Η ανάπτυξη μορφών αλληλεγγύης δεν οδηγεί στην υποτίμηση των αγώνων για δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες εφόσον ειδωθεί από τη σκοπιά του πολιτικού αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση.
Στις κορυφαίες στιγμές της η Αριστερά υπήρξε πρωτεργάτρια στους μεγάλους αγώνες του λαού μας για ψωμί, ελευθερία και κοινωνική χειραφέτηση: από τα σημαντικά κινήματα κατά τις σκληρές απεργίες των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι το ΕΑΜ και τη Λαϊκή Αλληλεγγύη την περίοδο οικοδόμησης της ελεύθερης Ελλάδας, από τα στέκια των Λαμπράκηδων μέχρι την έμπρακτη παλλαϊκή στήριξη του ηρωικού αγώνα των χαλυβουργών. Σήμερα, σε διάψευση των απολογητών του συστήματος που κήρυτταν το τέλος των ιδεολογιών και της πολιτικής διαπάλης, η κρίση συνθλίβει τη ζωή και την αξιοπρέπεια των λαών και οι αντιθέσεις οξύνονται ξανά στο έπακρο. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια οι εργαζόμενες τάξεις και η Αριστερά έχουν δώσει μεγάλους αγώνες για την ανατροπή της πολιτικής των Μνημονίων. Οι δεκάδες απεργίες, το κίνημα των πλατειών, οι λαϊκές συνελεύσεις κατέγραψαν την παρουσία των εργαζομένων σε ένα δύσκολο συσχετισμό δυνάμεων και έδωσαν μια εικόνα από το μέλλον.
Προς το παρόν όμως δεν κέρδισαν. Τα ελλείμματα αυτών των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης υπήρξαν πολλά, όπως και της Αριστεράς που έπρεπε να ανοίγει δρόμους κατάληψης της εξουσίας από το κίνημα αντίστασης μετατρέποντάς το σε ταξικό πολιτικό κίνημα απελευθέρωσης των εργαζομένων από τα δεσμά του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου. Σήμερα διανύουμε μια περίοδο «συμπλήρωσης» των κενών, συνειδητοποίησης των ελλειμμάτων, ώστε να βρεθούμε σε καλύτερη θέση. Δεν είναι περίοδος αναμονής. Είναι περίοδος οικοδόμησης ενός μαζικού λαϊκού κινήματος και μιας Αριστεράς αντάξιας των προσδοκιών. Παράλληλα, είναι και μια κρίσιμη περίοδος αγώνα επιβίωσης του λαού. Αν η Αριστερά δεν σταθεί πρωτεργάτης σ’ αυτό τον αγώνα με κάθε είδους μορφές αλληλεγγύης στις γειτονιές και στους χώρους δουλειάς, τότε όλες οι προτάσεις κατάληψης της εξουσίας από τους εργαζομένους θα μένουν μετέωρες.
Οι μορφές αλληλεγγύης, όπως και τα συνδικάτα και οι λαϊκές συνελεύσεις, αποτελούν κύτταρα της οργάνωσης των εργαζόμενων τάξεων. Επιδίωξη δεν είναι η λείανση των ακραίων περιπτώσεων, το «φτιασίδωμα της εικόνας», όπως κάνουν διάφορες ΜΚΟ, ο ΣΚΑΪ κ.λπ. Απέναντι στο κίνημα αλληλεγγύης βρίσκονται όσοι το θεωρούν πρόσφορο έδαφος για επιχειρηματικές ευκαιρίες, διαφήμιση, πλουτισμό, φοροαπαλλαγές κ.λπ. Οι δίαυλοι αλληλεγγύης είναι απαραίτητος όρος για να ξεφορτωθεί ο λαός τους δυνάστες του: όταν καταλάβει ότι μπορεί να καλύπτει τις βασικές ανάγκες του, να παράγει και να ανταλλάσει δίκαια χωρίς αφεντικά, μεσάζοντες και άλλα παράσιτα, τότε θα έχει κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την ιδιοποίηση όλου του πλούτου που παράγει και την απελευθέρωση του. Παρά τις διάφορες βάσιμες ενστάσεις, η προσπάθεια ανάπτυξης μορφών αλληλεγγύης δεν οδηγεί στην υποτίμηση των αγώνων για δημόσιες και δωρεάν υπηρεσίες για όλους εφόσον ειδωθεί από τη σκοπιά του πολιτικού αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση.
Οι μορφές αλληλεγγύης και οι δυσκολίες των πρώτων βημάτων
Τα τελευταία χρόνια το κίνημα συσσωρεύει σημαντική εμπειρία από εγχειρήματα κοινωνικής αλληλεγγύης. Για μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, το πιο χειροπιαστό αποτέλεσμα της κοινωνικής εξαθλίωσης που έχουν επιβάλει εδώ και δύο χρόνια οι μνημονιακές πολιτικές είναι η πείνα. Το πρόβλημα επισιτισμού προσπαθούν να απαντήσουν οι συλλογικές κουζίνες, τα λαϊκά συσσίτια και κάθε μορφής κοινωνικά παντοπωλεία. Οι συλλογικές κουζίνες λειτουργούν περισσότερο σαν μέσο κοινωνικοποίησης και συνήθως εμπλέκουν νεότερο κόσμο από τις μεσαίες τάξεις. Τις συναντάμε συχνά στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των πολιτικών στεκιών και δεν επεκτείνονται πέρα από τα όρια επιρροής τους. Είναι μορφές που προβάλλουν ένα εναλλακτικό πρότυπο κοινωνικής συμβίωσης, αλλά λόγω της σποραδικής λειτουργίας τους δεν μπορούν να εξασφαλίσουν τη διατροφή σε σταθερή βάση. Τα λαϊκά συσσίτια τα συναντάμε συχνά στην ιστορία μας σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Μπορούν να καλύψουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την έλλειψη τροφής, ιδιαίτερα στις πιο ευπαθείς ομάδες. Είναι όμως πολύ πιο δύσκολο να οργανωθούν, αφού απαιτούν μεγάλες ποσότητες τροφίμων και σταθερή λειτουργία ενός ενιαίου και πειθαρχημένου εθελοντικού οργανισμού.
Τα κοινωνικά παντοπωλεία ή συνεταιρισμοί μπορούν να διευρύνουν σημαντικά την πρόσβασή τους στη μέση εργατική οικογένεια που έχει ανάγκη από φθηνά τρόφιμα καλής ποιότητας αλλά και οικιακά είδη. Δεν αντιμετωπίζουν το ζήτημα της διατροφής με τη λογική της Εκκλησίας, γιατί δημιουργούν σταθερές σχέσεις συνεταιριζόμενων ανθρώπων, όχι σχέσεις ελεημοσύνης. Μπορούν να αναπτύξουν μια δυνάμει πιο συνολική συνεργασία των ανθρώπων της πόλης με τους παραγωγούς και ανοίγουν συζήτηση για ένα διαφορετικό τρόπο παραγωγής και κυκλοφορίας αγαθών έξω από τον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο. Τα σημαντικότερα εμπόδιά τους είναι η αδυναμία εύρεσης παραγωγών λόγω της καταστροφής του αγροτικού και κτηνοτροφικού δυναμικού και των συνεταιρισμών στην επαρχία και η διαφθορά που προκύπτει όταν μπλέκεται στη λειτουργία το χρήμα. Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι ο ρόλος του αγροτικού - κτηνοτροφικού κινήματος είναι πολύ σημαντικός. Η ανάπτυξη ενός νέου κινήματος ελεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγών, η απεμπλοκή από το σύστημα των επιδοτήσεων και της μονοκαλλιέργειας που επιβάλλει η Κοινή Αγροτική Πολιτική στην Ε.Ε. είναι σε τελική ανάλυση συστατικά στοιχεία αυτής της προσπάθειας και εύκολα αποτελούν αιτήματα πάλης ενός κόσμου που συμμετέχει σε τέτοιες μορφές αλληλεγγύης.
Η κατάρρευση των δημόσιων δομών υγείας σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό μεγάλων μερίδων ανασφάλιστων ή μεταναστών χωρίς χαρτιά από τις υπηρεσίες υγείας έχουν δημιουργήσει τεράστιο κενό περίθαλψης το οποίο δεν καλύπτεται εύκολα. Γύρω από αυτό το κενό έχουν αναπτυχθεί ενδιαφέροντα πειράματα, όπως το κοινωνικό ιατρείο στη Θεσσαλονίκη ή στο Ελληνικό, τα οποία συνεισφέρουν σημαντικά. Έχουν δημιουργήσει ένα αίσθημα ασφάλειας στον κόσμο ότι μπορεί να έχει πρόσβαση σε μια πρώτη διάγνωση και σε πρακτικές πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Επίσης, στο φόντο της κατάρρευσης των δημόσιων υπηρεσιών, το κοινωνικό ιατρείο είναι και μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση έναντι των ιδιωτικών ιατρείων των μεγαλογιατρών που χρεώνουν ανυπολόγιστα ποσά για ελάχιστες υπηρεσίες. Από την άλλη πλευρά, στα πρώτα βήματα δημιουργίας τους, τα κοινωνικά ιατρεία δείχνουν και τις αδυναμίες τους: συχνά αναγκάζονται να στέλνουν ασθενείς σε νοσοκομεία λόγω έλλειψης εξοπλισμού και δυνατότητας συνταγογράφησης και παροχής φαρμάκων, οπότε δημιουργείται το ερώτημα μήπως τελικά παίζουν το ρόλο «γραφείου προώθησης ασθενών». Κυρίως αυτές οι μορφές, λόγω της σημαντικής εξάρτησης που έχουν από κεφάλαια, εξοπλισμό και φάρμακα, συχνά ενσωματώνονται στα επίσημα δίκτυα εθελοντικής εργασίας των δήμων και γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης και διαφήμισης από δημοτικούς άρχοντες κ.λπ.
Μια νέα μορφή αλληλεγγύης είναι και τα αντιμαθήματα. Προς το παρόν περιορίζονται στην προσφορά της δωρεάν προετοιμασίας των λυκειόπαιδων για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Σύντομα όμως το κίνημα αλληλεγγύης οφείλει να επιχειρήσει πραγματικά αντιμαθήματα, από τη σκοπιά της εναλλακτικής και κριτικής εκπαίδευσης (π.χ. παράλληλα με την προετοιμασία για τις εξετάσεις να διεξάγεται «επαγγελματικός προσανατολισμός από τη σκοπιά του εργαζομένου»).
Για την Αριστερά και τις μορφές αλληλεγγύης
Κοινός παρονομαστής της στάσης των δυνάμεων της Αριστεράς είναι η υποτίμηση της συγκρότησης μιας λαϊκής συμμαχίας στο σήμερα που να αντιπαρατεθεί συνολικά με τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Αδυνατούν οι δυνάμεις της Αριστεράς να αντιληφθούν ότι οποιαδήποτε πολιτική πρόταση φιλοδοξεί να αντιπαρατεθεί στην κυρίαρχη προϋποθέτει έναν λαό ο οποίος θα σκέφτεται, θα δρα θα εξασφαλίζει μέσω της οργάνωσής του τη διαβίωσή του.
Το ΚΚΕ, απεμπολώντας την ιστορία του, δεν εμπλέκεται σε εγχειρήματα κοινωνικής αλληλεγγύης ασκώντας παραδοσιακού τύπου κριτική. Είναι αλήθεια ότι η ανάπτυξη τέτοιων μορφών θα αμφισβητούσε τη στρατηγική για λαϊκή εξουσία-λαϊκή οικονομία και στο πεδίο της αυτοδιαχείρισης –η φάση αυτή εξαντλείται στην κρατικοποίηση και στον κεντρικό έλεγχο– και στο πεδίο των συμμαχιών – η δυναμική μιας λαϊκής συμμαχίας που θα συγκροτούνταν στη βάση της αλληλεγγύης θα υπερέβαινε κατά πολύ την πολιτική επιρροή του κόμματος. Γι’ αυτό στις λίγες περιπτώσεις που το ΚΚΕ κινήθηκε στη βάση της έμπρακτης αλληλεγγύης (π.χ. Χαλυβουργία) το έκανε μέσω του κομματικού μηχανισμού και φυσικά μόνο για σωματεία τα οποία συμμετέχουν στο ΠΑΜΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, απ’ την άλλη μεριά, παρά τη διακηρυκτική διάθεση οικοδόμησης μορφών αλληλεγγύης, περιορίζει συνειδητά τη συζήτηση γύρω από αυτές στο επίπεδο της αντιμετώπισης της κρίσης: οι μορφές αλληλεγγύης μαζί με το κομμάτι του κρατικού μηχανισμού που θα καταλαμβάνει η Αριστερά προοδευτικά θα αποτελέσουν τη λύση για τη στήριξη ενός εξαντλημένου λαού. Υποτιμά τη δυναμική αυτοοργάνωσης των μορφών αυτών αλλά και την ανάγκη να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από το κράτος για να σταθούν στα πόδια τους και να μην αποτελούν συμπληρωματικές μορφές-άλλοθι του κράτους (με όποιο διαχειριστή κι αν έχει αυτό) για τις ελλείψεις και την κατάρρευση των κρατικών υπηρεσιών. Τελικά καταλήγει είτε να συμμετέχει σε εγχειρήματα που ηγεμονεύονται απ’ την κυρίαρχη πολιτική (βλ Πρέβεζα ή συμμετοχή στη ΜΚΟ Γιατροί του Κόσμου) είτε να διοργανώνει κομματικές καμπάνιες και δίκτυα αλληλεγγύης με ανταλλαγές προϊόντων κ.λπ. με πόρους από τους μισθούς των βουλευτών, υποτιμώντας την οργάνωση δομών αλληλεγγύης αυτοτελώς από τους εργαζόμενους.
Αλλά και η στάση δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς δεν αντιστοιχεί στην κρισιμότητα της κατάστασης. Πολλές φορές φαίνεται να επαναπαύεται στον διακηρυκτικό στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής. Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί η στάση συντρόφων που προϋποθέτουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα για τη συγκρότηση τέτοιων δομών; Σε λάθος κατεύθυνση επίσης κινούνται τοποθετήσεις οι οποίες απαξιώνουν τη συγκρότηση λαϊκής συμμαχίας θεωρώντας μοναδικό εργαλείο πάλης τον σωματειακό αγώνα και φτάνοντας στο σημείο περίπου να καταγγέλλουν τις δομές αλληλεγγύης ανακαλύπτοντας αντιθέσεις μεταξύ αντίστασης και αλληλεγγύης. Η ουσιαστική προετοιμασία ανατροπής του καπιταλισμού περιλαμβάνει την αντιπαράθεση μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης και του λαού και της κυρίαρχης πολιτικής που καταστρέφει την κοινωνία, με λογική αντιηγεμονίας. Πώς θα δυναμώσει το ρεύμα του σοσιαλισμού σήμερα αν δεν υπάρχουν και παραδείγματα ελεύθερα συνεταιριζόμενων παραγωγών, αν δεν οργανωθούν οι εργαζόμενοι σε κολεκτίβες και συνεταιρισμούς, αν δεν καταλάβουν τους εγκαταλελειμμένους χώρους δουλειάς; Αυτά είναι ζητήματα που δεν πρέπει να υποτιμά η Αριστερά στο όνομα της εξυπηρέτησης του κυρίαρχου στόχου, που είναι σήμερα η υπεράσπιση και ανασυγκρότηση των δημόσιων υπηρεσιών, για να καλυφθούν οι ανάγκες των εργαζομένων και όχι για να καλύπτονται οι τόκοι των δανείων των δανειστών μας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ