Γιατί άλλη μία ανάλυση για το φασισμό;
Η εκρηκτική είσοδος της Χρυσής Αυγής στο πολιτικό προσκήνιο στις εκλογές του 2012 πυροδότησε την έναρξη μίας μεγάλης συζήτησης στο σύνολο του κινήματος και της αριστεράς για τα αίτια και τις μορφές αυτής της εμφάνισης και φυσικά για τους τρόπους αντιμετώπισης του φασιστικού φαινομένου.
Για ένα σαφώς μικρότερο μέρος του δυναμικού του κινήματος και της αριστεράς που δεν υποτίμησε την ανάπτυξη που είχαν αρχίσει να έχουν οι φασίστες ήδη πριν και από τις δημοτικές εκλογές της Αθήνας το 2010, που τους έδωσαν μία πρώτη πολιτική ώθηση με την εκλογή του Μιχαλολιάκου στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας, αυτή η συζήτηση είχε αρχίσει από νωρίτερα. Είναι σαφές όμως ότι ακόμα υπάρχει αδυναμία ολοκληρωμένης πολιτικής και οργανωτικής αντιμετώπισης των φασιστών από το κίνημα και την πολιτική αριστερά. παρόλο που έχουν υπάρξει σημαντικές επιτυχίες (ακύρωση φεστιβάλ στην Καλαμάτα τον Ιούλη του 2013, αδυναμία Χρυσής Αυγής να ξεδιπλώσει μαζική κινηματική δράση στο δρόμο, ειδικά στην επαρχία, ακύρωση εκδηλώσεων και κλείσιμο γραφείων, πολιτικό χαστούκι με τις πολύ μαζικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις μετά τη δολοφονία του Π.Φύσσα). Αυτό δείχνει ότι αυτή η συζήτηση εξακολουθεί να είναι επειγόντως αναγκαία για να ψηλαφίσουμε συλλογικά ακόμα πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης των φασιστών.
Η συζήτηση αυτή συχνά αναλώθηκε σε επανάληψη (αναγκαίων μεν, αλλά) κοινοτοπιών ή εστίασε σε κάποια σημεία μόνο (ρατσισμός, επίδραση μεταναστευτικού ζητήματος) και συχνά σε όψεις της δεν απέκτησε μεγαλύτερο βάθος από μία αρχική βασική ανάλυση ή από την επανάληψη κλασικών μοτίβων2 . Κατά τη γνώμη του γράφοντος, ακόμα και στις καλύτερες εκδοχές αναλύσεων λείπουν κάποια στοιχεία που θεωρούμε αναγκαία για τη διεύρυνση και την καλύτερη αποτελεσματικότητα των αναλύσεων και των πρακτικών που προτείνουν. Για αυτό, στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να συνοψίσουμε κάποια βασικά χαρακτηριστικά του φασιστικού φαινομένου, αλλά κυρίως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η μελέτη των διαφορετικών ιστορικών εκδοχών του είναι αναγκαία και πρέπει επιτέλους να ξεφύγουμε από την στενή αναφορά στο γερμανικό ιδεότυπο (ή στην καλύτερη περίπτωση και στον ιταλικό). Επίσης, ότι είναι επιτέλους αναγκαίο να γίνει συνείδηση ότι η ανάλυση του φασιστικού φαινομένου σε μία χώρα δεν μπορεί να μη συνοδεύεται και από εκτιμήσεις όχι μόνο για την οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση και το βάθος της εντός της χώρας, αλλά και για τη θέση της χώρας στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τις επιδράσεις που έχουν αυτά στην ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου. Αν συμπεριλάβουμε τα παραπάνω στο πεδίο της οπτικής της ανάλυσής μας, μάλλον διευκολύνεται η εξήγηση στοιχείων της συγκυρίας (όπως π.χ. η προσπάθεια καταστολής της Χρυσής Αυγής από την πλευρά του κράτους τον Οκτώβρη του 2013) και δεν υποτιμάται η ανάγκη ενασχόλησης της αριστεράς και με πεδία και αιτήματα που δυστυχώς πλέον υποτιμά (ζητήματα σύγχρονης εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας στην εποχή της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, των μνημονίων και της πίεσης για υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα που εντείνει την ήδη οξυμένη επίθεση στα εργατικά δικαιώματα).
Βασικά χαρακτηριστικά του φασισμού.
Συνοπτικά και για να μπορέσουμε να αναπτύξουμε κάποιες παραπάνω σκέψεις καταγράφουμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά του φασισμού που αναφέρονται στις περισσότερες συμβολές για το φασιστικό φαινόμενο:
α) ο φασισμός είναι γέννημα μίας ειδικής συγκυρίας «εκτάκτου ανάγκης», μίας συγκυρίας όξυνσης της οικονομικής, κοινωνικής ή/και πολιτικής κρίσης
Ο φασισμός δεν γεννιέται σε κάθε εποχή. Εμφανίστηκε ως φαινόμενο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ιταλία την περίοδο που σοβούσε μία σοβαρή κοινωνική κρίση που απειλούσε να μετασχηματιστεί και σε θανάσιμη επαναστατική πολιτική κρίση για το ιταλικό αστικό πολιτικό σύστημα (Κόκκινη Διετία 1919-’21). Δημιούργησε πανευρωπαϊκό ρεύμα ακολουθητών που οργανώθηκαν σε φασιστικές οργανώσεις σε πολλές χώρες κατά το Μεσοπόλεμο. Κατέλαβε την εξουσία με τη μορφή του ναζισμού στη Γερμανία μετά την όξυνση της οικονομικής κρίσης του ’29 και την ανοιχτή πολιτική κρίση μίας αδύναμης αστικής δημοκρατίας όπως η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Διόλου τυχαία επανεμφανίζεται ως μαζικό πολιτικό ρεύμα, μετά από δεκαετίες παραμονής στο επίπεδο των μικρών γκρουπούσκουλων, στην περίοδο της σημερινής μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, που έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή αστάθεια τα πολιτικά συστήματα πολλών ευρωπαϊκών χωρών.
β) ο φασισμός δεν ταυτίζεται με το κράτος έκτακτης ανάγκης και με τη δικτατορική-βοναπαρτικού τύπου παρέκκλιση από τις συνθήκες της αστικής δημοκρατίας, το φασιστικό κράτος είναι μία ειδική μορφή κράτους έκτακτης ανάγκης
Το κράτος έκτακτης ανάγκης μπορεί να έχει τη μορφή μίας στρατιωτικής δικτατορίας και μπορεί να εμφανιστεί με τη μορφή του βοναπαρτισμού με συγκέντρωση έκτακτων εξουσιών στο κράτος. Και στις δύο περιπτώσεις η ανυπαρξία οργανωμένης λαϊκής βάσης και ιδεολογίας φασιστικού τύπου είναι σημαντική διαφορά από το φασιστικό φαινόμενο. Ο ίδιος ο Χίτλερ διόλου τυχαία ασκούσε κριτική στους «αντιδραστικούς» συντηρητικούς και τους μοναρχικούς υποστηρικτές των Αψβούργων στο κύριο έργο του «Ο Αγών μου». Συχνά γίνεται σύγχυση αστικών δικτατορικών καθεστώτων με το φασιστικό φαινόμενο επειδή έκαναν χρήση φασιστικών συμβόλων και τελετουργιών στο μεσοπόλεμο και συνεργάστηκαν με φασιστικές δυνάμεις. Τα καθεστώτα και οι πολιτικοί σχηματισμοί των Φράνκο στην Ισπανία, Αντονέσκου στη Ρουμανία, Χόρτυ στην Ουγγαρία και Μεταξά στην Ελλάδα δεν ήταν φασιστικά αν και υιοθέτησαν φασιστικές πρακτικές και εικόνα.
γ) εντός της συγκυρίας οικονομικής, κοινωνικής ή/και πολιτικής κρίσης αξιοποιείται πολλαπλά ενάντια σε απειλητικές για το αστικό σύστημα κοινωνικές και πολιτικές εκφράσεις του ανταγωνιστικού κινήματος και της αριστεράς και κυρίως απέναντι στους κομμουνιστές.
Η εμφάνιση του φασισμού στην Ιταλία έγινε λίγα μόλις χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία το 1917. Το ορατό παράδειγμα μίας τέτοιας νικηφόρας στιγμής έδινε αυτοπεποίθηση και ελπίδα στην εργατική τάξη και λειτουργούσε ως φόβητρο για την αστική τάξη και το κράτος της. Η οργανωμένη και ανεξάρτητη πλέον δράση της εργατικής τάξης και των κομμουνιστικών κομμάτων απαιτούσε άλλο επίπεδο οργάνωσης και μαζικοποίησης αντίπαλων αντιδραστικών μορφωμάτων. Και αυτό το ρόλο ακριβώς έπαιξαν οι φασίστες και οι ναζί (με προπομπό τα Freikorps που κατέστειλαν την επανάσταση των Σπαρτακιστών το 1919). Η εμφάνιση των μελανοχιτώνων στην Ιταλία έγινε με επιθέσεις στα γραφεία της αριστεράς και οι εθνικοσοσιαλιστές οργανώθηκαν ακριβώς ως αντίπαλο δέος στους σοσιαλιστές και κομμουνιστές που υποτίθεται ότι έσπειραν το διεθνιστικό δηλητήριο στην «εθνική» εργατική τάξη. Ο Χίτλερ όσο και αν κατέκρινε τους συντηρητικούς αντιδραστικούς (επαινώντας πάντως και κάποιους από αυτούς όπως ο Λούεγκερ) εστίασε την κριτική του στο «Ο Αγών μου» στους σοσιαλδημοκράτες ως τον κατεξοχήν κίνδυνο.
δ) ειδοποιός διαφορά του φασισμού από άλλες μορφές κράτους έκτακτης ανάγκης είναι η ύπαρξη μαζικού και οργανωμένου αντιδραστικού κινήματος με λαϊκή βάση και απεύθυνση σε μικροαστικά και εργατικά στρώματα, ειδικότερα σε περιθωριοποιημένα στρώματα αυτών των τάξεων
Αυτό που διακρίνει το φασισμό-ναζισμό είναι η ύπαρξη οργανωμένης λαϊκής βάσης και η επιδίωξη μαζικών αντιδραστικών «κινηματικών» δράσεων. Και αυτό για να παίξει ακριβώς το ρόλο της ανάσχεσης της επιρροής των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς πολιτικά και οργανωτικά. Η ύπαρξη των περίφημων ταγμάτων εφόδου για τα οποία τόσος λόγος έχει γίνει είναι ζωτική προϋπόθεση για την επέκταση της επιρροής της Χρυσής Αυγής. Το ίδιο ισχύει και για την ιδεολογική συγκρότηση του ρεύματός της στην οποία τόσο επιμένει με ιδεολογικά μαθήματα, με ιδεολογικές αναρτήσεις στο διαδίκτυο και με έντυπα. Οι φασίστες επιχειρούν την ανασυγκρότηση της ιδεολογικής ηγεμονίας, προσπαθούν πάντα να διατηρούν πρακτικές κατοχύρωσης μίας αντιδραστικής αντιηγεμονίας τόσο στο χώρο (οι «εθνικά απελευθερωμένες ζώνες» όπως τις αποκαλεί το γερμανικό NPD) όσο και ιδεολογικά. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η οργανωτική και ιδεολογική λειτουργία διαφέρει σημαντικά από άλλα ακροδεξιά μορφώματα όπως το ΛΑΟΣ, οι ΑΝΕΛ και το Εθνικό Μέτωπο (ή παλιότερα το Ελληνικό Μέτωπο, το ΕΝΕΚ, η ΕΠΕΝ, η Εθνική Παράταξη κλπ.). Εντός αυτών των ακροδεξιών σχηματισμών μόνο περιθωριακά διεξαγόταν οργανωμένη ιδεολογική ζύμωση και σε κάποιες περιπτώσεις αυτό έγινε από νεοναζιστικούς θύλακες που αναπαράγονταν εντός τους (π.χ. ο κύκλος του «Κινήματος» εντός της ΕΝΕΠ, της νεολαίας της Εθνικής Παράταξης).
ε) η φασιστική ιδεολογία αποτελεί συνέχεια ιδεολογικών ρευμάτων του αντιδιαφωτισμού (ρομαντισμός, Ε. Burke κλπ.) που άσκησαν κριτική στην αστική Γαλλική Επανάσταση του 1789 και ιδεολογικών συνεχιστών που έφτασαν μέχρι και την απόρριψη της δυτικής νεωτερικής παράδοσης και την υιοθέτηση μυστικιστικών αντιλήψεων (Σπένγκλερ, Έβολα).
Δεν αναφέρεται στα ατομικά αστικά δικαιώματα του πολίτη και δεν βασίζεται φυσικά στην ταξική ανάλυση. Αναφέρεται στη λαϊκή κοινότητα του έθνους που αποτελείται από το διαχρονικό σύνολο των νεκρών και των μη ακόμα γεννημένων μελών της. Και για αυτό δεν δέχεται τη δημοκρατική αρχή που αναφέρεται σε μία κοινότητα ζωντανών πολιτών που έχουν αστικά πολιτικά δικαιώματα, αλλά την αρχή του Αρχηγού-Ηγέτη στο πρόσωπο του οποίου υποτίθεται ότι ενσαρκώνεται η ενότητα της διαχρονικής λαϊκής κοινότητας. Ο ίδιος ο Γκαίμπελς θεώρησε την στιγμή ανάληψης της εξουσίας από τους Ναζί ως στιγμή που μπαίνει το καρφί στο φέρετρο της Γαλλικής Επανάστασης.
ζ) ο φασισμός τρέφεται από την ήττα του κοινωνικού κινήματος και αναπτύσσεται σε φάση υποχώρησής του, ριζώνει πάνω στο κοινωνικό υπόστρωμα της απογοήτευσης, του επιβιωτισμού, της αδυναμίας να δώσουν ελπίδα και προοπτική οι συλλογικές κινηματικές και πολιτικές εκφράσεις
Η επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία ακολούθησε την υποχώρηση του κινήματος στην Κόκκινη Διετία και η επικράτηση του ναζισμού ήρθε μετά την κινηματική ήττα. Όπως το έθεσε το 1923 η Κλάρα Τσέτκιν, «ο φασισμός δεν είναι καθόλου η εκδίκηση της αστικής τάξης εναντίον του μαχητικά εξεγερμένου προλεταριάτου. Από ιστορική και αντικειμενική άποψη, έρχεται περισσότερο ως τιμωρός, ακριβώς επειδή το προλεταριάτο δεν μπόρεσε να συνεχίσει την επανάσταση».
η) ο φασισμός τρέφεται από την εικόνα της ισχύος και την «αίσθηση του αήττητου», ενώ τα πολιτικά και οργανωτικά χτυπήματα ανακόπτουν τη δυναμική του
Οι φασίστες επενδύουν στην εικόνα της ισχύος και δημιουργούν ρεύμα με το «μύθο του αήττητου» στο δρόμο (όπως πολύ ορθά το έχει περιγράψει ο «μετανοημένος» πρώην υπαρχηγός της ΧΑ Χάρης Κουσουμβρής στο βιβλίο του «Γκρεμίζοντας το μύθο της Χρυσής Αυγής»).
Η οργανωτική υπεροπλία συχνά εξασφαλίζεται με τη στήριξη μέρους των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους3. Τα πολιτικά και οργανωτικά χτυπήματα στο φασιστικό ρεύμα ανακόπτουν τη δυναμική του ακριβώς επειδή ανατρέπουν την επιδιωκόμενη εικόνα της αναμφισβήτητης ισχύος και το «μύθο του αήττητου». Η οργανωτική απώθηση των φασιστών από γειτονιές δεν είναι αμελητέο ζήτημα . Η ματαίωση ενός κεντρικού γεγονότος που εξαγγέλλουν όπως π.χ. το φεστιβάλ που επιδίωξαν να κάνουν στην Καλαμάτα είναι κομβικής σημασίας πολιτικό χτύπημα στο ηθικό και τη δυναμική τους.
θ) ο φασισμός επενδύει στο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης που δημιουργείται σε ειδικές συγκυρίες
Το έκανε στην Ιταλία όπου δεν θέωρησε ότι ικανοποιήθηκε επαρκώς ως νικήτρια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στη Γερμανία όπου αναπτύχθηκε στο έδαφος της αντίθεσης στη Συνθήκη των Βερσαλλιών ως επαχθούς για τη χώρα. Με διαφοροποιημένο τρόπο το κάνει και στη χώρα μας επενδύοντας στο αίσθημα «εθνικής» ταπείνωσης που δημιουργεί η συνθήκη περιορισμού της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας που επιβάλλουν τα μνημόνια και γενικά η λογική της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης.
ι) οι φασιστικές πολιτικές εκφράσεις, σε αντίθεση με εργαλειακές αντιλήψεις για την πολιτική και το κράτος, αξιοποιούνται πολλαπλά από το αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά έχουν σχετική αυτονομία από αυτό
Ας μην ξεχνάμε τις δολοφονίες συντηρητικών αστών πολιτικών από τους ναζί παράλληλα με τις εσωτερικές εκκαθαρίσεις στο NSDAP στη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών, όπως και τις αντιπαραθέσεις αστών δικτατόρων με φασιστικές δυνάμεις που συχνά κατέληξαν σε διώξεις ή δολοφονίες φασιστών από το κράτος (αντιπαραθέσεις Φράνκο και Φάλαγγας στην Ισπανία, Αντονέσκου και Κοντρεάνου στη Ρουμανία, Χόρτυ και Σάλαζι στην Ουγγαρία). Στη χώρα μας, πρόσφατα, η παρουσία της Χρυσής Αυγής στο Μελιγαλά το 2013 όπου έδωσε το στίγμα της διεκδίκησης της ηγεμονίας στη σύνολη δεξιά είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συνέβαλε και αυτό το γεγονός στην επιλογή των διώξεων από την πλευρά της ΝΔ παράλληλα και υπό την πίεση φυσικά του αντιφασιστικού κινήματος και του κινδύνου κοινωνικής έκρηξης μετά τη δολοφονία Φύσσα.
κ) οι φασιστικές πολιτικές εκφράσεις κατέλαβαν τελικά την εξουσία αφού διεκδίκησαν και κέρδισαν τη συναίνεση του αστικού κράτους και σημαντικού μέρους του αστικού πολιτικού συστήματος (ενίοτε ανελίχθηκαν στην εξουσία αρχικά σε συνεργασία με αστικές πολιτικές δυνάμεις πριν την καταλάβουν ολοκληρωτικά)
Αυτό συνέβη και στην Ιταλία και στη Γερμανία όπου οι φασίστες διεκδίκησαν να γίνουν η πιο πειστική εναλλακτική προοπτική για το αστικό κράτος ενάντια στους κομμουνιστές και τον κίνδυνο της πολιτικής αποσταθεροποίησης. Δεν ήταν η πρώτη επιλογή της αστικής τάξης εξαρχής.
λ) οι φασιστικές πολιτικές εκφράσεις έχουν καταλάβει ολοκληρωτικά την εξουσία έως τώρα μόνο σε περιπτώσεις ιμπεριαλιστικών χωρών και σε περιπτώσεις ανόδου του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, με ανοιχτά ζητήματα ιμπεριαλιστικών διεκδικήσεων έναντι άλλων χωρών που οδήγησαν τελικά σε αιματηρές πολεμικές αντιπαραθέσεις
Αυτό ακριβώς είναι το παράδειγμα της Ιταλίας και της Γερμανίας.
μ) οι φασιστικές πολιτικές εκφράσεις διώχθηκαν και στο παρελθόν όταν διεκδίκησαν περισσότερο πολιτικό χώρο και από όσο τους επέτρεπε το αστικό κράτος διεκδικώντας την εξουσία χωρίς τη συναίνεσή του
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι φασίστες αναδείχθηκαν σε καταλυτική πολιτική δύναμη που συμμετείχε σε αντιδραστικές εκτροπές και συγκυβέρνησε με αστικές συντηρητικές δυνάμεις και σε άλλες χώρες (Ρουμανία, Ουγγαρία, Ισπανία). Το ότι σε αυτές τις περιπτώσεις δεν κατέλαβαν αυτοτελώς την εξουσία, αντιθέτως μία τέτοια εξέλιξη αποτράπηκε ακόμα και με κατασταλτικό τρόπο, δείχνει ακριβώς τη δυναμική των ενδοαστικών αντιθέσεων, τις ανοιχτές επιλογές των αστικών τάξεων και την αυτονομία των φασιστικών πολιτικών σχηματισμών. Ας μην ξεχνάμε και την ελληνική περίπτωση του 1936 με την αντιφατική σχέση του Μεταξά με τους εθνικοσοσιαλιστές της ΕΕΕ (κάτι για το οποίο σταθερά επικρίνουν τη Χρυσή Αυγή που τιμά το Μεταξά όσοι ακραιφνείς εθνικοσοσιαλιστές της κάνουν κριτική «από τα δεξιά» για συμβιβασμό με τους αστούς συντηρητικούς). Ας μην ξεχνάμε και την αντιμετώπιση του Δεξιού Τομέα σήμερα στην Ουκρανία (αξιοποίηση μεν στο πεδίο των μαχών και στο δρόμο, αλλά και δολοφονία του οπλαρχηγού Μουζίτσκο από την αστυνομία της πραξικοπηματικής ουκρανικής κυβέρνησης όταν αυτός έδρασε ανεξέλεγκτα). Η σχέση φασιστών και αστικής τάξης είναι μία –ενίοτε ανταγωνιστική- σχέση αναγκαστικής επιλογής πολιτικής συμβίωσης υπό το καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, δεν είναι μία γραμμική σχέση «εντολέα-εντολοδότη».
ν) οι φασιστικές δυνάμεις μπορούν να ηττηθούν πολιτικά και οργανωτικά μόνο από ένα λαϊκό κίνημα που θα συγκροτεί μία νικηφόρα συλλογική προοπτική, θα ηγεμονεύσει πολιτικά και θα τους τσακίσει οργανωτικά στο χώρο.
ξ) νέο φαινόμενο της εποχής που πρέπει να μελετηθεί είναι η δράση των αυτόνομων φασιστικών ομάδων (των «μοναχικών λύκων») που χωρίς εμφανή ηγεσία και δικτύωση κινούνται και προετοιμάζονται να αναλάβουν δράση σε στιγμή ακραίας κοινωνικής όξυνσης
Σημεία για την ελληνική περίπτωση
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η οπτική για την ανάπτυξη του φασιστικού φαινομένου στη χώρα μας μπορεί να διευρυνθεί. Θεωρούμε ότι είναι μάλλον παραπλανητική η σύγκριση με το πρότυπο της Γερμανίας και της Ιταλίας, δύο μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του μεσοπολέμου, οι αστικές τάξεις των οποίων έκαναν σαφώς την επιλογή της πολεμικής αναδιάταξης ισχύος των δεδομένων της συνθήκης των Βερσαλλιών. Η ειδική εσωτερική συνθήκη της ανόδου του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και στο έδαφος της κοινωνικοπολιτικής ή/και οικονομικής κρίσης ήταν ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης του φασισμού. Δεν πρέπει να παραβλέπεται όμως ότι αυτό έγινε, ειδικά για τη Γερμανία, σε συνδυασμό και με την επιλογή από την πλευρά της αστικής τάξης μιας δυναμικής αναδιαπραγμάτευσης στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και τελικά της πολεμικής σύγκρουσης με άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Θεωρούμε ότι το παράδειγμα άλλων χωρών όπως η Ρουμανία, η Ουγγαρία και η Ισπανία που δεν ήταν μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις με ανοιχτά ζητήματα ιμπεριαλιστικής εμπλοκής προσιδιάζει περισσότερο στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας. Όπως άλλωστε και το παράδειγμα της δικτατορίας Μεταξά είναι πιο κοντινό από ό,τι έγινε σε Γερμανία και Ιταλία. Σε αυτές της περιπτώσεις, ο «εσωτερικός εχθρός» δεν ήταν απλώς ο κύριος αλλά και ο αποκλειστικός παράγοντας εμφάνισης και ανάπτυξης του φασιστικού φαινομένου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, υπήρξε ανασύνθεση των πολιτικών εκπροσωπήσεων του συντηρητικού χώρου, συγκυβέρνηση ή συμμετοχή στη διακυβέρνηση των φασιστικών δυνάμεων υπό την ηγεσία αστών συντηρητικών. Σε καμία όμως δεν υπήρξε αμιγώς φασιστικό καθεστώς και υπήρξε περιορισμός ή/και διώξεις των φασιστών όταν θεωρήθηκαν ανεξέλεγκτοι. Η υπόμνηση αυτή δεν γίνεται για να θεωρηθούν οι σημερινές εξελίξεις απλή επανάληψη ενός ανύπαρκτου «ιδεότυπου». Όσο λάθος είναι αυτό με την αναζήτηση και τη συνηθισμένη χρήση ως κάτι τέτοιου του γερμανικού ή του ιταλικού παραδείγματος, άλλο τόσο είναι και για τα υπόλοιπα. Όμως, αν θέλουμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί αναλυτικά οφείλουμε να αποφεύγουμε εύκολες σχηματοποιήσεις. Έτσι, ίσως αποφύγουμε και λάθος εκτιμήσεις.
Η κατάσταση στη χώρα μας απέχει από το φτάσει στο «σημείο μη επιστροφής» για την άνοδο και σταθεροποίηση ενός φασιστικού καθεστώτος. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να έχει κάνει το άλμα από το επίπεδο της πολιτικής αφάνειας στο επίπεδο της καθιέρωσής της ως υπαρκτής και αναπτυσσόμενης πολιτικής δύναμης, αλλά δεν έχει κάνει το κρίσιμο κοινωνικοπολιτικό άλμα στο επίπεδο της ιδεολογικής ηγεμονίας και της οργανωτικής παρουσίας που μπορούν να οδηγήσουν στη διεκδίκηση της εξουσίας. Μέχρι στιγμής, η Χρυσή Αυγή έχει καταφέρει να ριζοσπαστικοποιήσει σε αντιδραστική κατεύθυνση το παραδοσιακό κοινωνικό και πολιτικό κοινό της ακροδεξιάς στη χώρα μας (που καταγράφεται σταθερά στο επίπεδο του 7-9% στην περίοδο της μεταπολίτευσης είτε εκφραζόταν σε αυτοτελείς πολιτικούς σχηματισμούς – Εθνική Παράταξη, ΛΑΟΣ- είτε βρισκόταν εντός ΝΔ). Το άλμα της διεύρυνσης αυτού του κοινωνικοπολιτικού ακροατηρίου δεν έχει γίνει αν και οι φασίστες επιχειρούν μεθοδικά να μετατοπίσουν το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης και ιδεολογίας σε αντιδραστική κατεύθυνση με αποτέλεσμα μέρος των ιδεών και πρακτικών τους να έχουν ευρύτερη απήχηση κυρίως σε κόσμο της δεξιάς.
Κρίσιμος παράγοντας που θα επηρεάσει την πορεία της ανάπτυξης της Χρυσής Αυγής είναι προφανώς η πορεία της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και η έκβαση της κοινωνικής ταξικής αντιπαράθεσης. Σημαντικές όψεις αυτών που θα παίξουν ενδεχομένως καταλυτικό ρόλο είναι αφενός η πιθανή πολιτική και εκλογική κατάρρευση της ΝΔ με αδυναμία ανάδειξης άλλης σημαντικής συντηρητικής πολιτικής δύναμης και η ανάδυση ή όχι ριζοσπαστικών αριστερών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων. Αυτά όμως μάλλον δεν αρκούν για την αποδοχή της από το αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος και την άνοδο στην εξουσία (είτε αυτοτελώς είτε όχι) της Χρυσής Αυγής. Θεωρούμε ότι όσο η στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης παραμένει η πρόσδεση στην ΟΝΕ και την ΕΕ και στο παρόν πλαίσιο γεωστρατηγικών συμμαχιών και ισορροπιών δύσκολα θα γίνει αποδεκτή η Χρυσή Αυγή από το αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος.
Διακινδυνεύοντας κάποιες πολιτικές εκτιμήσεις, θα λέγαμε ότι η σημερινή Χρυσή Αυγή δεν είναι έτοιμη οργανωτικά και κοινωνικά να υποστηρίξει τη δημιουργία ενός φασιστικού κράτους. Αν συμμετείχε στη διακυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες θα ήταν μεν μία σημαντικότατη αντιδραστική τομή, αλλά η ηγεμονία θα παρέμενε στην πλευρά άλλων συντηρητικών αστικών δυνάμεων. Υπό τους όρους των ίδιων των φασιστών θα «ενσωματωνόταν», θα γινόταν μία «ακροδεξιά συντηρητική δύναμη» και όχι μία εθνικοσοσιαλιστική δύναμη. Και πολύ εύλογα η Χρυσή Αυγή αρνείται σήμερα κάτι τέτοιο κυρίως για αυτό το λόγο. Η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να γίνει πολιτικά χρήσιμη και ίσως αναγκαία για το αστικό σύστημα είτε ως δύναμη αντίδρασης σε ένα ενδεχόμενο αριστερής ριζοσπαστικής εξόδου από αυτό το οικονομικό και γεωστρατηγικό πλαίσιο είτε στο ενδεχόμενο του «ατυχήματος» μίας ακούσιας και επιβεβλημένης εξόδου από την ΟΝΕ και την ΕΕ. Κάτι τέτοιο θα είναι ένα νέο 1922 για την ελληνική αστική τάξη, αφού θα οδηγήσει στη βίαιη κατάρρευση των μεταπολεμικών στρατηγικών επιλογών της. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε πιθανότατα σε αλλαγή συνολικά του μεταπολεμικού αστικού υποδείγματος και θα μπορούσε να συνδυαστεί με αναπροσαρμογή του γεωστρατηγικού προσανατολισμού (πιθανή αποκοπή από άξονα ΗΠΑ-ΕΕ-Ισραήλ και ανάπτυξη σχέσεων με τον άξονα των BRICS και ειδικά τη Ρωσία). Αυτά τα ενδεχόμενα δεν φαίνονται σήμερα αρκετά πιθανά, αλλά τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ακόμα περισσότερο δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ενός τοπικού ή ευρύτερου πολέμου στο έδαφος της έντασης της οικονομικής κρίσης και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Η Χρυσή Αυγή θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε μία τέτοια περίπτωση, αν και αυτό φαίνεται δύσκολο σήμερα δεδομένων των γεωστρατηγικών προσανατολισμών της χώρας. Ποια θα ήταν η χρησιμότητα μίας ακραιφνώς φιλορωσικής Χρυσής Αυγής σε μία ενδεχόμενη όξυνση μεταξύ του άξονα της Δύσης (ΗΠΑ-ΕΕ-σύμμαχοι) και του άξονα των BRICS και ειδικά της Ρωσίας;
Όλα τα παραπάνω δεν διατυπώνονται για να οδηγήσουν σε οποιουδήποτε είδους εφησυχασμό. Ακριβώς το αντίθετο πρέπει να συναχθεί ως συμπέρασμα. Βρισκόμαστε σε μία εποχή μεγάλων ανακατατάξεων διεθνώς και εγχώρια, εποχή κρίσης, εποχή όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ τάξεων, χωρών, ιδεολογιών. Σε αυτή την εποχή οι εναλλακτικές οδοί για τις κοινωνίες διευρύνονται εφόσον το κυρίαρχο κοινωνικό υπόδειγμα καταρρέει. Και για αυτό γεννιούνται κίνδυνοι και ευκαιρίες για το εργατικό και λαϊκό κίνημα και την κομμουνιστική προοπτική. Είναι εποχή εξεγέρσεων, αλλά και η εποχή των τεράτων. Και η Χρυσή Αυγή είναι η πιο καθαρή ενσάρκωση του πολιτικού τέρατος που γέννησε αυτή η εποχή στη χώρα μας. Η αυγή της εποχής είναι πρόσφατη με ιστορικούς όρους. Η διάρκεια και η έντασή της θα είναι πολύ μεγαλύτερη και όσοι τάσσονται με την πλευρά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της κομμουνιστικής προοπτικής δεν πρέπει να εφησυχάζουν. Η αντιφασιστική δράση σε σωματεία, γειτονιές, σχολεία-σχολές και γενικά στη νεολαία πρέπει να έχει σχετική αυτοτέλεια και να μην υποτιμάται. Υπάρχει επίσης η διακριτή ανάγκη οργανωτικού βραχίονα του κινήματος, μίας σύγχρονης λαϊκής περιφρούρησης (και όχι εφησυχασμός από τις διώξεις του κράτους προς τη Χρυσή Αυγή). Η πρόσφατη επανενεργοποίηση των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής Αυγής απέναντι σε μετανάστες και ομοφυλόφιλους μες το καλοκαίρι υπενθυμίζει ότι είναι εποχή που θα χυθεί αίμα. Ας μην είναι των δικών μας.
[1] Το παρόν γράφτηκε εν όψει των δράσεων του Αντιφασιστικού Σεπτέμβρη που καλέστηκε από τον Αντιφασιστικό Συντονισμό Αθήνας - Πειραιά και άλλες αντιφασιστικές συλλογικότητες και είναι βασισμένο σε προφορικές τοποθετήσεις του γράφοντος σε εκδηλώσεις στη Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα το Φλεβάρη του 2013 και στη Θεσσαλονίκη το Νοέμβρη του 2013, καθώς και στο αντιφασιστικό διήμερο της οργάνωσης Αθήνας της ΑΡΑΝ στον Ελικώνα Βοιωτίας το Μάη του 2013. Είναι προφανώς εμπλουτισμένο με στοιχεία της συγκυρίας που ακολούθησε (διώξεις ΧΑ από κυβέρνηση μετά τη δολοφονία Φύσσα, ρόλος νεοναζί στην Ουκρανία, αποκαλύψεις για Μπαλτάκο κλπ.)
[2] Χωρίς να θέλουμε να υποτιμήσουμε άλλες συνεισφορές (άλλωστε σίγουρα δεν τις έχουμε υπόψη και όλες) κατά τη γνώμη του γράφοντος κάποια εξαιρετικά άρθρα που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία είναι του Δ. Έξαρχου , του Κ. Κούσιαντα στο τεύχος 109 του περιοδικού Σπάρτακος και ΕΔΩ , του Σ. Μαρκέτου, και η σειρά άρθρων του Δ. Λένη στο αφιέρωμα του Εκτός Γραμμής για την ανάδυση του φασισμού στο Μεσοπόλεμο ΕΔΩ :
[3] Αν και συχνά υποτιμάται η πολιτική διάσταση της απώθησης από κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος που εστιάζουν στην οργανωτική απώθηση. Και για αυτό έβλεπαν εξίσου αμήχανα με την συντριπτική πλειοψηφία της αριστεράς την εκλογική και πολιτική άνοδο της ΧΑ αντιλαμβανόμενα πλέον ότι δεν μπορούν να ανακόψουν ένα τέτοιο εκλογικό και πολιτικό ρεύμα μόνο με τέτοιες μεθόδους. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για όσους αφελώς χάρηκαν με τη δολοφονία των 2 φασιστών στο Νέο Ηράκλειο αδυνατώντας να εκτιμήσουν τις πολιτικές συνέπειες. Όσο και αν αποτέλεσε οργανωτικό πλήγμα για τη ΧΑ και το γόητρό της δεν αποτέλεσε εξίσου σημαντικό πολιτικό πλήγμα. Αντιθέτως, πολιτικά μάλλον ευνόησε τη ΧΑ θυματοποιώντας την σε μία στιγμή που ήταν υπόλογη για τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Διόλου τυχαία η ΧΑ επένδυσε σε αυτό πολιτικά για να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που είχε περιέλθει λόγω της σημαντικής πίεσης που δέχτηκε από το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα και τις διώξεις φασιστών που αναγκάστηκε να κάνει η κυβέρνηση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ