Η έκρηξη των κινημάτων του ’68 πυροδότησε έναν πραγματικά μεγάλο κύκλο επαναστατικού αναβρασμού, που συνδύαζε τα αιτήματα εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης στον τρίτο κόσμο, την «επανάσταση μέσα στην επανάσταση» στους σχηματισμούς του υπαρκτού σοσιαλισμού, την επαναδιατύπωση του αιτήματος της «επανάστασης στη Δύση», ακόμη και στους πιο αναπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960 και το ξέσπασμα του 1968, η αναφορά στην έννοια της «επαναστατικής στρατηγικής» σήμαινε για την αριστερά μια εκδοχή ή ερμηνεία των ώς τότε επαναστατικών διαδικασιών. Παρά την κεφαλαιώδη σημασία τους όμως η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων από τους μπολσεβίκους το 1917 ή η είσοδος του κινέζικου Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού στο Πεκίνο τον Οκτώβρη του 1949 δεν μπορούσαν να αποτελέσουν με τη στενή έννοια «παραδείγματα προς μίμηση».
Χρειαζόταν μια νέα επαναστατική στρατηγική για να απαντήσει στην αστική ηγεμονία στα αναπτυγμένα κράτη της δυτικής Ευρώπης. Ηγεμονία που δεν αφορούσε μόνο την οικονομική βάση, αλλά καθόριζε σε όλα τα επίπεδα τη λειτουργία αυτών των κοινωνικών σχηματισμών, τον τρόπο άρθρωσης των κοινωνικών σχέσεων εντός τους. Η συστηματοποίηση και εμπέδωση της κυρίαρχης ιδεολογίας, μέσω της ανάπτυξης και λειτουργίας των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους (μηχανισμών της ηγεμονίας, κατά Γκράμσι) και το ιδεολογικό πρόταγμα της «κοινωνίας της αφθονίας», παράλληλα με το ξέφτισμα της αίγλης των σοσιαλιστικών καθεστώτων και την υφέρπουσα κρίση του κομμουνιστικού κινήματος, έδιναν την αίσθηση του τέλους της εποχής των επαναστάσεων. Στον αντίποδα, η ιμπεριαλιστική επέμβαση των Αμερικανών στο Βιετνάμ, αλλά και το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα των Αλγερινών απέναντι στους Γάλλους αποικιοκράτες υπονόμευαν αυτή την εικόνα, ενώ η Πολιτιστική Επανάσταση έδινε άλλη αισιοδοξία και για την ίδια την αριστερά. Ταυτόχρονα, οι αυξημένες προσδοκίες της εργατικής τάξης, απόρροια της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και η προσπάθεια συμπίεσης των προσδοκιών της νεολαίας δημιουργούσαν τα υλικά γι’ αυτό που θα ακολουθούσε…
Η ανανέωση της επαναστατικής στρατηγικής
Ο Μάης δεν έμεινε μόνο τις οικονομικές διεκδικήσεις ή στην έκφραση πολιτικής δυσαρέσκειας για τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Ξεκινώντας από αυτά προσπάθησε να επαναστατικοποιήσει την οπτική των μαζών για την ίδια τους τη ζωή: Η άρνηση του «αυτονόητου», η κριτική της καθημερινής ζωής, η θεώρηση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό» μπορεί να φάνταζαν «αυθορμητίστικες» καινοτομίες στα μάτια των «ορθόδοξων» τάσεων του κομμουνιστικού ρεφορμισμού, ήταν όμως απαραίτητοι όροι για την ανάδειξη κριτικής της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, αλλά και για την αναγνώριση κρίσιμων διακυβευμάτων και αντιθέσεων. Ο Μάης όρισε ως πολιτικά επίδικα όλες τις πλευρές της κοινωνικής (ανα)παραγωγής, διεκδικώντας έτσι την «επανάσταση της καθημερινότητας» και ορίζοντας τον πήχη για κάθε αριστερή παρέμβαση έκτοτε.
Στο στόχαστρο φοιτητών και εργατών μπήκαν για πρώτη φορά με τέτοιους όρους οι εξουσιαστικές σχέσεις στην εκπαίδευση και το εργοστάσιο, σχέσεις που η κυρίαρχη παρέμβαση της αριστεράς ώς τότε ουσιαστικά δεν αναγνώριζε, εγκλωβίζοντας το εργατικό κίνημα σε οικονομικές μόνο διεκδικήσεις ή θεωρώντας τη νεολαία απλώς ένα ακροατήριο για τη μετάδοση των αρχών του σοσιαλισμού και αναπαραγωγής των εργατικών αιτημάτων. Ο Μάης έδωσε το παράδειγμα ενός μαχητικού επαναστατικού εργατικού κινήματος, που μπορούσε να συνδυάσει τη συνδικαλιστική με την πολιτική πάλη, αναδεικνύοντας εκ νέου τις πλατιές μάζες των εργατών σε αποφασιστικό παράγοντα για την εξέλιξή του. Αφορμώμενη από την Πολιτιστική Επανάσταση, αλλά και το αίτημα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης μέσα στην εργασία της, η κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση εργασίας μέσα στο εργοστάσιο έθετε για πρώτη φορά σε τέτοια αμφισβήτηση τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Η έκπληξη ήταν μεγάλη, όχι μόνο για τους εκπροσώπους του κεφαλαίου που έβλεπαν την εξουσία τους να διακυβεύεται, αλλά και για την παραδοσιακή αριστερά που έβλεπε να κινδυνεύει η ηγεμονική της θέση μέσα στα λαϊκά στρώματα και κυρίως στον ίδιο τον πυρήνα της εργατικής τάξης.
Παράλληλα, η σύγχρονη νεολαία εισέβαλε δυναμικά στο προσκήνιο ως αυτόνομη κοινωνική και πολιτική δύναμη. Άρχισε να αναγνωρίζεται (και να αυτοαναγνωρίζεται) ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία με τα δικά της συμφέροντα και αιτήματα, που αφορούσαν τόσο το μέλλον της όσο και την καθημερινή της ζωή. Οι νέοι ασκούν κριτική στον θεσμό της εκπαίδευσης (αλλά και όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την κριτική στα ΜΜΕ), τον ρόλο των υποκειμένων στο εσωτερικό της, την παρεχόμενη γνώση και την επιστήμη. Η συνάντηση του εργατικού με το νεολαιίστικο κίνημα δεν προκύπτει πλέον ως βολονταρισμός των αριστερών νέων, αλλά ως συνάντηση στη βάση κοινών συμφερόντων, διασταυρώνεται με την κριτική στην κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική και με την προσπάθεια οικοδόμησης ενός αντιπροτύπου ζωής, δουλειάς, φοίτησης, που φτάνει να θέτει ανοιχτά το αίτημα για επανάσταση, να αυτοπροσδιορίζεται δηλαδή (στις πιο προχωρημένες περιπτώσεις) ως «επαναστατικό» κίνημα.
Ίσως η βασικότερη κληρονομιά του Μάη στη δυτική Ευρώπη είναι ότι κατάφερε να προχωρήσει τη σκέψη του Γκράμσι για την ανάγκη συγκρότησης όρων αντιηγεμονίας μέσα στους χώρους που ζει και αναπαράγεται η εργατική τάξη και οι σύμμαχοι της, ως απαραίτητου αρμού για μια επαναστατική στρατηγική, ώστε οι κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος να μην μπορούν να ενσωματωθούν με ηγεμονικό τρόπο από το κεφάλαιο.
Εκτός όμως από τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης, την περίοδο του Μάη διεκδίκησαν τη χειραφέτησή τους και άλλα υποκείμενα που βίωναν μέχρι τότε την καταπίεση. Το κίνημα των Αφροαμερικανών στις ΗΠΑ αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος του αντιρατσιστικού κινήματος, διεκδικώντας ίσα δικαιώματα και φραγμό στις φυλετικές διακρίσεις. Οι γυναίκες βγήκαν στο προσκήνιο αμφισβητώντας τον «έλεγχο» του σώματός τους, αλλά και των προτεραιοτήτων στη ζωή τους. Παράλληλα έλαβε χώρα αυτό που κωδικοποιήθηκε ως «σεξουαλική επανάσταση», βαθαίνοντας τα ρήγματα στην κυρίαρχη ιδεολογία, που ήθελε τις σχέσεις μεταξύ των ατόμων να διέπονται από αυστηρούς, συντηρητικούς κανόνες που αναπαρήγαν το πατριαρχικό μοντέλο. Ο οργασμός νέων εικόνων και κριτικής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής όπλισε την πένα σημαντικών διανοουμένων που επιχείρησαν να κωδικοποιήσουν θεωρητικά αυτό που οι μάζες βίωναν κατά τη διάρκεια του αγώνα τους, με καρπό μια σειρά σημαντικές επεξεργασίες των οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς. Η επαναστατική δυναμική κατάφερε να διαβρώσει και τον χώρο της τέχνης: αμφισβητώντας τις προτεραιότητες της εμπορικότητας και τις νόρμες της κυρίαρχης ιδεολογίας, πρόσφερε μερικά σπουδαία παραδείγματα ριζοσπαστικής αισθητικής.
Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού
Μαζί με το μεγαλείο του, ο Μάης ως ιστορική διεργασία ανέδειξε ταυτόχρονα τις αντιφάσεις και τα όριά του. Άλλωστε, η ίδια η πολιτική κατάληξη των κινημάτων του ’68, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη, φανερώνει ότι αυτή η δυναμική παρέμεινε μετέωρη, καταλήγοντας είτε στην επικράτηση του Ντε Γκωλ, είτε σε μορφές ενσωμάτωσης και ιδιώτευσης, είτε στο αδιέξοδο της «ένοπλης πάλης» και την οργανωτική εξόντωση από το αστικό κράτος. Γιατί ο Μάης, ακόμα και γι’ αυτούς που συμμετείχαν, δεν προσέφερε μόνο παραδείγματα, αλλά και διαψεύσεις: Η νεολαία μπορεί να αποτελεί σημαντικότατο κομμάτι μιας λαϊκής αντικαπιταλιστικής συμμαχίας, αλλά δεν αποτελεί το «νέο επαναστατικό υποκείμενο», άρα δεν μπορεί και να αποτελεί ηγετική δύναμη σε μια επαναστατική διαδικασία. Με την έννοια αυτή, όσοι βιάστηκαν μετά το Μάη να προαναγγείλουν το πέρασμα της «επανάστασης» σε μια μεταμοντέρνα, αριστερή εκδοχή της «κοινωνίας του θεάματος», όπου κυρίαρχο ρόλο θα έπαιζε ο νεολαιίστικος ριζοσπαστισμός, είδαν την ανάγνωσή τους να καταλήγει λίγα χρόνια αργότερα στη –θλιβερή πλέον– φιγούρα του Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ να αναμασά το «ευτυχώς ηττηθήκαμε, σύντροφοι»…
Ο Μάης, μέσα και από την τραγωδία του, θυμίζει ότι το στρατηγικό έλλειμμα μιας οργανωμένης πολιτικής και συνδικαλιστικής παρέμβασης στον πυρήνα της εργατικής τάξης δεν αντικαθίσταται από την όποια εξωτερική παρέμβαση της νεολαίας, ή ακόμα και του κόμματος, όσο κι αν αυτή είναι θεμιτή και χρήσιμη, διαψεύδοντας τελικά όσους ακόμη επιμένουν ότι η απλή πολιτική συμπαράσταση στους αγώνες των εργαζομένων αποτελεί ικανή συνθήκη για να τους στρέψει προς την επαναστατική γραμμή. Ο αυθορμητισμός των μαζών πολλές φορές προσφέρει ευκαιρίες, αλλά δεν εξασφαλίζει την τελική θετική τους έκβαση για το κίνημα και την αριστερά. Η οργανωμένη απουσία της άλλης αριστεράς εκεί όπου συγκροτούνταν οι εργατικές αντιστάσεις εξηγεί γιατί μέσα από τον μεγαλύτερο εργατικό αγώνα στην πρόσφατη ιστορία, την απεργία 10 εκατομμυρίων εργαζομένων στη Γαλλία το ’68, το Γαλλικό Κ.Κ. παρότι αποδοκιμάστηκε, παρέμεινε τελικά ηγεμονικό στην εργατική τάξη.
Όμως πάνω απ’ όλα ο Μάης διέψευσε οικτρά όσους θεωρούσαν ότι το «κίνημα είναι το παν», αναδεικνύοντας την απουσία ενός πολιτικού φορέα που θα μπορούσε να συγκεφαλαιώσει στο πολιτικό πια επίπεδο την κοινωνική δυναμική, να συμπληρώσει αυτόν τον καθοριστικό κρίκο της επαναστατικής στρατηγικής. Γιατί η απαραίτητη αυτονομία των κινημάτων και των κοινωνικών χώρων δεν μπορεί να σημαίνει αυτονομία από την πολιτική, η παρέμβαση στο συγκεκριμένο και το μερικό, αναγκαία συνθήκη για μια επαναστατική στρατηγική, δεν μπορεί να υποκαθιστά την αναγκαιότητα παρέμβασης στο συνολικό, που είναι το πολιτικό επίπεδο. Όταν ο γαλλικός λαός φώναζε «επανάσταση», στο πολιτικό σκηνικό της Γαλλίας κανένας πολιτικός σχηματισμός δεν μπορούσε να θέσει αυτό το αίτημα, ή να αποκρούσει τον εκβιασμό του Ντε Γκωλ για εκλογές και να απεγκλωβίσει τις μάζες απ’ τον σφιχτό εναγκαλισμό του χρεοκοπημένου ΓΚΚ, που έσπευσε να χαιρετίσει τη δημοκρατική διέξοδο στην κρίση.
Το αμετάκλητο ρήγμα στην αριστερά
Ακόμη όμως και μέσα από τα αδιέξοδά του, ο Μάης του ’68 διεκδίκησε μια άλλη αριστερά, κοινωνό όλων αυτών των νέων πρακτικών, κινημάτων, συγκρούσεων, ιδεολογικών αναφορών και κοινωνικών πρακτικών. Απέδειξε την ανάγκη για μια νέα αριστερά που να δίνει προτεραιότητα στο κίνημα και όχι στον «κοινοβουλευτισμό», στην άμεση δημοκρατία των μαζών και όχι στην εκπροσώπηση, να είναι πολιτικά και ιδεολογικά ανεξάρτητη από το κράτος και τους μηχανισμούς του και να μην εγκλωβίζεται στους στόχους του κεφαλαίου, όπως η «ανάπτυξη» ή η «παραγωγικότητα». Μια αριστερά που τελικά να αρνείται την ουδετερότητα της πολιτικής, μια αριστερά αντικαπιταλιστική και επαναστατική. Η προγραμματική συνθήκη μιας τέτοιας αριστεράς εξακολουθεί να (οφείλει να) έχει στον πυρήνα της την ίδια την εμπειρία των κινημάτων και να δίνει τον λόγο πρωτίστως σε αυτούς που υφίστανται τις συνέπειες της καπιταλιστικής καθημερινότητας, χωρίς να απεμπολεί τον πλούτο των στρατηγικών της οριοθετήσεων, αλλά σε διαχωρισμό με την εγκεφαλική τους σύλληψη ή την απλή ριζοσπαστική αισθητική.
Αναδεικνύοντας τη ρεφορμιστική και ρεβιζιονιστική μετάλλαξη του επίσημου κομμουνιστικού κινήματος, τα κινήματα του ’68 δοκίμασαν μια άλλη τομή μέσα στην αριστερά, την τομή μιας νέας επαναστατικής αριστεράς, έστω κι αν αυτό πολλές φορές αυτοπροσδιορίστηκε ως «επιστροφή στις ρίζες», στον «αυθεντικό» μαρξισμό, σε μια «συνεπή» εκδοχή προηγούμενων εκδοχών της αριστεράς. Δεν ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία του εργατικού κινήματος. Και ο Οκτώβρης είχε ανοίξει μεγάλο ρήγμα στην αριστερά, μόνο που το ρήγμα του Μάη, ίσως γιατί δεν γειώθηκε σε ένα επιτυχημένο επαναστατικό πείραμα, έμεινε περισσότερο μετέωρο. Ωστόσο, παραμένει το βάθος της κριτικής στον ρεφορμισμό και τον ρεβιζιονισμό και η επικαιρότητά της.
Με τις αντιφάσεις και τα όριά του, αλλά και με τον πλούτο και τα οράματά του, ο Μάης ανήκει στην αριστερά, ανήκει στην επανάσταση, και δεν αποτελεί, όπως η τρέχουσα δυσφήμισή του προσπαθεί να παρουσιάσει, μια έκρηξη καταναλωτισμού, ατομισμού, ηδονισμού. Ο Μάης του ’68 δεν ήταν «κοινωνικό φαινόμενο», αλλά ιστορικό, πολιτικό ρήγμα. Και είναι φανερό ότι οποιαδήποτε προσπάθεια για μια σύγχρονη ριζοσπαστική αριστερά δεν μπορεί παρά να ξεκινά από εκεί που ο Μάης τελείωσε. Από το κεκτημένο μιας ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής τοποθέτησης…
* Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά στο Εκτός Γραμμής τχ. 18 που κυκλοφόρησε τον Μάιο 2008, με αφιέρωμα στα 40 χρόνια από τον Μάη του ’68.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ