Louis Althusser, Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης,
μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Εκτός Γραμμής, Αθήνα 2018.
Τα κείμενα της παρούσας συλλογής γράφτηκαν από τον Λουί Αλτουσέρ κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του και δημοσιεύτηκαν μόνο μετά τον θάνατό του. Το ενοποιητικό τους νήμα όμως ασφαλώς δεν είναι κυρίως χρονολογικό. Πρόκειται για κείμενα στο πλαίσιο των οποίων ο Γάλλος φιλόσοφος αφενός μεταχειρίζεται και αφετέρου επεξεργάζεται τη λεγόμενη ύστερη προβληματική του, προβληματική η οποία κυριαρχείται από τις έννοιες της συνάντησης και του αστάθμητου και συνήθως απαντά στο έργο του ως «υλισμός της συνάντησης» ή, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ως «αστάθμητος υλισμός».
Ένας τέτοιος υλισμός διεκδικεί, για τον Αλτουσέρ, μια ριζικά αντιτελεολογική τοποθέτηση. Η δημιουργία νέων δομών ή «κόσμων», υποστηρίζει, δεν είναι προϊόν της ομαλής μετεξέλιξης κάποιων προηγούμενων δομών ή κόσμων· είναι αποτέλεσμα αστάθμητων συναντήσεων ανάμεσα σε διαφορετικά επιμέρους στοιχεία με ανεξάρτητες μεταξύ τους ιστορίες, τα οποία, υπό προϋποθέσεις πάντα πρωτότυπες ιστορικά, που είναι δυνατόν να εντοπιστούν μόνο εκ των υστέρων, «δένουν» σχηματίζοντας νέες οντότητες.
Πηγή αυτού του υλισμού της συνάντησης είναι, σύμφωνα με τον Γάλλο φιλόσοφο, η μεταφορά του Επίκουρου για τα μεμονωμένα άτομα που πέφτουν παράλληλα, σαν βροχή στο κενό: Μια μικρή, τυχαία παρέκκλιση κάποιου ατόμου από την πορεία του αρκεί για να το φέρει σε επαφή με άλλα, για να «συναντηθεί» μαζί τους και ενδεχομένως, εφόσον αυτή η συνάντηση «δέσει», να οδηγήσει στον σχηματισμό ενός νέου «κόσμου». Για τον Αλτουσέρ, το ρεύμα αυτού του υλισμού είναι «υπόγειο» γιατί απωθήθηκε και πολεμήθηκε από την κυρίαρχη φιλοσοφία, μια φιλοσοφία της αναγκαιότητας και της τελεολογίας, με αποτέλεσμα να βρει καταφύγιο μονάχα σε στιγμές από το έργο των μεγάλων φιλοσόφων: από τον Επίκουρο στον Λουκρήτιο, και από εκεί στον Μακιαβέλλι και τον Σπινόζα, στον Χομπς και τον Ρουσσώ, μέχρι τον Χάιντεγκερ και τον Ντερριντά, και φυσικά στον Μαρξ, κυρίως στον Μαρξ. Όλη η διαδρομή του Αλτουσέρ στα στιγμιότυπα αυτού του περίφημου υλισμού της συνάντησης είναι, υποστηρίζει ο ίδιος, τα προλεγόμενα στην απόπειρά του να μιλήσει για τον αστάθμητο υλισμό στο έργο του Μαρξ, επιχειρώντας πλέον να διαμορφώσει μια φιλοσοφία για τον μαρξισμό αντί να συνεχίσει να αντλεί τη φιλοσοφία του Μαρξ αποκλειστικά από το επιστημονικό του έργο.
*
Το νήμα σκέψης που ο Αλτουσέρ επιχειρεί να χαρακτηρίσει ως «υλισμό της συνάντησης» δεν εμφανίζεται στο έργο του πρώτη φορά στη δεκαετία του ’80. Αντιθέτως, στοιχεία του μπορούν πιθανώς να εντοπιστούν και τις προηγούμενες δεκαετίες, κατά τις οποίες άλλωστε η αναζήτηση μιας φιλοσοφίας ριζικά αντιτελεολογικής υπήρξε πάντοτε κεντρικό, προγραμματικό θεωρητικό αίτημα. Στα κείμενα του ’60, για παράδειγμα, συγκεντρώνεται ήδη πλήθος σποραδικές αναφορές ή έννοιες που θα μπορούσαν να εγγραφούν στην προβληματική της συνάντησης: Από το μικρό κείμενο του 1966 με τίτλο «Περί γενέσεως»[1] και την αλληλογραφία με τον ψυχαναλυτή του, επίσης από το 1966,[2] μέχρι σημαντικά εδάφια της περίφημης «Διαμάχης για τον ανθρωπισμό» του 1967,[3] στοιχεία ενός υλισμού που απέρριπτε την ιδέα οποιασδήποτε «απόλυτης απαρχής» είχαν κάνει κιόλας την εμφάνισή τους. Όμως, όπως υποστηρίζει ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του έργου του Αλτουσέρ, ο Τζ.Μ. Γκοσγκάριαν, μεταφραστής και επιμελητής της νέας σειράς μεταθανάτιων εκδόσεων του Αλτουσέρ (PUF, σειρά «Perspectives critiques»), οι αναφορές αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν κάτι περισσότερο από μια λανθάνουσα θεωρία της συνάντησης, διάσπαρτα στοιχεία δηλαδή μιας θεωρητικής προσέγγισης χωρίς συνοχή ή συστηματικότητα.[4]
Αν όμως κατά τη δεκαετία του ’60 στοιχεία ενός τέτοιου φιλοσοφικού στοχασμού μπορούν να εντοπιστούν μόνο σποραδικά σε κείμενα, σημαίνουσα θέση στην προβληματική του Αλτουσέρ φαίνεται πως αποκτούν στη δεκαετία του 1970. Ήδη στην αρχή της εντοπίζονται δύο σημαντικές αναπτύξεις του Γάλλου φιλοσόφου που σήμερα, στο φόντο της δημοσιοποίησης σημαντικών τμημάτων του έργου του από τη σειρά μεταθανάτιων εκδόσεών του, συνιστούν κεντρικές αναφορές για τη διερεύνηση της φιλοσοφικής προβληματικής της συνάντησης. Αφενός το περίφημο «Ο Μακιαβέλλι και εμείς»,[5] το χειρόγραφο το οποίο προέκυψε από τη δεύτερη σειρά μαθημάτων για τον Μακιαβέλλι που παρέδωσε ο Αλτουσέρ στην École Normale Supérieure το 1972. Στο κείμενο αυτό δεν θα πάψει ποτέ να επανέρχεται και να το τροποποιεί ώς το τέλος της ζωής του. Αφετέρου οι σημειώσεις από τη δεύτερη σειρά μαθημάτων του για τον Ρουσσώ, επίσης του 1972,[6] όπου σήμερα, και πιθανώς υπό την επίδραση μιας αναδρομικά συγκροτητικής ματιάς, μπορούμε να εντοπίσουμε μια συμβολή που εντάσσεται κατεξοχήν στην προβληματική της συνάντησης.
Όμως είναι μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970 που η προβληματική της συνάντησης τείνει να σταθεροποιηθεί λαμβάνοντας σταδιακά τη θέση της κεντρικής θεωρητικής προβληματικής στο έργο του Αλτουσέρ. Το νήμα της σκέψης του Γάλλου φιλοσόφου, που εκκινεί από τα «μαθήματα φιλοσοφίας για επιστήμονες»[7] του 1967, συμπυκνώνεται ως προγραμματικός λόγος αναζήτησης μιας «νέας πρακτικής της φιλοσοφίας» το 1968, κατά την περίφημη διάλεξη-μανιφέστο στη Γαλλική Εταιρεία Φιλοσοφίας με τίτλο «Ο Λένιν και η φιλοσοφία»,[8] και επιχειρεί την πρώτη του μεγάλη ανάπτυξη στο χειρόγραφο του 1969 που τιτλοφορήθηκε «Για την αναπαραγωγή»,[9] φαίνεται τώρα να λαμβάνει νέα τροπή, αναδεικνύοντας μια παραγνωρισμένη και μάλλον αποσιωπημένη πτυχή του. Έτσι, ανάμεσα σε μια σειρά μικρότερων κειμένων του 1975 και του 1976, με βασική τη διάλεξη για τον «Μετασχηματισμό της φιλοσοφίας»,[10] ο Αλτουσέρ θα αναδείξει σε διακύβευμα της φιλοσοφικής πρακτικής όχι μόνο τις επιστήμες και την πολιτική, όπως το έχει ορίσει στο «Ο Λένιν και η φιλοσοφία», αλλά το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών, ενώ πλέον θα παρουσιάσει την (κυρίαρχη) φιλοσοφία ως ενοποιητική αρχή και εγγυήτρια πρακτική της ιδεολογικής ηγεμονίας της αστικής τάξης. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία, για τον Αλτουσέρ, τείνει πλέον να θεωρείται ουσιώδης για την αναπαραγωγή της ταξικής δικτατορίας της αστικής τάξης.
Αυτές οι θεωρητικές διαδρομές θα αποτελέσουν την καρδιά τριών χειρογράφων, που θα γραφτούν μεταξύ 1975-78. Το πρώτο συνιστά μια πρώιμη απόπειρα του Αλτουσέρ να συγγράψει ένα εγχειρίδιο εισαγωγής στη φιλοσοφία για μη φιλοσόφους που, παρότι θα αποτύχει –σύμφωνα με την εκτίμηση του ίδιου– να εκπληρώσει αυτόν τον σκοπό, θα αποτελέσει το καταστατικό κείμενο της περιόδου: αυτό στο οποίο ο Γάλλος φιλόσοφος σκιαγραφεί τις ορίζουσες της μαρξιστικής φιλοσοφικής πρακτικής, και το οποίο θα λάβει κατά την έκδοσή του τέσσερις δεκαετίες αργότερα τον τίτλο Όντας μαρξιστής στη φιλοσοφία,[11] επαναλαμβάνοντας έτσι ελαφρώς τροποποιημένο τον τίτλο που ο Αλτουσέρ είχε δώσει στο κείμενο υποστήριξης της διδακτορικής του διατριβής το 1975.[12] Όσον αφορά το δεύτερο κείμενο, ο Αλτουσέρ θα επιχειρήσει εκ νέου να συγγράψει μια εισαγωγή στη φιλοσοφία για μη φιλοσόφους και θα καταλήξει σε ένα ολότελα διαφορετικό, νέο χειρόγραφο, που μοιράζεται και επεκτείνει την προβληματική του πρώτου. Σε αυτό το κείμενο, οι επιμελητές των μεταθανάτιων εκδόσεων του Αλτουσέρ έδωσαν το 2014 τον τίτλο «Μύηση στη φιλοσοφία για τους μη φιλοσόφους».[13]
Με αυτά τα δύο κείμενα, ο Αλτουσέρ, συνοψίζοντας παράλληλα μια ολόκληρη φιλοσοφική διαδρομή, θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει ότι διακύβευμα της φιλοσοφίας είναι το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών και ότι ως εκ τούτου η φιλοσοφία δεν είναι μια πρακτική που αφορά απλώς τους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους αλλά όλους τους ανθρώπους. Σε αντιστοιχία με τις θέσεις των κλασικών για την ιδιοτυπία του προλεταριακού κράτους ως κράτους που απονεκρώνεται, ως κράτους μη κράτους, με άλλα λόγια ως κράτους που δεν επιδιώκει την αναπαραγωγή της ταξικής του κυριαρχίας αλλά την εξάλειψή της μαζί με την εξάλειψη των ταξικών διαιρέσεων που συμπυκνώνει, θέτει προγραμματικό στόχο του μια φιλοσοφία μη φιλοσοφία, μια τρόπον τινά μη φιλοσοφική φιλοσοφία: μια φιλοσοφική πρακτική δηλαδή που θα παροτρύνει το σύνολο αυτών των κοινωνικών πρακτικών να αντισταθούν και να ανατρέψουν την (κυρίαρχη) φιλοσοφία ως ενοποιητικό αρμό της αστικής ταξικής δικτατορίας, ώστε να συμβάλουν στη συνολική ανατροπή τούτης της δικτατορίας.
Με την έννοια αυτή, η θεματική του τρίτου χειρογράφου, μια μεγάλη φανταστική συνέντευξη με τίτλο «Οι μαύρες αγελάδες»[14] που επιχειρεί μια συστηματική θεωρητική υπεράσπιση της έννοιας της δικτατορίας του προλεταριάτου, μόνο αναπάντεχη δεν μπορεί να θεωρηθεί. Τη στιγμή που ξεσπά η ανοιχτή κρίση του ΓΚΚ με κεντρικό επίδικο την απαλοιφή ή όχι της δικτατορίας του προλεταριάτου ως (έστω τυπικής) στρατηγικής αρχής του πολιτικού του προγράμματος, απαλοιφή η οποία θα επικύρωνε οριστικά τη δεξιά στροφή του κόμματος, που μέχρι τότε παρέμενε διακύβευμα, ο Αλτουσέρ, έχοντας διευρύνει πια τις θέσεις του για τη φιλοσοφία σε άμεση συνάφεια με την πολιτική, αναδεικνύει τη δικτατορία του προλεταριάτου σε κεντρικό πολιτικό αλλά και θεωρητικό διακύβευμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα κείμενα της τριετίας 1975-78, και κυρίως τα δύο μεγάλα χειρόγραφα με θέμα τη φιλοσοφία, φαίνεται να συνιστούν τον κατεξοχήν τόπο στον οποίο ο Αλτουσέρ θα διαμορφώσει τις θεωρητικές προϋποθέσεις για τη συστηματική ανάπτυξη της προβληματικής της συνάντησης. Μια προβληματική που, και πάλι, δεν παρουσιάζεται εξαντλητικά αλλά διατρέχει τις σελίδες των εν λόγω χειρογράφων συνιστώντας την κεντρική φιλοσοφική τους οπτική.
Για τον υλισμό της συνάντησης καθ’ εαυτόν ο Αλτουσέρ θα επιχειρήσει να μιλήσει, να ανασυγκροτήσει την ιστορία του και να τον συστηματοποιήσει σε ενιαία θεωρητική προβληματική μόνο μετά την ήττα του θεωρητικού και πολιτικού του διαβήματος, που επισφραγίζεται με την απαλοιφή της θέσης για τη δικτατορία του προλεταριάτου από το πολιτικό πρόγραμμα του ΓΚΚ, αλλά και έπει- τα από την κορύφωση της προσωπικής του τραγωδίας τον Νοέμβριο του 1980 και την απόσυρσή του από τη δημόσια συζήτηση.
*
Η απόπειρα του Αλτουσέρ να θεματοποιήσει τον «υλισμό της συνάντησης» ξεκινά το 1982 και κορυφώνεται το 1985 με τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του.[15] Η απόπειρα αυτή, που δεν παύει να συνιστά το βασικό νήμα της σκέψης του κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του, διαρθρώνεται σε δύο κεντρικούς άξονες.
Ο πρώτος σκιαγραφείται στις 142 σελίδες ενός χειρογράφου που ο Αλτουσέρ γράφει το 1982-83. Πρόκειται για το πρώτο φιλοσοφικό κείμενο μετά την τριετή νοσηλεία του σε ψυχιατρική κλινική που ακολούθησε το τραγικό συμβάν του 1980. Το κείμενο διακηρύσσει ότι στόχο έχει να αναδείξει τον υλισμό της συνάντησης στον Μαρξ. Ωστόσο, ο Αλτουσέρ θα περιοριστεί μονάχα –ύστερα από μια σύντομη αναφορά στην ιστορία του υλισμού της συνάντησης– σε μερικές νύξεις για την παρουσία αυτού του «άλλου» υλισμού στο σώμα του μαρξικού έργου, παρουσία που εντοπίζεται στα ιστορικά κεφάλαια του Κεφαλαίου, κυρίως σε αυτά για την εργάσιμη μέρα και ακόμα περισσότερο στο κεφάλαιο για τη «λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση».
Από αυτό ακριβώς το χειρόγραφο οι επιμελητές των μεταθανάτιων εκδόσεων του Αλτουσέρ άντλησαν τις περίπου 40 σελίδες που τιτλοφόρησαν ως «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης», στηριγμένοι σε μια φράση του Αλτουσέρ στην αρχή του κειμένου, παραδίδοντας έτσι στα μέσα της δεκαετίας του ’90 ένα από τα διασημότερα έκτοτε ντοκουμέντα του Γάλλου φιλοσόφου. Πρόκειται για το κεντρικό κείμενο της ανά χείρας συλλογής, το οποίο της δανείζει και τον τίτλο του.
Ο δεύτερος άξονας συνίσταται στην απόπειρα του Αλτουσέρ να αναπτύξει διεξοδικά τα στιγμιότυπα στην ιστορία της φιλοσοφίας στα οποία εντοπίζει την ύπαρξη αυτού του υπόγειου ρεύματος του υλισμού της συνάντησης, κάτι που σκόπευε να επιχειρήσει στο πλαίσιο μιας εργασίας με τίτλο «Η μοναδική υλιστική παράδοση». Βασικά κείμενα αυτού του σχεδίου που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ αποτέλεσαν τα κείμενα «Μακιαβέλλι» και «Σπινόζα» της παρούσας συλλογής, τα οποία γράφτηκαν το 1985 ως κεφάλαια της αυτοβιογραφίας του Γάλλου φιλοσόφου, την οποία δεν δημοσίευσε όσο ζούσε. Τα κείμενα αυτά ο ίδιος ο Αλτουσέρ επέλεξε εντέλει να τα αφήσει εκτός της τελικής εκδοχής της αυτοβιογραφίας του, ώστε μαζί με ένα τρίτο, που επίσης γράφτηκε στο πλαίσιό της, πιο άμεσα πολιτικό κείμενο, με τίτλο «Πολιτική κατάσταση: συγκεκριμένη ανάλυση;», να αποτελέσουν τον πυρήνα του σχεδίου που θα επιχειρούσε να ανιχνεύσει τις πηγές αυτού του περίφημου υλισμού της συνάντησης.
Το «Πορτρέτο του υλιστή φιλοσόφου», το τελευταίο φιλοσοφικό κείμενο που φαίνεται να συνέγραψε ο Αλτουσέρ, το 1986, συμπληρώνει την ανά χείρας συλλογή ως μια μικρή, ενδεχομένως αυτοβιογραφική υπόμνηση και οπτικοποίηση του υλισμού της συνάντησης.
Το ενοποιητικό στοιχείο των τεσσάρων αυτών κειμένων, που αιτιολογεί και τη συμπερίληψή τους σε έναν τόμο, δεν εξαντλείται ωστόσο ούτε μονάχα στη θεματολογία τους. Τα γραπτά αυτά, από την πρώτη τους έκδοση στη Γαλλία, το 1994, αποτέλεσαν για το ευρύ κοινό τη βασική οδό πρόσβασης στην αλτουσεριανή προβληματική της συνάντησης. Θεωρήθηκαν ως εκ τούτου προγραμματικά της κείμενα, σημαδεύοντας την πρόσληψή της και τροφοδοτώντας ενδιαφέρουσες θεωρητικές αντιπαραθέσεις γύρω από το έργο του Αλτουσέρ, όπως εκείνες που αφορούν τη διαφορά ανάμεσα σε έναν «πρώιμο» Αλτουσέρ της δομής και σε έναν «ύστερο», της συγκυρίας και της πολιτικής πρακτικής. Αντιπαραθέσεις που σήμερα, στο φόντο της κυκλοφορίας πλήθους κειμένων και βιβλίων του Γάλλου φιλοσόφου που παρέμεναν ανέκδοτα, τείνουν να μετασχηματιστούν, μιας που το υλικό που έρχεται στο φως διαμορφώνει διεθνώς μια νέα πρόσληψη του αλτουσεριανού έργου και, μαζί, του μέρους εκείνου που θεωρήθηκε κατεξοχήν η ύστερη προβληματική του.
Με την παρούσα έκδοση λοιπόν παραδίδουμε στο ελληνόφωνο κοινό τα γραπτά που συμπύκνωσαν για δεκαετίες την αλτουσεριανή προβληματική της συνάντησης και συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη διεθνή και την εγχώρια θεωρητική συζήτηση, αναμένοντας, στο πλαίσιο της τρίτης περιόδου των μεταθανάτιων εκδόσεων του Λουί Αλτουσέρ στη Γαλλία, την κυκλοφορία ακόμα περισσότερων κειμένων που θα εμπλουτίσουν αυτή τη θεωρητική συνεισφορά.
Το κείμενο με τίτλο «Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης» δημοσιεύτηκε το 1994 στον πρώτο τόμο του έργου Écrits philosophiques et politiques, που εξέδωσαν οι εκδόσεις Stock/IMEC, σε επιμέλεια του Φρανσουά Ματερόν. Στον ίδιο τόμο συμπεριελήφθη και το «Πορτρέτο του υλιστή φιλοσόφου». Τα «Μακιαβέλλι» και «Σπινόζα» εκδόθηκαν και αυτά το 1994 ως προσθήκη της αυτοβιογραφίας του Αλτουσέρ, L’ avenir dure longtemps, που κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδόσεις Stock/IMEC σε επιμέλεια του Ολιβιέ Κορπέ και του Γιαν Μουλιέ Μπουτάν.
Η παρούσα ελληνική μετάφραση, ακολουθώντας τις δύο πρωτότυπες γαλλικές εκδόσεις, χωρίζεται σε δύο μέρη. Κάθε μέρος ξεκινά με το αντίστοιχο εισαγωγικό σημείωμα των Γάλλων επιμελητών, οι οποίοι παραθέτουν σημαντικές πληροφορίες για τα κείμενα του Αλτουσέρ, εγγράφοντάς τα στη συγκυρία τους.
Οι σημειώσεις του ίδιου του Αλτουσέρ παρατίθενται υποσελίδιες, με αραβική αρίθμηση. Συχνά συνοδεύονται και από διευκρινίσεις είτε της γαλλικής έκδοσης, οι οποίες επισημαίνονται με το αρκτικόλεξο ΣτΓΕ, είτε της ελληνικής μετάφρασης, οι οποίες επισημαίνονται με το αρκτικόλεξο ΣτΜ. Οι αυτοτελείς σημειώσεις των επιμελητών των γαλλικών εκδόσεων επί των κειμένων του Αλτουσέρ παρατίθενται με ελληνική αρίθμηση στο τέλος κάθε κειμένου και περιλαμβάνουν πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες.
εκδόσεις Εκτός Γραμμής
Μάρτιος 2018
* Η βιβλιοπαρουσίαση του Υπόγειου ρεύματος του υλισμού της συνάντησης θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 7 Ιουνίου, 7.30 μ.μ., στον κήπο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134). Για το βιβλίο θα μιλήσει η Ειρήνη Γαϊτάνου, διδακτόρισσα πολιτικών επιστημών, ο Ηλίας Ιωακείμογλου, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Θέσεις, ο Γεράσιμος Κακολύρης, επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας στο ΕΚΠΑ, και ο Παναγιώτης Σωτήρης, διδάσκων Ανοιχτού Πανεπιστημίου.
[1] Πρώτη δημοσίευση: L. Althusser, «Sur la genèse», Décalages 1(2), 2014, προσβάσιμο στο http://scholar.oxy.edu/decalages/vol1/iss2/9 (τελευταία ανάκτηση 23.1.2018).
[2] Δημοσιεύτηκε στην ανθολογία των κειμένων του Αλτουσέρ για την ψυχανάλυση, που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Γάλλου φιλοσόφου: L. Althusser, Écrits sur la psychanalyse. Freud et Lacan, επιμέλεια-παρουσίαση κειμένων O. Corpet και F. Matheron, Stock/IMEC, Παρίσι 1993.
[3] Περιλαμβάνεται στο L. Althusser, Écrits philosophiques et politiques, τόμ. ΙΙ, επιλογή-παρουσίαση κειμένων F. Matheron, Stock/IMEC, Παρίσι 1995.
[4] Βλ. αναλυτικά: «Philosophie et révolution. Althusser sans le théoricisme: entretien avec G.M. Goshgarian», Période, Φεβρουάριος 2015, προσβάσιμο στο http://revueperiode.net/ philosophie-et-revolution-althusser sans-le-theoricisme-entretien-avec-g-m-goshgarian/ (τελευταία ανάκτηση 23.1.2018). Σε αυτό το κείμενο ο Γκοσγκάριαν υποστηρίζει μάλιστα ότι η πρώτη θεωρητική συστηματοποίηση του υλισμού της συνάντησης βρίσκεται σ’ ένα γράμμα του Αλτουσέρ προς τον Λυσιέν Σεβ στις 24 Νοεμβρίου του 1963, που παραμένει ανέκδοτο.
[5] L. Althusser, «Machiavel et nous», στου ιδίου, Écrits philosophiques et politiques, ό.π.
[6] L. Althusser, Cours sur Rousseau, Le Temps des Cerises, Παρίσι 2012.
[7] L. Althusser, Philosophie et philosophie spontanée des savants (1967), Maspero (σειρά «Téorie»), Παρίσι 1974.
[8] L. Althusser, Ο Λένιν και η φιλοσοφία & Η φιλοσοφία ως όπλο της επανάστασης, μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Εκτός Γραμμής, Αθήνα 2016.
[9] L. Althusser, Sur la reproduction, PUF (σειρά «Actuel Marx Confrontation»), Παρίσι 1995.
[10] Πρόκειται για διάλεξη που έδωσε τον Μάρτιο του 1976 στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας στην Ισπανία, η οποία κυκλοφόρησε πρώτα στα ισπανικά κι έπειτα στα γαλλικά. Βλ. L. Althusser, Filosofía y marxismo. Εntrevista por Fernanda Navarro, Siglo XXI, Πόλη του Μεξικού 1988 και L. Althusser, Sur la philosophie. Entretiens et correspondance avec Fernanda Navarro (περιλαμβάνεται το «La transformation de la philosophie»), Gallimard (σειρά «Infni»), Παρίσι 1994.
[11] L. Althusser, Être marxiste en philosophie, PUF, Πασίσι 2015.
[12] L. Althusser, «Est-il simple d’être marxiste en philosophie? (Soutenance d’Amiens)», La Pensée 183, Οκτώβριος 1975, σ. 3-31.
[13] L. Althusser, Initiation à la philosophie pour les non-philosophes, PUF, Παρίσι 2014.
[14] L. Althusser, Les vaches noires. Interview imaginaire, PUF, Παρίσι 2016.
[15] L. Althusser, L’avenir dure longtemps (περιλαμβάνεται το «Les faits»), παρουσίαση O. Corpet και Y. Moulier Boutang, Stock/IMEC, Παρίσι 1992.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ