Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 27-28 / Οκτώβριος 2011
Όταν το Σεπτέμβρη του 2008 ξέσπασε η κρίση στις ΗΠΑ λίγοι είχαν αντιληφθεί το βάθος της. Η νέα όξυνση της κρίσης, που πλέον είναι φανερό ότι έρχεται, θεωρητικά διαμορφώνει ένα ευνοϊκό πεδίο για την παρέμβαση της Αριστεράς. Κι όμως, η Αριστερά, με διαφορετικούς τρόπους, φαίνεται παράλυτη μπροστά στο κάλεσμα της Ιστορίας να αναλάβει ευθύνες ποιοτικά ανώτερες από τη συνδικαλιστική υπεράσπιση κεκτημένων και την πολιτικο-ιδεολογική εκπροσώπηση μερίδων της εργατικής και, κυρίως, της μικροαστικής τάξης. Θα μπορούσε να ερμηνεύσει κανείς το φαινόμενο παρομοιάζοντάς το με νεύρωση που σε καθηλώνει και σε ακινητοποιεί ψυχολογικά όταν σου παραδίδεται το αντικείμενο του πόθου χωρίς να κάνεις κάτι από μόνος σου. Μόνο που η σοβαρότητα της κατάστασης απαιτεί μια πιο πολιτική ερμηνεία.
Η κρίση των αριστερών στρατηγικών
Δεν υπάρχει πρόβλημα «πολιτικής βούλησης» ή «ανικανότητας των ηγεσιών» της Αριστεράς. Ούτε καν αδυναμίες τακτικής που μπορούν να επιλυθούν με καλύτερους χειρισμούς και επιλογές. Υπάρχει κρίση στρατηγικής και από αυτήν εκπορεύεται και η προβληματική σύνδεση τακτικής και στρατηγικής. Η ελληνική Αριστερά εμφανίζεται να αναμασά στρατηγικές απαντήσεις και αμηχανίες του παρελθόντος. Η στρατηγική είτε εμφανίζεται ως αφηρημένη επίκληση μιας άλλης εξουσίας και κοινωνίας χωρίς πρακτική σύνδεση με τις μάχες του σήμερα είτε χάνεται πίσω από έναν ατέρμονο τακτικισμό. Και στις δύο περιπτώσεις εξορίζεται στο μακρινό μέλλον.
Η αντίληψη της στρατηγικής ως αφηρημένης επίκλησης χαρακτηρίζει τις δυνάμεις του ΚΚΕ και πολλών δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτές οι δυνάμεις θεωρούν τη στρατηγική επεξεργασία ως την εκφορά ενός εγκεφαλικού προγράμματος πέρα από κινηματικές διεργασίες και την κοινωνική αυτενέργεια που θέτει τα σύγχρονα ερωτήματα και δείχνει πρωτόλεια τους δρόμους υπέρβασης. Εξάλλου, ο Μαρξ έγραψε για το προλεταριακό κράτος μετά την Κομμούνα και τα διδάγματά της. Μήπως τα ερωτήματα θα μπουν (και πρωτόλεια μπαίνουν ήδη!) από τις σύγχρονες λαϊκές εξεγέρσεις, ώστε να μην χρειάζεται να ψάχνουμε απαντήσεις αποκλειστικά στο μακρινό παρελθόν, αλλά κυρίως στις σημερινές διεργασίες; Απέναντι σε αυτό το αναγκαστικά δύσκολο καθήκον ακολουθούνται φαινομενικά εύκολοι δρόμοι, το αποτέλεσμα των οποίων όμως, αργά ή γρήγορα, θα είναι καταστροφικό. Η στρατηγική καταντά επίκληση στο συλλογικό φαντασιακό με διορθώσεις στα «ιστορικά λάθη του παρελθόντος».
Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το ΚΚΕ επιχείρησε εκ νέου (μετά την αρχική δειλή απόπειρα του 1995) να αποτιμήσει το «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» δίνοντας απαντήσεις που είναι πιο πίσω και από απαντήσεις του σταλινο-μαοϊκού ρεύματος της δεκαετίας του ’70. Φέτος αποκαθιστά πολιτικά και κομματικά τον Ζαχαριάδη και τον Βαβούδη [1], αλλά μόνο πολιτικά τον Άρη Βελουχιώτη επειδή καταπάτησε το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, παρόλο που αναγνωρίζεται ότι είχε δίκιο! Ο συμβολισμός είναι προφανής ιστορικά, το κόμμα παίρνει θέση στο δίλημμα της πρωταρχικότητας του κόμματος ή των στρατηγικών διακυβευμάτων του κινήματος σε κρίσιμες καμπές βροντοφωνάζοντας υπέρ του κομματικού φετιχισμού. Είναι όμως προφανής και η εσωκομματική χρήση του με την επίκληση στο συλλογικό φαντασιακό της αναγνώρισης του επαναστατικού ΚΚΕ και της ταυτόχρονης προειδοποίησης ότι το κόμμα είναι πάνω από όλα, ακόμα και όταν σφάλλει.
Στον αντίποδα της παραπάνω αντίληψης στέκει η επιμονή στις άμεσες απαντήσεις και μια διαστρεβλωμένη ανάγνωση του «πολέμου θέσεων» του Γκράμσι, που καταλήγει στην κατάληψη θέσεων στο κράτος και το πολιτικό επίπεδο χωρίς αντίστοιχη κοινωνική βάση και διεργασίες που να διεκδικούν την ιδεολογική αντι-ηγεμονία. Αυτή η αντίληψη της δεξιότερης πτέρυγας της ιστορικής «ανανεωτικής Αριστεράς» ωθεί διαρκώς σε δεξιές μετατοπίσεις και συστημική λειτουργία. Έτσι, η όποια στρατηγική αναφορά στο σοσιαλισμό διαρκώς εκφυλίζεται και απωθείται στο μακρινό μέλλον ή και εξαφανίζεται οριστικά (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη ΔΗΜ.ΑΡ.). Σήμερα, επανέρχεται ο διαρκής διακαής πόθος για κάλυψη του κενού που αφήνει το ΠΑΣΟΚ με τη δημιουργία ενός κεντροαριστερού χώρου υποδοχής. Κατά τα συνήθη, η κάλυψη του κενού δεν επιχειρείται με την οικοδόμηση μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστερής φυσιογνωμίας, αλλά με απόπειρες οικειοποίησης της φυσιογνωμίας ενός «παλιού» και «καλού» ΠΑΣΟΚ. Κι αυτές στοχεύουν είτε προς το πάλαι ποτέ εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ (ΔΗΜ.ΑΡ.) είτε προς το «ανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ (ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και η περίφημη επιδίωξη του αντιμνημονιακού-αντινεοφιλελεύθερου συνασπισμού εξουσίας που νοσταλγεί το παλιό ΠΑΣΟΚ, όπως διαρκώς θυμίζει ο Αλέξης Τσίπρας).
Το ότι αυτή η διαδικασία ωθεί διαρκώς σε δεξιότερες μετατοπίσεις από μόνο του δεν θα έλεγε τίποτα, αν δεν ήταν κραυγαλέα η αναντιστοιχία που προκύπτει με την ίδια την κοινωνική βάση της Αριστεράς, αλλά και του κόσμου που αποσπάται από το ΠΑΣΟΚ (και δεν αναφερόμαστε στο στελεχιακό δυναμικό!). Αυτή η αναντιστοιχία είναι που οξύνει τις αντιφάσεις εντός των μορφωμάτων που πολιτεύονται με βάση τέτοια σχήματα. Στη ΔΗΜ.ΑΡ. μια μειοψηφική μερίδα υιοθετεί ανοιχτά φιλομνημονιακή εκσυγχρονιστική στάση με μέλη της να έχουν ήδη αποχωρήσει απογοητευμένα από την «ατολμία» και τον (τελικά πανταχού παρόντα και μέγιστο κίνδυνο της προόδου) «λαϊκισμό» της μη ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου!
Στο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ πολλές συνιστώσες τέμνονται οριζόντια μεταξύ των αντικρουόμενων επιλογών. Πρώτα από όλα, ο ίδιος ο ΣΥΝ, όπου η διαπάλη πλειοψηφίας και Αριστερού Ρεύματος εντείνεται με την περαιτέρω διασαφήνιση των γραμμών, δείχνει και το χάσμα που διαρκώς διευρύνεται μεταξύ των δύο μερών. Αλλά και εντός του Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής οι αντιφάσεις οξύνονται. Ένα μέρος σκέφτεται με παρόμοιο τρόπο το πώς θα συγκροτηθεί ένας «πόλος έλξης» προς τον κόσμο που αποδεσμεύεται από το ΠΑΣΟΚ. Ακριβώς για αυτό εκτιμούμε ότι θα ηγεμονευτεί πλήρως από την κυρίαρχη γραμμή του ΣΥΝ, παρόλο που έχει πιο αριστερή στόχευση. Ένα άλλο μέρος συζητά την αυτοτελή συγκρότηση και τη συνεργασία με δυνάμεις της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός ΣΥΝ που διαφωνούν με τη γραμμή την οποία ακολουθεί η πλειοψηφία του ΣΥΝ δεν δείχνουν έτοιμες να αναλάβουν τολμηρές πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα ο ΣΥΝ να μη δυσκολεύεται ιδιαίτερα να ενσωματώσει τις αντιδράσεις τους εντός της κυρίαρχης κατεύθυνσης.
Εξάρτηση vs κοσμοπολιτισμός
Σε συσχέτιση με τα παραπάνω, αλλά όχι σε πλήρη ταύτιση με τις πολιτικές τάσεις που αναφέρθηκαν, ξεδιπλώνεται στην Αριστερά μια στρατηγική αντιπαράθεση από τα παλιά. Από τη μία, επανέρχονται διεκδικώντας ιστορική δικαίωση οι θεωρίες εξάρτησης [2] και από την άλλη επιστρατεύονται αντιπαραθετικά τα σχήματα του αριστερού ευρωπαϊσμού και ενός «διεθνισμού»-κοσμοπολιτισμού [3]. Οφείλουμε να ξαναδούμε τα όρια και τους κινδύνους που ενέχει η κάθε άποψη, εφόσον το συγκεκριμένο δίπολο έχει κυριαρχήσει στη σημερινή αντιπαράθεση της Αριστεράς.
Η αντίληψη περί εξάρτησης αρνείται πρακτικά τις υπάρχουσες αναδιαρθρώσεις και την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού στη δεκαετία του ’90 και τις αρχές του 2000, εστιάζοντας στο υπαρκτό αδιέξοδο του υπάρχοντος αναπτυξιακού προτύπου του ελληνικού καπιταλισμού. Δίνει έμφαση στο ρόλο των διεθνών δανειστών και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, υποτιμώντας όμως τη στρατηγική συσστράτευση των κυρίαρχων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της εσωτερικής υποτίμησης. Καταλήγει έτσι στην υπερτίμηση της εθνικής διάστασης όσον αφορά το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας στους διεθνείς δανειστές και την ανάγκη παλλαϊκού μετώπου, με αιτήματα προς το εθνικό ακροατήριο και μόνο (δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία).
Δεν υποτιμούμε καθόλου ούτε το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μέσα στην κρίση (σε οικονομικό, πολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο) ούτε την ανάγκη αναβάθμισης του πολιτικού λόγου της Αριστεράς σχετικά με τις αντιδραστικές εξελίξεις στο εθνικό και το δημοκρατικό ζήτημα. Όμως, αυτά δεν πρέπει να εντάσσονται σε αταξικό πλαίσιο, αλλά αντιθέτως να συνδέονται ευθέως με το κοινωνικό ζήτημα στη συγκυρία της κρίσης. Και η υποτίμηση, για παράδειγμα, του ζητήματος της ριζικής αναδιανομής πλούτου προς όφελος των εργαζομένων είναι χαρακτηριστικό σημείο πάνω στο οποίο έχει δομήσει την κριτική της απέναντι στις αντιλήψεις εξάρτησης η άλλη πλευρά. Ούτε πρέπει να εγκλωβιζόμαστε σε ένα οικονομίστικο πλαίσιο που εκπονεί εγκεφαλικά προγράμματα παραγωγικής ανασυγκρότησης για την τόνωση της «εθνικής» οικονομίας και της «ανταγωνιστικότητας». Αντιθέτως, πρέπει να επιταχύνουμε την αναγκαία προγραμματική συζήτηση για το «μετά τη χρεοκοπία τι;» από τη σκοπιά των δυνάμεων της εργασίας και με σαφή συνείδηση ότι χωρίς την εμμονή στην οικοδόμηση αντίστοιχων κοινωνικών όρων (λαϊκοί αντι-θεσμοί, δομές αυτοδιαχείρισης και αλληλεγγύης σε χώρους δουλειάς, σπουδών και κατοικίας) τα προγράμματα παραμένουν κενό γράμμα ή οδηγούνται σε άλλες ατραπούς, λιγότερο ριζοσπαστικές από ό,τι επιδιώκουν οι εμπνευστές τους.
Στον αντίποδα της αντίληψης της εξάρτησης βρίσκεται η αφήγηση του «διεθνισμού»-κοσμοπολιτισμού, που προσάπτει την κατηγορία του «εθνικισμού» σε όποιον αναφέρεται σε αιτήματα όπως η παύση πληρωμών και η αποδέσμευση από το ευρώ και την Ε.Ε. Υποτιμά βαθιά το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και αναφέρεται σε πανευρωπαϊκές λύσεις με συντονισμό όλων των εθνικών κεφαλαίων που αναπτύσσονται ανισόμετρα σε συγκυρία κρίσης. Πρακτικά, δηλαδή, απορρίπτει τη θεωρία του αδύναμου κρίκου, κλείνοντας τα μάτια στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και την αναδιάταξη των συσχετισμών που πάντα συμβαίνει εντός μιας κρίσης. Είναι ουσιαστικά η επαναφορά με άλλο μανδύα της θεωρίας του υπεριμπεριαλισμού του Κάουτσκι. Το επιχείρημα ότι ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων δεν επιτρέπει «τυχοδιωκτισμούς», όπως η έξοδος από ευρώ-Ε.Ε., είναι έωλο, αφού οι θιασώτες της άποψης το ξεχνούν όταν προτείνουν λύσεις όπως το ευρωομόλογο.
Άραγε, το ευρωομόλογο τι θα σημαίνει «ταξικά» με τον σημερινό συσχετισμό δύναμης και τη σκληρή νεοφιλελεύθερη διαχείριση; Σημαίνει χειρότερη λιτότητα εντός του ασφυκτικού κλοιού του ευρώ και δεν σηματοδοτεί καμιά ρήξη, ούτε καν με τον πυρήνα του νεοφιλελευθερισμού που παραμένει πάντα η αντιδραστική ρύθμιση της αγοράς εργασίας και όχι η νομισματική διαχείριση. Για αυτό, άλλωστε, συχνά οι καλύτεροι διαχειριστές του νεοφιλελευθερισμού υπήρξαν οι νεοκεϋνσιανοί... Το επιχείρημα ότι όλες οι προτεινόμενες από τη ριζοσπαστική Αριστερά λύσεις για το χρέος είναι «οικονομισμός», χρησιμοποιείται επίσης επιλεκτικά.
Αλήθεια, το Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής του ΣΥΝ που ειδικεύεται σε αναλύσεις τέτοιου είδους τι έχει να πει για όλες τις ανακοινώσεις του κόμματος που επίμονα ζητάνε «ανάπτυξη» γενικά και αφηρημένα; Είναι απάντηση εντός των αστικών διλημμάτων η λογική περί παύσης πληρωμών (που, όπως εμμονικά μας υπενθυμίζει ο ΣΥΝ, ζητούν κάποιοι αστικοί κύκλοι) και δεν είναι η εμμονή στη συμμετοχή στην Ε.Ε. που διακηρύσσουν οι κυρίαρχοι κύκλοι εντός και εκτός Ελλάδας έως τώρα; Και τελικά, πότε ήταν αντικίνητρο η εκμετάλλευση των ενδοαστικών αντιθέσεων για τους κομμουνιστές; Με βάση αυτό το κριτήριο, ο Λένιν θα πρέπει να θεωρείται πράκτορας των Γερμανών που είχαν αντικειμενικό όφελος από μια αποσταθεροποίηση στη Ρωσία. Το παράδοξο είναι ότι σε αυτό το κράμα δεξιόστροφου αριστερισμού καταλήγουν δια της άρνησης απάντησης στο άμεσο επίδικο του χρέους από ταξική σκοπιά τόσο το ΚΚΕ και μέρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς όσο και ο ΣΥΝ και μεγάλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ!
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο...
Στο υπαρκτό κενό στρατηγικής το ζήτημα δεν είναι να εκπονήσουμε μια νέα εγκεφαλική στρατηγική, αλλά με βάση κάποια στρατηγικά κριτήρια να ψηλαφίσουμε νέους ριζοσπαστικούς δρόμους, αξιοποιώντας ένα μεταβατικό πρόγραμμα και βαθαίνοντάς το διαρκώς. Ούτε η εξάρτηση ούτε ο κοσμοπολιτισμός μάς δίνουν λύσεις στην πολύπλοκη πραγματικότητα της διεθνούς κρίσης. Η έννοια της «ετεροβαρούς αλληλεξάρτησης» των κρίκων της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, που είναι μεν εθνικά κυρίαρχοι αλλά υπόκεινται στο συσχετισμό δύναμης με τους άλλους κρίκους και δεν είναι ανεξάρτητοι, είναι πολύ πιο διαλεκτική και χρήσιμη στη συγκυρία. Δεν υποτιμά τη σημασία του ιμπεριαλισμού και την ισχύ των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που μέσω του χρέους επάγουν ασφυκτικές πιέσεις σε πιο αδύναμους κρίκους. Δεν υποτιμά το εθνικό και το δημοκρατικό ζήτημα, χωρίς να διολισθαίνει σε αντιλήψεις που υποτιμούν το ρόλο της εγχώριας αστικής τάξης και του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος, καταλήγοντας σε πολιτικές ουράς σε διαφωνούντες αστούς πολιτικούς. Βοηθά στην αντίληψη της αναγκαιότητας ενός αριστερού μετώπου με συγκεκριμένες αιχμές για το χρέος, τις εθνικοποιήσεις, τη ρήξη με ευρώ-ΟΝΕ-Ε.Ε., την αναδιανομή.
Αυτό προσπαθούμε να επιτύχουμε και μέσω της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (και η ίδια οφείλει να βαθύνει στη συνδιάσκεψή της αυτήν την κατεύθυνση) και όλων των πρωτοβουλιών που έχουν προωθήσει το διάλογο και τις πρακτικές κινηματικές κινήσεις σε τέτοια κατεύθυνση. Αυτό είναι τελικά το επίδικο για όλους τους σχηματισμούς της Αριστεράς στη συγκυρία.
[1] Και τους Πλουμπίδη και Καραγιώργη, χωρίς όμως αντίστοιχα προπαγανδισμένη κομματική τελετή, ένεκα του ότι ήταν και λίγο πιο «αμφισβητίες» της ζαχαριαδικής γραμμής, που παραλληλίζεται με τη σημερινή απέναντι στους «δεξιούς-κεντριστές» που θέλουν «παναριστερές» συνεργασίες. Οι τελετουργίες απαιτούν πάντα και την αυστηρή τήρηση των συμβολισμών...
[2] Με πλήθος δημοσιεύματα του Δρόμου και τοποθετήσεις στελεχών κυρίως της ΚΟΕ, του ΕΠΑΜ και της Σπίθας. Σε αυτήν την κατηγορία όμως εμπίπτουν και όψεις τοποθετήσεων στελεχών του Αριστερού Ρεύματος αλλά και αρθρογράφων του ΠΡΙΝ, όπως του Γ. Δελαστίκ.
[3] Με χαρακτηριστική την αρθρογραφία της Αυγής (Μηλιός, Τσακαλώτος κ.ά.) και της Εποχής (Παρασκευόπουλος, Γεωργούλας, Λινάρδος-Ρυλμόν κ.ά.).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ