Η πρόταση για αποδέσμευση από τον ιμπεριαλιστικό μηχανισμό της Ευρωζώνης και του κοινού νομίσματος δεν έχει μέχρι τώρα αγκαλιαστεί από ευρύτερα λαϊκά στρώματα ως συστατικό στοιχείο μιας φιλολαϊκής γραμμής εξόδου από την κρίση. Το κοινό νόμισμα εξακολουθεί να είναι προτιμητέο από ευρύτερα λαϊκά στρώματα για διάφορους λόγους, είτε φαντασιακούς (η κατοχή ενός ισχυρού νομίσματος δεν σε κάνει ισχυρό, ειδικά αν δεν έχεις ούτε ευρώ στην τσέπη) είτε πραγματικούς (η εγκατάλειψη του νομίσματος οπωσδήποτε θα οδηγήσει σε μια μάλλον σύντομη αλλά επώδυνη περίοδο). Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι το ευρώ παραμένει συστατικό χαρακτηριστικό της κυρίαρχης ιδεολογίας. Οι κυρίαρχες τάξεις δεν έχουν για την ώρα ένα δικό τους σχέδιο Β. Και ευτυχώς, γιατί κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο ανάδυσης ενός «εθνικού» κεφαλαίου που θα απαιτήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του εθνικού ηγέτη, με μια ακροδεξιά έως φασιστική πολιτική γραμμή (που σπερματικά βρίσκεται ήδη στον λόγο της Χρυσής Αυγής).
Οι όλο και πιο βαθιές και εμφανείς ρωγμές στο ευρωσχέδιο, ρωγμές που η πρόσφατη ελληνική περιπέτεια καθόλου δεν επουλώνει, κάνουν όλο και πιο επείγον το καθήκον κατάστρωσης ενός εναλλακτικού σχεδίου. Οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας θα εξαντλούνται όλο και περισσότερο από την παρατεταμένη αργία που προκαλούν η λιτότητα και ο αποπληθωρισμός, ενώ το κίνημα θα βρίσκεται σε διαρκώς χειρότερη θέση για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του.
Αλλά πρώτα απ' όλα είναι όντως η γραμμή της εξόδου ευεργετική για τα λαϊκά συμφέροντα; Υπάρχουν επιχειρήματα για το αντίθετο. Πρόκειται για μια κίνηση η οποία όντως παρουσιάζει σκοτεινά σημεία, ειδικά το τεχνικό μέρος της ίδιας της μετάβασης και της αναταραχής που θα τη συνοδεύσει. Η έξοδος από το κοινό νόμισμα όχι μόνο είναι μια πολιτικά δύσκολη απόφαση, αλλά έχει να αντιμετωπίσει και κριτική από αριστερά και δεξιά. Η δεξιά κριτική περιορίζεται προσώρας σε ιδεολογικά επιχειρήματα (το ευρώ είναι το νόμισμά μας, η Ε.Ε. το σπίτι μας, η έξοδος είναι καταστροφή), τα οποία τα απονομιμοποιεί σταδιακά η απτή πραγματικότητα της παραμονής. Τα αριστερά επιχειρήματα όμως συνδέουν την έξοδο είτε με τον εθνικισμό, προκρίνοντας την παραμονή και την πάλη για μια πανευρωπαϊκή αλλαγή, είτε με την υποχρεωτική πρόσδεση σε άλλο ιμπεριαλιστικό κέντρο. Όσον αφορά το δεύτερο, το ΚΚΕ υποστηρίζει ότι, αν βγούμε από το ευρώ, θα το κάνουμε για να συνδέσουμε το νέο νόμισμα με κάποιο άλλο ισχυρό νόμισμα (προφανώς το δολάριο).
Τα παραπάνω επιχειρήματα δεν μπαίνουν καθόλου στην πολιτική και οικονομική ουσία του ζητήματος, θεωρώντας το ευρώ «απλώς» ένα νόμισμα και όχι ταυτόχρονα φορέα ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου (το οποίο ξεπερνά και συνθλίβει μια χώρα του μεγέθους της δικής μας). Ο βαθύτερος λόγος όμως που η έξοδος, στην τρέχουσα συγκυρία, μπορεί είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα για τη μετάβαση σε ένα άλλο κοινωνικό υπόδειγμα είναι ακριβώς η φύση του χρήματος. Το χρήμα είναι πολύ περισσότερο από ένα μέσο που επιτρέπει την ανταλλαγή αγαθών στην αγορά, όπως λένε οι φιλελεύθεροι.
Στην ειδική ιστορική μορφή του ως νομίσματος το χρήμα ενσωματώνει, εκτός από τη βασική λειτουργία της μέτρησης της ανταλλακτικής αξίας, και πολυάριθμες άλλες κοινωνικές λειτουργίες μεταξύ των οποίων είναι και ο ειδικός καθορισμός του οικονομικού από το πολιτικό (μέσω του κράτους). Εκείνο που καθιστά έγκυρο ένα κομμάτι χαρτί ως χρήμα (το κάνει όπως λέει και η ελληνική λέξη «νόμισμα», ή στα αγγλικά legal tender, αναγκαστικά αποδεκτό βάσει νόμου) είναι η κρατική εξουσία που το υποστηρίζει, που εγγυάται ότι αυτό το κομμάτι χαρτί (ή, ακόμα πιο άυλα, ένα αρχείο στον υπολογιστή της τράπεζας) είναι μετρητής ανταλλακτικής αξίας στα όρια της επικράτειάς της. Το κράτος είναι το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης, ο εγγυητής της σταθερότητας του συστήματος, της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Ο τρόπος που επικυρώνεται και σταθεροποιείται αυτή η λειτουργία είναι μέσω της αποδοχής πληρωμής φόρων στο κράτος αυτό (της καθολικά αποδεκτής για όλα τα νομικά πρόσωπα συναλλαγής με ένα κράτος) στο συγκεκριμένο νόμισμα και μόνο. Οι Αμερικανοί πληρώνουν φόρους μόνο σε δολάρια, οι Ιάπωνες μόνο σε γιέν και όχι σε δολάρια ή ευρώ κ.λπ.
Στο επίπεδο των των εξωτερικών σχέσεων, μέσα από την κρατικής διαμεσολάβησης ρύθμιση των ισοτιμιών, το νόμισμα εμπεριέχει και τη μεταβίβαση ή ίσως τη μερική απόσβεση πιέσεων από τον έναν ιμπεριαλιστικό σχηματισμό στον άλλον. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα προφανές και επώδυνο με το ευρώ και τις σταθερές ισοτιμίες που επιβάλλει μεταξύ χωρών διαφορετικών επιπέδων ανάπτυξης και παραγωγικότητας της εργασίας.
Στην ειδική περίπτωση του ευρώ, η κρατική εγγύηση παρέχεται από την ΕΚΤ, η οποία υφίσταται ως ειδικός συμβιβασμός των κρατών που συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα, καθένα με το δικό του βάρος. Όλα τα κράτη-μέλη νομιμοποιούν το κοινό νόμισμα αποδεχόμενα στις συναλλαγές τους το ευρώ. Ωστόσο η υποψία ότι ο συμβιβασμός αυτός κινδυνεύει, ότι λ.χ. τα χρέη ενός κράτους μέλους δεν υποστηρίζονται από τα υπόλοιπα, μπορεί να φέρει το κοινό νόμισμα στα όριά του και κοντά στην κατάρρευση.
Η μερική ή ολική πληρωμή μισθών, προμηθειών κ.λπ. από το ελληνικό κράτος με ένα σύμβολο, μια απόδειξη (είτε χαρτονόμισμα είτε ομόλογο είτε κοχύλια) θα έχει ισχύ υπό δύο αναγκαστικές προϋποθέσεις: πρώτο, το σύμβολο αυτό να γίνεται αποδεκτό από το κράτος στις συναλλαγές όλων των υπηκόων του· δεύτερο, το κράτος αυτό να είναι σε θέση να φέρει εις πέρας τέτοιες κοινωνικά αναγκαίες συναλλαγές και να τις εγγυάται. Αν δεν περιμένεις ότι το κράτος θα είναι σε θέση του χρόνου να μαζέψει φόρους, να κάνει δαπάνες όσες περίπου το μισό ΑΕΠ της χώρας, να λειτουργεί εν γένει «ως οφείλει» ένα κράτος, δεν έχεις κανέναν λόγο να δεχτείς για πληρωμή ένα χρωματιστό χαρτάκι. Η στιγμή λοιπόν της νομισματικής μετάβασης από το ευρώ στη δραχμή είναι μια ιδιαίτερα κρίσιμη πολιτικά και ιδεολογικά και όχι μόνο οικονομικά στιγμή, κατά την οποία, διαμέσου της αποδοχής του νομίσματος, τα άτομα-χρήστες του νομίσματος εγκαλούνται ως υπήκοοι του συγκεκριμένου κράτους (της Ελληνικής Δημοκρατίας) με όλες τις ειδικές ταξικές (και ιστορικές) συνδηλώσεις. Να σημειώσουμε εδώ πως μιλάμε για άτομα και όχι για τάξεις ή ταξικά υποκείμενα, δεδομένου ότι κάνουμε λόγο πάντα για χρήμα, την καρδιά και την ψυχή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε ένα καπιταλιστικό κράτος το οποίο δεν βρίσκεται σε επαναστατική κατάσταση.
Το ερώτημα (που πρέπει να απαντηθεί), επομένως γίνεται: Μπορεί μια αριστερή κυβέρνηση να σηκώσει το βάρος της εγγύησης συνέχειας του (πάντα καπιταλιστικού) κράτους σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία; Λίγοι είναι όσοι λένε «δραχμή» μετά λόγου γνώσεως: η ιδεολογική νίκη του ευρώ είναι η αποδοχή του «ισχυρού νομίσματος» ως νομίσματος που εγγυάται την «αγοραστική ισχύ του καταναλωτή», το φτηνό αυτοκίνητο ή την τηλεόραση – κάτι που προφανώς, αν μείνουμε στο ευρώ, δεν θα μπορεί ούτε να δει ο μέσος «καταναλωτής» για πολλά χρόνια. Με άλλα λόγια, με δεδομένη την αντίφαση μεταξύ της καταφανούς οικονομικής αποτυχίας του στρατηγικού για την αστική τάξη σχεδίου του ευρώ και της ταυτόχρονης κυριαρχίας του ιδεολογήματος του ευρώ, μπορεί μια «αριστερή κυβέρνηση», ό,τι σύνθεση κι αν έχει αυτή, στοιχισμένη πίσω από τούτο ακριβώς το ιδεολόγημα να υποστηρίξει τη μετάβαση;
Συνεπώς, δεδομένης και της ιδιαίτερα περίπλοκης αναταραχής στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η χώρα μας, το ερώτημα της εξόδου έχει να αντιμετωπίσει ένα προαπαιτούμενο: Ποιος θα κάνει την έξοδο και πώς; Ή, αλλιώς, μπορεί σε καπιταλιστικές συνθήκες μια αριστερή κυβέρνηση να αναλάβει το βάρος της αναδιοργάνωσης του κράτους γύρω από ένα νέο νόμισμα;
Το ερώτημα δεν είναι τετριμμένο και δεν επιδέχεται απαντήσεις του τύπου «δείτε την Αργεντινή» (ούτε όμως αντιστρόφως και του τύπου «μόνο η λαϊκή εξουσία θα λύσει την αντίφαση»: πότε θα γίνει αυτό;). Και όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, επειδή δηλαδή η κυβέρνηση της Αργεντινής δεν ήταν αριστερή. Έξοδος από ένα νόμισμα και δημιουργία ενός νέου το οποίο αμέσως θα υποτιμηθεί δεν έχει ξαναγίνει. Η χώρα μας έχει ξαναβγεί από νομισματικές ενώσεις (από τη λατινική νομισματική ένωση, το 1908, για λόγους παρόμοιους με τους σημερινούς) χωρίς όμως να χρειαστεί να αλλάξει και νόμισμα.
Τεχνικά έχουν προταθεί τρόποι για να γίνει μια τέτοια αλλαγή, γι’ αυτό δεν θα επεκταθούμε. Ο βασικός όγκος της νομισματικής κυκλοφορίας είναι σε ηλεκτρονική μορφή στους υπολογιστές των τραπεζών, άρα είναι ζήτημα λογισμικού να μετατραπούν στις τράπεζες τα ευρώ σε δραχμές. Χαρτονομίσματα (που είναι ένα μικροσκοπικό αλλά απαραίτητο τμήμα της συνολικής νομισματικής κυκλοφορίας) μπορούν να αρχίσουν να τυπώνονται εκ των προτέρων (αν και μάλλον υπό άκρα μυστικότητα). Επίσης μπορεί να υπάρξει ενδιάμεση νομισματική κυκλοφορία παράλληλα με το ευρώ (με τη μορφή λ.χ. ηλεκτρονικού νομίσματος για την εξόφληση κρατικών υποχρεώσεων, μεταξύ των οποίων μέρος μισθών και συντάξεων). Το παράλληλο αυτό νόμισμα, το οποίο θα κάνει ομαλότερη και τη μετάβαση σε δεύτερο χρόνο, θα πρέπει φυσικά να είναι περιορισμένης διάρκειας ζωής (φέρ’ ειπείν ενός ή δύο χρόνων) και απολύτως συνδεδεμένο με τη μελλοντική εξόφληση φορολογικών υποχρεώσεων στην ονομαστική του τιμή στο μέλλον – ώστε να γίνει αποδεκτό ως μέσο ανταλλαγής και να μην αχρηστευτεί. Η μετατροπή των καταθέσεων θα πρέπει να γίνει με διαφορετική ισοτιμία μεταξύ νέου και παλαιού νομίσματος για μικρές και μεγάλες καταθέσεις, ώστε να έχουμε ένα είδος κουρέματος των μεγάλων εισοδημάτων.
Μια σειρά άλλα αναγκαστικά μέτρα θα πρέπει επίσης να επιβληθούν την πρώτη περίοδο, για να απαλύνουν τις συνέπειες ειδικά στα λαϊκά στρώματα, όπως έλεγχοι κίνησης κεφαλαίων, πιθανώς επιβολή δελτίου για ορισμένα εισαγόμενα είδη πρώτης ανάγκης (καύσιμα, τρόφιμα κ.λπ.). Εννοείται ότι τη στιγμή της εξόδου θα πρέπει να γίνει αναγκαστικά και στάση πληρωμών στο χρέος, κάτι που θα έχει συνέπεια και την άμεση έξοδο από την Ε.Ε. (ακόμα κι αν δεν το επιδιώξει η ελληνική πλευρά).
Το ζήτημα όμως εδώ δεν είναι τεχνικό· είναι καθαρά πολιτικό. Η επιτυχημένη αποδοχή του νέου νομίσματος σημαίνει «πίστη», όπως στην τραπεζική πίστη. Σημαίνει αποδοχή της κρατικής εξουσίας που το επιβάλλει. Κι αν στην περίπτωση του δεξιού αυταρχικού κράτους εξαίρεσης είναι δυνατό να σκεφτεί κανείς πώς θα μπορούσε να επιχειρηθεί μια τέτοια μετάβαση χωρίς λαϊκή συμμετοχή, είναι πιο δύσκολο να το σκεφτεί κανείς στην περίπτωση μιας από τα αριστερά εξόδου. Κι τούτο για έναν παραπάνω λόγο: η μετάβαση δεν μπορεί να είναι μια σταδιακή και σε βάθος χρόνου διαδικασία. Αντίθετα με τη μετάβαση από ένα «αδύναμο» νόμισμα σε ένα «ισχυρό», η έξοδος από το ευρώ δεν μπορεί παρά να γίνει ξαφνικά και απροειδοποίητα. Παρενθετικά να πούμε ότι δυστυχώς η πρόταση για δημοψήφισμα με θέμα το νόμισμα είναι αδύνατο να εφαρμοστεί: η ίδια η συζήτηση για ένα τέτοιο δημοψήφισμα θα ακυρώσει το ερώτημα του δημοψηφίσματος, λόγω της άμεσης φυγής κεφαλαίων από τη χώρα με οπωσδήποτε δυσάρεστα αποτελέσματα.
Αφήνοντας στην άκρη τα παραπάνω ενδεχόμενα, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τη μετάβαση την πραγματοποιεί μια «ισχυρή» και σταθερή κυβέρνηση αστικού τύπου, τα πολιτικά προβλήματα δεν θα έχουν σταματήσει. Για να δώσουμε ένα παράδειγμα: Υπάρχουν ήδη τεράστια ποσά λαϊκών αποταμιεύσεων που έχουν αποσυρθεί από τις τράπεζες και έχουν αποθησαυριστεί κάτω από στρώματα. Η έξοδός τους στην κυκλοφορία το πρώτο διάστημα μετά τη μετάβαση μπορεί να έχει δηλητηριώδεις συνέπειες στο νέο νόμισμα. Είναι αναγκαίο τέτοιες λαϊκές μικροαποταμιεύσεις να βρουν τον δρόμο τους προς το νέο νόμισμα.
Η ένταση μεταξύ της αναγκαστικά απροειδοποίητης εξόδου και των έκτακτων μέτρων που πρέπει να ληφθούν αμέσως μετά (τα οποία σκιαγραφήθηκαν παραπάνω) επιλύεται μόνο με έναν τρόπο: ο λαός πρέπει να είναι ήδη προετοιμασμένος για μια τέτοια πιθανότητα, ενημερωμένος για όλα τα ενδεχόμενα και τις συνέπειες, τόσο τις θετικές φυσικά όσο όμως και τις δυσκολίες· ένα καθήκον προετοιμασίας και προπαγάνδας που δεν μπορεί παρά να πέσει στις πλάτες όσων, σε αντίθεση με την κυβέρνηση, πιστεύουν ότι οι θυσίες για το ευρώ που έχουμε ήδη κάνει φτάνουν και περισσεύουν...
Το βασικό πρόβλημα ή, πιο σωστά, η βασική δυσκολία της εξόδου είναι, επομένως, η ίδια η στιγμή της εξόδου. Το στοίχημα εδώ δεν είναι οικονομικό αλλά πολιτικό. Η αλλαγή νομίσματος, λόγω του κεντρικού για το κράτος ρόλου που έχει το νόμισμα, σημαίνει ότι η ίδια η νομισματική μετάβαση θα είναι ταυτόχρονα μια στιγμή αποδοχής από τις μάζες μιας μεταβατικής κρατικής εξουσίας, αναγκαστικά υπονομευμένης ήδη από τη λαϊκή εξέγερση την οποία θα ενσωματώνει αυτή η αλλαγή. Σε διαφορετική περίπτωση θα μιλάμε απλώς για ένα εναλλακτικό αστικό νομισματικό σχέδιο, σε αντικατάσταση του στρατηγικά αποτυχημένου ευρωπαϊκού σχεδιασμού των τελευταίων δεκαετιών.
Με αυτή την έννοια, ήδη οι πρώτες κινήσεις νομισματικής κυριαρχίας θα πρέπει να ενσωματώνουν εξαρχής μια σειρά ριζικά λαϊκά αιτήματα, ει δυνατόν με μη αντιστρεπτό τρόπο. Η άμεση μεταβίβαση του ελέγχου του τραπεζικού τομέα είναι προφανώς το πρώτο βήμα – σε καμιά περίπτωση βέβαια αρκετό από μόνο του: τα πρώτα μέτρα δεν θα μπορέσουν να εφαρμοστούν με επαρκή ταχύτητα χωρίς την πλήρη συμμόρφωση του τραπεζικού μηχανισμού σε όλα τα επίπεδα.
Αλλά σε δεύτερο χρόνο, μετά τη μεταβατική περίοδο, ο χαρακτήρας του νέου νομίσματος έχει να κάνει με τη δυνατότητα χάραξης μιας διαφορετικής ενδιάμεσης δημοσιονομικής πολιτικής, σπάζοντας τις αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους στη διπλή κυριαρχία τόσο του εθνικού όσο και του ιμπεριαλιστικού κεφαλαίου.
Υπό λογικές προϋποθέσεις (εφόσον έχει γίνει με επιτυχία η μετάβαση) θα υπάρξει μια γρήγορη σταθεροποίηση του συστήματος. Η ανεργία είναι τόσο μεγάλη, η φτώχεια τόσο βαθιά, οι ανάγκες τόσες πολλές που γρήγορα μια στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική (που θα μπορούσε πλέον να γίνει αφού η κυβέρνηση θα είχε στα χέρια της το νόμισμα) θα έφερνε άμεση βελτίωση. Θα είχαμε χωρίς αμφιβολία και αύξηση του εξαγωγικού τομέα, έστω και βραχυπρόθεσμα, αλλά κυρίως μια κεϋνσιανού τύπου αύξηση της εσωτερικής ενεργής ζήτησης που θα αναζωογονούσε την (καπιταλιστική) οικονομία, με γενναία όμως στοιχεία κοινωνικού ελέγχου και αναδιανομής. Προβλήματα όπως ο πληθωρισμός, η άνοδος των τιμών, ειδικά των εξαγώγιμων προϊόντων κ.ά., πέραν του ότι επιλύονται, θα μας απασχολούσαν σε κατοπινό χρόνο. Τα άμεσα θα έβρισκαν μια ισορροπία, ενώ η κυβέρνηση θα είχε περισσότερα εργαλεία στα χέρια της για να αντιμετωπίσει την αναμφισβήτητη εκδικητικότητα του ιμπεριαλισμού όσο και την αύξηση των οικονομικού τύπου πιέσεων από την πολύ πιθανή κρίση στους κυριότερους εμπορικούς μας εταίρους, η οποία θα ακολουθούσε την έξοδό μας.
Φυσικά, πρώτος στόχος της κυβέρνησης (απελευθερωμένης από τον βραχνά των ισοσκελισμένων ή –ακόμα χειρότερα– πλεονασματικών προϋπολογισμών και του χρέους) θα ήταν η καταπολέμηση της ανεργίας. Για τον σκοπό αυτόν, μια διαλυμένη οικονομία όπως η ελληνική θα έπρεπε να αφιερώσει γιγαντιαία ελλείμματα και μάλιστα σε αρκετό βάθος χρόνου, προκειμένου να επαναφέρει την απασχόληση σε λογικά επίπεδα. Προγράμματα προσφοράς μόνιμης και αξιοπρεπούς εργασίας για όποιον το επιθυμεί και για όσο διάστημα το επιθυμεί θα πρέπει να εφαρμοστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τομείς προσφοράς εργασίας θα πρέπει να είναι όχι μόνο σε κλάδους υψηλής ειδίκευσης (παιδεία, περίθαλψη κ.λπ.) αλλά και σε κλάδους χαμηλής ειδίκευσης. Ειδικό βάρος θα πρέπει να δοθεί σε ζητήματα εργατικής κατοικίας, υποδομών και περίθαλψης της τρίτης ηλικίας. Ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να είναι σε ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο (αλλά σε καμιά περίπτωση κάτω από το όριο της φτώχιας όπως σήμερα!). Για την εφαρμογή του δεν χρειάζονται καν νομοθετικές ρυθμίσεις, οι οποίες εύκολα παραβιάζονται. Η προσφορά εργασίας άμεσα σε όποιον την ψάχνει με αξιοπρεπή μισθό θα λειτουργεί αντικειμενικά ως υποχρεωτικό πάτωμα: όποια εργαζόμενη βρίσκεται σε κατάσταση ομηρίας από τον εργοδότη της (χαμηλοί μισθοί, μαύρα κ.λπ.) δεν θα έχει παρά να πιάσει αμέσως δουλειά σε ένα από τα προγράμματα αυτά.
Ο ευρωπαϊκός στόχος για πληθωρισμό της τάξης του 2% φυσικά θα πρέπει να εγκαταλειφθεί, εφόσον στόχος θα είναι η πλήρης απασχόληση. Οπωσδήποτε ένα ποσοστό πληθωρισμού θα είναι ευεργετικό για την απαξίωση των νεκρών υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων που με μορφή χρέους θα συνεχίσουν να υφίστανται. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ιστορικά ο κυριότερος μηχανισμός διαγραφής χρέους δεν ήταν ποτέ οι σχετικές διακρατικές συμφωνίες αλλά ο πληθωρισμός. Οι μισθοί θα προστατευτούν από τον πληθωρισμό με τιμαριθμική προσαρμογή.
Υπάρχουν ακόμη πολλά σημεία που χρειάζονται περαιτέρω σχεδιασμό και μελέτη. Παραδείγματα περιλαμβάνουν τη βιομηχανική παραγωγή, που θα πρέπει να αναπροσανατολιστεί γρήγορα ώστε να μπορεί να παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και σε άλλους τομείς εκτός από τα φάρμακα· το τουριστικό προϊόν, τον αναπροσανατολισμό του σε ποιοτικές αλλά φτηνές υπηρεσίες όχι μόνο για τον ξένο αλλά και τον Έλληνα τουρίστα, όπως επίσης και τον έλεγχο του μικρού τουριστικού κεφαλαίου, που σήμερα δρα επί της ουσίας ανεξέλεγκτο – πρόκειται για σημαντική πηγή συναλλάγματος, το οποίο κινδυνεύει να καταλήξει κάτω από τα στρώματα των μικροκεφαλαιούχων των τουριστικών περιοχών, αν δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί και η λαϊκή συναίνεση σε αυτούς· το ζήτημα της αναζωογόνησης της υπαίθρου και της αγροτικής παραγωγής σε επαρκή βαθμό για την ποιοτική και σε λογικές τιμές διατροφή.
Είναι προφανές ότι έχουμε μπροστά μας πολλή και σοβαρή δουλειά μέχρι να είμαστε σε θέση να πείσουμε τις λαϊκές τάξεις όχι μόνο ότι το ευρώ είναι αντίθετο με τα συμφέροντά τους (αυτό είναι το εύκολο κομμάτι της δουλειάς μας, αφού το κάνει το ίδιο το κοινό νόμισμα), αλλά επίσης ότι υπάρχει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ικανό να οδηγήσει ομαλά στην απαλλαγή από αυτό. Γιατί χωρίς τη δυνατότητα να συλλογιστούμε τη μετάβαση, εάν ο εκβιασμός της εξόδου δεν είναι παρά μια μπλόφα, χωρίς τον λαό από πίσω μας ενημερωμένο και πεισμένο, οι εκβιασμοί που θα δεχτούμε από το ιμπεριαλιστικό κέντρο θα είναι πάντα και ανεξάρτητα από τις προθέσεις μας αποτελεσματικοί.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ