληματικότητα, η πολιτική διαμαρτυρία και η «τρομοκρατία», η παρουσίαση των δυναμικών κινηματικών πρακτικών ως μορφών ήπιας «τρομοκρατίας», όλα αυτά αξιοποιούνται για τον περιορισμό των βασικών δημοκρατικών ελευθεριών. Η επίθεση στο πανεπιστημιακό άσυλο, η θέσπιση νέων ιδιώνυμων γύρω από την «κουκούλα», η ένταση των πρακτικών επιτήρησης δεν επενδύουν μόνο στην ανασφάλεια ευρύτερων κομματιών και τη συσπείρωση γύρω από πρακτικές αυταρχικής θωράκισης. Θέλουν και να ξεμπερδεύουν με κατοχυρωμένες μαζικές αγωνιστικές πρακτικές, σε μια περίοδο όξυνσης των κοινωνικών συγκρούσεων.
Η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού
Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να δείξει ότι μπορεί ακόμη να θεσμοθετεί τομές, η δυσαρέσκεια όχι μόνο εργατικών αλλά και μικροαστικών στρωμάτων οδηγεί σε μια σχεδόν βέβαιη εκλογική συντριβή της ΝΔ. Σε αυτό το τοπίο, η επαναφορά των σκανδάλων στο προσκήνιο κάθε άλλο παρά τυχαία είναι.
Ως προς την ουσία του ζητήματος, είναι σαφές ότι η διαπλοκή πολιτικού προσωπικού και επιχειρήσεων αποτελεί μια ανομολόγητα δομική πλευρά του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Η απελευθέρωση των αγορών και η απόδοση τομέων και δραστηριοτήτων στο κεφάλαιο ουδέποτε μπόρεσε να γίνει σε συνθήκες «τέλειου ανταγωνισμού». Αντίθετα, προϋπέθετε πολιτικές αποφάσεις για τη διανομή της σχετικής πίτας, αφήνοντας αντικειμενικά περιθώριο για κάθε είδους εκδοχές χρηματισμού. Ο λόγος που τα σκάνδαλα αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα είναι ότι σε συνθήκες ασφυκτικής ιδεολογικής ομογενοποίησης των κυρίαρχων κομμάτων εξουσίας, τα σκάνδαλα μπορούν να είναι ιδιαίτερα λειτουργικοί μηχανισμοί αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Η ανατροπή μιας κυβέρνησης υπό το βάρος σκανδάλων και όχι υπό το βάρος της λαϊκής κατακραυγής για την πολιτική που εφαρμόζει, εξασφαλίζει ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν έχει δώσει υπέρμετρες υποσχέσεις ανατροπής κομβικών πολιτικών επιλογών.
Το ΠΑΣΟΚ σπεύδει να ολοκληρώσει την προσφορά εγγυήσεων ως προς τη «σωφροσύνη» των πολιτικών που θα ακολουθήσει και έχει επιδοθεί στη συστηματική έκθεση μιας ιδιαίτερα επιθετικής ατζέντας. Από τις προτάσεις για την ανασφάλιστη εργασία ως απάντηση στην ανεργία μέχρι τις ιδιαίτερα αυταρχικές τοποθετήσεις για την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, περνώντας από τις κοινές προτάσεις ΓΣΕΕ-ΣΕΒ, τη συμπόρευση της «νέας» ΠΟΣΔΕΠ με το Υπουργείο Παιδείας και την εχθρότητα απέναντι σε εργατικούς αγώνες, το ΠΑΣΟΚ καταδεικνύει ότι θα είναι ένας ιδιαίτερα επιθετικός διαχειριστής.
Το πραγματικό επίδικο
Ωστόσο, το βασικό επίδικο της περιόδου και η παράμετρος που θα καθορίσει τις εξελίξεις θα είναι η στάση των λαϊκών μαζών. Η πραγματικότητα της κρίσης, οι μαζικές απολύσεις, η μείωση των εισοδημάτων, η ανασφάλεια υπονομεύουν οποιαδήποτε ηγεμονική αίγλη μπορεί να είχε η κυρίαρχη πολιτική, διαμορφώνουν το υλικό υπόβαθρο για μεγάλες και παρατεταμένες κοινωνικές συγκρούσεις απειλούν να φέρουν τα αστικά κέντρα εξουσίας αντιμέτωπα με πρωτόγνωρες κοινωνικές δυναμικές.
Οι συνέπειες της κρίσης μπορούν, εξίσου, να οδηγήσουν και σε φοβικά αντανακλαστικά, σε συντηρητικές αντιδράσεις, σε ξενοφοβικές στάσεις. Ακόμη και στην εξέγερση του Δεκέμβρη αυτή η αντιφατική τοποθέτηση ήταν εμφανής. Ούτε πρέπει να παραβλέψουμε ότι μέτρα όπως το πάγωμα των αποδοχών στο μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου δεν προκάλεσαν «αυτόματη» έκρηξη, καθώς ευρύτερα κομμάτια εκτιμούν ότι ακόμη και με αυτό το τίμημα η σταθερότητα της εργασίας είναι προτιμότερη από την αγριότητα του ιδιωτικού τομέα.
Με αυτά τα δεδομένα αυτό που κατεξοχήν θα καθορίσει τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα δεν θα είναι μόνο η δυσαρέσκεια ή το αίσθημα δυσπραγίας των λαϊκών μαζών. Το καθοριστικό είναι να υπάρξει ένας μεγάλος κύκλος αγώνων και κινητοποιήσεων που θα δημιουργήσει ασφυκτικό κλίμα απέναντι στην κυβέρνηση, θα βάλει στο στόχαστρο όλες τις βασικές πλευρές της προσπάθειας να πληρώσουν οι εργαζόμενοι την κρίση, θα συγκρουστεί με τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής (την τρομοκρατία των δεικτών και των ελλειμμάτων, τις μαζικές απολύσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις, την περικοπή μισθών και δικαιωμάτων), θα δεσμεύσει τελικά και τυχόν επόμενη κυβέρνηση. Μόνο που αυτό δεν γίνεται με όρους κοινωνικού αυτοματισμού, αλλά προϋποθέτει και συγκεκριμένη πολιτική παρέμβαση και πρωτοβουλίες για συλλογική δράση και διεκδίκηση. Απαιτεί αμφισβήτηση των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, σφυρηλάτηση νέων δεσμών αλληλεγγύης και συλλογικότητας, διαμόρφωση νέων συνδικαλιστικών μορφών και πρακτικών, επιλογή και ιεράρχηση στόχων.
Τα όρια της επίσημης αριστεράς
Σε αυτό το τοπίο, το ΚΚΕ προσπαθεί να κατοχυρώσει τη θέση του μέσα στο λαό της Αριστεράς. Όμως, η απομάκρυνση από προηγούμενες εκδοχές αντιμονοπωλιακής ανάπτυξης και από λογικές σταδίων και η υιοθέτηση μιας περισσότερο σαφούς αντικαπιταλιστικής ρητορείας δεν αντιστοιχούν και σε μια πρωτοπόρα στάση μέσα στα κοινωνικά μέτωπα, με την εξαίρεση περιπτώσεων όπου το ΚΚΕ αισθάνεται ότι απειλείται η ικανότητα πολιτικής αναπαραγωγής του (για παράδειγμα στις μεγάλες κινητοποιήσεις για τις απολύσεις στα Jumbo). Αντίθετα, σε κρίσιμους χώρους και επίδικα, από τον δημόσιο τομέα έως το κίνημα αλληλεγγύης στην Κωνσταντίνα, το ΚΚΕ όχι μόνο απέχει, αλλά και στηρίζει τη σεχταριστική τακτική του σε μια ιδιαίτερα ηττοπαθή τοποθέτηση ότι σήμερα δεν υπάρχει δυνατότητα για ανατροπή της εφαρμοζόμενης πολιτικής αλλά μόνο για πολιτική στράτευση στις γραμμές του και κομματική οικοδόμηση. Η αντιμετώπιση των σωματείων όχι ως εργαλείων του ταξικού αγώνα αλλά ως προθαλάμων κομματικής ένταξης είναι άμεσο παρεπόμενη αυτής της στάσης. Όσο για την περιβόητη «νεοσταλινική» στροφή, αυτή μοιάζει περισσότερο με μια εγκεφαλική κατασκευή, παρά με μια ειλικρινή προσπάθεια αριστερής κριτικής στην καπιταλιστική μετάλλαξη των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Είναι αλήθεια ότι η ενίσχυση του ΚΚΕ στη συγκυρία δείχνει ότι, σε πείσμα της λογικής ότι σήμερα η Αριστερά για να απευθυνθεί στην κοινωνία πρέπει να έχει και κυβερνητική πρόταση, μπορεί να υπάρξει διεύρυνση επιρροής και μέσα από ένα λόγο που απορρίπτει κάθε εκδοχή κυβερνητικής διαχείρισης. Όμως, η υποτίμηση της δυνατότητας να ξεσπούν μαζικοί αγώνες και η άρνηση κάθε δυνατότητας οι εργαζόμενοι να αλλάξουν τη ζωή τους τώρα με τη συλλογική δράση, απειλεί τελικά να υπονομεύσει και την ίδια την απεύθυνσή του στα κομμάτια εκείνα που σήμερα έλκονται από την «αντισυστημική» του τοποθέτηση.
Ο χώρος του ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο διάστημα ανέδειξε την αντιφατικότητά του. Οι εμφανείς μορφές της εσωκομματικής αντιπαράθεσης στο Συνασπισμό δεν υπενθύμισαν μόνο ότι ένα τμήμα της κοινωνικής συμμαχίας του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού εξακολουθεί να στεγάζεται πολιτικά στην Κουμουνδούρου. Έδειξαν ότι πλάι στη δεξιά στάση των ανανεωτικών υπάρχουν και τα επίσης δεξιά αντανακλαστικά του Αριστερού Ρεύματος που υιοθετεί την κλασική ρεφορμιστική παράδοση της οργανωτικής εκκαθάρισης των φορέων δεξιών απόψεων ακριβώς για να υιοθετηθούν οι απόψεις αυτές πιο εύκολα. Η ατέρμονη προτασεολογία σε κάθε πεδίο, οι κατά καιρούς απευθύνσεις Αλαβάνου προς το ΠΑΣΟΚ, η συγκυβέρνηση με την ΠΑΣΚΕ στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, η συμβολή στη δεξιά στροφή της ΠΟΣΔΕΠ, όλα αυτά δεν ήταν έργο των ανανεωτικών αλλά της «αριστερής» πλειοψηφίας του Συνασπισμού.
Η ανοχή σε αριστερές φρασεολογίες στα κείμενα του ΣΥΡΙΖΑ, η προοπτική της εκλογής εκπροσώπου της ΚΟΕ στο Ευρωκοινοβούλιο, ακόμη και η προσπάθεια επικοινωνίας με διεργασίες όπως η εξέγερση του Δεκέμβρη, δεν αναιρούν ότι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να προτείνει έναν πραγματικό βηματισμό σύγκρουσης και ρήξης με την κυρίαρχη πολιτική, ταλαντευόμενος ανάμεσα σε μια ριζοσπαστική ευαισθησία (που όμως δεν μεταφράζεται σε συγκεκριμένη πολιτική στρατηγική και τακτική) και έναν παραδοσιακό αριστερό κυβερνητισμό που επανεμφανίζεται διαρκώς όποτε τίθενται πραγματικά πολιτικά ερωτήματα.
Φάνηκε, επίσης, ότι για τις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς εντός του ΣΥΡΙΖΑ αρκούσε η παραχώρηση πολιτικού χώρου σε επίπεδο κειμένων ή ακόμη και εκπροσωπήσεων για να ξεπεραστούν μεγάλα και ανοιχτά ερωτήματα πολιτικής και να γίνουν αποδεκτές δεξιές μετατοπίσεις. Από την ανοχή της ΚΟΕ στον αριστερό ευρωπαϊσμό, τη σιωπή π.χ. του Δικτύου/Ρόζα στις κάθε είδους δηλώσεις καθεστωτικής νομιμοφροσύνης της ηγεσίας του Συνασπισμού, την απουσία οποιασδήποτε κριτικής για τις επιλογές της Αυτόνομης Παρέμβασης για τη φετεινή Πρωτομαγιά, τα παραδείγματα είναι αρκετά. Δεν είναι τυχαίο ότι τμήματα του ΡΙΖΑ πρωτοστατούν στην προσπάθεια για παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ στους χώρους δουλειάς, δηλαδή για την οριστική έξοδο από το ρεύμα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού των παρεμβάσεων-συσπειρώσεων και την προσχώρηση σε κοινές παρατάξεις με τους πρωτοπόρους στη συνδιαχείριση, ενίοτε και τη διαπλοκή, συνδικαλιστές της Αυτόνομης Παρέμβασης.
Τα ελπιδοφόρα βήματα στην αντικαπιταλιστική αριστερά
Σε αυτό το φόντο η συγκρότηση της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη συνολικά για το χώρο της Αριστεράς. Πρόκειται για την πιο πλατιά συσπείρωση δυνάμεων στην ιστορία της επαναστατικής και ριζοσπαστικής αριστεράς. Προέκυψε μέσα από έναν κύκλο αντικαπιταλιστικών συνελεύσεων και με τη συμμετοχή χιλιάδων αγωνιστών. Βγήκε μέσα από τη δυναμική της κοινής δράσης και της κοινής παρέμβασης μέσα σε μεγάλες μάχες όλα τα προηγούμενα χρόνια με αποκορύφωμα το Δεκέμβρη, όταν αυτός ο χώρος με σαφήνεια όχι μόνο τοποθετήθηκε υπέρ του κινήματος αλλά και απέφυγε οποιαδήποτε δήλωση καθεστωτικής νομιμοφροσύνης.
Πάνω από όλα επιτρέπει σε μια σειρά από κρίσιμες και αναγκαίες πολιτικές οριοθετήσεις, όπως είναι η αντισυνδιαχειριστική λογική, η κινηματική μαχητικότητα, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, να ξεπερνούν το πλαίσιο της απλής ιδεολογικής αναφοράς ή ακόμη και της διαφορετικής στάσης μέσα στο κίνημα και να διεκδικούν να γίνουν κεντρικές πολιτικές αναφορές. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, σε πείσμα όσων λένε διάφοροι καλοθελητές, κατέδειξε ότι είναι ένα διακριτό πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα σε πάρα πολλές μάχες: από τις φοιτητικές καταλήψεις, την πρωτοπόρα δράση των παρεμβάσεων-συσπειρώσεων σε μεγάλες απεργίες, τη συγκρότηση εγχειρημάτων όπως η Πρωτοβουλία Αγώνα, μέχρι τις μάχες για τους ελεύθερους χώρους και την πάλη ενάντια στο σύγχρονο δουλεμπόριο, η διακριτότητα αυτού του ρεύματος έχει καταδειχτεί. Ήρθε η ώρα να αποτελέσει και μια διαφορετική πολιτική πρόταση συνολικά για την Αριστερά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α δεν έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη. Χρειάζεται να ξεπεραστεί η λογική εκείνη που θέλει τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό να εξαντλείται απλώς σε μια φραστική επίκληση του επαναστατικού δρόμου. Δεν αρκεί απλώς η επίκληση των αγώνων στους οποίους έχει πρωτοστατήσει και η διεκδίκηση της ψήφου στο όνομά τους. Έχει όρια η πολιτική λειτουργία ως μέτωπο οργανώσεων και η λογική της ομοφωνίας και του μέσου όρου. Συχνά, η εικόνα ενός διακηρυκτικού μαξιμαλισμού περιορίζει το στοιχείο της λαϊκότητας στην απεύθυνσή μας και μας αποκόπτει από αγωνιστές που έχουν αναφορά στον ιστορικό κορμό της Αριστεράς, την ίδια στιγμή που συχνά χάνουμε και ευκαιρίες να επικοινωνήσουμε με το νέο ριζοσπαστισμό που αναδεικνύεται.
Γι’ αυτό και λέμε ότι στο εγχείρημα αυτό πρωτίστως θα κριθούμε από εάν και κατά πόσο δείξουμε ότι μπορούμε να αλλάζουμε. Να κάνουμε το βήμα από το φραστικό αντικαπιταλισμό στη συλλογική επεξεργασία εκείνης της κατεύθυνσης και της πρακτικής μέσα στους αγώνες, που θα δείχνει ότι μόνο ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός μπορεί να οδηγήσει σε νικηφόρες μάχες. Να προτείνουμε σε ευρύτερα λαϊκά κομμάτια όχι απλώς μια διέξοδο για την ώρα της κάλπης αλλά πρωτίστως έναν διαφορετικό τρόπο συλλογικής διεκδίκησης και πάλης, ένα δρόμο για να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους. Να κάνουμε την ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α ένα σύγχρονο μαζικό πολιτικό και κινηματικό εργαστήρι, με αυτοτελείς δημοκρατικές διαδικασίες, με ισότιμη συμμετοχή των ανένταχτων σε όλα τα επίπεδα, με διαδικασίες βάσης, με ανοιχτή συζήτηση για το ποια άποψη και γραμμή δικαιώνεται στην πράξη, για την προώθηση νέων και πρωτότυπων συνθέσεων.
Πάνω από όλα, χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι στην αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να αρκεί απλώς η αυτοαναφορική συσπείρωση και καταγραφή ενός χώρου αριστερής αντιπολίτευσης. Στην αντικαπιταλιστική αριστερά, με δεδομένα τα όρια όλων των παραλλαγών του ρεφορμισμού, αναλογεί να ξαναψηλαφήσει το νόημα συνολικά της έννοιας της Αριστεράς, να αρθρώσει λόγο και πρωτίστως πρακτική που να προσπαθεί να απαντήσει στο σύνολο των ανοιχτών ερωτημάτων που σήμερα τίθενται για την αριστερή πολιτική και εκεί να καταδείξει γιατί μόνο η κατεύθυνση της ρήξης και της ανατροπής μπορεί να δώσει προοπτική. Μόνο που αυτό απαιτεί συνείδηση τόσο των δυνατοτήτων που ανοίγονται, όσο και της ευθύνης.
Το εάν και κατά πόσο η κρίση θα απαντηθεί με όρους κλιμάκωσης των ταξικών αγώνων ή θα τροφοδοτήσει φοβικά και ηττοπαθή αντανακλαστικά, ο βαθμός στον οποίο θα διαμορφωθεί ένα νέο μαζικό ρεύμα αριστερού και εν δυνάμει αντικαπιταλιστικού αντι-ευρωπαϊσμού σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα απέναντι στην καταναγκαστική ευρωλαγνεία του επίσημου πολιτικού προσωπικού, η έκταση που θα πάρει τελικά η κρίση του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικού προτάγματος, αυτά είναι τα πεδία όπου θα κριθεί η χρησιμότητα και η αποτελεσματικότητα αλλά σε τελική ανάλυση και η κλίμακα και η μαζικότητα του εγχειρήματος της ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α και συνολικά της προσπάθεια ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς.
Το πρώτο βήμα έγινε, ας μην το αφήσουμε να μείνει μετέωρο...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ