Δεν το κρύβω διόλου: με θλίψη βλέπω τη βραδύτητα με την οποία οδεύουμε προς την εκπλήρωση του στόχου μας – και με ανησυχία διαισθάνομαι ότι είμαστε στα πρόθυρα να τον χάσουμε για άλλη μία φορά.
Ντ.Α.Φ. Ντε Σαντ, «Γάλλοι άλλη μία προσπάθεια, αν θέλετε να είστε δημοκράτες»
Η ιστορική εμπειρία θέλει τις χώρες που έχουν δεχτεί τις επεμβάσεις του ΔΝΤ να υφίστανται σαρωτική ανασύνθεση του πολιτικού τους τοπίου – με την ανεπανόρθωτη μεν απαξίωση των έως τότε κυρίαρχων διαχειριστικών δυνάμεων, αλλά και με τη ριζική αποδυνάμωση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος να αποτελούν το δεσπόζον γνώρισμα της «επόμενης μέρας». Απέναντι σε αυτό, η ελληνική περίπτωση μοιάζει εκ πρώτης όψεως να αποτελεί ηχηρή εξαίρεση – λόγω της ποιότητας και της έντασης των κοινωνικών αγώνων κατά την μνημονιακή πενταετία και της εκλογικής ανατροπής που πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά της Ευρώπης και στη μετεμφυλιακή ιστορία της χώρας έφερε στην κυβέρνηση ένα κόμμα τής μη σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς.
Εκ πρώτης όψεως. Είναι όμως δυνατή και μια άλλη ανάγνωση των εξελίξεων, με βάση την οποία η επιβεβαίωση του «κανόνα» έναντι της «ελληνικής εξαίρεσης» είναι απολύτως πιθανή, ίσως μάλιστα ήδη δρομολογημένη. Παρά τη γκάμα των ενδεχομένων που, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών, παραμένουν ανοιχτά στην «κεντρική σκηνή του δράματος», ήτοι τη «διαπραγμάτευση» με τους πιστωτές, παρά το ότι ο χρόνος έχει συμπυκνωθεί σε μια ροή εξαιρετικά ταχεία και απρόβλεπτη, είναι ευδιάκριτο το περίγραμμα μιας ισχυρής τάσης που απειλεί όχι απλώς να διαψεύσει τις λαϊκές προσδοκίες, αλλά και να φέρει την Αριστερά μεταξύ εκφυλισμού ή περιθωριοποίησης.
Εν προκειμένω, η χρήση του γενικευτικού όρου «Αριστερά» είναι εσκεμμένη – όχι από διάθεση να υποτιμηθούν οι υπαρκτές διαφορές των επιμέρους εκδοχών της, ούτε από παραγνώριση της τομής που αντικειμενικά προέκυψε ανάμεσα στην «κυβερνώσα» Αριστερά, που ανέλαβε τη βασική ευθύνη σ’ ένα εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο σαφές και περιοριστικό, και στην Αριστερά που επιμένει σε αναφορές βαθύτερης ανατροπής. Το περιληπτικό ουσιαστικό «Αριστερά» παραμένει χρήσιμο στον βαθμό που εικονογραφεί στάσεις, θέσεις και έξεις που χαρακτηρίζουν τους διαφορετικούς αριστερούς κομματικούς σχηματισμούς των τελευταίων δεκαετιών εξίσου – ή, πάντως, πολύ περισσότερο απ’ όσο οι ίδιοι είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν. Αποτυπώνει επίσης, μια «κοινότητα πεπρωμένου», που θα αποδειχτεί εξίσου αμείλικτη για όλους, αν η κεντρική μάχη χαθεί, αν η επιδείνωση του ταξικού συσχετισμού επισφραγιστεί, αν η προϊούσα αναίρεση της δημοκρατικής κυριαρχίας εντός Ε.Ε. επιβεβαιωθεί, αν το κοινωνικό κίνημα (από το οποίο αναπνέει και τρέφεται η πολιτική Αριστερά) σιγήσει, αν η ελληνική κοινωνία βυθιστεί στον κυνισμό, και οι αριστερές αναφορές απαξιωθούν συλλήβδην στα μάτια των μαζών.
«Και τι ποσόν είπες ότι επήραμε» ρώτησε η κυρία Θαλή «διασκορπίζοντας τα περασμένα μας χρόνια»;
Μέλπω Αξιώτη, Θέλετε να χορέψομε Μαρία;
Η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα αποτελεί το πολιτικό αποτύπωμα των κοινωνικών αντιστάσεων της μνημονιακής πενταετίας, όπως εκτυλίχθηκαν σε δύο χρόνους, με όριο περίπου το φθινόπωρο του 2012. Η πρώτη υποπερίοδος των μαζικών, μαχητικών και πρωτότυπων στη μορφή συγκρούσεων κατέλυσε σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης με βάθος δεκαετιών. Συναντήθηκε ωστόσο με το όριο της αμείλικτης καθημερινής «παιδαγωγικής» των μνημονίων και της επίγνωσης ότι η απάντηση δεν μπορούσε παρά να δοθεί κεντρικά πολιτικά. Η κινηματική υποχώρηση της επόμενης υποπεριόδου, οπότε οι αντιστάσεις είχαν χαρακτήρα περισσότερο σποραδικό και «εμβληματικό», είχε αίτια αντικειμενικά, σφραγίστηκε ωστόσο καθοριστικά από τα μηνύματα του πολιτικού υποκειμένου (εν προκειμένω, πρωτίστως του ΣΥΡΙΖΑ) προς το κοινωνικό υποκείμενο, παράγοντας εκείνο που περιγράφεται ως στάση ανάθεσης και αναμονής, σε φόντο ολοένα και χαμηλότερων προσδοκιών.
Προτού γίνει προμετωπίδα κυβερνητικής πολιτικής, η «δημιουργική ασάφεια» υπήρξε το όχημα μιας κατοχύρωσης στο «εθνικό ακροατήριο», που επέτρεψε στον ΣΥΡΙΖΑ να γίνεται «τα πάντα για τους πάντες», εξαφανίζοντας ταχυδακτυλουργικά τα συγκρουσιακά στοιχεία που προϋποθέτει οποιαδήποτε απόδραση από το μνημονιακό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, η καχεξία της εσωτερικής του ζωής, η καταστατική ανάδειξη του προέδρου σε διακριτό όργανο, το άνοιγμα σε ακροατήρια με τα οποία δεν οικοδομήθηκαν οργανικοί δεσμοί, η ανάπτυξη μιας ψυχολογίας «κυβέρνησης εν αναμονή» δημιούργησαν ήδη πριν από τις εκλογές μια συνθήκη που επέτρεπε σε έναν στενό ηγετικό κύκλο να κινείται εν λευκώ. Την ώρα που περισσότερο ή λιγότερο αριστερές εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις αναλώνονταν σε γνώριμες μάχες μηχανισμών, εμπεδωνόταν μια πρωτότυπη συνθήκη: το ηγετικό κέντρο, μοναδικό ορατό σημείο αναφοράς για τις μάζες που κατέφυγαν «πρώτη φορά αριστερά», ήταν απελευθερωμένο από οποιεσδήποτε κοινωνικές, πολιτικές ή εσωκομματικές πιέσεις να διεκδικήσει και να διαχειριστεί ό,τι στα μάτια του ήταν η μοναδική προϋπόθεση επιτυχίας, δηλαδή την κυβερνητική εξουσία – προφανώς απευθυνόμενο στους μοναδικούς συνομιλητές που μετρούν σε αυτές τις περιπτώσεις, ήτοι το σύστημα εξουσίας. Το τι είναι και τι θέλει το ΣΥΡΙΖΑ είναι από αυτή την άποψη εκτός θέματος, ο δε Αλέξης Τσίπρας έχει την πολυτέλεια, αν χρειαστεί, να εφαρμόσει το του Μπρεχτ: να εκλέξει άλλον λαό.
Έτσι, το κρίσιμο στοιχείο δεν είναι τόσο οι «υποχωρήσεις» της κυβέρνησης που καταγράφηκαν ήδη από τη «συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου» όσο η εντυπωσιακή ελαφρότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς τις πλάτες μιας οργανικής σχέσης με το λαϊκό σώμα, χωρίς προγραμματική προετοιμασία, που θα επέτρεπε την ταχεία αποτύπωση στίγματος στην εσωτερική πολιτική συνολικά (ποιο είναι το στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην υγεία ή στην παιδεία, λόγου χάρη;), με φοβική εκ των προτέρων παραίτηση της Αριστεράς από τον έλεγχο του σκληρού πυρήνα του κράτους (άμυνα, δημόσια τάξη, δικαιοσύνη, μυστικές υπηρεσίες, εξωτερική πολιτική – με συμβολικό επιστέγασμα την προεδρία της Δημοκρατίας), απέναντι σε ασφυκτικές, καίτοι απολύτως προβλέψιμες, πιέσεις, η «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» βρέθηκε όχι απλώς να παραχωρεί έδαφος (κάθε αριστερό πείραμα διεθνώς πέρασε από αυτή τη δύσκολη θέση), αλλά να καθιστά δική της τη «μεταρρυθμιστική», «αναπτυξιακή», ψευδοηθικολογική ρητορεία του αντιπάλου και να επιχαίρει για τις «επιτυχίες» της.
Κατά μία έννοια, η βαριά κληρονομιά της «θεσμικής» και «ευρωπαϊστικής» ανανεωτικής Αριστεράς οδηγείται στη θλιβερή λογική της απόληξη. Κατά μία άλλη, κάποιοι άνθρωποι φαίνεται πως δεν συναναστρέφονταν για καιρό παρά μόνο επικοινωνιολόγους...
Έτσι, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να έχει προσγειωθεί στον χειρότερο πιθανό κόσμο, επωμιζόμενη το κόστος τόσο της συνέχισης μνημονιακών πολιτικών με άλλο όνομα όσο και της τιμωρητικής διάθεσης Βερολίνου και Βρυξελλών να μην επιτρέψουν ακόμη και συμβολικές πολιτικές παρεκκλίσεις.
Υπάρχουν άνθρωποι που προτιμούν, αντί της επιτυχίας, την ικανοποίηση που βρίσκουν στον εαυτό τους.
Καρδινάλιος Ρετζ, Απομνημονεύματα
Η παραπάνω περιγραφή όμως δεν είναι πλήρης αν δεν περιλάβει και την άλλη Αριστερά – επιδεικνύοντας την ίδια αυστηρότητα. Η στάση του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 2008 αποδείχτηκε οδηγός για όλη τη μετέπειτα περίοδο. Αντιμέτωπο με τον κίνδυνο μεγάλης υποβάθμισης των λαϊκών μαζών, αλλά και με την ευκαιρία πραγματικών ανατροπών σε συνθήκες ρευστοποίησης των σχέσεων εκπροσώπησης, το ΚΚΕ (δεσπόζουσα δύναμη της ελληνικής Αριστεράς κατά την έλευση του μνημονίου) επέλεξε να στρέψει την πλάτη στο διακύβευμα, να εξαλείψει κάθε έννοια ενδιάμεσων βημάτων προς τη «λαϊκή εξουσία», άρα και πολιτικών καθηκόντων στο παρόν, να συκοφαντήσει, με μια ψευδομαξιμαλιστική λογική, κάθε αγώνα του προηγούμενου διαστήματος, να υποστείλει τη σταθερή επί εικοσαετία καταγγελία του Μάαστριχτ και του ευρώ, φτάνοντας μέχρι του σημείου να ξαναγράψει ακόμη και τις λαμπρότερες σελίδες της ιστορίας του. Τελικά, το ΚΚΕ αποκάλυψε ως βαθύτερη αλήθεια του τη λογική αυτοσυντήρησης ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού, με πολλαπλούς τρόπους ενσωματωμένου στη μεταπολιτευτική συναίνεση – εξού και επαινούμενου από τις αστικές δυνάμεις για την (ακίνδυνη) «συνέπειά» του. Στην παρούσα φάση, οι ίδιες προτεραιότητες του μηχανισμού οδηγούν στην εκ του ασφαλούς προεξόφληση της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως την οργάνωση λαϊκών αντιστάσεων ούτε την επεξεργασία ενός εναλλακτικού πολιτικού δρόμου: η επένδυση στην ήττα προβάλλει ως έσχατη συνταγή (μιας κάποιας) οργανωτικής αυτοσυντήρησης.
Καθένας πρέπει να περάσει από μια κρίση υποχονδρίας, όπου να αισθάνεται αποχωρισμένος από τον κόσμο, έτσι όπως τον έβλεπε μέχρι τότε.
G.W.F. Hegel, Αλληλογραφία
Δεν είναι πολύ διαφορετικά σε ποιότητα, παρά μόνο σε μέγεθος, τα αντανακλαστικά που επέδειξε το μεγαλύτερο τμήμα των οργανωμένων δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ – όσο κι αν ο «λαός» της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς διακρίνεται από πολύ μεγαλύτερη κινηματική ευελιξία και διεισδυτικότητα.
Καθένας διαλέγει την κλίμακα που θεωρεί ότι του αντιστοιχεί. Έτσι, απέναντι στην εν πολλοίς τυχοδιωκτική εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο της πολιτικής σκηνής, οι οργανώσεις του χώρου έδειξαν ότι καμία ιστορική συνθήκη δεν της περισπά από την κλίμακα του τον μικρόκοσμου – άσχετο αν σε θέματα εσωτερικής ζωής συχνά διαθέτουν τελετουργίες που παραπέμπουν στην κλίμακα του κόμματος των μπολσεβίκων. Και μόνο η διαφορά φάσης στην ίδρυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η καθήλωσή της σε μέτωπο οργανώσεων, ή το σίριαλ της σύμπραξης με το ΜΑΡΣ, μαρτυρούν τον εγκλωβισμό σε ένα παιχνίδι συσχετισμών, εντέλει την πρωτοκαθεδρία μιας γραφειοκρατικής λογικής επί των αναγκών της ταξικής πάλης· την οποία εξάλλου μαρτυρούν και οι καταγεγραμμένες επιφυλάξεις απέναντι σε μορφές επινοητικότητας των μαζών, όπως οι Πλατείες ή τα δίκτυα αλληλεγγύης. Έτερη μορφή του ίδιου εγκλωβισμού αποτελεί η προγραμματική καχεξία, που μετατρέπει τον χώρο απλώς σε φορέα αντικαπιταλιστικής ιδεολογικής προπαγάνδας.
Εν μέσω αλλεπάλληλων ισχνών εκλογικών καταγραφών, κινηματικής νηνεμίας, πολιτικών πιέσεων από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και οργανωτικών πιέσεων από την κοινωνική συντριβή που απειλεί το δυναμικό τους, οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς φαντάζονται ότι θα αμυνθούν ανεβάζοντας τον πήχυ των οραματικών αναφορών – μη υποψιαζόμενες ποιον βαθύτερο ετεροκαθορισμό από τον ΣΥΡΙΖΑ υποκρύπτει η αμυντική αναδίπλωση. Και μην ομολογώντας ότι ο «ρόλος» που αρέσκονται να παίζουν στο πολιτικό φάσμα αποτελεί και αυτός μιαν ιδιόμορφη περίπτωση ενσωμάτωσης και εκτυλίσσεται σε έναν χώρο στενό (πανεπιστήμιο, νέα μικροαστική διανόηση) και «παραχωρημένο» – που όμως σε συνθήκες κρίσης ενδέχεται και να μην παραχωρείται πια.
Χρειάζεται να πούμε «αντίο σε όλα αυτά». Χρειάζεται οι επαναστατικές μας επαγγελίες να περιλάβουν και τους ίδιους τους εαυτούς μας – που, ας το θυμίσουμε, δεν αποτελούν το αντικείμενο και το όριο της πολιτικής μας στράτευσης.
Χρειάζεται να ξαναπιάσουμε τα στρατηγικά ερωτήματα, που τόσο απωθεί κάθε μορφή ευρωπαϊκής Αριστεράς των τελευταίων δεκαετιών, περιοριζόμενη στην πράξη σε έναν ρηχό και αορίστως διεθνιστικό αντινεοφιλελευθερισμό.
Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι δεν υπάρχει επαναστατικός δρόμος εάν δεν τίθεται υπό επίμονη επεξεργασία τη μεταβατική φάση – και ότι αυτό θα τίθεται εκ των πραγμάτων με πρωτότυπους τρόπους.
Στο εξελισσόμενο πέρασμα του διεθνούς και ελληνικού καπιταλισμού σε μια νέα βίαιη φάση χρειάζεται οι αριστεροί και οι αριστερές κάθε εκδοχής να συνειδητοποιήσουμε ότι εκλείπουν οι μεταπολιτευτικές σταθερές, να απελευθερωθούμε από τα ώς τώρα όριά μας (γραφειοκρατία, καχυποψία απέναντι στις μάζες, μικροαστική σύνθεση και απεύθυνση, «όλα για όλους», ενσωμάτωση στο κράτος, αποφυγή των στρατηγικών ερωτημάτων) και να πειραματιστούμε. Μας προειδοποιούν για αυτό τα αρμοδιότερα χείλη:
Νομίζω ότι πια το γνωρίζω, από σίγουρη πηγή: δεν υπάρχει ζωή δίχως κόστος, δίχως ρίσκο, δίχως έκπληξη – και η έκπληξη και το κόστος (δωρεάν, όχι εμπορεύσιμο: αυτός είναι ο μόνος πιθανός ορισμός του κομμουνισμού) δεν αποτελούν απλώς μέρος της ζωής, είναι η ζωή η ίδια στην ύστατη αλήθειά της.
Λ. Αλτουσέρ, Το μέλλον διαρκεί πολύ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ