Τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα επικρατούσε έντονος κοινωνικός αναβρασμός. Μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας προέβαλλαν με σθένος διεκδικήσεις που δεν περιορίζονταν στα αιτήματα για εκδημοκρατισμό και πολιτικοσυνδικαλιστικές ελευθερίες. Κοινή συνισταμένη των διεκδικήσεων αυτών ήταν η συνολική απόρριψη του μετεμφυλιακού «κράτους των εθνικοφρόνων». Έχοντας βιώσει τους αποκλεισμούς, την καταπίεση και τις διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς και της επτάχρονης δικτατορίας, αλλά και το σοκ της Κύπρου, η πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων –και ιδίως τα τμήματα που είχαν επηρεαστεί από την εαμική τομή– διαπνεόταν από έντονο ριζοσπαστισμό και πολιτικές αναζητήσεις, καθώς ήταν αποφασισμένη να μη δεχτεί οποιαδήποτε επιστροφή στο μετεμφυλιακό καθεστώς. Το μείγμα αυτό αναβρασμού και ριζοσπαστικών διαθέσεων διαπερνούσε το σύνολο των λειτουργιών του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και, κατά συνέπεια, επηρέαζε το εγχώριο εργατικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτό, σε πολλές βιομηχανικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις αναδύθηκαν νέες μορφές συλλογικής εργατικής δράσης και διεκδικητικής οργάνωσης: Πρόκειται για τον εργοστασιακό συνδικαλισμό και τα εργοστασιακά σωματεία, που αποτέλεσαν δεσπόζον στοιχείο των διεκδικητικών αγώνων του εγχώριου εργατικού κινήματος κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση (1974-1981).
Καθώς το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού αποτελεί ένα πεδίο εν πολλοίς αχαρτογράφητο από την εγχώρια ιστοριογραφία και γενικότερα τις επιστήμες που σχετίζονται με την εργασία, κρίνεται χρήσιμο να προηγηθεί μια επισκόπηση της δράσης του. Το εργοστασιακό κίνημα γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1974, στο εργοστάσιο της Νational Can στην Ελευσίνα, όταν οι 500 εργαζόμενοι κάλεσαν σε Γενική Συνέλευση, για να συζητήσουν σχετικά με τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τα εξουθενωτικά ωράρια. Η ανταπόκριση ήταν άμεση και μαζική. Η εργοδοσία απέλυσε αστραπιαία έναν πρωτοπόρο αγωνιστή εργάτη, πράξη που ώθησε τους εργάτες σε δυναμική απεργία. Οι απεργοί αρνήθηκαν πεισματικά να συνδιαλεχθούν με εκπρόσωπους της ΓΣΕΕ και του Υπουργείου Εργασίας, και τελικά η απεργία, παρά τις συνεχείς πιέσεις της εργοδοσίας, έληξε όταν ο εργάτης επαναπροσλήφθηκε. Η κινητοποίηση στη National Can ήταν πρωτοπόρα για μια σειρά από λόγους: Ήταν η πρώτη απεργία μεγάλης εμβέλειας μετά την πτώση της Χούντας αλλά και η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης με κοινή συμμετοχή Ελλήνων και μεταναστών εργατών, καθώς στο εργοστάσιο δούλευαν 100 μετανάστες από το Πακιστάν. Κυρίως, όμως, πυροδότησε δυναμικές κινητοποιήσεις και σε άλλα εργοστάσια. Ένα μήνα μετά, τον Νοέμβριο του 1974, ξεκίνησε μαχητική απεργία στο εργοστάσιο ΗΒΗ, με παρόμοια αιτήματα.
Από το 1975 ως το 1977 το εργοστασιακό κίνημα κορύφωσε τη δράση του, με δυναμικές απεργίες στις βιομηχανίες Ιζόλα, ΜΕΛ, ΙΤΤ, Εσκιμό, AEG, ΒΙΩΜΑΞ, Πίτσος, Φούλγκορ, ΛΑΡΚΟ και Πετζετάκις, καθώς και στα μεταλλεία Μαντουδίου και ΜΑΔΕΜ - ΛΑΚΚΟ. Το εργοστασιακό κίνημα δεν περιορίστηκε στην Αττική· απεναντίας, είχε γεωγραφική διασπορά, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις χαρτοποιίες ΜΕΛ (Θεσσαλονίκη) και Λαδόπουλου (Πάτρα) και τα μεταλλεία Μαντουδίου (Εύβοια) και ΜΑΔΕΜ - ΛΑΚΚΟ (Χαλκιδική). Από το 1977 ως το 1979, οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες φθίνουν, για να καμφθούν σχεδόν ολοκληρωτικά τη διετία 1979-1981. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος χαρακτηρίστηκαν από μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα, με ενδεικτικές περιπτώσεις τις 93 ημέρες απεργίας στον Λαδόπουλο (1975), τις 110 ημέρες απεργίας στη ΛΑΡΚΟ (1977) και τη συμμετοχή 5.000 μεταλλεργατών στην απεργία στο Μαντούδι (Μάρτιος-Απρίλιος 1976). Ωστόσο, η έκταση και η διάρκεια των απεργιών δεν επαρκούν για να χαρακτηρίσουν και να αποτυπώσουν πλήρως τη φυσιογνωμία του εργοστασιακού συνδικαλισμού της πρώιμης Μεταπολίτευσης. Η γέννηση, η δράση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν είναι μονοδιάστατα, αλλά εμπεριέχουν πολλαπλές πτυχές.
Για να κατανοηθεί καλύτερα η εμφάνιση του εργοστασιακού συνδικαλισμού, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η φυσιογνωμία της βιομηχανίας στην Ελλάδα στην υπό εξέταση περίοδο. Στη δεκαετία του 1970, ο δευτερογενής τομέας συνέχισε να αναπτύσσεται παρά τα οικονομικά προβλήματα. Η εγχώρια βιομηχανία διευρύνθηκε με κλάδους μαζικής παραγωγής, όπως η μεταλλουργία και η κατασκευή οικιακών συσκευών. Εξάλλου, η βιομηχανική ανάπτυξη αποτελούσε βασική αιχμή της οικονομικής πολιτικής των πρώτων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας. Την περίοδο αυτή, μεγάλο τμήμα του εργατικού δυναμικού που είχε εισέλθει στη βιομηχανική παραγωγή ήταν ανειδίκευτο. Σε μεγάλο βαθμό, οι εργάτες αυτοί δεν ήταν ενταγμένοι στις παγιωμένες συνδικαλιστικές παραδόσεις και επιπλέον, όντας ανειδίκευτοι, δεν συμμερίζονταν τις διαιρέσεις και τους καταμερισμούς που συνεπάγεται η ειδικευμένη εργασία. Παράλληλα, οι δυσμενείς συνθήκες εργασίας, η εντατικοποίηση και τα εξουθενωτικά ωράρια συνιστούσαν μια βαθιά τραυματική εμπειρία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ιδίως για τους νεοεισερχόμενους.
Τα παραπάνω δίνουν ένα πρώτο πλαίσιο για την ερμηνεία των βασικών αιτημάτων που είχαν οι απεργιακές κινητοποιήσεις του εργοστασιακού κινήματος: τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και τις μισθολογικές αυξήσεις. Ωστόσο, οι μισθολογικές παραχωρήσεις των κυβερνήσεων της Ν.Δ. την περίοδο 1974-1981 δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις διεκδικήσεις των εργοστασιακών σωματείων. Tα αιτήματα του εργοστασιακού συνδικαλισμού δεν εξαντλούνταν σε βραχυπρόθεσμες υλικές διεκδικήσεις με την ικανοποίηση των οποίων θα εξασφαλιζόταν η εργασιακή ειρήνη. Αντίθετα, ο δυναμισμός του εργοστασιακού κινήματος αποτυπωνόταν σε αιτήματα και πρακτικές που στόχευαν ευθέως στις εκμεταλλευτικές σχέσεις: Τα εργοστασιακά σωματεία αμφισβητούσαν ανοιχτά το διευθυντικό δικαίωμα, πραγματοποιούσαν πλήθος παρεμβάσεων ενάντια στην εντατικοποίηση της εργασίας, εξέφραζαν τη θέληση των εργαζομένων για αυτοδιαχείριση των εργοστασίων και προχωρούσαν σε καταλήψεις βιομηχανικών μονάδων. Η δέσμη αυτή αιτημάτων και πρακτικών είχε διπλή υπόσταση. Αποτελούσε αφενός ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο για τα δεδομένα του ελληνικού συνδικαλισμού και αφετέρου μια ριζοσπαστική προμετωπίδα των εργατικών διεκδικητικών αγώνων της πρώιμης Μεταπολίτευσης.
Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των αιτημάτων και των πρακτικών του εργοστασιακού κινήματος φωτίζεται ακόμη περισσότερο αν ενταχθεί στο πλαίσιο της έκρηξης των πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων και προσδοκιών που εξέφρασαν τα λαϊκά στρώματα τα πρώτα έτη της Μεταπολίτευσης. Ως εκ τούτου, είναι απόλυτα ερμηνεύσιμες οι εργώδεις προσπάθειες του εργοστασιακού κινήματος να συνδεθεί με την κοινωνία, ζητώντας τη συμπαράστασή της. Στην κατεύθυνση αυτή, εφαρμόστηκαν πρωτότυπες για τα δεδομένα της εποχής πρακτικές: εκδόσεις εφημερίδων για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, όπως η εφημερίδα της ΜΕΛ, καταλήψεις δρόμων και πορείες, όπως αυτή των απεργών της ΜΕΛ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Οι εν λόγω πρακτικές βρήκαν ανταπόκριση, όπως εύγλωττα φαίνεται από το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ, όπου η τοπική κοινωνία, εργαζόμενοι άλλων βιομηχανικών επιχειρήσεων (Πετζετάκις, Πίτσος) και φοιτητές συνέβαλαν, μέσα από την ενεργή αλληλεγγύη τους, στη νικηφόρα έκβαση της απεργίας το 1977.
Πουθενά όμως δεν ήταν τόσο έντονη η ρήξη του εργοστασιακού συνδικαλισμού με τη μετεμφυλιακή κληρονομιά όσο στο πεδίο της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Τα εργοστασιακά σωματεία αποτελούσαν μια νέα μορφή άτυπης διεκδικητικής οργάνωσης, εκτός των πλαισίων των επίσημων θεσμοθετημένων συνδικαλιστικών εκφράσεων (ΓΣΕΕ). Για ποιους λόγους αναδύθηκε η νέα αυτή μορφή οργάνωσης; Πρώτον, στις αρχές της Μεταπολίτευσης, το εγχώριο συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σειρά παθογενειών που είχαν τις ρίζες τους στη μετεμφυλιακή Ελλάδα: τη χαοτική οργανωτική δομή, τα φαινόμενα πατερναλιστικού συνδικαλισμού, την πληθώρα και τον κατακερματισμό των συνδικαλιστικών οργανώσεων, σε συνδυασμό με την ύπαρξη μεγάλου αριθμού σωματείων-σφραγίδων, την εξάρτηση των ανώτερων φορέων του συνδικαλιστικού κινήματος από τις κυβερνήσεις και το πολύπλοκο νομικό πλαίσιο. Δεύτερον, το συνδικαλιστικό κίνημα δομούνταν κυρίαρχα σε οργανώσεις κατά επαγγελματική κατηγορία. Η συγκεκριμένη οργανωτική διάταξη πήγαζε από το μικρό μέγεθος της πλειονότητας των εγχώριων παραγωγικών μονάδων και είχε ως κύρια βάση συγκρότησης τον τεχνικό καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, η οργάνωση σε μια επιχειρησιακή μονάδα με βάση τον καταμερισμό εργασίας παράγει διαιρέσεις –με κυρίαρχη τη διάκριση μεταξύ ειδικευμένων και ανειδίκευτων– που οξύνουν τις αντιθέσεις και εμποδίζουν τη συσπείρωση των εργαζομένων.
Κατά συνέπεια, τα εργοστασιακά σωματεία συγκροτήθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, στον αντίποδα των παραπάνω παθογενειών. Αναφερόμενος στην ίδρυση των εργοστασιακών σωματείων, σε άρθρο του το 1983, ο Τάκης Καναβάρος επισημαίνει ότι «ξεκινώντας αρχικά από τις απεργιακές επιτροπές, οι βιομηχανικοί εργάτες αναζήτησαν κατόπιν ένα μονιμότερο και σταθερότερο οργανωτικό σχήμα. Μέσα από αυτές τις διεργασίες αναδύθηκε αυθόρμητα το εργοστασιακό σωματείο, το όποιο συσπείρωνε την πλειοψηφία (συντριπτική πολλές φορές) των εργαζομένων, καθώς έδινε τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζομένους ενός εργοστασίου να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων ανεξάρτητα από την επαγγελματική ειδικότητα. Το εργοστασιακό σωματείο ξεπερνούσε με αυτόν τον τρόπο τον κατακερματισμό των εργαζομένων σε αμοιβεπαγγελματικά σχήματα και έδινε την ευκαιρία για την ενοποίηση και τη συνολικοποίηση των αγώνων, γιατί οι εργαζόμενοι δεν δρούσαν πλέον με την ιδιότητα του επαγγελματία αλλά, κυρίαρχα, με την ιδιότητα του μέλους της εργατικής τάξης. [...] Προς αυτή την κατεύθυνση έδρασε η οργάνωση των εργοστασιακών σωματείων. Στην κατεύθυνση που καθιερώνει την άμεση συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων, που διευκολύνει την ενοποίηση και τη συνολικοποίηση των αγώνων, που τείνει να καταργήσει τις αντιθέσεις στους κόλπους της εργατικής τάξης».[1]
Αυτή η μορφή οργάνωσης, οι στόχοι και οι μαχητικότητά της αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από πολλές πλευρές. Η ΓΣΕΕ εξαρχής δεν αποδέχτηκε τη μορφή οργάνωσης που επεδίωκαν τα εργοστασιακά σωματεία και επανειλημμένα καταδίκασε τη συγκρότηση και τη δράση τους. Σε ό,τι αφορά τις δυνάμεις της Αριστεράς, το ΚΚΕ άσκησε συστηματική πολεμική εναντίον τους, με βασικό –αλλά καθ’ όλα αβάσιμο– επιχείρημα ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να μετατραπούν σε εργοδοτικά σωματεία. Το ΚΚΕ Εσωτερικού, αν και ήταν θετικό στο όλο εγχείρημα, σε επίπεδο πρακτικής πολιτικής δεν συμμετείχε στις διεργασίες των εργοστασιακών σωματείων, καθώς έδινε βάρος στις παραδοσιακές μορφές συνδικαλιστής συγκρότησης. Από την πλευρά τους, οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς στήριξαν την υπόθεση του εργοστασιακού συνδικαλισμού τόσο πολιτικά όσο και οργανωτικά, με τις όποιες δυνάμεις είχαν στους εν λόγω εργασιακούς χώρους. Το κίνημα του εργοστασιακού συνδικαλισμού στηρίχτηκε επίσης από το ΠΑΣΟΚ, σε επίπεδο διακηρύξεων. Παρότι με σημερινούς όρους η στήριξη αυτή φαντάζει εξωπραγματική, στη συγκυρία της πρώιμης Μεταπολίτευσης είναι απόλυτα εξηγήσιμη, δεδομένου ότι τότε το ΠΑΣΟΚ αποτελούσε έναν αντιφατικό και υπό διαρκή μετασχηματισμό πολιτικό φορέα, ο οποίος συνδύαζε την πλειοδοσία στην αριστερή ρητορική με τον πολωτικό αντιδεξιό λόγο.
Πάνω απ’ όλα όμως, το εργοστασιακό κίνημα βρέθηκε αντιμέτωπο με τη σκληρή καταστολή και τους αντίστοιχους μηχανισμούς του κράτους. Το εργοστασιακό κίνημα συνιστούσε κίνδυνο με πολλούς τρόπους: ο δυναμικός ριζοσπαστισμός του, μπολιασμένος με την ευρύτερη κοινωνική αποδοχή, ήταν πρακτικά αδύνατο να απορροφηθεί και να ενσωματωθεί θεσμικά, ενώ οι οργανωτικές μορφές και κυρίως τα πολιτικά του προτάγματα συγκροτούσαν, εμβρυακά μεν ξεκάθαρα δε, όψεις μιας συνολικής αμφισβήτησης της καπιταλιστικής παραγωγής. Ως εκ τούτου, το εργοστασιακό κίνημα χτυπήθηκε ανηλεώς. Θεσμικά, το σημείο-τομή στην όλη διαδικασία ήταν ο διαβόητος νόμος 330/1976, που έθετε ασφυκτικούς περιορισμούς σε κάθε απεργιακή δραστηριότητα στους χώρους δουλειάς, εξίσωνε θεσμικά την εργατική απεργία με το εργοδοτικό lock-out, νομιμοποιούσε τη συγκρότηση απεργοσπαστικών μηχανισμών, απαγόρευε την πολιτική απεργία, καθώς και τις απεργίες που δεν κηρύσσονταν από τα νομικά κατοχυρωμένα σωματεία. Συνολικά, οι αγώνες των εργοστασιακών σωματείων αντιμετωπίστηκαν με μαζικές απολύσεις, καταδίκες, φυλακίσεις, απειλές και άφθονη αστυνομική βία. Η σκληρότατη αντιμετώπιση των απεργιών και των κινητοποιήσεων οδήγησε σταδιακά το εργοστασιακό κίνημα στην εξάντλησή του ως το καλοκαίρι του 1979 και ήταν ο βασικότερος ίσως λόγος για την κόπωση και τελικά τη διάλυσή του. Από το 1979 ως το 1981, το ΠΑΣΟΚ εκμεταλλεύτηκε πολλαπλά την εμπειρία του εργοστασιακού κινήματος, εντάσσοντας το ριζοσπαστισμό του στο αίτημα για συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων.
Θα ήταν ιδιαίτερα απλουστευτικό να αποτιμηθεί το κίνημα των εργοστασιακών σωματείων με όρους νίκης ή ήττας, καθώς η φυσιογνωμία του ήταν πολυσχιδής. Αποτέλεσε έναν πρωτότυπο πειραματισμό της εργατικής τάξης, που περιλάμβανε τον εργατικό έλεγχο, την ισότιμη συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων, την ενότητα και την αλληλεγγύη, την αμφισβήτηση της οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής στο χώρο του εργοστασίου, τη σύνδεση με την κοινωνία. Με άλλα λόγια, αποτέλεσε ένα πρωτοφανές, στις δεδομένες συνθήκες, εγχείρημα εργατικής δημοκρατίας, που μακροπρόθεσμα κληροδότησε στο ελληνικό εργατικό κίνημα πολύτιμες παρακαταθήκες. Δεν χρειάζεται να ανατρέξει κανείς μακριά στο παρελθόν. Ο ηρωικός αγώνας των απεργών της Χαλυβουργίας και το εγχείρημα αυτοδιαχείρισης της ΒΙΟΜΕ, είναι δύο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.
[1]Τάκης Καναβάρος, «Σημειώσεις για τη στάση της Αριστεράς απέναντι στο εργατικό κίνημα (1974-1981)», Θέσεις, τχ. 2, 1983, διαθέσιμο στο http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=36&Item....
ΔΙΑΒΑΣΤΕ