Το τελευταίο διάστημα μια σημαντική συζήτηση έχει ανοίξει μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αφορμή τις εκλογές και τον τρόπο που κάνουν επιτακτική την ανάγκη και αυτοκριτικής αποτίμησης της πορείας μας και βαθύτερης αναμέτρησης με τις προκλήσεις που είναι μπροστά μας. Σε αυτό θα ήθελα να συνεισφέρω με τα σημεία που ακολουθούν.
Η πρώτη παραδοχή που πρέπει να κάνουμε είναι ότι βρισκόμαστε ακόμη μέσα σε μια βαθιά πολιτική κρίση που έχει στοιχεία και ηγεμονικής κρίσης. Αυτό προκύπτει και από τη συνέχεια της οικονομικής κρίσης, καθώς ακόμη και εάν τερματιστεί η ύφεση και έχουμε κάποια αναιμική ανάκαμψη αυτό δεν αναιρεί ότι θα παραμένουμε μέσα σε μια συνθήκη καταστροφής και τεράστιας απαξίωσης των λαϊκών στρωμάτων. Αλλά προκύπτει και από το βάθος των πολιτικών και ιδεολογικών μετατοπίσεων και των ρηγμάτων στις σχέσεις εκπροσώπησης που έχει φέρει η κοινωνική κρίση αλλά και ο πανεργατικός και παλλαϊκός ξεσηκωμός.
Όμως, έχει υποχωρήσει η διάσταση ενός εξεγερσιακού κύκλου που σφράγισε τη διετία 2010-2012 όταν η Ελλάδα έφτασε στη μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση στην οποία έφτασε ποτέ Δυτικοευρωπαϊκή χώρα μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων το 1974 στην Πορτογαλία. Και το τονίζουμε, γιατί χωρίς αυτόν τον εξεγερσιακό κύκλο και κυρίως τις «πρωτότυπες» μορφές του όπως ήταν οι Πλατείες -με τον τρόπο που έφτιαχναν προπλάσματα μιας νέας αγωνιστικής ενότητας των λαϊκών τάξεων- δεν θα είχαμε και τις πολιτικές μετατοπίσεις και ανατροπές.
Άρα είμαστε σε ένα μεταίχμιο επί της ουσίας. Από τη μια, η ηγεμονική κρίση παραμένει ενεργή, αλλά οι αστικές δυνάμεις προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο κύρια με το να εμπεδώνουν συνθήκη ήττας μέσα στην καθημερινότητα, εκμεταλλευόμενες τη σχετική υποχώρηση του κινήματος (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμούμε τους σημαντικούς αγώνες που είναι σε εξέλιξη). Αυτό, όμως, απέχει από το να έχει εμπεδωθεί, ακριβώς επειδή υπάρχουν ακόμη αντίρροπες πολιτικές τάσεις. Ενδεικτικό της μεταιχμιακής αλλά και αντιφατικής κατάστασης είναι το γεγονός ότι εκλογικά η πολιτική κρίση εκφράζεται και με την ισχυρή παρουσία της Αριστεράς αλλά και, δυστυχώς, με την άνοδο των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Το μεταίχμιο αυτό είναι που απαιτεί και να κάνεις πολιτική και να έχεις στρατηγική -γιατί οι δικές μας επιλογές θα κρίνουν τα πράγματα σε τελική ανάλυση. Να το πούμε διαφορετικά: δεν είμαστε σε μια περίοδο που απλώς σε πάει το ρεύμα, το προς τα πού θα δοκιμάσεις εσύ να το κατευθύνεις γίνεται μια καθοριστική παράμετρος. Με αυτή την έννοια, είμαστε ακόμη μέσα σε ένα κρίσιμο «παράθυρο ευκαιρίας» για μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές που δεν μπορούμε να αφήσουμε ανεκμετάλλευτο, αλλά περισσότερο παρά ποτέ αυτό θα εξαρτηθεί από τη δική μας πολιτική παρέμβαση.
Αν, όμως, ισχύει η εκτίμηση που περιέγραψα παραπάνω για το συσχετισμό δύναμης, τότε είναι σαφές ότι μετά το 2010 η πρόκληση για την Αριστερά έπαψε να είναι απλώς η αντίσταση. Η πρόκληση έγινε η ηγεμονία και η εξουσία, σε τελική ανάλυση η εκκίνηση μιας πολιτικής και κοινωνικής ακολουθίας επαναστατικής στον ορίζοντά της. Αυτό στις ειδικές συνθήκες μιας χώρας όπως η Ελλάδα, έβαζε συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
-Προγραμματικές: αυτό σημαίνει να επικεντρώσουμε την προγραμματική επεξεργασία στον κύριο κόμβο της αστικής στρατηγικής που για την Ελλάδα είναι ο συνδυασμός ανάμεσα στο χρέος και την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Άρα προϋπόθεση μιας νέας ηγεμονίας των δυνάμεων της εργασίας είναι η ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο και μια νέα αφήγηση παραγωγικής ανασυγκρότησης, δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.
-Πολιτικές, επομένως μια τοποθέτηση για το πώς μπορεί μια ευρύτερη συμμαχία εργατικών και λαϊκών τάξεων, ένα νέο «ιστορικό μπλοκ» να διεκδικήσει την εξουσία, τοποθέτηση που πρέπει να εξετάσει και το ερώτημα εάν μια εκδοχή πραγματικά αριστερής κυβέρνησης, με βάση το πρόγραμμα του άλλου δρόμου και της ρήξης με χρέος, ευρώ και ΕΕ, και γείωση στις πρωτότυπες μορφές λαϊκής αντιεξουσίας που αναδύθηκαν από το κίνημα, μπορεί να συνδυαστεί με μια ιστορικά πρωτότυπη επαναστατική διεργασία με σοσιαλιστικό ορίζοντα.
-Κινηματικές, γιατί χωρίς παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο, χωρίς κλιμάκωση της κοινωνικής σύγκρουσης, χωρίς διαρκή προσπάθεια οικοδόμησης της αυτοπεποίθησης, της αντίστασης και της αλληλεγγύης δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική ανατροπή και βάθεμα της ηγεμονικής κρίσης.
-Οργανωτικές, δηλαδή την πάλη για ένα πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο που να αρθρώνεται γύρω από αυτή τη στρατηγική, να ενοποιεί σε ανώτερο επίπεδο τις αντιστάσεις και τις διεκδικήσεις, να πηγαίνει από την αγωνιστική ενότητα σε ένα νέο ιστορικό μπλοκ.
Η ευθύνη της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς ήταν και είναι να κάνει αυτές τις τομές και να μην μένει μόνο στην -περισσότερο από ποτέ- αναγκαία στήριξη των αγώνων. Δυστυχώς, δεν το κάναμε και αφήσαμε το ΣΥΡΙΖΑ να καλύψει αυτό το κενό με μια γραμμή δεξιά φιλοΕΕ τοποθέτηση που απειλεί να οδηγήσει σε ήττα αυτή τη δυναμική. Χάσαμε, όμως, και εμείς ευκαιρίες και δεν πήραμε έγκαιρα πρωτοβουλίες, ιδίως την κρίσιμη περίοδο μετά τις Πλατείες όπου το ερώτημα της συνάντησης ανάμεσα σε μια τέτοια γραμμή και τις νέες πρωτοπορίες παρέμεινε ανοιχτό.
Αυτή η εκτίμηση διαφοροποιείται από μια σειρά αντιλήψεις που υπάρχουν μέσα στην Αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, αντιλήψεις που ακόμη και εάν εντοπίζουν κάποιες πλευρές μιας πραγματικότητας αντιφατικής, ενέχουν τον κίνδυνο να μας κάνουν να χάσουμε κρίσιμες πολιτικές ευκαιρίες που είναι μπροστά μας.
-την αντίληψη της ηττοπάθειας που δεν βλέπει τις δυναμικές και θεωρεί ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει, αντίληψη στην οποία επενδύει ο εγκεφαλικός αριστερισμός του ΚΚΕ,
-την αντίληψη που δεν αναμετριέται με τις προκλήσεις για την επαναστατική στρατηγική, εμμένει σε έναν ιδεότυπο επανάστασης που στην πραγματικότητα μπορεί να καταντήσει άλλοθι για τη μη αναμέτρηση με ιστορικές ευκαιρίες και λέει «ποτέ και πουθενά καμιά αριστερή κυβέρνηση», μια φράση που μπορεί και να ερμηνευτεί και ως «δεν είναι για εμάς το ερώτημα της εξουσίας», και δεν αναμετριέται με εμπειρίες όπως π.χ. της Βενεζουέλας,
-την αντίληψη που θεωρεί ότι η κυβέρνηση μπορεί να είναι μόνο ρεφορμιστική και επομένως ούτως ή άλλως και θα τη στηρίζουμε και ταυτόχρονα ούτως ή άλλως θα την καταγγέλλουμε, χτίζοντας το επαναστατικό κόμμα και περιμένοντας τη δική μας ώρα για να φέρουμε την εργατική εξουσία. Αντίληψη που εκχωρεί και πολιτικό χώρο και την πρωτοβουλία των κινήσεων σε αστικές και ρεφορμιστικές λογικές.
Προφανώς και η «κυβέρνηση σωτηρίας» που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί απάντηση. Γιατί δεν έρχεται σε ρήξη με τον ευρωπαϊκό δρόμο και γιατί έχει βαθιές αυταπάτες για τη δυνατότητα προοδευτικής διαχείρισης των σύγχρονων καπιταλιστικών στρατηγικών. Ο κίνδυνος δεν είναι ότι θα είναι «ρεφορμιστές» και θα μείνουν στη μέση του δρόμου. Ο κίνδυνος είναι να καταλήξουν σε πλήρη αποδοχή των εκβιασμών της Τρόικας και σε «αριστερή λιτότητα», να προδώσουν την ελπίδα του κόσμου και να καταλήξουμε σε ένα «αριστερό διάλειμμα» πριν από την παλινόρθωση των συστημικών δυνάμεων.
Απέναντι σε όλα αυτά υπάρχουν διάφορα ενδεχόμενα, που όμως δεν δίνουν όλα διέξοδο:
-Το πρώτο είναι η στήριξη μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας με το σκεπτικό ότι αυτό είναι η μόνη σήμερα διέξοδος από την κρίση. Αυτό σχηματικά που λέει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
-Το δεύτερο είναι η αμυντική σεχταριστική αναδίπλωση, που ακόμη και εάν συνδυαστεί με κινηματική στράτευση και κοινή δράση δεν παύει να είναι μια μη-πολιτική, να είναι η άρνηση της αναμέτρησης με το ερώτημα της εξουσίας και της ηγεμονίας. Αυτή είναι η επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ αλλά σε αυτό κατατείνουν ορισμένα αντανακλαστικά και στο χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
-Το τρίτο -και το μόνο που δίνει διέξοδο- είναι η πάλη για τη διαμόρφωση μιας πρωτότυπης εκδοχής αριστερού αντιΕΕ ριζοσπαστικού μετώπου, με πλήρη τοποθέτηση και για το μεταβατικό πρόγραμμα και για το πώς μπορεί να υπάρξει πραγματικά αριστερή κυβέρνηση, με έμφαση στην κοινή δράση στο κίνημα, που να μην είναι ούτε «εκλογικός συνασπισμός γύρω από τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή» ούτε ταυτοτική συσπείρωση του «επαναστατικού πόλου, αλλά μετωπική συμπόρευση όλων των δυνάμεων και των αγωνιστών που διεκδικούν έναν άλλο δρόμο ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού σε ρήξη με το χρέος, την ΕΕ και τις πολιτικές της αστικής τάξης. Αυτή είναι μια κατεύθυνση στην οποία η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει.
Με μια τέτοια κατεύθυνση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποτελέσει το πρωταγωνιστικό σημείο αναφοράς ενός αυτοτελούς τρίτου πόλου στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που θα επικοινωνεί πραγματικά με τις αναζητήσεις του κόσμου του αγώνα, που θα ορίζεται ανταγωνιστικά προς τη δεξιά γραμμή της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με βάση μια τοποθέτηση για το τι πρέπει να κάνει η Αριστερά σήμερα. Είναι μια κατεύθυνση για να διεκδικήσουμε το επίκεντρο της συζήτησης για μια αριστερή διέξοδο και όχι απλώς να κατοχυρώσουμε μια αριστερή γωνία. Έτσι, θα κατοχυρώναμε την αυτοτέλειά μας θετικά και όχι αμυντικά. Γιατί είναι σαφές ότι, ενώ εκπροσωπούμε αναζητήσεις και πρακτικές, ενώ αντιπροσωπεύουμε ένα πραγματικό και διακριτό πολιτικό ρεύμα με ευρύτερη εμβέλεια, ενώ έχουμε κάνει τομές στο αναγκαίο μεταβατικό αντι-ΕΕ πρόγραμμα, δεν πείθουμε πάντα ότι έχουμε μια συνολική πρόταση που να απαντάει σε όλες τις προκλήσεις. Και βέβαια δεν συνιστά διέξοδο ούτε το να λέμε απλώς κίνημα και πρόγραμμα χωρίς αναφορά στην πολιτική διέξοδο, ούτε να καταφεύγουμε στη γενικολογία της επίκλησης της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής».
Όλα αυτά απαιτούν συλλογική αυτοκριτική και στρατηγικό επανεξοπλισμό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτή είναι η πρόκληση της Συνδιάσκεψης. Γιατί προφανώς μια καθοριστική και καταλυτική παρέμβαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το σημαντικό δυναμικό που περιλαμβάνει και τη γείωσή της στα κινήματα, μπορεί να αλλάξει συσχετισμούς μέσα στο κίνημα και την Αριστερά. Για να δούμε τα ερωτήματα της εξουσίας και της ηγεμονίας και μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Για να κάνουμε πραγματικό απολογισμό του κινήματος και να σκεφτούμε νέους δρόμους ανασυγκρότησης του κινήματος, παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα στις εξελίξεις και οργάνωσης του λαού. Για να γίνουμε ξανά πρωτοπόροι στη μετωπική συμπόρευση της Αριστεράς του άλλου δρόμου χωρίς χρέος και μνημόνια, έξω από ευρώ και ΕΕ. Με αφετηρία ότι εξακολουθούμε να είμαστε μέσα σε μια συγκυρία που μπορεί να γεννήσει ελπίδες και να πυροδοτήσει ανατροπές. Ούτε στην κοινωνία, ούτε στο κίνημα, ούτε στην Αριστερά έχει παγιωθεί ο συσχετισμός.
Η Αριστερά της νέας ελπίδας και της αυριανής ανατροπής, η Αριστερά που δεν θα χάσει την ευκαιρία, η Αριστερά που θα ψηλαφήσει το δρόμο για μια σύγχρονη σοσιαλιστική προοπτική δεν μπορεί να οικοδομηθεί χωρίς εμάς! Αλλά αυτό σημαίνει ότι και εμείς αναμετριόμαστε με τις προκλήσεις και δεν τις προσπερνάμε.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ