Με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη νέο Υπουργό «Προστασίας του πολίτη», δεν χρειάζονται 100 ημέρες για να απαντηθεί το ερώτημα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Τα επικοινωνιακά τεχνάσματα της μετονομασίας του Υπουργείου και οι δηλώσεις εντυπωσιασμού για «αποπομπή από το Αστυνομικό Σώμα όποιου αστυνομικού ακουμπά παρανόμως πολίτη», κατέρρευσαν μόλις οι «αντιεξουσιαστές της εξουσίας» ανέλαβαν δράση. Ο κ. Χρυσοχοΐδης απέδειξε αρκετά σύντομα ότι το δόγμα «δημοκρατία με πυγμή» που εγκαθίδρυσε –με το σκέλος της δημοκρατίας να επιτελεί έναν μάλλον συνοδευτικό, διακοσμητικό ρόλο– αποτελεί επί της ουσίας μετεξέλιξη του δόγματος της «μηδενικής ανοχής» που λάνσαρε η απελθούσα κυβέρνηση.
Υιοθετώντας τη φρασεολογία περί «ανομίας και άβατου των Εξαρχείων», από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων του μετέτρεψε το κέντρο της Αθήνας σε περιοχή που τελεί υπό καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Οι αστυνομικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στα Εξάρχεια, πραγματοποιώντας καθημερινά δεκάδες προσβλητικούς ελέγχους και αναίτιες προσαγωγές με κριτήρια αμιγώς στυλιστικά, στοχοποιώντας καθετί διαφορετικό, από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά ως τον τρόπο σκέψης. Η κατάσταση κατοχής, για την οποία διαμαρτύρονταν καθημερινά οι κάτοικοι, οι εργαζόμενοι, οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς της περιοχής, έσπασε για λίγο το διθυραμβικό τείχος των ΜΜΕ λόγω των προσαγωγών του εκφωνητή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου Δημήτρη Παπαχρήστου και άλλων δημοσιογράφων.
Χαρακτηριστική της διγλωσσίας του ΠΑΣΟΚ είναι και η στάση του απέναντι στο «ιδιώνυμο της κουκούλας». Τι κι αν το ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευση καταψήφισε τη συγκεκριμένη διάταξη και μετεκλογικά οι συναρμόδιοι υπουργοί δεσμεύτηκαν για την κατάργησή της; Η πρώτη ενεργοποίηση της διάταξης έγινε επί των ημερών της νέας κυβέρνησης με αφορμή 5 συλληφθέντες κατά τη διάρκεια κινητοποίησης διαμαρτυρίας για τη δολοφονία του Πακιστανού μετανάστη Μοχάμεντ Καμράν Ατίφ –η οποία, παρεμπιπτόντως, χαίρει πλήρους συγκάλυψης από την πολιτική και φυσική ηγεσία της Αστυνομίας.
Τρομολαγνείας το ανάγνωσμα
Ο Μ. Χρυσοχοΐδης, θιασώτης της ελληνικής εκδοχής του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη εμπειρία του σ’ αυτόν τον τομέα, επαναφέρει με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο τον λόγο περί τρομοκρατίας στην δημόσια ατζέντα. Ξανανοίγει το φάκελο της 17 Ν και συνεχίζει το παιδομάζωμα για την υπόθεση της «Συνομωσίας των Πυρήνων της Φωτιάς», προετοιμάζοντας το έδαφος για νέα δέσμη μέτρων περιστολής των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Το πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι ο κυρίαρχος λόγος περί τρομοκρατίας αρθρώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε εντέχνως να διαμορφώνει ένα συνεχές από τα κινήματα και τις ριζοσπαστικές πρακτικές μέχρι τις μορφές ατομικής βίας ή κοινού ποινικού δικαίου. Στο σύνολο σχεδόν του αστικού τύπου, οργανώσεις αγνώστου προελεύσεως που επιδίδονται σε πρακτικές ατομικής βίας, εμφανίζονται ως δημιουργήματα του Δεκέμβρη από τη μία και διασυνδεόμενες με ποινικούς κρατούμενους από την άλλη. Αφενός η επιχειρούμενη σύνδεση και αφετέρου η αποσπασματική, στρεβλή και αρκούντως θεαματική μιντιακή ανάγνωση του περασμένου Δεκέβρη, συντείνουν στην ενορχήστρωση σεναρίων πολέμου ενόψει του ερχόμενου Δεκέμβρη, για τον οποίο ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης προανήγγειλε ότι οι δυνάμεις καταστολής δε θα αρκεστούν «στην αμυντική στάση της Νέας Δημοκρατίας» (sic) αλλά θα υπάρξει «μαζική εφαρμογή του δόγματος της μηδενικής ανοχής».
Τέλος, χρήζει ιδιαίτερης μνείας ο θαυμασμός του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη για τα western και την Άγρια Δύση, όπως αποτυπώνεται στην επικήρυξη των «ληστών με τα μαύρα» και των φυσικών αυτουργών της δολοφονικής επίθεσης στην Κωνσταντίνα Κούνεβα. Πέρα από την κωμική πλευρά, αυτές οι επιλογές επιδιώκουν να δώσουν έδαφος σε πρακτικές κοινωνικού χαφιεδισμού στην ελληνική κοινωνία. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Κούνεβα, αποκρυσταλλώνεται στο μεγαλείο της η υποκρισία του ΠΑΣΟΚ, που αν πραγματικά ενδιαφερόταν για τη διαλεύκανση αυτής της υπόθεσης δε θα είχε παρά να προσφύγει στα μητρώα των μελών του για να βρει τον Οικονομάκη, διευθυντή της ΟΙΚΟΜΕΤ και εργοδότη της Κούνεβα.
Αντιλαλούν οι φυλακές
Στο «εξπρές του μεσονυχτίου», όπως εύστοχα έχουν χαρακτηριστεί οι ελληνικές φυλακές στοιβάζονται 11.432 κρατούμενοι –με το 30% του έγκλειστου πληθυσμού να είναι απλώς υπόδικοι– σε άθλιες συνθήκες, με το αίσχος των ανηλίκων και των μητέρων να αποτελούν την προμετωπίδα του προβλήματος. Ένα χρόνο μετά την εξέγερση των κρατουμένων, η κατάσταση ούτε στο ελάχιστο δεν έχει βελτιωθεί. Οι έγκλειστοι προβαίνουν σε μαζική αποχή συσσιτίου και ο νέος Υπουργός Δικαιοσύνης σε εξαγγελίες ανεπαρκείς για το μέγεθος του προβλήματος.
Συγκεκριμένα, ο Χ. Καστανίδης μίλησε για την ανάγκη αποσυμφόρησης των φυλακών, προαναγγέλλοντας ότι θα αυστηροποιηθούν οι προϋποθέσεις της προφυλάκισης. Αγνοεί προφανώς ο αρμόδιος Υπουργός ότι ο τεράστιος αριθμός υπόδικων δεν οφείλεται τόσο στο ίδιο το νομοθετικό πλαίσιο, όσο στην αυθαίρετη ανάγνωσή του από τις δικαστικές αρχές. Επιπλέον, η επέκταση του ορίου των 3/5 έκτισης της ποινής και στους τοξικοεξαρτημένους δεν συνιστά ουσιαστική λύση, αφού το αίτημα των ίδιων είναι να πάψει να αντιμετωπίζεται ο χρήστης ως εγκληματίας του ποινικού δικαίου. Όσον αφορά δε την, επίσης γενικόλογη, πρόταση για ενίσχυση των εναλλακτικών ποινών, αυτή προσιδιάζει περισσότερο με ευχή, στο βαθμό που δεν συνοδεύεται με ριζικές τομές στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, σύστημα αυστηρά προσανατολισμένο στις ιδρυματικές ποινές.
Και βέβαια από τις εξαγγελίες απουσίαζαν η ανάγκη κατάργησης του (πραγματικού) άβατου των φυλακών και η απρόσκοπτη πρόσβαση των κοινωνικών, πολιτικών και ενημερωτικών φορέων (εδώ δεν μας νοιάζει η «διαφάνεια», προφανώς), οποιοδήποτε μέτρο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του έγκλειστου πληθυσμού, οποιαδήποτε αναφορά στη βελτίωση της μεταχείρισης των μητέρων κρατούμενων και βεβαίως το φλέγον ζήτημα της κατάργησης των φυλακών ανηλίκων.
Το σοκ του υφυπουργού
Οι άθλιες συνθήκες στο κέντρο κράτησης μεταναστών στην Παγανή αναδείχθηκαν από τις αλλεπάλληλες διαμαρτυρίες αντιρατσιστικών οργανώσεων και τις εξεγέρσεις των ίδιων των μεταναστών –άρα δεν ήταν ξένες σε κανέναν. Εκτός μάλλον από τον υφυπουργό Σπύρο Βούγια, το σοκ του οποίου ήταν απαραίτητο για την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης και τη συνακόλουθη «συγνώμη για το έλλειμμα ανθρωπιάς». Τελικά υπό το βάρος των κινητοποιήσεων η Παγανή έκλεισε, όλα τα υπόλοιπα ζητήματα που άπτονται της μεταναστευτικής πολιτικής, όμως, παραμένουν ανοιχτά.
Εκτός από «συγνώμη», χρειάζονται και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την απόδοση δικαιωμάτων στο μεταναστευτικό πληθυσμό, τις οποίες η κυβέρνησης της «μηδενικής ανοχής στη λαθρομετανάστευση» δε φαίνεται διατεθειμένη να λάβει. Ενδεικτική της ανακολουθίας του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα είναι η μετατροπή της προεκλογικής δέσμευσης «για διεύρυνση των όρων νομιμοποίησης» στην μετεκλογική παραδοχή της αρμόδιας υφυπουργού Θ. Τζάκρη ότι «αποκλείεται να νομιμοποιηθούν όσοι δε διαθέτουν χαρτιά». Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της χορήγησης ιθαγένειας στη δεύτερη γενιά μεταναστών, που περιορίστηκε στην αναστολή των απελάσεων για τα παιδιά αυτά και στη δήλωση ότι «μόνο τα παιδιά των νόμιμων μεταναστών πρόκειται να λάβουν ελληνική ιθαγένεια» σ’ ένα θολό και απροσδιόριστο μέλλον. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται με λογικές «ανοχής», πρέπει να απολαμβάνουν τα πλήρη δικαιώματα του πολίτη και το ελληνικό κράτος να απεμπλακεί επιτέλους από τη θλιβερή αποκλειστικότητα του «δικαίου του αίματος».
Ανακοινώθηκε επίσης ότι οι αιτήσεις ασύλου θα φύγουν από την αρμοδιότητα της Αστυνομίας για να περάσουν στο Υπουργείο Εσωτερικών ή Δικαιοσύνης. Καμία κουβέντα όμως για αλλαγές στην ίδια τη διαδικασία χορήγησης πολιτικού ασύλου. Δεν αρκεί απλώς να αλλάξει ο χώρος αναμονής σε κάποια υπηρεσία, αλλά να αναγνωριστεί το προσφυγικό ζήτημα ως τέτοιο, για να ξεπεραστεί το απελπιστικό 0,6% έγκρισης των αντίστοιχων αιτημάτων.
Οι δολοφονίες, οι ξυλοδαρμοί, οι καθημερινοί προσβλητικοί έλεγχοι στα Αμπού Γκράιμπ της ελληνικής δημοκρατίας, η συνέχιση της μαύρης και ανασφάλιστης εργασίας των μεταναστών, η μετατροπή του Αιγαίου σε παγίδα θανάτου για τους καταδιωκόμενους των δυτικών επεμβάσεων, είναι μερικά μόνο σημάδια που πιστοποιούν ότι στις 4 Οκτώβρη συντελέστηκε μια κυβερνητική εναλλαγή χωρίς πραγματική αλλαγή στη χάραξη αντιμεταναστευτικών, αντιδημοκρατικών και εν γένει αντιλαϊκών πολιτικών. Η ιστορική εμπειρία όμως αποδεικνύει ότι το νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα, οι πρωτοβουλίες της Αριστεράς, μπορούν να αποτρέψουν αντιδραστικούς σχεδιασμούς και να κατοχυρώσουν νίκες. Η υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών είναι πρωτίστως δικό μας έργο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ