Το δωρεάν σύγγραμμα, δεν αποτελούσε κάτι αυτονόητο για την ελληνική πραγματικότητα του 20ου αιώνα. Ο παππούς μου, φοιτητής στο πανεπιστήμιο τη δεκαετία του ’30, ήταν αναγκασμένος στην εξέταση (συνήθως προφορική) κάθε μαθήματος να προσκομίζει την απόδειξη αγοράς του αντίστοιχου επιστημονικού συγγράμματος, προκειμένου να την επιδείξει στον καθηγητή για να πάρει προσβάσιμο βαθμό.
Αυτό συνέβαινε λίγα χρόνια αφότου θεσπίστηκαν οι εισιτήριες εξετάσεις για την τριτοβάθμια (μέχρι τότε η εισαγωγή ήταν συναρτημένης της δυνατότητας καταβολής διδάκτρων).
Μόλις το 1964 κατατέθηκε στη Βουλή το Nομοθετικό Διάταγμα 4379/1964 «Περί Oργανώσεως και Διοικήσεως της Γενικής Στοιχειώδους και Μέσης Εκπαιδεύσεως», από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, υπό την εποπτεία του τότε γενικού γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Ευάγγελου Παπανούτσου. Το νομοσχέδιο αυτό δέχθηκε οξεία κριτική και τελικά κατοχύρωσε μόνο τη δωρεάν εγγραφή στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο και τη δωρεάν διανομή σχολικών βιβλίων από το κρατικό οργανισμό έκδοσης βιβλίων ο οποίος είχε ιδρυθεί μερικές δεκαετίες πριν από το καθεστώς Μεταξά.
Η χούντα των συνταγματαρχών, το 1971, προσπαθώντας να επιδείξει «φιλολαϊκό προφίλ», καθιέρωσε τη δωρεάν διανομή συγγραμμάτων. Μετά την πτώση της δικτατορίας, για κάθε μάθημα παρέχονταν συγγράμματα, όμως ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η δωρεάν διανομή τέθηκε στο στόχαστρο και επί υπουργίας Τρίτση και αργότερα στην περίοδο της υπουργίας Κοντογιαννόπουλου. Τότε τα επιχειρήματα αφορούσαν την «δικτατορία του ενός συγγράμματος» την ανάγκη οι φοιτητές να διαβάζουν «βιβλιογραφία». Βέβαια, το φοιτητικό κίνημα από τη μεριά του πάντα υποστήριζε τη θέση να δίνεται δωρεάν όλο το απαραίτητο υλικό και προφανώς ζητούσε να παίρνει σοβαρά και τεκμηριωμένα εγχειρίδια και βιβλία και όχι τις συχνά άθλιες σημειώσεις που ορισμένοι καθηγητές παρουσίαζαν ως «βιβλία».
Γύρω από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα διαμορφώθηκε στην πραγματικότητα μια ολόκληρη βιομηχανία από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Υπερκοστολογημένα συγγράμματα, συχνά κακής ποιότητας και κακής εκτύπωσης, επέτρεψαν και εκδότες αλλά και κάποιοι καθηγητές να κάνουν περιουσίες. Το αποτέλεσμα ήταν να θεωρείται π.χ. τομή και σύγκρουση με το κατεστημένο όταν μεταφράστηκαν από ομάδα καθηγητών του ΕΜΠ τα «Μαθήματα Φυσικής του Πανεπιστημίου του Berkeley», αντί για τις σημειώσεις που δίνονταν μέχρι τότε.
Η πρώτη σημαντική αλλαγή γίνεται με τη «Μεταρρύθμιση Γιαννάκου» το 2007. Εκεί ο νέος «Νόμος-Πλαίσιο» κατοχύρωνε την δυνατότητα επιλογής ενός συγγράμματος από κατάλογο και διαμόρφωνε νέες διαδικασίες κοστολόγησης, ανοίγοντας και θέμα προοπτικής περιορισμού της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων. Το 2010 άρχισε να λειτουργεί και το σύστημα διανομής συγγραμμάτων Εύδοξος. Μέσα στην κρίση, ο πρώτος μνημονιακός νόμος για την παιδεία, ο Ν. 4009/11 («Νόμος Διαμαντοπούλου»), που επέμεινε στη παροχή μόνο ενός συγγράμματος ανά μάθημα (από κατάλογο) εισάγοντας και την έννοια του ηλεκτρονικού συγγράμματος, κατήργησε τη δωρεάν διανομή συγγραμμάτων σε όσους κάνουν δεύτερο πτυχίο (η τελευταία ρύθμιση καταργήθηκε το 2016).
Η ιστορική διάσταση του ζητήματος της δωρεάν εκπαίδευσης και κατ’ επέκταση δωρεάν παροχής συγγραμμάτων, φωτίζει την ενεργή κοινωνική σύγκρουση που το διαπερνά. Στην πορεία του χρόνου τα επιχειρήματα που αντικρούονταν σε σχέση με τα συγγράμματα έχουν τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι τάσεις που εμφανίζονται στο σύγχρονο πανεπιστήμιο της αγοράς αφορούν ταυτόχρονα το δημοσιονομικό έλεγχο και περιστολή των δαναπών, την προώθηση μιας αντίληψης περί «εξόδων» σε ότι αφορά τις κοινωνικές παροχές και φυσικά την πειθάρχηση των φοιτητών σε ένα «εντατικότερο» και «παραγωγικότερο» πρότυπο. Τα κυρίαρχα ερωτήματα που τίθενται στο δημόσιο διάλογο και χρήζουν αποδόμησης τα τελευταία χρόνια, σχηματικά σχετίζονται με την περικοπή της δημόσιας χρηματοδότησης για τα συγγράμματα και την αναδιανομή της σε άλλα «σημαντικότερα» έξοδα, όσο και με την ανάγκη αντικατάστασης του «μοναδικού» συγγράμματος, από τις «πολλαπλές» πηγές.
Η επισήμανση του κόστους των συγγραμμάτων αποτελεί εντελώς προσχηματικό επιχείρημα. Το ετήσιο κόστος τους ανέρχεται σε, περίπου, 54 εκατομμύρια ευρώ και αντιστοιχεί στο 1% περίπου του κρατικού προϋπολογισμού για την Παιδεία, ποσοστό εξαιρετικό χαμηλό, που συνδέεται με το συνολικό μικρό προϋπολογισμό για τη φοιτητική μέριμνα. Οι περικοπές που έγιναν από την παροχή δωρεάν συγγραμμάτων, από τους νόμους του 2007 και 2011 (Γιαννάκου και Διαμαντοπούλου αντίστοιχα), ουδέποτε αποδόθηκαν στην ενίσχυση των βιβλιοθηκών, με ποιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την αδυναμία τους κατά καιρούς να ανανεώσουν τις συνδρομές που επιτρέπουν την πρόσβαση στις ψηφιακές εκδόσεις των επιστημονικών περιοδικών. Η περικοπή δηλαδή αφορά το σύνολο των κονδυλίων που αποδίδονται ώστε κάθε χρόνο να εκπαιδεύεται το νέο επιστημονικό δυναμικό όλης της χώρας, χρηματοδότηση που δε θα έπρεπε να λογίζεται ως έξοδο, αλλά κοινωνική παροχή.
Οι μικρότερες παροχές συγγραμμάτων στους φοιτητές, οι ελλείψεις στις βιβλιοθήκες όλων των πανεπιστημίων της χώρας, αντικατοπτρίζουν τη συνεχή μείωση των παρεχόμενων κονδυλίων για τη φοιτητική μέριμνα (που βρίσκεται πολύ μακριά από τον Ευρωπαϊκό στόχο, όπως ακόμη και η έκθεση της ΑΔΙΠ το 2015 παραδέχτηκε), γεγονός που αποτελεί κύρια στόχευση όλων των κυβερνήσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το όλο σύστημα συχνά επέτρεπε σε εκδότες να κερδοσκοπούν. Ειδικά πριν την εφαρμογή της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «εύδοξος», οι υπερτιμολογήσεις ήταν συνήθης πρακτική. Ταυτόχρονα η έκδοση συγγραμμάτων από ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους επιτρέπει τη δημιουργία δικτύων συμφερόντων με καθηγητές, που τελικά οδηγούν στην έκδοση και δωρεάν παροχή χαμηλής ποιότητας συγγραμμάτων. Για την αντιμετώπιση και των δύο αυτών φαινομένων, ποτέ δεν αναπτύχθηκε μια συστηματική πολιτική ελέγχου, πέραν από μιας προσπάθειας στην πραγματικότητα να υπονομευτεί το κοινωνικό δικαίωμα στη δωρεάν παροχή συγγραμμάτων.
Την ίδια στιγμή ουδέποτε προωθήθηκε σημαντική η λειτουργία (ή αξιοποίηση όπου υπήρχαν) πανεπιστημιακών τυπογραφείων και πανεπιστημιακών εκδόσεων και συνολικά ενός δημόσιου συστήματος για την παραγωγή και διανομή υψηλού επιπέδου βιβλίων, συγγραμμάτων και εγχειριδίων. Αντίθετα, είχαμε συνεχείς περικοπές λειτουργικών δαπανών στα πανεπιστήμια.
Είναι σημαντικό από την άλλη μεριά να επισημάνουμε ότι για μία μικρή αγορά όπως η ελληνόγλωσση, χωρίς το σύστημα της διανομής στα πανεπιστήμια παρ’ όλες τις ανεπάρκειές του, έγκυρα και αξιόλογα ελληνικά και ξένα ακαδημαϊκά συγγράμματα δεν θα είχαν εκδοθεί στα ελληνικά λόγω έλλειψης επαρκούς αγοραστικού κοινού.
Είναι ισχυρό το «εκσυγχρονιστικό» ιδεολόγημα ότι το ηλεκτρονικό σύγγραμμα παρέχει ισχυρά πλεονεκτήματα στους φοιτητές. Βέβαια από όλες τις έρευνες που έχουν διεξαχθεί φαίνεται σαφώς, ότι το παιδαγωγικά αρτιότερο είναι το διάβασμα μέσω έντυπων μέσων. Αυτό δε σημαίνει, ότι η πρόσβαση σε επιστημονικά συγγράμματα και άρθρα είναι κατακριτέα, αλλά αντίθετα μπορεί να δίνει την επιπρόσθετη δυνατότητα στους φοιτητές να ανιχνεύουν υλικό, μελέτες και δημοσιεύσεις πρόσφατες, να διευρύνει ορίζοντες. Η βασική βιβλιογραφία στην οποία πρέπει να στηρίζονται σοβαρές μελέτες, διπλωματικές εργασίες και διατριβές, χρειάζεται να παρέχεται σε έντυπη μορφή στους φοιτητές και μπορεί ενισχυθεί από πρόσφατα άρθρα και δημοσιεύσεις που κυρίως προσφέρουν οι ηλεκτρονικές πηγές.
Για να γίνει όμως αυτό θα προϋπέθετε κονδύλια για τα δικαιώματα που θα έδιναν πρόσβαση στις βιβλιοθήκες σε ηλεκτρονικές βάσεις περιοδικών, κάτι που τα τελευταία χρόνια, όπως προαναφέρθηκε για λόγους οικονομίας συρρικνώνεται έντονα.
Τι γίνεται τώρα με την αναστολή διανομής;
Η απόφαση του Σ.Ε.Ε.ΒΙ. (Σύλλογος Εκδοτών Επιστημονικών Βιβλίων) που ανακοινώθηκε πριν από μερικές μέρες και αναστέλλει τη διανομή συγγραμμάτων στους φοιτητές – σπουδαστές για το χειμερινό εξάμηνο 2017-18, αποτελεί διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τη μη καταβολή οφειλών 3 ακαδημαϊκών εξαμήνων. Σημειωτέον ότι επί μνημονίων οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν είχαν καθυστερήσει σοβαρά ποτέ τις πληρωμές, πέρα από κάτι οφειλές παλιότερων ετών ('05, '08) που είχαν εξοφληθεί το 2011! Οι εκδότες λοιπόν μερικές μέρες πριν ξεκινήσουν οι δηλώσεις συγγραμμάτων από την πλατφόρμα του «Ευδόξου» πιέζουν την κυβέρνηση να δώσει τα χρωστούμενα.
Η κυβέρνηση, αντιμέτωπη με τις απαιτήσεις των δανειστών και της ΕΕ επιλέγει να κρατά τα έσοδα ώστε να εμφανίζει πλεονάσματα και να διατηρεί απόθεμα εν όψει πιθανής «εξόδου» στις αγορές στο τέλος του παρόντος μνημονιακού προγράμματος. Τα κενά που δημιουργούνται στις κοινωνικές παροχές είναι πολλαπλά, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αφορούν τα συγγράμματα των φοιτητών. Για να διαχειριστεί την κατάσταση με τους εκδοτικούς οίκους, προσπαθεί να αναδείξει τις «κομπίνες» των μεγαλοεκδοτών, και να συνάψει συμμαχία με τους μικρότερους εκδοτικούς οίκους (ακόμα και επιταχύνοντας ορισμένες πληρωμές). Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση φιλοδοξεί να πιέσει τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους να συμμορφωθούν και να παρέχουν τα συγγράμματα από την πρώτη μέρα που θα ανοίξει ο «Εύδοξος» όπως ήδη ανακοινώνουν ότι θα κάνουν οι μικρότεροι. Και φυσικά με τη λογική του «διαίρει και βασίλευε» να παίξει επικοινωνιακά με τις αντιθέσεις τους, προωθώντας το σχεδιασμό της υποχρηματοδότησης των φοιτητικών αναγκών και τελικά ανοίγοντας το δρόμο για την κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων.
Συνολικότερα, λοιπόν, η κρίση που δημιουργήθηκε μετά την ανακοίνωση του Σ.Ε.Ε.ΒΙ., αναδεικνύει τη στρατηγική κατεύθυνση που υπάρχει για τη μη δωρεάν παροχή επιστημονικών συγγραμμάτων, και δίνει τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να προωθήσει το σχέδιό της για αντικατάσταση των έντυπων συγγραμμάτων με ηλεκτρονικά. Το σχέδιο αυτό, ο ίδιος ο Υπουργός πλέον λέει ότι ετοιμάζεται εντός των επόμενων χρόνων. Ενδεικτικό είναι ότι ένα σημαντικό καθηγητικό δυναμικό που είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια σειρά από διαδικασίες, όπως γενικές συνελεύσεις τμημάτων, συγκλήτους κλπ, τοποθετείται υπέρ μιας τέτοιας αλλαγής αμφισβητώντας πλέον ότι η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων είναι και πρέπει να είναι εξασφαλισμένο κοινωνικό δικαίωμα.
Είναι σαφές ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε κατά βάση με μια κόντρα κυβέρνησης και εκδοτών. Πυρήνας του ζητήματος είναι οι μνημονιακές απαιτήσεις περικοπής δαπανών (και η συμμόρφωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε αυτές) που οδηγούν στην κατάργηση μιας κοινωνικής κατάκτησης όπως ήταν τα δωρεάν συγγράμματα. Ούτε το δίλημμα είναι «χαρτί ή ψηφιακή μορφή» όπως προσπαθούν να το παρουσιάσουν ορισμένοι. Το δίλημμα είναι εάν θα ανεχτούμε την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που οδηγεί στην κατάργηση της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων και συνάμα στη συνολική υπονόμευση της δυνατότητας να εκδίδονται και να διανέμονται σοβαρά επιστημονικά βιβλία ή εάν θα αγωνιστούμε για δωρεάν διανομή συγγραμμάτων σε όλους τους φοιτητές, μαζί με αύξηση της χρηματοδότησης για τις βιβλιοθήκες και για τη δυνατότητα πρόσβασης σε όλο το αναγκαίο ψηφιακό υλικό.
Στην περίοδο που διανύουμε είναι έντονη η αίσθηση ότι βασικά κοινωνικά δικαιώματα καταργούνται ή αμφισβητούνται. Ενδεικτικό είναι το επιχείρημα που τονίζει ότι η ίδρυση κρατικών εκδόσεων σχολικών βιβλίων, και η δωρεάν παροχή πανεπιστημιακών συγγραμμάτων αποτέλεσαν πολιτικές πρωτοβουλίες αυταρχικών καθεστώτων (Μεταξάς, Παπαδόπουλος). Η στόχευση αυτής της σύνδεσης είναι άκρως επικίνδυνη, γιατί στόχο έχει να στιγματίσει τις κοινωνικές παροχές, να τους προσδώσει εκείνη τη ρετσινιά που θα ανακόπτει τους κοινωνικούς αγώνες για την υπεράσπισή και διεύρυνσή τους. Ειδικά για όλους εμάς τους νεολαίους που αντιμετωπίζουμε ένα ζοφερό μέλλον, που οι «προφητείες» ότι θα ζήσουμε σαν τους παππούδες μας επαληθεύονται, είναι η κρίσιμη στιγμή για να ανασυνταχθούμε και να κερδίσουμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ