Η δημοκρατία αποτέλεσε και αποτελεί ένα από τα βασικά ερωτήματα σε κάθε προσπάθεια επεξεργασίας μιας τεχνικής ρήξης με τον καπιταλισμό και τη συγκεκριμένη οργάνωση της κοινωνίας.
Από τη δημιουργία των πρώτων εργατικών κομμάτων το ερώτημα και το αίτημα για δημοκρατία αποτέλουσε ραχοκοκαλιά του πολιτικού τους προγράμματος. Τα πρώτα εργατικά κόμματα, λοιπόν, επέλεξαν να αυτοκαθορίζονται ως σοσιαλδημοκρατικά συμπυκνώνοντας στο όνομά τους τα δύο βασικά πολιτικά αιτήματα. Από τη μια ένα διαφορετικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας, τον σοσιαλισμό, και από την άλλη μια διαφορετική οργάνωση της κοινωνίας, τη δημοκρατία.
Η δημοκατία ως έννοια δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι έχει μια συνολική αποδοχή ως προς τι εννοιολογικά είναι. Αποτελεί μια λέξη-αίτημα που ως σημαίνον δεν είναι τίποτα άλλο παρα ένα κενό συνθημα. Η ουσία βρίσκεται και βρισκόταν πάντα στη μορφή και το περιεχόμενο που παίρνει το σημαινόμενο. Η αστική φιλελεύθερη δημοκρατία που προέκυψε ως μορφή οργάνωσης της πολιτικής αντιπαράθεσης αποτέλεσε μια νίκη των πρώτων μαζικών κομμάτων, που σε απόλυτο βαθμό ήταν τα εργατικά κόμματα του 19ου αιώνα. Έτσι, περιγραφικά, μπορούμε να πούμε ότι μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα και την πλήρη κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων αποτελέσε μια σημαντική παρακαταθήκη που επέτρεψε την αναβάθμιση του αγώνα των εργατικών και κομμουνιστικών κομμάτων στο πεδίο της κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων (ό,τι μπορούμε να περιλάβουμε στο κεϋνσιανό κοινωνικό κράτος).
Δύο ήταν όμως τα βασικά προβλήματα της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας:
• Πρώτο, ότι αν και λειτουργούσε στο πολιτικό επίπεδο δημοκρατικά, η δημοκρατία αποτελούσε και αποτελεί ένα διακύβευμα με έντονα εργαλειακά χαρακτηριστικά. Η αστική τάξη ούσα κυρίαρχη και οργανωμένη ως τάξη για τον εαυτό της είχε τη δυνατότητα αναίρεσης όλων των δημοκρατικών κεκτημένων σε περιόδους κρίσης ή όξυνσης της ταξικής πάλης. Η αστική τάξη βρίσκεται πάντα μεταξύ ηγεμονίας και δικτατορίας. Όταν δεν μπορεί να διασφαλίσει την ομαλή αναπαραγωγή του υπάρχοντος συστήματος μέσα από την ηγεμονία και τους μηχανισμούς που την κατοχυρώνουν, την αναπαράγουν και την διαχέουν, περνά με μεγάλη ευκολία στον ολοκληρωτισμό η σε ολοκληρότικές πράκτικές (π.χ.τρομοκρατία).
• Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι στη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία δεν υπάρχει δημοκράτική οργάνωση σε κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή στο επίπεδο οργάνωσης της κοινωνίας. Η κοινωνία λειτουργεί με βάση τους νόμους της ελευθερης αγοράς με κύρια χαρακτηριστικά της την εκμετάλλευση, τον ανταγωνισμό και την ατομική απόφαση και όχι την ισότητα, την αλληλεγγύη και τις συλλογικές αποφάσεις.
Το πρόβλημα της δημοκρατίας απασχόλησε κάθε αριστερά που ως προοπτική είχε τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ξεκινώντας από την ανάγνωση της αστικής δημοκρατίας και των δυνατοτήτων εντός της μέχρι την συγκροτημένη αντιπρόταση -του περιεχομένου- που πρέπει να δώσει σε μια διαδικασία μετάβασης. Η πολιτική στρατηγική όλων των ρευμάτων της Αριστεράς από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι την κομμουνιστική αριστερά ξεκινούσε από ερώτημα της δημοκρατίας.
Η μετάλλαξη: από τη δημοκρατία στη διακυβέρνηση
Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η «δημοκρατία» φαίνεται να χάνει τον εννοιολογικό της δυναμισμό, κάνοντας στροφή προς πιο λειτουργικές εννοιολογικές προσεγγίσεις. Αυτή τη διάθεση εργαλειοποίησης της δημοκρατίας τη βλέπουμε ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Η συνεχής έκκληση για σταθερότητα και συνεννόηση, η αποθέωση των τεχνοκρατών, η προσπάθεια απονομιμοποίησης της πολιτικής ως κοινωνικής πρακτικής, η άνθιση της πολιτικής κυνικότητας των μονοδρόμων και της αποϊδεολογικοποίησης των πολιτικών στόχων αποτελούν ένα νέο σχέδιο που θεωρεί τη δημοκρατία μάλλον απομεινάρι από το παρελθόν και όχι παρακαταθήκη του δυτικού πολιτισμού.
Η διακυβέρνηση αποτελεί μια σύγχρονη στρατηγική για τη μορφή του κράτους και τη διαχείριση της εξουσίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η στελέχωση των κρατικών δομών μέσα από αυτή δεν αποτελεί μια υγιή κανονικότητα για τους θεωρητικούς των μοντέλων διακυβέρνησης, αλλά ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί. Ο John Keane στο βιβλίο του «the life and the death of democracy» κάνοντας μια ταξινόμηση των περιόδων και της εξέλιξης της δημοκρατίας αναφέρει ότι πλέον βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετα-αντιπροσώπευσης, όπου θεσμοί σε μη κυβερνητικό επίπεδο (αλλά εντός του κράτους ή υπερεθνικών μηχανισμών) ελέγχουν και ασκούν την εξουσία. Βασικό μέλημα αυτών των εγχώριων ή υπερεθνικών θεσμών, είναι μέσα από τη λειτουργία τους να εγγυώνται τη συνεχεία του κράτους, φρενάροντας τις βίαιες πολιτικές μετατοπίσεις της λαϊκής βούλησης, λειτουργώντας τελικά ως αντίβαρο στη διανεμητική δημοκρατία των κομμάτων. Η δημοκρατία ως διακυβέρνηση δεν χρειάζεται ηγεμόνα, αλλά κρατικό μηχανισμό με συνέχειες, μακριά από ιδεολογικές και πολιτικές προτιμήσεις.
Η νέα δημόσια διοίκηση λοιπόν, πρέπει να υπακούει πλήρως στις ανάγκες της αγοράς και να παραδειγματίζεται από τη λειτουργία της. Το αστικό πολιτικό προσωπικό βλέπει το κράτος ως ένα θεσμό που οφείλει να λειτουργεί ομαλά και με συνέχεια. Το κράτος οφείλει να δίνει τον απόλυτο χώρο στην ελεύθερη αγορά και να κρατά για τον εαυτό του όσο το δυνατόν λιγότερους μηχανισμούς που θα εξασφαλίζουν την ομαλή αναπαραγωγή του υπάρχοντος συστήματος. Φυσικά μέσα σε αυτή τη λογική αλλάζει και η μέχρι σήμερα έννοια της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Περιγραφικά μπορούμε να πούμε οτι οι βασικές αξίες της διακυβέρνησης είναι οι εξής τρείς:
• Ελαχιστοποίηση του κράτους και εισβολή του ιδιωτικού τομέα σε περιοχές που μέχρι πρότινος αποτελούσαν μονοπώλιο του κρατικού παρεμβατισμού (ενέργεια, άμυνα, ύδρευση κ.α.)
• Εταιρική διακυβέρνηση, δηλαδή ένα κράτος κερδοσκοπικό μακριά από κοινωνικές και μη ανταποδοτικές πολιτικές.
• Νέο δημόσιο Management με τους τεχνοκράτες να λαμβάνουν θέσεις ευθύνης και την πολιτική διαχείριση να εξοβελίζεται.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, το κράτος ως μηχανισμός οφείλει να λειτουργεί όχι ως προϊόν της κοινωνίας αλλά μονοσήμαντα ως εργαλείο για την αναπαραγωγή του υπάρχοντος κοινωνικού και οικονομικού σχηματισμού μακριά από λειτουργίες κυβέρνησης και συμμετοχής του λαού στη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Το κράτος γίνεται συντονιστής του καπιταλισμού και της νεοφιλελεύθερης επέλασης. Ταυτόχρονα, η ισορροπία μεταξύ της ελευθερίας των αγορών, του καπιταλισμού και της προστασίας της μισθωτής εργασίας αναδιατάσσεται προς όφελος της πρώτης[1].
Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού του κράτους ξεκινά, όπως αναφέρω και παραπάνω, μετά την πετρελαϊκή κρίση στις αρχές του 1970, ως αποτέλεσμα της ανατροπής του συσχετισμού δυνάμεων στο δυτικό κόσμο. Μέχρι τότε οι πολίτες, κυρίως διαμέσου των μαζικών κομμάτων, συμμετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση των πολιτικών και απολάμβαναν μια ισχυρή δέσμη κοινωνικών δικαιωμάτων. Μετά την κρίση του '70 και την ανάδειξη του νεοφιλελεύθερου προτύπου διακυβέρνησης, κυρίως από τους Ρίγκαν - Θάτσερ, γίνεται μια συστηματική προσπάθεια η πολιτική να γίνει μια υπόθεση για λίγους και ειδικούς με την κοινωνία παρατηρητή. Παρά την τυπική ύπαρξη των δημοκρατικών δομών (π.χ. εκλογές) συντελείται ένα μεταδημοκρατικό γεγονός μέσα από την αφαίρεση πολλών στοιχείων της δημοκρατικής λειτουργίας ως μορφής οργάνωσης της κοινωνίας ταυτόχρονα με τη συρρίκνωση του μαζικού πολιτικού υποκειμένου και την αντικατάστασή του από το χώρο των διεθνοποιημένων επιχειρήσεων και του μεγάλου κεφαλαίου που συσσωρεύουν μεγάλα πολιτικά κεφάλαια επηρεασμού. Προφανώς αυτός ο νέος συσχετισμός δύναμης φέρνει αλλαγές και στην ίδια τη λειτουργία του κράτους. Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα πέραν των αλλαγών σε θεσμικό επίπεδο διαφαίνεται και μια ακόμη τομή στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η πολιτική και δομούνται πολιτικά επιχειρήματα. Μέσα σε καθεστώς διακυβέρνησης υπάρχει η ανάγκη «αποπολιτικοποίησης» των κοινωνικών (και όχι μόνο) συγκρούσεων, γεγονός που γεννά την ανάγκη δημιουργίας ενός συλλογικού και διαταξικού «εμείς» απέναντι σε διάφανους και όχι συγκεκριμένους «άλλους». Είναι ακριβώς αυτό που περιγράφει ο Slavoj Zizek ως υπερ-πολιτική (ultra politics[2]). Τέτοιοι «άλλοι» μπορεί να είναι ο φόβος για τρομοκρατία, το χρέος, οι αγορές κ.ο.κ. Και αυτό βασίζεται ακριβώς πάνω στα δύο εργαλεία εξουσίας και πολιτικής που είναι η κυβέρνηση από τη μία και η νοοτροπία-ιδεολογία από την άλλη, μια ιδεολογία που οφείλει να αλλάξει και να προσαρμοστεί στα νεοφιλελεύθερα πρότυπα, να συγχρονίζεται με τους εχθρούς και τους στόχους του νεοφιλελευθερισμού σαν να είναι δικοί της και να αφήσει πίσω φαινόμενα κοινωνικών συγκρούσεων και αλλαγών.
Δημοκρατία και καπιταλισμός λοιπόν δεν αλληλοσυνδέονται απαραίτητα, καθώς ο καπιταλισμός περιστρέφεται και αναφέρεται σε άτομα και ατομικές ελευθερίες ενώ η δημοκρατία ακόμα και στη φιλελεύθερη μορφή της αναφέρεται στη συλλογική βούληση, την υποβάθμιση του ατομικού στο συλλογικό, εισάγωντας δυναμικά και την έννοια «λαό» ως εγγυητή της ομαλότητας και μοναδικό παράγοντα δόμησης του κοινωνικού συμβολαίου.
Για την ανάκτηση της δημοκρατίας
Από το τελευταίο ξεκινά και η σκέψη μας. Ο λαός λεξιλογικά εχει μια ουδέτερη χροιά η οποια όμως κρύβει μέσα του δύο βασικές διαστάσεις - δυνατότητες. Η μία «αρνητική» του χρήση αναφέρεται σε μια υποθετική συλλογική βουληση που αποτυπώνεται μέσα στην αναπαραγώμενη ομαλά πραγματικότητα, ο λαός ως μη δυναμική ολότητα της κοινωνίας. Η δεύτερη ερμηνεία του ενέχει τη δυναμική που περιέχει η λέξη από τη Γαλλική επανάσταση, όπως αποτυπώνεται και σε όλα τα συντάγματα. Το «εμείς ο λαός», ο λαός συντάκτης της πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, ο λαός προστάτης του εαυτού του. «Ο λαός ως πολιτική κατηγορία είτε πρίν υπάρξει ένα επιθυμιτό κράτος στο οποίο μια εξουσία απαγορεύει την ύπαρξή του, είτε αφού εγκαθιδρυθεί ένα κράτος του οποίου τον μαρασμό απαιτεί ενας νέος λαός, εσωτερικός και εξωτερικός συγχρόνος στον επίσημο λαό.[3]».
Οποιαδήποτε ρηξιακή στρατηγική σαν πρώτο βήμα πρέπει να έχει την εμφάνιση εκείνης της κρίσιμης μάζας που ώντας εσωτερικό και εξωτερικό κομμάτι του «επίσημου» λαού που θα εμφανιστεί ως ο νέος συντάκτης της νέας πραγματικότητας. Την τελευταία πενταετία εχουμε δει δύο φορές τον «νέο λαό» να κανει την εμφάνισή του, μη βρίσκοντας όμως κανένα πολιτικό υποκείμενο να ενεργοποιήσει τη συντακτική του ιδιότητα. Η συγκέκριμένη δυνατότητα υπήρξε τόσο στο κίνημα των πλατειών όσο και στο δημοψήφιμα. Μετά την εμφάνιση αυτού του «νέου λαού» είναι απαραίτητη η μορφοποίηση αυτής της αυθόρμητης δυναμικής και η κωδικοποίησή της σε πολιτικά αιτήματα που θα προσπαθήσουν να δώσουν συνέχεια σε αυτή τη συντακτική ιδιότητα του «νέου λαού», διαμορφώνοντας ο ίδιος νέους όρους άσκησης της πολιτικής αλλά και νέους όρους οργάνωσης της κοινωνίας. Πρώτο βήμα σε μία τέτοια διασικασία δεν μπορεί να είναι άλλη από το αίτημα της θεσμικής εισβολής και αυτοκατοχύρωσης του «νέου λαού» μέσα από μια διαδικασία συντακτικής εθνοσυνέλευσης[4] που σκοπό θα έχει να κατοχυρώσει τα μεχρι στιγμής κεκτημένα του λαϊκού παράγοντα αλλά και να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο για τους όρους αναπαραγωγής, μεταρρύθμισης, εξέλιξης και μετασχηματισμού του συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού.
Συστατικό στοιχείο μιας τέτοιας διαδικασίας θα πρέπει να είναι η διατηρισή του λαϊκού παράγοντα σε συνεχή εγρήγορση. Η εμπειρία της εμφάνισης του και της κατοχύρωσής του ως ένα δυναμικό «εμείς» που εισβάλλει στη πολιτική ζωή πρέπει να κατοχυρωθεί ως δυνατότητα άμεσης άσκησης πολιτικής από μεριάς του. Η δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων μεσα από συλλογή υπογραφών επί κάποιο ποσοστό του πληθυσμού, η δυνατότητα νομοθετικών πρoτάσεων και πρωτοβουλιών από μεριάς συλλογικών φορέων απευθείας στο κοινοβούλιο, η δυνατότητα ανακλητότητας αιρετών μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες σε περίπτωση διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παραβατικής και αντισυνταγματικής του δραστηριότητας είναι κάποιες από τις αναγκαίες αλλαγές στο τρόπο οργάνωσης της πολιτικής διαπάλης η οποία φυσικά θα αποτυπώνεται και συνταγματικά.
Ταυτόχρονα με την εμφάνιση του λαού σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο απαραίτητη είναι και η δημοκρατική οργάνωση και διαπαιδαγώγηση του και σε κοινωνικό επίπεδο. Η δημιουργία θεσμών άμεσης δημοκρατίας ανά γεωγραφικό ή κοινωνικό χώρο είναι απαραίτητη συνθήκη για την καλλιέργεια μιας συμμετοχικής πολιτικής κουλτούρας μακριά από τον πυρήνα της αντιπροσωπευτικής λογικής που είναι η ανάθεση. Η λογική των λαϊκών συνελεύσεων ανα κάποιο αριθμό κατοίκων που βλέπουμε στα σύγχρονα παραδείγματα της Λατινικής Αμερικής αποτελέι ένα νέο στοιχείο πειραματισμού που δεν μπορεί να μείνει αναξιοποίητο[5]. Σε μια κατάσταση μετάβασης η δημιουργία λαϊκών επιτροπών οι οποίες θα αποφασίζουν για θέματα που αφορούν την περιοχή τους, έχοντας και την δυνατότητα παραπομπής κάποιου θέματος σε ανώτερά θεσμικά όργανα, όπως η βουλή, αλλά και η εκλογή αιρετών και ανακλητών αντιπροσώπων στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσα από αυτές τις συνελευσιακού τύπου διαδικασίες, αποτελεί ένα ακόμα βήμα πριμοδότησης της λαϊκής χειραφέτησης. Οι αντιπρόσωποι αυτοί θα λειτουργούν παράλληλα με τους εκλεγέντες στην τοπική αυτοδιοίκηση μέσω των αντιπροσωπευτικών δομών.
Μέσα σε μία διαδικασία μαζικού εκδημοκρατισμού ενός κοινωνικού σχηματισμού δε μπορεί να μείνει έξω η προσπάθεια εισβολής μεγάλων δόσεων δημοκρατίας στον κατεξοχήν αυταρχικό χώρο, αυτόν της παραγωγής. Η αναβάθμιση των συνδικαλιστικών δομών αλλά και η οργανωσή τους όχι μόνο σε επίπεδο αντίστασης είναι ίσως από τις πιο σημαντικές δημοκρατικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν. Η συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση και διαχείριση της εργασίας τους είναι αναγκαία συνθήκη για τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό σε κοινωνικό επίπεδο. Ταυτόχρονα πρέπει να προβλέπεται η δημιουργία και ενίσχυση διαφορετικών μοντέλων οργάνωσης της παραγωγής με κέντρο τη συνεταιριστική λογική και τη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να μπορούν να αυτοδιαχειρίζονται και να θέτουν σε λειτουργεία επιχειρήσεις που κλείνουν. Σε όλες αυτές τις διαδικασίες οι δομές άμεσης δημοκρατίας πρέπει να πλειοδοτούνται απέναντι στην αναγκαία ύπαρξη αντιπροσωπευτικών θεσμών.
Η περιθωριοποίηση και μετάλλαξη των κατασταλτικών μηχανισμών είναι ένα ακόμα βήμα που πρέπει να γίνει. Όπως μας έχει δείξει και η ιστορική εμπειρία, αυτός ο σκληρός μηχανισμός που βρίσκεται στο DNA του κρατικού μηχανισμού αποτελεί ένα συνεχή κίνδυνο αντεπανάστασης του κρατικού μηχανισμού και της αστικής ηγεμονίας απέναντι σε οτιδήποτε θέτει υπό διακύβευση την κυριαρχία τους επί του μηχανισμού και της κοινωνίας καθώς και την ομαλή αναπαραγωγή του κοινωνικού σχηματισμού στον οποίο αναφέρονται. Η αστυνόμευση οφείλει να στραφεί στον κοινωνικό της χαρακτήρα και την καταπολέμηση της εγκληματικότητας περιορίζοντας τον κατασταλτικό της μηχανισμό στις ελάχιστες δυνατές δομές. Απαραίτητη συνθήκη για κάθε παρέμβαση στον κατασταλτικό μηχανισμό είναι η εκκαθάρισή του από φασιστικά και ακροδεξιά στοιχεία και η αντικατάστασή τους, σε πρώτη φάση, από πολιτικό προσωπικό. Η πλήρης αναδιάρθρωση των αστυνομικών και στρατιωτικών σχολών αποτελεί ένα ακόμα απαραίτητο βήμα για την μεταρρύθμιση των κατασταλτικών μηχανισμών.
Σημαντικές είναι και οι αλλαγές στο δημόσιο management με την κατάργηση όλων των ανεξάρτητων αρχών και των δομών διακυβέρνησης που εχουν αναπτυχθεί τις τελευταίες δεκαετίες και διαχειρίζονται σημαντικούς πυλώνες του κράτους (ανεξάρτητη αρχή ενέργειας, ΕΛΣΤΑΤ., ΕΣΡ, ΤΑΥΠΕΔ. κ.ά.) με ταυτόχρονη αντικατάστασή τους από δομές που εντάσσονται στη κυβέρνηση υπό την εποπτεία των αντιπροσωπευτικών θεσμών και των εργαζομένων σε αυτές.
Αλλαγές πρέπει να γίνουν και στους μηχανισμούς που εγγυώνται την ομαλή αναπαραγωγή των όρων παραγωγής και εμποδίζουν με τη λειτουργία τους την κοινωνική χειραφέτηση. Οι Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους πρέπει να μπουν σε λειτουργία με σκοπό την αναπαραγωγή νέων αντανακλαστικών και αξιών που θέλουμε να γίνουν κτήμα της κοινωνίας. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός σε όλες τις βαθμίδες πρέπει να σταματήσει να αναπαράγει τον ανταγωνισμό, τον επιστημονισμό, τον κοινωνικό ρατσισμό και την εξατομικευμένη προσδοκία και με διαφορετικό μοντέλο λειτουργίας να δώσει βάση στη συνεργατικότητα, την κοινωνική ανοχή, την ανάπτυξη της φαντασίας, του πειραματισμού και της δημιουργικότητας, μακριά από λογικές καθοδήγησης με όρους αυθεντίας από το ίδιο το σύστημα. Ο θεσμός της εκκλησίας με σαφή τρόπο πρέπει να διαχωριστεί από το κράτος, να περιοριστεί στα θρησκευτικά του καθήκοντα αναλαμβάνοντας το πλήρες κόστος αυτής του της λειτουργίας και συνεισφέροντας τόσο φορολογικά όσο και μέσα από την περιουσία του στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Σαρωτικές πρέπει να είναι οι αλλαγές και στον τομέα της ενημέρωσης. Το μονοπώλιο της ενημέρωσης από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς και επιχειρηματικούς ομίλους που εδώ και δεκαετίες ως βασική τους λειτουργία δεν έχουν την ενημέρωση ή την ψυχαγωγία αλλά την άμεση παρέμβαση στην πολιτική ζωή της χώρας πρέπει να σταματήσει άμεσα. Η αποκατάσταση της νομιμότητας μετά από τριάντα χρόνια ασυδοσίας είναι απλά ένα πρώτο βήμα. Η αναβάθμιση της κρατικής τηλεόρασης ένα επόμενο. Αλλα ο τελικός στόχος πρέπει να είναι η ενημέρωση να γίνει κτήμα και ενέργεια του ίδιου του λαού. Η πριμοδότηση για τη δημιουργία είτε συνεργατικών μέσων ενημέρωσης είτε τοπικών σταθμών υπό τον ελεγχο της τοπικής αυτοδιοίκησης και των λαϊκών επιτροπών πρέπει να είναι ο κύριος στόχος για το αποτελεσματικό σπάσιμο στο μονοπώλιο της ενημέρωσης αλλά και της διαπλοκής με επιχειρηματικά συμφέρονα και πολιτική από τα καθεστωτικά ΜΜΕ.
Οι αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, ταυτόχρονα με την διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων όπως και των δημοκρατικών ελευθεριών θα αποτελεί μια συνεχή διαδικασία σε συνεχή διάδραση με την κοινωνική πραγματικότητα. Απαραίτητη συνθήκη για όλα αυτά είναι από την μία η συνταγματική κατοχύρωση δικλείδων ασφαλείας, ώστε πιθανά πισωγυρίσματα να αποφευχθούν όσο και συνταγματική κατοχύρωση ανακλητότητας και εξέλιξης του ίδιου του συνταγματικού πλαισίου, καθώς μια διαδικασία μετάλλαξης του κοινωνικού σχηματισμού αναπόφευκτα θα δημιουργήσει νέες μορφές οργάνωσης και λαϊκής αυτενέργειας που είναι πιθανόν τα μέχρι πρότινος θεωρηιτικά μας εργαλεία αλλά και η μέχρι στιγμής εμπειρία μας να μην μπορεί να προβλέψει. Βασικό μας μέλημα λοιπόν πρέπει να είναι η δυνατότητα δημιουργίας ενός πλαισίου που να επιτρέπει και να παροτρύνει νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που στο πυρήνα τους θα έχουν τη διευρυνση της λαϊκής - εργατικής χειραφετιτικής λογικής μακριά από ιδεοληψίες και κανονιστικές νόρμες. Στόχος είναι η πλήρης ανάπτυξη των δυναμικών που θα γεννηθούν και όχι η κανονικοποιησή τους. Με δύο λόγια πρέπει να είμαστε απόλυτοι και απαρέγκλιτοι στο στρατηγικό μας στόχο δηλαδή το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό του κοινωνικού σχηματισμού και ταυτόχρονα ανοιχτόμυαλοι, ανεκτικοί και συνοδοιπόροι της λαϊκής αυτενέργειας και των νέων πειραματισμών που θα προκύψουν στο βαθμό που προωθούν το στρατηγικό μας στόχο.
Σαφέστατα αυτό που περιγράφεται παραπάνω δεν είναι κανένα προσχέδιο σοσιαλιστικού προγραμματος, αλλά αναγκαία βήματα σε μια πολιτική ρήξης με τον αστισμό και τον καπιταλισμό που σκοπό έχουν να ανοίξουν το δρόμο για το σοσιαλισμό, του οποίου η οικοδόμηση εκ των πραγμάτων θα είναι μια πρωτότυπη και δυναμική διαδικασία που δεν γίνεται να προβλεφθεί από πρίν.
[1] Αθηνά Αθανασίου, Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Αθήνα, Σαββαλας, 2012, σελ.55.
[2] Slavoj Zizek, Τhe ticklish subject, London, Verso, 2008 σελ. 225.
[3] Alain Badiou, «Εικοσι τεσσερίς σημειώσεις σχετικά με τις χρήσεις της λέξης "λαός"», στο A.Badiou, P.Bourdieu, J.Butler κ.ά., Τι είναι λαός, Αθήνα, Εκδόσεις 21ου, 2013, σελ.20.
[4] Δημήτρης Καλτσώνης, Δίκαιο, οικονομική κρίση και δημοκρατία, Αθήνα, Τόπος, 2014, σελ.215-220.
[5] Μάρτα Χαρνεκερ, Πραγματοποιώντας το αδύνατο, Αθήνα, Οδυσσέας, 2011, σελ.380.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ