Ι. Αποτελεί ιδεολογική νίκη των αστικών τάξεων της εποχής μας η μέχρι πρότινος τουλάχιστον ταύτιση στην κοινή συνείδηση φιλελευθερισμού και δημοκρατίας. Η παρούσα δομική κρίση του εγχώριου και διεθνούς καπιταλισμού, ωστόσο, ωθώντας τα πράγματα στα άκρα, δίνει τη δυνατότητα: 1) μιας ευκρινέστερης διάκρισης της κίνησης και των μεταλλάξεων της φιλελεύθερης ιδεολογίας στο χρόνο και στο χώρο, αρχής γενομένης από τον κλασικό φιλελευθερισμό της εποχής του Διαφωτισμού και φθάνοντας στο νεοφιλελευθερισμό των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα , και 2) μιας ευχερέστερης αποδοχής της διαπίστωσης ότι η λεγόμενη αστική πολιτική σκέψη των νεότερων χρόνων διαπερνάται και προσδιορίζεται, ως ένα βαθμό, από την εσωτερική αντίθεση φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού. Ας γίνω, εν προκειμένω, σαφέστερος: αν, για παράδειγμα, ο Locke και η Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως αντιπροσωπεύουν το φιλελευθερισμό στην κλασική εκδοχή του, από την άλλη πλευρά, ένα νήμα δημοκρατισμού συνδέει τις Διατριβές του Machiavelli με την Πολιτική Πραγματεία του Spinoza και το Κοινωνικό Συμβόλαιο του Rousseau.
ΙΙ. Καθώς δεν προτίθεμαι στο βραχύ χρόνο που έχω στη διάθεσή μου, να προσεγγίσω το θέμα μας από την αναλυτική οπτική της Ιστορίας των Ιδεών, θέτω απευθείας δύο κρίσιμα θεωρητικά και πολιτικά, σε τελική ανάλυση, ερωτήματα:
1) Σε τι συνίσταται ο θεματικός και ιδεολογικός πυρήνας της αντιστικτικής διάκρισης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού και
2) Ποια μπορεί να είναι η σημασία της διάκρισης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού για την επεξεργασία μιας σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας της δημοκρατίας και του κομμουνισμού, αλλά και για τη δυναμική των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων;
ΙΙΙ. Αν λοιπόν, σύμφωνα με το φιλελευθερισμό, το κράτος προσδιορίζεται θεωρητικά και προβάλλεται πρακτικά σα ‘φράκτης’ προστασίας των λεγόμενων φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και κατεξοχήν του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, με τη στενότερη αλλά και την ευρύτερη έννοια του όρου, αν για το φιλελευθερισμό το κράτος προσεγγίζεται εργαλειακά, σαν το μέσο με το οποίο το άτομο-ιδιοκτήτης προστατεύει την υλική και άυλη περιουσία του, αντιθέτως για το δημοκρατισμό το κράτος συνιστά οργανισμό, κοινότητα και, με αυτή την έννοια, τρόπο ζωής και διαμόρφωσης προσωπικοτήτων με υπέρτατη ρυθμιστική αρχή αυτή της αυτονομίας με την πλήρη έννοια της λέξης.
Στην εξωτερική και ωφελιμιστική σχέση του ιδιώτη-ιδιοκτήτη προς το κράτος, στη στάση του ατόμου που ως φορέας πολιτικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων απαιτεί και απολαμβάνει από το κράτος την προστασία των αγαθών του, όπως την προτείνει ο φιλελευθερισμός του Locke, ο δημοκρατισμός ενός Rousseau αντιπαρατάσσει μια οργανική και παιδαγωγική σχέση ατομικότητας και συλλογικότητας, σχέση που υλοποιείται στο βαθμό που προσεγγίζεται το ιδεώδες μιας πολιτικής, με την ευρύτερη και πληρέστερη έννοια του όρου, αυτοθεσμιζόμενης κοινότητας.
«Ο λόγος, για τον οποίο οι άνθρωποι εισέρχονται σε κοινωνία, είναι η διατήρηση της ιδιοκτησίας τους και ο σκοπός, για τον οποίο επιλέγουν και εξουσιοδοτούν το νομοθετικό σώμα, είναι ότι πρέπει να θεσπίζονται νόμοι και να τίθενται κανόνες σα φρουροί και σα φράκτες στις ιδιοκτησίες όλων των μελών της κοινωνίας, προκειμένου να περιορίζουν την ισχύ και να μετριάζουν την κυριότητα κάθε μέρους ή μέλους της κοινωνίας.» (Locke, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως, §222)
«Στη θέση του προσώπου κάθε μεμονωμένου συμβαλλόμενου αυτή η πράξη συνένωσης (acte d’ association) παράγει ένα ηθικό και συλλογικό σώμα, που αποτελείται από τόσα μέλη όσες ψήφους έχει η συνέλευση. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο (personne publique), που διαμορφώνεται από την ένωση όλων των άλλων προσώπων, έπαιρνε άλλοτε το όνομα άστυ και παίρνει σήμερα το όνομα πολιτεία ή πολιτικό σώμα (corps politique), το οποίο αποκαλείται από τα μέλη του κράτος, όταν είναι παθητικό, κυρίαρχο όταν είναι ενεργητικό, ισχύς όταν συγκρίνεται με τα όμοιά του. Όσον αφορά τα ίδια τα μέλη του, παίρνουν συλλογικά το όνομα του λαού και ονομάζονται κατά περίπτωση πολίτες ως μέλη της πολιτείας ή συμμέτοχοι στην κυρίαρχη εξουσία και υπήκοοι ως υποκείμενοι στους νόμους του κράτους.» (Rousseau, Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου, Βιβλίο 1ο, Κεφάλαιο VI).
Ας επιμείνουμε, όμως, για λίγο ακόμη, στο πρώτο ερώτημά μας: Σε τι συνίσταται ο πυρήνας αυτής της αντιστικτικής διάκρισης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού;
Για το φιλελευθερισμό, και μάλιστα στην πιο κλασική εκδοχή του, η προστασία της ιδιοκτησίας, με το ευρύτερο και στενότερο περιεχόμενό της, αποτελεί το λόγο ύπαρξης της πολιτικής κοινωνίας. Και όχι μόνο:η ιδιοκτησία αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για να είναι κάποιος πολίτης με την πλήρη έννοια της λέξης. (Ας μη βιαστούμε να θεωρήσουμε ότι στις νεοφιλελεύθερες κοινωνίες της εποχής μας τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το ότι σήμερα δε χρειάζεται τυπικά να είσαι ιδιοκτήτης, για να είσαι και πολίτης, δε σημαίνει και την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Σε ποιο βαθμό άραγε η καθημερινότητα των καπιταλιστικών κοινωνιών επιτρέπει στο σύγχρονο σκληρά εργαζόμενο, στο νεολαίο ή στον άνεργο, να λειτουργεί ουσιαστικά ως πολίτης;)
Για το δημοκρατισμό, όπως αυτός αναγνωρίζεται, για παράδειγμα, στο κρίσιμο και για το μαρξισμό έργο του Rousseau, το πολιτικό σώμα, το κράτος, ο κυρίαρχος –όροι που περιγράφουν μία και μόνη οντότητα, θεωρούμενη από διαφορετική κατά περίπτωση οπτική γωνία- δεν αποτελεί μέσο, εργαλείο εξυπηρέτησης κάποιου εξωτερικού ως προς το δρων υποκείμενο σκοπού. Η πολιτεία του δημοκρατισμού, η ρουσωική κοινότητα, προτείνεται από τον εισηγητή της ως συλλογική προσωπικότητα, ως ζων οργανισμός, που συγκροτείται και δρα με ενιαία βούληση, απόρροια της συλλογικού στοχασμού και της συλλογικής απόφασης των συμπολιτών. Αυτή η δημοκρατική πολιτεία, της οποίας ο λαός-νομοθέτης, και μόνον αυτός, είναι ο κυρίαρχος, δεν είναι μέσο, δεν είναι εργαλείο, είναι τρόπος ζωής. Είναι τρόπος διαπαιδαγώγησης στο συλλογικό, είναι τρόπος μέθεξης στο όλο, είναι τρόπος μετάβασης από το μερικό στο καθολικό, από τον εγωπαθή και ματαιόδοξο ιδιώτη στον πολίτη-πρόσωπο. Στον πολίτη-πρόσωπο, για τον οποίο η αντιπροσώπευση και οι μηχανισμοί της, άρα και το κοινοβούλιο, ως μηχανισμός διαμεσολάβησης, που τείνει να αναιρέσει την αυθεντικότητα της επικοινωνίας, τον αμοιβαίο έλεγχο και τη λογοδοσία στο λαό ως συλλογικό σώμα, καλό είναι να παραχωρούν τη θέση τους σε θεσμούς και διαδικασίες που αναδεικνύουν και προωθούν την πρόσωπο με πρόσωπο αναζήτηση όχι της βούλησης της πλειοψηφίας των ιδιωτών, της βούλησης όλων ως ατόμων, αλλά της βούλησης των ατόμων ως ολότητας, δηλαδή της γενικής βούλησης της κοινότητας.
IV. Ένα άξιο σχολιασμού απόσπασμα:
«Εν γένει το να αντιπροσωπεύεται κάποιος είναι κάτι παθητικό. Μόνον ό,τι είναι υλικό, χωρίς πνεύμα, ανίκανο να στηριχθεί στον εαυτό του, φοβισμένο, απαιτεί να αντιπροσωπεύεται. Αλλά κανένα στοιχείο του κράτους δεν πρέπει να είναι υλικό, χωρίς πνεύμα, ανίκανο να στηριχθεί στον εαυτό του, φοβισμένο. Η αντιπροσώπευση δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως η αντιπροσώπευση κάποιου που δεν είναι ο ίδιος ο λαός. Πρέπει να κατανοείται μόνον ως αυτο-αντιπροσώπευση του λαού […]. Η αντιπροσώπευση δεν πρέπει να θεωρείται παραχώρηση προς την απροστάτευτη ανημποριά, προς την αδυναμία, αλλά μάλλον αυτάρκης ζωτικότητα της υπέρτατης ισχύος [του λαού].» (Marx, «Περί των επιτροπών των Stände στην Πρωσία»)
Όσοι δεν το αντιλήφθηκαν, ελπίζω να με συγχωρήσουν! Ο συγγραφέας που θεωρεί εν γένει παθητικό το να αντιπροσωπεύεται κάποιος» δεν είναι ο Rousseau, αλλά ο Marx, ο πολύ νεαρός Marx, που γνωρίζω βεβαίως ότι στους κατά τα άλλα αγαπητούς αλτουσσεριανούς φίλους μου δεν είναι ιδιαιτέρως αρεστός. Διάλεξα, λοιπόν, αυτό το αθώο, σας βεβαιώνω τέχνασμα, για να ‘διολισθήσω, ‘καθώς ο χρόνος πιέζει, στη διαπραγμάτευση του δεύτερου ερωτήματος:
Ποια μπορεί να είναι η σημασία της διάκρισης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού για την επεξεργασία μιας σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας της δημοκρατίας και του κομμουνισμού, αλλά και για τη δυναμική των σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων;
Ο συγγραφέας αυτού του ιδεαλιστικού αποσπάσματος, αυτός ο Marx, όχι ο Marx του φιλελευθερισμού -ένας τέτοιος Marx δεν υπήρξε ποτέ κατά τη γνώμη μου- αλλά ο Marx του δημοκρατισμού, ο νεαρός Marx ενός προωθημένου κοινωνικού ρεπουμπλικανισμού των αρχών της δεκαετίας του 1840, εν τέλει ο Marx της ‘αληθινής δημοκρατίας’, όπως ο ίδιος την προσδιορίζει το 1843 στην Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου, ο Marx που δεν έχει αποφασίσει ακόμη τη στράτευσή του στην κομμουνιστική υπόθεση, έχει σημαντικά στοιχεία να καταθέσει ως υπερασπιστής της δημοκρατίας έναντι του φιλελευθερισμού, ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας, σε μια εποχή που, όπως ορθά εκτιμούν και οι φίλοι διοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης, είναι αναγκαία η εκ νέου σύνδεση ανάμεσα στη δημοκρατία και το κομμουνιστικό πρόταγμα.
Άλλωστε, είναι στο πλαίσιο της κριτικής του στη χεγκελιανή φιλοσοφία του κράτους, που ο ίδιος ο Marx, ενώ διανύει ακόμη την προ-κομμουνιστική του περίοδο, όχι μόνο εισηγείται τη δημοκρατία ως διαδικασία συντάσσουσα τον αυτοπροσδιορισμό του λαού, αλλά και συνειδητοποιεί την ανάγκη να τροποποιήσει ριζικά, και σε αντίστιξη προς την γερμανική φιλοσοφία του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, την κατανόηση της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, μιας σχέσης τόσο κρίσιμης και στους καιρούς μας, που η πολιτική δείχνει να χάνει και το τελευταίο στοιχείο σχετικής αυτονομίας έναντι της οικονομίας. Είναι, όντως, η ανάγκη τροποποίησης αυτής της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, κοινωνίας των ιδιωτών και κράτους, εκείνη που συμπυκνώνεται και εκφράζεται, τρόπον τινα, για τον Marx της προ-κομμουνιστικής περιόδου, με την υποστήριξη της ‘αληθινής δημοκρατίας’, δηλαδή της απορρόφησης του κράτους από την κοινωνία, όπως αυτή εκτίθεται στην Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου.
V. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, στο σημείο αυτό να προχωρήσω σε μια σκόπιμα προκλητική και, ελπίζω, όχι παρεξηγήσιμη διατύπωση:
Δεν μπορούμε να κατανοήσουμε στις μέρες μας την κρίσιμη, τόσο για τη θεωρία, όσο και για την πράξη του όποιου ριζοσπαστικού αντικαπιταλιστικού κινήματος, σχέση δημοκρατίας και κομμουνισμού, αν δε ‘σπουδάσουμε’ προηγουμένως τη θεωρητική και πολιτική αντίστιξη φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού όχι μόνο ως ορίζουσας της αστικής πολιτικής θεωρίας, αλλά και ως τρόπου, με τον οποίο η αντίστιξη αυτή εγγράφεται και αναπαράγεται, εν πολλοίς παθολογικά, στο εσωτερικό των ίδιων των αντικαπιταλιστικών ριζοσπαστικών κινημάτων.
Υπαινίσσομαι εδώ την αναπαραγωγή της αντίστιξης φιλελευθερισμού-δημοκρατισμού στους κόλπους σύγχρονων αντικαπιταλιστικών κινημάτων με τη μορφή αναρχοφιλελεύθερων αντιλήψεων απέναντι στην πολιτική, από τη μια πλευρά, και απόλυτης αυτονόμησης του πολιτικού έναντι της οικονομίας, από την άλλη. Η αναρχοφιλελεύθερη αποθέωση του αυθόρμητου, από τη μία πλευρά, και η συμμετρικά αντιστικτική της αποθέωση της πολιτικής βούλησης, από την άλλη, δεν αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, παθογενή επιβίωση της αντίστιξης φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού μέσα στους ίδιους τους κόλπους των αντικαπιταλιστικών κινημάτων και φορέων;
Η πρότασή μου μορφοποιείται, συνεπώς, ως εξής: Να διαβάσουμε πάλι και πάλι, να ‘σπουδάσουμε’ μαρξιστικά την αντίστιξη φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού μέσα και από το πρίσμα των σύγχρονων κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων. Ας πάρουμε δύο, ασφαλώς όχι τυχαία, παραδείγματα: αυτό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη και εκείνο του κοινοβουλευτισμού:
Τι σημαίνει, για μας σήμερα, η κριτική που άσκησε στις διακηρύξεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη των γαλλικών επαναστάσεων ο Marx; Επρόκειτο άραγε για μια απορριπτική κριτική μιας φιλελεύθερης ιδεολογίας από την πλευρά του Marx ή για παρέμβαση από την πλευρά του στο χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας, προκειμένου να μετατοπίσει το συσχετισμό δύναμης από τον πολιτικό φιλελευθερισμό στην κοινωνική δημοκρατία;
Ας προσκομίσω το δεύτερο παράδειγμα: Πώς μπορούμε να ασκήσουμε στις μέρες μας μια μαρξιστική κριτική του κοινοβουλευτισμού και, κατά μείζονα λόγο, των πλέον εκφυλισμένων μεταλλάξεών του, αν δεν έχουμε προηγουμένως προσεγγίσει το κοινοβούλιο ως επίδικο αντικείμενο και πεδίο μιας μακράς ιστορικής διάρκειας και βαρύνουσας πολιτικής σημασίας διαπάλης ανάμεσα στους εκπροσώπους του φιλελευθερισμού και σε εκείνους του δημοκρατισμού και, κυρίως, αν δεν προσδιορίσουμε, εν τέλει, τη διαλεκτική –με ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος-τοποθέτηση του ίδιου του Marx απέναντι σε αυτή τη διαπάλη και τα αντικείμενά της;
Γιατί και με ποια έννοια απορρίπτουμε τον κοινοβουλευτισμό; Από ποιες παραδόσεις και πρακτικές αντλούμε την επιχειρηματολογία μας; Τι σημαίνει για μας σήμερα το γεγονός ότι ο Marx χαρακτήρισε και υπερασπίστηκε την Κομμούνα ως εργαζόμενο και όχι ως κοινοβουλευτικό σώμα; «Η Κομμούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα.» (Marx, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία). Δε θα υποπέσουμε στο θεωρητικό σφάλμα ενός σημαντικού κατά τα άλλα και μέχρι κάποια στιγμή μαρξιστή διανοητή, του Lucio Colletti, να υποστηρίξουμε ότι ο Marx, ακόμη και ο Marx του εμφύλιου πολέμου στη Γαλλία, δεν ξεπέρασε εν τέλει τον ορίζοντα του ρουσωικού δημοκρατισμού. Αλλά και δε θα αποστραγγίσουμε τον ώριμο μαρξικό στοχασμό για τη δημοκρατία και το κράτος από τους προ-κομμουνιστικούς φιλοσοφικούς χυμούς του.
Επανέρχομαι και διευκρινίζω τη θέση μου: μια μαρξιστική προσέγγιση του διπόλου φιλελευθερισμού και δημοκρατισμού υποδεικνύει ότι η προ-κομμουνιστική μαρξική θεώρηση της δημοκρατίας και η σχέση της προς το ρουσωικό ή το σπινοζικό δημοκρατισμό δε διαγράφονται, αλλά αίρονται, υπερβαίνονται και εντάσσονται, ως οργανικό και διαλεκτικά επεξεργασμένο στοιχείο της, στο πλαίσιο της κομμουνιστικής θεωρίας της επανάστασης, της πολιτικής θεωρίας του κομμουνιστή Marx, η οποία προσδιορίζεται και αναπροσδιορίζεται από τη δυναμική της ίδιας της πάλης των τάξεων, της πολύμορφης σύγκρουσης αστικής τάξης και προλεταριάτου.
VI. Συμφωνώ, λοιπόν: Να συνδέσουμε τη δημοκρατία με τον κομμουνισμό και μάλιστα εναντίον του φιλελευθερισμού. Να συνδέσουμε την κοινωνική δημοκρατία, την εργατική δημοκρατία με τον κομμουνισμό εναντίον του καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσής του. Μόνο, να μην ξεχνούμε ότι μια τέτοια σύνδεση δεν μπορεί να είναι μηχανική, δεν μπορεί να έχει τεχνικό, αλλά οργανικό χαρακτήρα. Με αυτή την έννοια η σύνδεση δημοκρατίας και κομμουνισμού είναι, πρέπει να είναι έκφραση όχι αφηρημένου θεωρητικού λόγου, αλλά στρατηγική κίνηση, (ή ίσως κίνημα;) μείζονος πολιτικής εμβέλειας και ιδεολογικής στόχευσης. Άλλωστε στη σύνδεσή της με τον κομμουνισμό, από την αφετηρία της, από την πρώτη στιγμή, η δημοκρατία, η επαναστατική δημοκρατία, αυτός ο δημοκρατισμός χωρίς τέλος, για να ανακαλέσω στη μνήμη μας το πνεύμα της σπινοζικής Πολιτικής Πραγματείας, δεν είναι δεν μπορεί να είναι ζήτημα θεσμών του εποικοδομήματος. Η σύνδεση δημοκρατίας και κομμουνισμού σημαίνει διάχυση της δημοκρατίας ως συντάσσουσας δύναμης σε όλο το κοινωνικό σώμα και, κατεξοχήν, στους ιστούς της παραγωγής, έτσι ώστε η δημοκρατία να γίνει συνώνυμη ή, έκφραση, έστω, μιας πολιτιστικής επανάστασης, καθώς η δημοκρατία δεν είναι τεχνικό, αλλά, με μια τουλάχιστον έννοια, βαθιά ανθρωπολογικό ζήτημα.
Δημοκρατία εναντίον φιλελευθερισμού; Ασφαλώς! Με το φιλελευθερισμό και τους σύγχρονους εκπροσώπους του, εντός και εκτός των γραμμών μας, καμιά συμμαχία!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ