Μέχρι το τέλος της προηγούμενης χρονιάς, υπήρχε μια σχετική συστημική σταθερότητα στον πλανήτη. Τα χρηματιστήρια ανέβαιναν συνεχώς μετά την κρίση του 2008, τα εργοστάσια στην Κίνα δούλευαν νύχτα μέρα, οι αντλίες πετρελαίου δούλευαν ασταμάτητα, βάπα-βούπα, βάπα-βούπα. Βέβαια υπήρχαν μια σειρά σημάδια που έδειχναν ότι τα πράγματα ίσως δεν πάνε και τόσο καλά. Και δεν μιλάμε για τους συνήθεις κρισιολάγνους αριστεριστές, δηλαδή όσους από εμάς σαν κολλημένοι δίσκοι γραμμοφώνου επαναλαμβάνουμε μονότονα «κρίση, κρίση, κρίση». Είτε λόγω ποιοτικών χαρακτηριστικών στους οικονομικούς δείκτες, είτε λόγω της διαρκούς ανεπάρκειας των μέτρων να αντιμετωπίσουν τα εμφανή προβλήματα, είτε λόγω της επεκτεινόμενης φτώχειας και της ασύλληπτης ανισότητας, είτε τέλος λόγω της επιδεινούμενης κατάστασης του κλίματος (όχι του οικονομικού κλίματος, του κανονικού, αυτού που ανεβαίνει η θερμοκρασία του πλανήτη), υπήρχαν φωνές μέσα από το σύστημα που έλεγαν δειλά δειλά ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τη σταδιακή αλλαγή υποδείγματος, ότι οι μονεταριστικές πολιτικές ίσως έχουν φτάσει στα όριά τους και μήπως να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε κεϋνσιανές πολιτικές (που βέβαια, όπως ξέρουμε εμείς οι μαρξιστές, δεν πρόκειται να αλλάξουν τη συνεχή ροπή του συστήματος για κρίση, κρίση, κρίση). Γενικά το τελευταίο διάστημα υπήρχαν διάφορες φωνές που χρησιμοποιώντας το πιο μέσα-στο-κουτί στερεότυπο που υπάρχει, έλεγαν ότι πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έξω από το κουτί – και μετά ήταν σαν να άνοιξε ξαφνικά το κουτί κι από μέσα να πετάχτηκε μια πανδημία.
Στο σημείωμα αυτό, πρώτα θα προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε εν τάχει τα κυριότερα στοιχεία που συγκροτούν την πιο ρευστή και απρόβλεπτη συγκυρία των τελευταίων τουλάχιστον 70 χρόνων· μετά, αφού σκεφτούμε έξω από το κουτί, θα καταλήξουμε στο εξής πρωτότυπο συμπέρασμα: Κρίση, κρίση, κρίση.
Πέρα από τη θάλασσα
Μέχρι πριν από λίγους μήνες, η αμερικανική οικονομία, χωρίς να δείχνει ιδιαίτερο δυναμισμό, πάντως δεν ήταν και σε κρίση. Μάλιστα ειδικό χαρακτηριστικό της ήταν ότι ο σημαντικότερος οικονομικός δείκτης, αφού είναι ο μόνος που αφορά κανονικούς ανθρώπους και όχι τους βαθύπλουτους, η ανεργία, ήταν πολύ χαμηλή, σε επίπεδα που η υπερδύναμη είχε να δει από τη δεκαετία του ’60. Όμως η χαμηλή ανεργία αποτελείται από υποαπασχόληση και μερική απασχόληση, προσλήψεις σε υπηρεσίες (εστίαση, gig economy κ.λπ.) εν γένει χαμηλής ειδίκευσης θέσεις που απαξιώνουν τις σχετικά υψηλές ικανότητες (σπουδές κ.λπ.) του εργατικού δυναμικού, χαμηλές απολαβές. Όλα αυτά βέβαια μπορεί να είναι στοιχεία μιας κρίσης στο επίπεδο ζωής των εργαζομένων, μπορεί επίσης να δείχνουν προς μια κατεύθυνση πιθανής μελλοντικής αστάθειας, σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι σημάδια ότι η καπιταλιστική κρίση είναι προ των θυρών.
Οι αστάθειες της προηγούμενης κρίσης του 2008 είχαν απορροφηθεί από την τεράστια παρέμβαση του κράτους και της Κεντρικής Τράπεζας με τη δωρεάν χρηματοδότηση που παρείχαν στο χρηματιστικό κεφάλαιο – με την ποσοτική χαλάρωση από τη μία και τις τεράστιες φοροαπαλλαγές του Τραμπ από την άλλη. Το μέτρο φαινόταν σωστό από τη μεριά του κεφαλαίου: Τα χρηματιστήρια κάλπαζαν, οι αποδόσεις πήγαιναν στα ύψη, ενώ είχε ως δευτερεύον αποτέλεσμα τη χαμηλή ανεργία, αν και με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που είπαμε. Είχε βέβαια μια «μικρή» παρενέργεια: Το σύστημα δεν εκκαθαρίστηκε από τις χαμηλής κερδοφορίας επιχειρήσεις και τράπεζες, που, αν η κρίση αφηνόταν να εξελιχθεί, θα έκλειναν. Αυτές συνέχισαν να λειτουργούν βασισμένες στο φτηνό χρήμα που έρρεε, όντας οριακά σε θέση να πληρώνουν μισθούς και χρέη, αλλά χωρίς να είναι σε θέση να επενδύουν, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική κερδοφορία. Πρόκειται για τα λεγόμενα καπιταλιστικά ζόμπι, τα μόνα ζόμπι που δεν είναι πλάσματα της φαντασίας: τράπεζες-ζόμπι, επιχειρήσεις-ζόμπι κ.λπ.
Έτσι η έξοδος από την κρίση όχι μόνο ήταν η πιο αργή έξοδος από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και μετά, αλλά επίσης συνδυάστηκε με αποεπένδυση κεφαλαίων από τις ΗΠΑ. Το κεφάλαιο δεν επενδύει, που σημαίνει ότι δεν βλέπει σε αυτή τη φάση ευκαιρίες μελλοντικής κερδοφορίας. Κάθε κεφαλαιοκράτης, αν η κερδοφορία του είναι γενικά χαμηλή παρά τη συμπίεση των μισθών και παρά τις φοροαπαλλαγές, θα ερμηνεύσει το γεγονός ως έλλειψη ζήτησης για τα προϊόντα του. Γιατί να επενδύσει λοιπόν τα όποια κέρδη του σε νέες παραγωγικές δομές;
Η εξαίρεση ήταν οι μεγάλοι πολυεθνικοί όμιλοι «υψηλής» τεχνολογίας που είχαν κερδοφορία, «κάθονταν» σε αχρησιμοποίητο ρευστό και δεν ήξεραν τι να το κάνουν. Τα αρνητικά επιτόκια που αναγκάστηκαν να «προσφέρουν» οι κεντρικές τράπεζες το τελευταίο διάστημα (πρακτικά οι τράπεζες πληρώνουν τους μεγάλους τους πελάτες προκειμένου αυτοί να δανειστούν) έδωσαν «δωρεάν» χρήμα το οποίο χρηματοδότησε μια σειρά φούσκες, μόνο που κανείς δεν τις λέει φούσκες πριν να σκάσουν.
Έτσι δισεκατομμύρια ρίχτηκαν σε τεχνολογίες του μέλλοντος που το μέλλον τους είναι μάλλον ανύπαρκτο: ταξίδια στον Άρη, αυτόνομα αυτοκίνητα, Uber (της οποίας το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται με τα δισεκατομμύρια), γενικά ό,τι κάνει ντόρο, στηρίζεται σε κάποια εφαρμογή για κινητό που αποκαλείται «πλατφόρμα» και περιέχει κι ένα «νέο» στο όνομά του. Δισεκατομμύρια όμως ρίχτηκαν και στο fracking, το σχιστολιθικό πετρέλαιο και αέριο, το οποίο μεν εκπλήρωσε τον στρατηγικό στόχο να κάνει τις ΗΠΑ αυτάρκεις σε αέριο, ουδέποτε όμως κατάφερε να κερδοφορήσει. Συχνά λέγεται ότι πρέπει οι τιμές του πετρελαίου να είναι πάνω από τα 50 ή 60 δολάρια το βαρέλι προκειμένου η βιομηχανία αυτή να είναι κερδοφόρα. Πρόκειται περί ψεύδους: Δεν υπάρχει καμιά τιμή που να κάνει κερδοφόρα τη βιομηχανία αυτή στο σύνολό της και ποτέ ώς τώρα δεν κερδοφόρησε, συνεχίζοντας να «καίει» τα λεφτά των μεγαλο-«επενδυτών» (που ούτε επενδυτές είναι, ούτε τα λεφτά είναι δικά τους) με κούφιες υποσχέσεις για μελλοντική κερδοφορία.
Λόγω τώρα της επιτυχίας του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος, οι ΗΠΑ χάνουν αντικειμενικά τον αγώνα για κυριαρχία στις μελλοντικές τεχνολογίες: είναι πολύ πιο συμφέρον για τις αμερικανικές βιομηχανίες να μετακομίσουν εκτός Αμερικής, αφού εξάγοντας τα κεφάλαιά τους αγοράζουν φτηνά κεφαλαιουχικά αγαθά, εξοπλισμό και εργασία. Χτίζοντας τα εργοστάσιά τους στην Κίνα και αλλού, εξάγουν όμως ταυτόχρονα και την τεχνογνωσία τους. Όσες βιομηχανίες μένουν στις ΗΠΑ είτε στηρίζονται στα πανάκριβα στρατιωτικά συμβόλαια, είτε «κλέβουν» τον διεθνή ανταγωνισμό ρίχνοντας το κόστος τους μέσα από την εφαρμογή παλιών τεχνολογιών με νέα ονόματα, όπως η εγκληματική Boeing, που σκότωσε πάνω από 300 επιβάτες επειδή προτίμησε να αυξήσει την τιμή της μετοχής της (προς όφελος των μετόχων φυσικά) αντί να επενδύσει σε αυτές τις περιβόητες αλλά ακριβές νέες τεχνολογίες που υποτίθεται θα σώσουν τον πλανήτη από τη μόλυνση, τον καπιταλισμό από τον εαυτό του και τις ψυχές μας από το κομμουνιστικό δηλητήριο.
Γενικά επομένως, είναι ακριβώς η επιτυχία τους ως οικονομικής υπερδύναμης που μετατρέπει τις ΗΠΑ σε χώρα υπηρεσιών, αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, αλλά ακόμα και σε αυτές, η φούσκα που δημιουργήθηκε περιμένει να σκάσει.
Η στρατηγική αυτή αμηχανία στον τεχνολογικό και βιομηχανικό τομέα αντανακλάται στην κρίση στο πολιτικό με την τεράστια έλλειψη σε στρατηγική σκέψη στην κορυφή. Ούτε καν η αταβιστική επιστροφή στο εσωτερικό που είχε υποσχεθεί ο Τραμπ δεν ολοκληρώθηκε, λόγω των εσωτερικών ερίδων στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας των ΗΠΑ, όπου δεν υπάρχει ηγεμονική γραμμή (αυτό που λέμε «όραμα» για τη χώρα). Είναι τέτοια η αδιαφορία (ή η ανικανότητα να εφαρμοστεί το όποιο σχέδιο) για τον μακροπρόθεσμο ρόλο της υπερδύναμης, που ο Τραμπ αποχώρησε από μια σειρά στρατηγικές συμφωνίες που υπογράμμιζαν τον ρόλο των ΗΠΑ ως εγγυητή του διεθνούς συστήματος, υποτίθεται για να τις επαναδιαπραγματευτεί – αλλά αυτό το έκανε μόνο με μία από αυτές, τη NAFTA (και μάλιστα οι αλλαγές ήταν επουσιώδεις). Τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και τη συμφωνία για το κλίμα του Παρισιού ούτε καν υποκρίθηκε ότι τις ξαναδιαπραγματεύεται, απλώς βγήκε από αυτές κι έμεινε έξω. Επιπλέον ξεκίνησε έναν οικονομικό πόλεμο με την Κίνα, που όχι μόνο αποσταθεροποιεί το διεθνές σύστημα αλλά επίσης είναι ιδιαίτερα αμφίρροπη η εξέλιξή του (για να μην πούμε ότι το πιθανότερο είναι να τον χάσει). Αλλά τα πράγματα θα χειροτερέψουν άρδην τις επόμενες εβδομάδες λόγω της κορύφωσης που θα έχουμε με την επιδημία.
Η οποία επιδημία δεν πρόκειται να βοηθήσει τον Τραμπ. Η εκπληκτικά μυωπική και ηλίθια στάση της κυβέρνησής του στο ζήτημα είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Το αμερικανικό σύστημα υγείας είναι έτσι κι αλλιώς υπονομευμένο επειδή είναι βασισμένο στο κέρδος· η υγεία όμως, εάν μιλάμε για την υγεία του γενικού πληθυσμού και τη διατήρηση του επιπέδου ευεξίας του εργατικού δυναμικού μιας χώρας, είναι αναγκαστικά μη κερδοφόρα: Οι φτωχοί δεν μπορούν να πληρώσουν για ακριβές ιατρικές υπηρεσίες. Επειδή όμως η διατήρηση ενός επιπέδου υγείας έχει θετικές συνέπειες στην παραγωγικότητα της εργατικής τάξης και στην υπεραξία που θα αποσπάσει τελικά το κεφάλαιο, το μακροπρόθεσμο συμφέρον του τελευταίου είναι να υπάρχει αποτελεσματικό σύστημα υγείας. Αυτός είναι ο λόγος που τα συστήματα υγείας έχουν ακόμα και σήμερα δεσπόζουσα κρατική συνιστώσα σε σχεδόν όλες τις άλλες χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Το αμερικανικό σύστημα υγείας έχει πολύ μικρές δυνατότητες να υποστηρίξει ένα κύμα ασθενών με COVID-19, εκτός κι αν υπάρξει μια γιγαντιαία κινητοποίηση: Δωρεάν τεστ (ώστε να βρεθούν και να απομονωθούν οι φορείς πριν προλάβουν να κολλήσουν τους πάντες στον περίγυρό τους), επίταξη ιδιωτικών υποδομών (ώστε να μπορέσουν να αποδοθούν κρεβάτια και ΜΕΘ σε αυτούς που έχουν ανάγκη και όχι σε αυτούς που μπορούν να πληρώσουν), παροχή αδειών (σε μια χώρα που σχεδόν δεν υπάρχει πληρωμένη άδεια ή πληρωμένη άδεια ασθενείας), κλείσιμο σχολείων και μέριμνα για τους γονείς ώστε να μπορούν να προσέχουν τα παιδιά (ανύπαρκτο ως ιδέα στις ΗΠΑ) κ.λπ. Στη «σοσιαλιστική» Κίνα δεν υπάρχει κρατικός τομέας περίθαλψης, την περίθαλψη την πληρώνει ο ασθενής· όμως όσοι νόσησαν με COVID-19 δεν πλήρωσαν. Μια άλλη χώρα με ιδιωτικοποιημένο σύστημα, η Ν. Κορέα, έχει ώς τώρα καταφέρει με κάποια σχετική επιτυχία να περιορίσει την επιδημία εφαρμόζοντας τα παραπάνω. Για παράδειγμα, κάνει περίπου 10.000 δωρεάν τεστ τη μέρα (τα τεστ έχουν ένα σοβαρότατο κόστος που δεν μπορούν να το σηκώσουν όσοι δεν είναι πλούσιοι), ώστε είχε κάνει συνολικά περίπου 5000 τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκων μέχρι τις 13.3.
Στις ΗΠΑ πάλι, μόλις τον Φεβρουάριο, ο Τραμπ καυχιόταν για τις τεράστιες περικοπές που είχε πετύχει στους οργανισμούς υγείας σε αμερικανικό έδαφος: «Είμαι επιχειρηματίας. Δεν μ’ αρέσει να έχω χιλιάδες ανθρώπους γύρω όταν δεν τους χρειαζόμαστε. Όταν τους χρειαστούμε, μπορούμε να τους πάρουμε πίσω πολύ γρήγορα». Ορίστε, Ντόναλντ, τώρα τους χρειάζεσαι, γιατί δεν τους ξαναπαίρνεις; Τη δεύτερη βδομάδα του Μάρτη το CDC, το κρατικό κέντρο για έλεγχο και πρόληψη των λοιμωδών, έκανε 77 τεστ. Όχι 77 χιλιάδες αλλά 77, ολογράφως εβδομήντα επτά τεστ. Συνολικά στις ΗΠΑ μέχρι τις 13.3 έχουν γίνει περίπου 68 τεστ ανά εκατομμύριο κατοίκων (https://ourworldindata.org/covid-testing).
Παρένθεση: Στη θωρακισμένη και πανέτοιμη χώρα μας γίνονται τεστ μόνο σε ανθρώπους που ήδη ασθενούν, ώστε να γίνει καθαρό ότι πρόκειται για SARS-CoV-2 (τον ιό που προκαλεί COVID-19) και όχι για κάτι άλλο. Βέβαια, ο πρωθυπουργός μας και η οικογένειά του το έκαναν το τεστ καλού κακού κι ας μην είναι ασθενείς. Είναι αρνητικοί, μην ανησυχείτε. Επίσης, το κόστος είναι από 150 ως 300 ευρώ ανά τεστ και το πληρώνει ο ασθενής. Το αποτέλεσμα είναι, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η Ελλάδα να μη βρίσκεται καν μεταξύ των στατιστικών για τεστ που εκδίδει ο ΠΟΥ, αν και έχουν ληφθεί 3.400 δείγματα. Η κυβέρνηση των αρίστων θέλει να σπάσει ρεκόρ μολύνσεων με τη δοκιμασμένη μέθοδο της εγκληματικής νεοφιλελέ ηλιθιότητας.
Μέχρι λοιπόν και τη δεύτερη εβδομάδα του Μάρτη, όταν είχε γίνει πλέον προφανές ότι η επιδημία ήταν κοντά στο σημείο να γονατίσει το ούτως ή άλλως χαμηλής ικανότητας σύστημα των ΗΠΑ, η σιχαμερή γουστέρα με νοημοσύνη καθυστερημένου φιδιού (δηλητηριώδους όμως) που (νομίζει ότι) κυβερνά την υπερδύναμη προσπαθούσε όσο μπορούσε να πείσει ότι δεν υπάρχει θέμα με τον SARS-CoV-2, ότι είναι fake news, ότι η χώρα είναι θωρακισμένη, «να, δείτε, δεν κάνω τεστ» κ.λπ. Μετά, όταν έγινε σαφές το μέγεθος του κινδύνου, τα πρώτα μέτρα που σε κατάσταση εμφανούς πανικού πάρθηκαν ήταν καταγέλαστα. Απειλές στην Κίνα, επειδή τάχα φταίει για την εξάπλωση του ιού, γενικόλογες εξαγγελίες που ούτε την αντιμετώπιση του ιού ούτε όμως και τη «σταθεροποίηση» της οικονομίας βοηθούν, καθώς και απαγόρευση πτήσεων και εμπορευματικών ροών από την Ευρώπη – αλλά όχι το Ηνωμένο Βασίλειο: λες και δεν υπάρχουν τρένα που να συνδέουν την ήπειρο με το νησί. (Και επίσης, όπως έγραψε στο Twitter μια Τσερόκι ακτιβίστρια: «Κοίτα να δεις, υποστηρίζω πλήρως την απαγόρευση ταξιδιών από την Ευρώπη για να προληφθεί η εξάπλωση επιδημιών. Νομίζω όμως το μέτρο άργησε κατά 528 χρόνια».)
Είναι προφανές ότι αυτή η στάση βαθιάς αδιαφορίας αν όχι στοχευμένης εχθρότητας για τις κατώτερες τάξεις, έχει ήδη χειροτερέψει τα πράγματα. Οι σπασμωδικές κινήσεις που θα ακολουθήσουν μαζί με τη διοικητική ανικανότητα που διακρίνει συχνά τη φανφαρόνικη ακροδεξιά σε περιόδους κρίσεων και το διαλυμένο λόγω περικοπών κράτος («επιτελικό» κράτος σημαίνει: διάλυση αυτών ακριβώς των κρατικών υπηρεσιών και υποδομών που σκοπό είχαν την ⎼όποια⎼ εξυπηρέτηση λαϊκών αναγκών), όλα αυτά δεν θα έχουν ευχάριστα αποτελέσματα για τους Αμερικανούς, είτε ψήφισαν υπέρ ή κατά του Τραμπ. Θα είναι αρκετές χιλιάδες τα θύματα της ασθένειας που θα μπορούσαν να αποφευχθούν.
Προκειμένου οι τράπεζες να μην πάθουν τίποτα, η FED ανακοίνωσε ότι γι’ αυτές υπάρχουν 1,5 τρισ. δολάρια που λόγω του κορονοϊού τις περιμένουν ζεστά ζεστά στην αγορά των repos για να καλύψουν τα όποια προβλήματα μπορεί να έχουν. Οι «επενδυτές» αδιαφόρησαν παγερά (μόνο 120 δισ. διατέθηκαν) και το μαντείο του χρηματιστηρίου της Ν. Υόρκης έπεσε γι’ άλλη μια φορά στα τάρταρα. Την άλλη μέρα, η FED ανακοίνωσε ότι θα δοκιμάσει να συνεχίσει την ποσοτική χαλάρωση. Οι «επενδυτές» αυτή τη φορά έτρεξαν (αλλά ο Dow Jones πάλι έπεσε). Με λίγα λόγια, μία έτσι, μια αλλιώς, ούτε οι ίδιοι ξέρουν τι να κάνουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η FED είναι διαρκώς διαθέσιμη, δηλώνοντας: «Λεφτά υπάρχουν! (για τους τραπεζίτες, όχι τους άλλους)». Ναι, αλλά είναι πολύ πιθανό να μη φτάσουν: Η μόχλευση των μεγάλων εταιρειών ξεπερνά τα 10 τρισ. δολάρια, οι μεγάλες εταιρείες έπειτα από χρόνια αποεπένδυσης και επαναγοράς ιδίων μετοχών (που ήταν πολύ πιο κερδοφόρα απασχόληση από την ίδια την παραγωγή προϊόντων) βρίσκονται κοντά σε επίπεδο χρεοκοπίας. Η εξέλιξη της επιδημίας μπορεί να τους επιφυλάσσει ιδιαίτερα οδυνηρές εκπλήξεις. Στο μεταξύ το ξεπούλημα μετοχών και η τακτική «πάρε τα λεφτά και τρέχα» θα είναι ο κανόνας. Το επόμενο δίμηνο είναι κρίσιμο.
Παλεύοντας με τα κύματα της μόλυνσης
Η Ε.Ε. και ειδικότερα η Ευρωζώνη βρίσκονται μπροστά σε μια κρίση που γι’ άλλη μια φορά θα αγγίξει τον υπαρξιακό πυρήνα της. Ήδη πριν από την επιδημία τα πράγματα ήταν μάλλον άσχημα, με τη Γερμανία (και γενικά όλη την Ε.Ε.) να πηγαίνει προς ύφεση, ταυτόχρονα με μια μακρόχρονη πολιτική κρίση. Η τελευταία είναι ξανά αποτέλεσμα της έλλειψης οποιουδήποτε στρατηγικού σχεδίου για το τι θα γίνει με το παραγωγικό μοντέλο όπως και στις ΗΠΑ, όμως εδώ τα πράγματα είναι χειρότερα λόγω της ευρωπαϊκής δομής: Ζητήματα όπως ποια είναι η σχέση του γερμανικού κεφαλαίου με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κεφάλαια των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο ηγέτης, αν, πόσο και ποιον χρηματοδοτούμε κ.λπ., δεν έχουν βρει κανενός είδους απάντηση.
Καθώς οι παραγωγικές αλυσίδες σταματούν, και η οικονομική δραστηριότητα φρενάρει απότομα, θα δούμε την πλήρη πολιτική γύμνια αυτής της ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης που λέγεται Ε.Ε. Οι ασφυκτικά νεοφιλελέ συνθήκες που καθορίζουν την ένωση φτάνουν πλέον στα όρια της ιδεολογικής τους γελοιότητας· γιατί για γελοιότητα μιλάμε όταν κυβερνήσεις «σοβαρών» ιμπεριαλιστικών κρατών δένουν οι ίδιες τα χέρια τους συμφωνώντας σε μέτρα για τα ελλείμματα (η Γερμανία τα απαγορεύει στο σύνταγμά της) κ.λπ., απλώς και μόνο για να σιγουρέψουν ότι δεν θα υπάρξουν ούτε κάποια ψίχουλα που θα διαρρεύσουν προς τα λαϊκά τους στρώματα, τα οποία, ως μη «λαϊκιστές» και άριστοι, τα απεχθάνονται. Κι όμως τώρα είναι η στιγμή, από την πλευρά του κεφαλαίου μιλώντας, για ηχηρή παρέμβαση του κράτους.
Η πανδημία προκαλεί κρίση στην προσφορά και μάλιστα όχι στις τιμές (όπως π.χ. όταν έχουμε πετρελαϊκή κρίση κ.λπ.) αλλά στην ίδια την παραγωγή. Τα κινέζικα εργοστάσια σταμάτησαν να δουλεύουν, έστω και παροδικά, άρα η προσφορά στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ σταμάτησε κι αυτή ξαφνικά, όχι λόγω τιμών, αλλά επειδή δεν υπάρχουν εμπορεύματα. Και δεν μιλάμε μόνο για κρίση στην προσφορά καταναλωτικών αγαθών (τηλεφώνων, ηλεκτρονικών κ.λπ.) αλλά και στην προσφορά ενδιάμεσων προϊόντων που χρειάζονται τα εργοστάσια για να λειτουργήσουν· π.χ. μπαταρίες και ανταλλακτικά για αυτοκίνητα, υπολογιστές, χημικά, φάρμακα. Το 80% των πρώτων υλών για τα φάρμακα που παράγονται στις ΗΠΑ προέρχονται από την Κίνα και αντίστοιχα είναι τα νούμερα στην Ευρώπη. Το αποτέλεσμα είναι το σταμάτημα των εργοστασίων και στη Δύση. Η κυβέρνηση, πραγματική ή οιονεί όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί πάντα να καλύψει παροδικές δυσλειτουργίες, π.χ. με μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους των επιχειρήσεων ή των ασφαλιστικών εισφορών κ.λπ. Αυτό θα το κάνει. Πράγματι ήδη η γερμανική κυβέρνηση υποσχέθηκε «απεριόριστη ρευστότητα» (το «μεγάλο μπαζούκα» το είπε ο ΥΠΟΙΚ) για τις γερμανικές επιχειρήσεις που χτυπάει ο SARS-CoV-2, ξεχνώντας ελλείμματα, συνταγματικά χαλινάρια, ηθικούς κινδύνους, ευρωπαϊκές συνθήκες κ.λπ.
Όμως το κύριο πρόβλημα δεν είναι το σοκ της προσφοράς αλλά το δευτερογενές σοκ στη ζήτηση όταν οι εργαζόμενοι θα απολυθούν ή θα μπουν σε αναγκαστική άδεια χωρίς αποδοχές λόγω του κλεισίματος ή της υπολειτουργίας των επιχειρήσεων. Φυσικά αυτό το σοκ θα πολλαπλασιαστεί από την ίδια την πανδημία, που θα κλείσει και αυτή επιχειρήσεις. Ξαφνικά μια σειρά από εγχώρια προϊόντα και υπηρεσίες δεν γίνεται να αγοραστούν από εργαζομένους, επειδή δεν θα έχουν μισθούς ή επειδή απαγορεύεται για λόγους υγείας (αναγκαστικό κλείσιμο καταστημάτων κ.ο.κ.). Το κράτος (και η Ε.Ε.) έχει κάθε ευχέρεια να καλύψει ένα τμήμα αυτού του κενού ζήτησης μέχρι να λήξει ο συναγερμός, καλύπτοντας τους άνεργους, πληρώνοντας τις άδειες, δημιουργώντας νέες δραστηριότητες κ.λπ. Αλλά δεν θα το κάνει – επιβαρύνοντας έτσι τη θέση των κατώτερων στρωμάτων (και ενδεχομένως, ανάλογα και με την εξέλιξη της κρίσης, επιβαρύνοντας τελικά και τη θέση του κεφαλαίου).
Έτσι τώρα βρισκόμαστε σε μια συνθήκη που τα άμεσα και στοχευμένα δημοσιονομικά μέτρα (και τα οποία βέβαια θα προκαλούσαν ελλείμματα, εννοείται) θα ήταν ένα εργαλείο για την κάποια επιβράδυνση της καταστροφής, εργαλείο που, έτσι που τα έχουν καταφέρει με την απαγόρευση των ελλειμμάτων αλλά και τον δυσκοίλιο τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις στο ευρωτσίρκο, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ενεργοποιηθεί (αν είναι να καλύψει λαϊκές ανάγκες, μην ξεχνιόμαστε). Η Λαγκάρντ (Madame la Gaffe τη λέγανε όταν ήταν υπουργός του Σαρκοζύ) ως πρόεδρος της ΕΚΤ ασαφείς μόνο δηλώσεις έκανε για τις προθέσεις του οργανισμού να υποστηρίξει την Ε.Ε. στην ώρα της ανάγκης και βύθισε και τα ιταλικά ομόλογα πάνω στον μεγάλο πανικό· βγήκε και ζήτησε και συγγνώμη μετά! Καμία σχέση με το «whatever it takes» του Ντράγκι, γιατί τότε το ζήτημα ήταν νομισματικό και καθόλου δεν αφορούσε κατώτερες τάξεις, άρα ο Ντράγκι μπορούσε να είναι large. Τώρα που αφορά όχι μόνο το κεφάλαιο αλλά και τις κατώτερες τάξεις, τα μασάμε. Μέτρα τελικά θα ληφθούν, αλλά κρίνοντας από την ιστορία θα είναι πολύ λίγα, πολύ αργά.
Το ελάχιστο που απαιτείται για να ελεγχθεί η εξάπλωση του ιού και να καλυφθούν μετά σε έναν βαθμό τα οικονομικά κενά είναι ένα ποσό της τάξης του 1-2% του ΑΕΠ της Ε.Ε. (ίσως και αρκετά παραπάνω). Την ίδια στιγμή η Ιταλία δηλώνει ότι θα κάνει μια δημοσιονομική «ένεση» της τάξης του 0,3% του ιταλικού ΑΕΠ. Η Γερμανία, χωρίς να αισθάνεται το μέγεθος της γελοιότητας, δήλωσε από την πλευρά της ότι θα ξεκινήσει ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα του τιτανομεγιστοτεραστιοαντιιικού ύψους των 275 εκατ. ευρώ, ήτοι 0,008% του ΑΕΠ της. Σιγά ρε παιδιά, μην ξοδεύεστε. [Αν η ελληνική κυβέρνηση είχε χιούμορ, θα προσφερόταν να συνεισφέρει αυτή το ποσόν, σε ένδειξη κοινοτικής αλληλεγγύης στους Γερμανούς.] Ψίχουλα για την προστασία των φτωχότερων, «απεριόριστη ρευστότητα» και μπαζούκα για τις γερμανικές επιχειρήσεις. Εδώ κινδυνεύουν οι επιχειρήσεις μας, τους ανθρώπους θα κοιτάμε;
Όλα αυτά χωρίς να λογαριάσουμε την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι ιταλικές τράπεζες με συνολικό χρέος που υπολογίζεται στο ασύλληπτο 1,5 τρισεκατομμύριο ευρώ: Σε περίπτωση που το χρέος αυτό σκάσει, δεν είναι καθόλου σαφές ποιος και πώς θα τις συγκρατήσει από το να τραβήξουν μαζί τους στο χάος όλη την Ευρωζώνη. Οι Κινέζοι, που αν πιστέψουμε όσα λένε έχουν καταφέρει να επιβραδύνουν σοβαρά την επιδημία, έκαναν άθελά τους μαύρο χιούμορ με την κατάσταση της Ε.Ε. όταν έστειλαν εντελώς δωρεάν στην Ιταλία μια ομάδα γιατρών με φάρμακα για να βοηθήσει την τραγική, ανεξέλεγκτη κατάσταση εκεί.
Παρά τα προβλήματά της και την εντελώς ακατάλληλη ηγεσία τους, οι ΗΠΑ είναι σε θέση λόγω των (έστω και αποδιαρθρωμένων) κεντρικών μηχανισμών που είναι σε (υπο)λειτουργία να δράσουν άμεσα για να απαλύνουν το κόστος σε ζωές της επιδημίας και μετά να ρίξουν χρήμα για να κλείσουν κάποιες πληγές. Στην Ευρώπη τέτοιοι μηχανισμοί δεν υπάρχουν και κανείς δεν θα βρεθεί να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία τους. Αν και είναι νωρίς ακόμη, είναι εύκολο όμως να προβλέψουμε ότι τελικά η κρίση (πέρα από τις άσχημες συνέπειες για τις κατώτερες τάξεις) θα μετατραπεί και αυτή σε μια μάχη χαρακωμάτων μεταξύ εθνικών φατριών που θα αυτοχαρακτηρίζονται φιλοευρωπαϊκές για το ποιος θα προστατέψει τα εθνικά κεφάλαιά του καλύτερα από τους άλλους φιλοευρωπαϊστές, με περαιτέρω αποδιαρθρωτικές συνέπειες (μετά την έξοδο δηλαδή της Βρετανίας). Ήδη, στο πλαίσιο της κοινοτικής αλληλεγγύης, η κατά τεκμήριο φιλοευρωπαϊκή γερμανική κυβέρνηση απαγόρευσε την εξαγωγή ειδών ιατρικής προστασίας όπως μάσκες, ανεξάρτητα από το αν αυτές είναι απαραίτητες ή όχι στους άλλους φιλοευρωπαϊστές. Η ευρωζώνη μόνο σαν ένας ενιαίος πολιτικός και οικονομικός οργανισμός δεν λειτουργεί, αλλά δυστυχώς, έτσι όπως είναι η κατάσταση, δεν μπορεί και να διαλυθεί χωρίς τεράστια κόστη.
Ο έρωτας (για το πετρέλαιο) τον καιρό της χολέρας
Και μέσα σε όλο αυτό το επεκτεινόμενο έρπον χάος, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία αποφάσισαν να κηρύξουν πόλεμο τιμών η μία στην άλλη. Να ξεκαθαρίσουμε ότι, παρά τον κλαυθμό και τον οδυρμό των αξιόπιστων μέσων μας, η μείωση των τιμών είναι καλή για τα φτωχότερα στρώματα (και κακή για το περιβάλλον). Βέβαια, παρά τη σοβαρή πτώση των τιμών, η μείωση στην αντλία δεν θα είναι σημαντική, λόγω του ότι το μεγαλύτερο τμήμα της τιμής είναι οι παράλογοι φόροι.
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι διαφωνίες των δύο κρατών οδηγούν σε πτώση τις τιμές. Μάλιστα τη δεκαετία του ’80 η επιθετική τιμολόγηση της Σαουδικής Αραβίας ήταν πλήγμα για την οικονομία της ΕΣΣΔ κι ένας από τους λόγους για την κατάρρευσή της.
Στην τρέχουσα συγκυρία, η πανδημία προκάλεσε πτώση της κατανάλωσης πετρελαίου σε όλον τον πλανήτη (είναι και αυτό ένα σοκ ζήτησης). Η Σαουδική Αραβία, η μεγαλύτερη εξαγωγός πετρελαίου, ζήτησε από τις άλλες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες να μειώσουν την παραγωγή προκειμένου να κρατηθούν οι τιμές. Η Ρωσία, η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγός, αποφάσισε ότι οι προτάσεις του Ριάντ ήταν προσβλητικές και δήλωσε ότι αντί να περιορίσει, θα αυξήσει την παραγωγή της. Το Ριάντ απάντησε κι αυτό με απελευθέρωση της παραγωγής και οι διεθνείς τιμές κατέρρευσαν.
Η χορογραφία που οδήγησε σε αυτό το αποτέλεσμα, εκτός του ότι δεν έχει τελειώσει (αναμένονται κι άλλες διαβουλεύσεις στις 18 Μαρτίου), είναι και εξαιρετικά περίπλοκη. Για αρχή, η Ρωσία έχει λόγους να είναι δυσαρεστημένη από την καθόλου συνεργατική στάση της Σαουδικής Αραβίας, τόσο σε ζητήματα τιμών όσο όμως και σε ζητήματα αμοιβαιοποίησης των επενδύσεων στον πετρελαϊκό τομέα, αγορών οπλικών συστημάτων (που για τη Ρωσία είναι κρίσιμος παράγοντας) και τέλος την εξαιρετικά αποσταθεροποιητική στάση του Ριάντ στα γεωπολιτικά της Μέσης Ανατολής. Βέβαια και οι χώρες του OPEC έχουν λόγους να είναι δυσαρεστημένες από την προσβλητική απαίτηση της Ρωσίας οι τεράστιες ποσότητες μαζούτ που παράγει δευτερογενώς να μη θεωρούνται πετρέλαιο και να μη λογαριάζονται στις διαπραγματεύσεις, επειδή λέει δεν είναι προϊόν άντλησης.
Από την άλλη τώρα, στο Ριάντ επικρατεί το χάος. Ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν αλ Σαούντ, ο διάδοχος, κάνει κουμάντο εκεί, δεδομένου ότι ο μπαμπάς του, ο «Βασιλεύς και Πρωθυπουργός και Φύλαξ των Δύο Ιερών Τεμενών της Μέκκας και Μεδίνας» Σαλμάν μπιν Αμπουλαζίζ, τα έχει χαμένα και είναι εντελώς γκαγκά. Ο νεαρός, δυναμικός, ωραίος και εντελώς αυτοδημιούργητος πρίγκηψ, εκπρόσωπος μίας από τις πολλές φατρίες της οικογένειας των Σαούντ που, ελέω Αλλάχ και Αμερικανών, κυριολεκτικά κατέχουν τη «Σαουδική» Αραβία, έχει πέραν αμφιβολίας αποδείξει την πλήρη ανικανότητά του να είναι επικεφαλής της χώρας, κάνοντας παντού δυναμικές κινήσεις απίστευτης ωμότητας αλλά και αναποτελεσματικότητας. Οι επεκτατικές κινήσεις περιορισμού του Ιράν έχουν ήδη ηττηθεί (στη Συρία) ή πρόκειται να ηττηθούν σύντομα (Υεμένη), αφήνοντας πίσω τους όμως εκατόμβες νεκρών, ερείπια και χρέη. Επίσης όλες αυτές οι κινήσεις έχουν πολιτικό αντίκτυπο στο εσωτερικό (από τις άλλες φράξιες των Σαούντ), αδυνατούν να δώσουν διέξοδο σε έναν εξαιρετικά νεανικό πληθυσμό που ζει διεφθαρμένος από τα πετρελαϊκά έσοδα – και φυσικά, όπως όλες οι πολεμικές περιπέτειες, έχουν οι ίδιες ένα τεράστιο οικονομικό κόστος.
Το Ριάντ είναι σε τραγική οικονομική κατάσταση και χρειαζόταν άνοδο των τιμών για να κλείσει τρύπες. Η άρνηση της Ρωσίας να συνεργαστεί είχε το ίδιο αποτέλεσμα σε αυτόν τον ανίκανο και διεφθαρμένο εσμό που είχε και ο θυμός στον αγά της παροιμίας: Σπασμωδική απόφαση για απελευθέρωση των τιμών προς τα κάτω, σε μια στιγμή που η Σαουδική Αραβία δεν είναι σε θέση να αντέξει μια παρατεταμένη περίοδο χαμηλών τιμών. Αυτός είναι εξάλλου ο λόγος που η ανακοίνωση του πολέμου τιμών ήρθε μαζί με ένα ακόμα κύμα συλλήψεων μελών της βασιλικής οικογένειας, ώστε να σταθεροποιηθεί η εξουσία του σαδιστή και ανίκανου αλλά επίσης «μεταρρυθμιστή» και «προοδευτικού» (επειδή κάνει τα χατίρια των Αμερικάνων) πρίγκιπα.
Η Ρωσία, χωρίς να είναι και καμιά οικονομική υπερδύναμη, είναι σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Έχοντας σε έναν βαθμό αντισταθμίσει τις συνέπειες των Αμερικανικών κυρώσεων, μπορεί να αντέξει ίσως ένα σχετικά παρατεταμένο διάστημα χαμηλών τιμών. Βέβαια, η Ρωσία έχει λιγότερο διαφοροποιημένο πελατολόγιο από τη Σαουδική Αραβία. Η πρώτη έχει την Ευρώπη (με τη Γερμανία καλύτερο πελάτη) και την Κίνα, η δεύτερη έχει πελάτες παντού. Άρα μια πτώση της κατανάλωσης τοπικά λόγω του ιού στην Ευρώπη θα επηρεάσει περισσότερο τη Μόσχα παρά το Ριάντ.
Έτσι κι αλλιώς όμως, η πτώση της κατανάλωσης προβλέπεται να είναι επικών διαστάσεων παντού, ακόμα κι αν είναι περιορισμένης διάρκειας. Επομένως η Ρωσία βλέπει ένα παράθυρο ευκαιρίας εδώ (εφόσον συνεχιστεί η διαμάχη, πράγμα που θα αποφασιστεί σύντομα) όχι μόνο να δώσει ένα μάθημα στον συνονόματο του προφήτη πρίγκιπα, αλλά και να πάρει τη ρεβάνς για την εξαιρετικά επιθετική στάση των ΗΠΑ. Οι κυρώσεις της τελευταίας στον ρωσικό πετρελαϊκό τομέα περιλαμβάνουν επενδύσεις μεταφοράς στη Γερμανία και ισχυρή πολιτική πίεση στους Ευρωπαίους να προτιμήσουν αμερικάνικα αέρια από (φτηνότερα) ρώσικα. Πτώση ταυτόχρονα και των τιμών και της κατανάλωσης, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να πιέσεις για σκάσιμο της τεράστιας φούσκας του σχιστολιθικού πετρελαίου.
Στο πλαίσιο τέλος της υποχώρησης των ΗΠΑ από τον ρόλο τους σε μια σειρά μέτωπα, μεταξύ των οποίων και η Μέση Ανατολή, δεν μπορούμε παρά να δούμε με πολλή προσοχή το περιστατικό με τη δολοφονία του Κασέμ Σολεμαϊνί, διοικητή του σώματος αλ Κουντς του Ιράν (βασικά των ειδικών δυνάμεων της χώρας), στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης στις 3.1. Ο Σολεϊμανί χτυπήθηκε από αμερικανικό drone. Μαζί του σκοτώθηκε και ο Αμπού Μαχντί αλ Μουχαντίς, αρχηγός των Μονάδων Λαϊκής Κινητοποίησης, σιιτικού σώματος που υπάγεται στις ένοπλες δυνάμεις του Ιράκ. Να σημειώσουμε ότι οι σιίτες είναι πλειοψηφία στο Ιράκ, το οποίο είναι επίσης κατά πλειονότητα αραβικό. Ο Σολεϊμανί ήταν μια εξαιρετικά κομβικής σημασίας προσωπικότητα πολύ ψηλά στην ιρανική ιεραρχία, με στρατηγική σκέψη και ιδιαίτερα ψηλή αναγνωρισιμότητα στους σιιτικούς και όχι μόνο πληθυσμούς. Ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση των ιρανικών δικτύων από τα σύνορα με το Ιράκ μέχρι τη Συρία και τον Λίβανο, για την οργάνωση επιθέσεων κατά Αμερικανικών και Ισραηλινών στόχων και ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες πίσω από την ήττα των ισλαμιστών σε Ιράκ και Συρία. Λέγεται επίσης ότι ήταν αυτός που έπεισε τους Ρώσους να επέμβουν στη Συρία.
Το γεγονός της δολοφονίας είναι αξιομνημόνευτο λόγω της στρατηγικής σκέψης που δείχνει παραδόξως (ή ίσως κατά λάθος;) να έχει πίσω του. Πράγματι, αν υποθέσουμε ότι στρατηγικός ορίζοντας των ΗΠΑ είναι είτε ο περιορισμός ή, αν αυτός αποδειχθεί αδύνατος, η στρατιωτική σύγκρουση με το Ιράν, τότε η δολοφονία του Σολεϊμανί ήταν μια πράγματι πολύ επιτυχημένη επιχείρηση σε αυτή τη κατεύθυνση.
Αρχικά υπάρχει εδώ ένα σαφές μαφιόζικο μήνυμα τρομοκράτησης στις ηγεσίες των σιιτών και όχι μόνο: «Αν πετύχαμε τον καλύτερα φυλαγμένο στρατιωτικό σας αρχηγό, τότε μπορούμε να πετύχουμε όποιον θέλουμε, όταν θέλουμε – και το “διεθνές δίκαιο” σας το χαρίζουμε».
Πιο σημαντική τακτικά και στρατηγικά είναι η απαλοιφή ενός κρίσιμου κρίκου (λόγω του ειδικού του πολιτικού βάρους) στα σιιτικά δίκτυα. Μένει να δούμε αν το Ιράν θα μπορέσει (και πότε) να αναπληρώσει το κενό που αφήνει ο θάνατός του στην άσκηση αυτού του τύπου ένοπλης διπλωματίας και αν θα μπορέσουν να πετύχουν τον δικό τους στόχο της εκδίωξης των Αμερικανών από τη Μέση Ανατολή, στόχο που σε μεγάλο βαθμό υποστήριζε ο μακαρίτης.
Τέλος ο Σολεϊμανί ήταν κρίσιμος για την ενότητα και σταθερότητα του Ιράκ. Και αυτό επειδή η εμφανής ανικανότητα των Ιρανών να δημιουργήσουν μια αποτελεσματική κυβέρνηση στη χώρα έχει οδηγήσει σε κύμα διαμαρτυριών εναντίον τους. Οι Ιρακινοί σιίτες είναι Άραβες, άρα υπάρχουν ταυτόχρονα δύο τάσεις στο εσωτερικό τους. Ως σιίτες διάκεινται φιλικά ως προς το Ιράν λόγω θρησκευτικού εθνικισμού· ως Άραβες όμως, σε περιβάλλον ανόδου του αραβικού εθνικισμού, διαπερνώνται ταυτόχρονα από τάσεις αντιπαλότητας με το Ιράν, το οποίο είναι οιονεί δύναμη κατοχής στο Ιράκ. Ο Σολεϊμανί είχε τη φήμη του αδιάφθορου ιδεαλιστή ήρωα, επομένως ήταν σε έναν βαθμό εγγυητής ενότητας στην πάλη με τον κοινό εχθρό (τις ΗΠΑ). Η απαλοιφή του μαζί με την ηγεσία των Ιρακινών ένοπλων σιιτών αυξάνει την περιπλοκότητα των σχέσεων και τις διαιρέσεις μεταξύ των διαφόρων ομαδοποιήσεων στο Ιράκ. Οι Αμερικανοί υπολογίζουν ότι το ακόμα χειρότερο χάος που θα υπάρξει στο Ιράκ, αυτό θα γίνει μια παγίδα όπου το Ιράν θα κατασπαταλήσει πολιτικό και στρατιωτικό δυναμικό στο άμεσο μέλλον.
Φυσικά, η αμερικανική νίκη είναι αδύνατη και το γνωρίζουν. Και αυτό επειδή ο εισβολέας πρέπει να νικήσει, ενώ ο αμυνόμενος αρκεί να μη χάσει. Οι Αμερικάνοι σε στρατιωτική εμπλοκή θα χρειαστεί να εισβάλουν και να καταλάβουν πλήρως τα εδάφη της τεράστιας αυτής χώρας. Αντίθετα, οι Ιρανοί έστω και με απώλειες, έστω και κάνοντας αντάρτικο πίσω από εχθρικές γραμμές (όπως κάνουν και τώρα με επιτυχία στο Ιράκ) αρκεί να διατηρούν τμήμα των εδαφών τους για να συντηρούν ζωντανό τον αγώνα τους. Η Αμερική συνεχίζει λοιπόν να παίζει το παιχνίδι του χάους: Αυξάνουν την αναταραχή ώστε κανείς από τους παίκτες να μην μπορεί να επιτύχει τους στρατηγικούς του στόχους και ταυτόχρονα ελπίζουν να παρέμβουν στις αντιθέσεις των ντόπιων, μην αφήνοντάς τους να συνασπιστούν και παρατείνοντας έτσι την παρουσία τους στη στρατηγική αυτή περιοχή – σ’ αυτό το παιχνίδι φυσικά θα χαθούν πολλές ζωές, αλλά ποιος νοιάζεται για τέτοιες λεπτομέρειες;
Αρρωσταίνοντας στο Αιγαίο
Η Ελλάδα έχει μπροστά της ένα πολύ δύσκολο διάστημα. Μάλιστα θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι ήδη πριν από την επιδημία, το τελευταίο τρίμηνο του 2019 τα νούμερα ήταν απρόσμενα κακά ακόμα και για όσους δεν έβλεπαν αναπτυξιακή δυναμική στη χώρα. Άνοδος μόλις 1,9% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση, 1% σε τριμηνιαία βάση σε σχέση με το 4ο τρίμηνο 2018, μείωση κατά 0,7% αν συγκριθεί με το 3ο τρίμηνο 2019 και, το χειρότερο, αποεπένδυση, ακαθάριστο σχηματισμό κεφαλαίου που μειώθηκε κατά 9,7%. Για τους άριστους που θα έφερναν κατακλυσμό επενδύσεων, θα έβαζαν τις μπουλντόζες στο Ελληνικό και θα ανέβαζαν την οικονομία «μας» πάνω από 2%, αυτά δεν είναι νέα, είναι σφαλιάρα σβουριχτή. Είναι προφανές ότι το 2020, αν συνυπολογίσουμε την αναγκαστική μείωση της κατανάλωσης, την πιθανή κατάρρευση του τουρισμού και των εξαγωγών (η Ιταλία είναι ο κυριότερος πελάτης της εδώ βιομηχανίας) θα είναι έτος κρίσης για τη χώρα – με την εξαίρεση βέβαια του τομέα της βιομηχανίας χαρτιού υγείας, που θα εκτιναχτεί. Με δεδομένο ότι δεν είχαμε ακόμα ξεπεράσει την προηγούμενη, που ήταν η χειρότερη κρίση στην ιστορία του αναπτυγμένου καπιταλισμού, είναι προφανές ότι τα πράγματα είναι μάλλον άσχημα.
Όπως κι αν έχει, στο καλό σενάριο, ο ιός φεύγει γρήγορα και ακολουθεί γρήγορη ανάκαμψη, οι τουρίστες προλαβαίνουν το καλοκαίρι, ελάχιστες επιχειρήσεις χρεοκοπούν, το χρηματιστήριο πιάνει τις 1.200 μονάδες και θα ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ακόμα λοιπόν και σε αυτό το σενάριο, είναι βέβαιο ότι η χρονιά δεν θα φύγει με θετικό συνολικό πρόσημο. Επομένως, με το οικονομικό χαρτί να είναι καμένο, το μόνο χαρτί που έχει μείνει στα χέρια της κυβέρνησης προκειμένου να πολώσει και να κρατήσει το κοινό της, αντίστοιχο με τα χαρτιά που χρησιμοποιούν όλες οι δεξιές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια, είναι το πολιτισμικό. Έτσι εξηγείται η σκλήρυνση στο μεταναστευτικό, σκλήρυνση που θα συνεχιστεί με τον έναν ή άλλο τρόπο το επόμενο διάστημα, αν και μόνο ρητορικά, επειδή ο SARS-CoV-2 θα αναλάβει να φυλάει τα σύνορα – και όχι μόνο τα ελληνικά.
Βέβαια σε αυτό δεν είμαστε μόνοι μας. Η Τουρκία αντιμετωπίζει βαθύτατες εσωτερικές αντιφάσεις που σκάνε σε περιβάλλον κρίσης και πανδημίας. Αν και οι (σωστές) κινήσεις της κυβέρνησης να ρίξει τα επιτόκια και να ρίξει χρήμα στην αγορά για να αναθερμάνει την οικονομία το 2019 είχαν κάποια πρώτα αποτελέσματα, αυτά ήταν εξαρχής υπονομευμένα από το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και τις δεσμεύσεις του ηγετικού κύκλου του Ερντογάν στα «νέα τζάκια» που αποτελούν το περιβάλλον του, τον ταξικό πυρήνα των συμφερόντων που τον στηρίζουν.
Η χώρα θα δει ένα δεύτερο κύμα αστάθειας σύντομα, πιθανώς μέσα στο δεύτερο εξάμηνο, ίσως και πιο νωρίς, ανάλογα και με την εξέλιξη της πανδημίας. Σε ένα τρομερά ρευστό διεθνές περιβάλλον, η Τουρκία είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη. Υψηλό ιδιωτικό χρέος το οποίο είναι σε δολάρια (100 δισ. για τους επόμενους 12 μήνες, τη στιγμή που η λίρα πέφτει), αδυναμία να κλείσει το χάσμα στο εξωτερικό ισοζύγιο παρά την πολύ καλή περσινή πορεία του τουρισμού (που μάλλον φέτος δεν θα είναι καλή έτσι όπως πάνε τα πράγματα), αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω κατανάλωσης (και όχι δυναμικού παραγωγικού μοντέλου), εξαντλούμενα συναλλαγματικά αποθέματα, συστηματικά υψηλή ανεργία γύρω στο 14%, μείωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Η οικοδομή που λειτούργησε ως κινητήρας της οικονομίας και πηγή πλουτισμού της οικογένειας Ερντογάν έχει τελειώσει, χρηματοδότη για να χτίσει τις ζώνες κατοχής στη Συρία δεν πρόκειται να βρει. Η αύξηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και των εξαγωγών ήρθαν βέβαια το τελευταίο τρίμηνο του 2019, όπως επίσης και η άνοδος του ΑΕΠ, αλλά σε στιγμή άσχημη: Σύντομα η βιομηχανική δραστηριότητα θα πέσει με την απώλεια εξαγωγικών προορισμών λόγω πανδημίας. Επίσης μια σειρά δραστηριότητες, όπως λ.χ. έσοδα από αεροπορικά ταξίδια, τουρισμό κ.λπ. θα καταρρεύσουν. Τέλος οι στρατιωτικές περιπέτειες στο εξωτερικό κοστίζουν ακριβά – και μάλιστα σε συνάλλαγμα.
Πολιτικά, το εσωτερικό μέτωπο είναι όλο και περισσότερο διαιρεμένο και δεν φαίνεται ικανό να αντιδράσει αποτελεσματικά στις προκλήσεις, που είναι τα οικονομικά ζητήματα, οι συνέπειες του ιού, το πάντα ανοιχτό κουρδικό ή τέλος το ζήτημα των προσφύγων το οποίο έχει τεράστια πολιτική σημασία. Το να γίνεται η βουλή πεδίο μάχης με μπουνιές και κλοτσιές δεν είναι δείγμα ότι στο πολιτικό επίπεδο τα πράγματα πάνε καλά.
Σε αυτά να προσθέσουμε τον εξωτερικό παράγοντα σε Συρία και Λιβύη, που για την ώρα τουλάχιστον δεν πάει καθόλου καλά. Ο Ερντογάν προσπαθεί να εφαρμόσει μια στρατηγική φυγής προς τα εμπρός: Αν καταφέρει να κερδίσει καθαρά σε ένα από τα μέτωπα που ανοίγει, ελπίζει να καταφέρει να «μαζέψει» και τα υπόλοιπα (και να γλιτώσει τη φυλακή αν ποτέ χάσει την εξουσία), αλλά ως τώρα και τέτοιο δεν φαίνεται να κερδίζει κάπου, ούτε όμως και να χάνει καταστροφικά.
Η Συρία είναι το μεγαλύτερο από τα τυχοδιωκτικά του στοιχήματα. Πρώτα να σημειώσουμε ότι η Ρωσία μπορεί να έχει τεράστιο στρατό και πυρηνικά, όμως επίσης απέχει πολύ από τη Συρία. Ο αεροπορικός ανεφοδιασμός είναι δύσκολος και ακριβός (και περνάει πάνω από την Τουρκία) και ο ναυτικός ανεφοδιασμός γίνεται μέσα από τα στενά του Βοσπόρου. Άρα η στρατιωτική θέση της Ρωσίας είναι σημαντικά πιο αδύναμη απ’ ό,τι γενικά νομίζεται. Η Τουρκία τώρα έχει τρία χαρακτηριστικά: Πρώτο το πλεονέκτημα της εγγύτητας σε σχέση με τη Ρωσία, δεύτερον έχει σαφώς δυνατότερο στρατό από της Συρίας και τρίτον έχει δική της στρατιωτική βιομηχανία, η οποία αν και με αδυναμίες είναι σίγουρα ένα πολύ δυνατό χαρτί. Το μόνο πρόβλημα που έχει είναι ότι... δεν έχει εύκολη διέξοδο από την παγίδα που έχει η ίδια πέσει. Ήδη η τελευταία εκεχειρία που συνήψε με τη Ρωσία ήταν στην πραγματικότητα ομολογία ήττας. Πράγματι, η συμφωνία όχι μόνο δεν αναφέρει καν τον αυτοκινητόδρομο Μ5 που ο Ερντογάν θεωρούσε τουρκική ιδιοκτησία και που ανακατέλαβαν οι δυνάμεις του αλ Άσαντ, αλλά επιπλέον δέχτηκε να μοιραστεί με τους Ρώσους τον αυτοκινητόδρομο Μ4, στον οποίο δεν είχαν ακόμη πλησιάσει οι Σύροι. Είναι σχεδόν σαν να τους τον παρέδωσε.
Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την πίεση από τους δυτικούς συμμάχους, οι οποίοι δεν πρόκειται να μπουν στη διαμάχη της Συρίας, ενώ θα συνεχίσουν να πιέζουν διακριτικά τη χώρα για όσο αυτή δεν ξαναγυρνάει στο μαντρί: Η πρόσφατη έκθεση του State Department για τα δικαιώματα είναι πολύ αρνητική. Φυσικά η έκθεση δεν έχει ουσιαστικά αποτελέσματα, το τουρκικό κράτος μπορεί να την αγνοήσει, αλλά είναι ενδεικτική μιας συνεχιζόμενης πίεσης.
Τέλος, μια σημείωση για την εργαλειοποίηση των μεταναστών. Η Τουρκία μπορεί να έχει στο έδαφός της μεγάλο αριθμό προσφύγων, αλλά αν το δούμε αναλογικά σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, ο ευρισκόμενος σε βαθιά κρίση Λίβανος και η φτωχή Ιορδανία έχουν δύο και τρεις φορές περισσότερους πρόσφυγες, χωρίς να κάνουν την ίδια φασαρία ζητώντας ανταλλάγματα από τη Δύση. Οι πρόσφυγες στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας χρησιμοποιήθηκαν ήδη για να «νερώσουν» την αναλογία του κουρδικού πληθυσμού, ενώ αποτελούν πηγή φτηνής ανασφάλιστης εργασίας για τις αγροτικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις της περιοχής. Τέλος, τα νούμερα που αναφέρονται δεν επαληθεύονται από άλλες πηγές και μπορεί να είναι φουσκωμένα λόγω προπαγάνδας. Το ένα εκατομμύριο πρόσφυγες που θα πλημμυρίσουν τη χώρα αν πέσει το Ιντλίμπ, σύμφωνα με τους Ρώσους (που έχουν τους δικούς τους μηχανισμούς προπαγάνδας), είναι μύθευμα, αφού όσοι ήταν να φύγουν έχουν ήδη φύγει. Φυσικά κανείς, Τούρκοι, Ρώσοι, Σύροι, Αμερικάνοι, Ιρανοί, κανείς δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για όσους άμαχους έχουν όντως μείνει εκεί, με τις υποδομές κατεστραμμένες, τα νοσοκομεία βομβαρδισμένα, τα σπίτια τους κατεδαφισμένα να περιμένουν μέσα στο κρύο τη βέβαιη έλευση της πανδημίας. Όσο λιγότεροι άμαχοι εξάλλου, τόσο ευκολότερο το έργο των στρατιωτών.
Τα σχετιζόμενα πρόσφατα τραγικά γεγονότα στον Έβρο έχουν μια ακόμα σκοτεινή πλευρά. Το τουρκικό κράτος εμφανώς «παρότρυνε» πρόσφυγες που βρίσκονταν σε τουρκικό έδαφος να έρθουν στα σύνορα για να πιέσει την ελληνική πλευρά (η οποία ασμένως δέχτηκε να «πιεστεί» ώστε και να δείξει πόσο ακροδεξιά είναι στο εσωτερικό, αλλά και να μπορεί να κλαυτεί στους Ευρωπαίους). Εντούτοις, δεν κατάφερε να κάνει και καμιά μεγάλη κινητοποίηση ώστε να έχει τα αντίστοιχα αποτελέσματα. Λίγες χιλιάδες στα σύνορα είναι αντιμετωπίσιμοι από τους δικούς μας πραιτοριανούς και τους εισαγόμενους νεοναζί. Ένα εκατομμύριο όμως θα έφερνε εντελώς διαφορετικές εξελίξεις, πολύ χειρότερες για όλους. Μένει να δούμε σε τι οφείλεται αυτό: Στο ότι ο Ερντογάν είπε τους Έλληνες «ναζί» και πήρε αυτό που ήθελε στο εσωτερικό του μέτωπο, σε σχεδιασμό των τουρκικών αρχών που φυλάγονται, σε αδυναμία τους οργανωτική, ή ίσως σε αντίσταση των προσφύγων που δεν θέλουν να έρθουν στις «πολιτισμένες» χώρες μας; Όπως κι αν έχει, κορύφωση στο μεταναστευτικό θα αργήσουμε πιθανόν να έχουμε ξανά εφόσον κλείσουν τα σύνορα λόγω του ιού, εκτός εάν...
Η πραγματική επιδημία
Η πανδημία δεν έχει δείξει ακόμα όλες τις βαθιές συνέπειες που θα έχει σε βάθος χρόνου και οι οποίες μπορεί να έχουν μετασχηματιστικό χαρακτήρα. Φυσικά το πρώτο είναι το πόσο βαρύ θα είναι το κόστος σε ζωές σε διάφορους πληθυσμούς. Αλλά από κει και πέρα, υπάρχουν άλλα δευτερογενή ζητήματα.
Η επέκταση της εξ αποστάσεως εργασίας, για παράδειγμα, είναι μία από αυτές τις αλλαγές που θα έχουν μονιμότερο χαρακτήρα. Μαζί με αυτή φυσικά. η σταδιακή κατάργηση του γραφείου (αλλά και της αίθουσας διδασκαλίας) ως χώρου κοινωνικοποίησης, η περαιτέρω πολυδιάσπαση των εργατικών στρωμάτων, η απώλεια του προσωπικού χρόνου και η πλήρης σύμφυσή του με τον εργασιακό χρόνο, η πλήρης αδυναμία συγκρότησης συνδικάτων. Οπωσδήποτε επίσης η πρακτική της κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing, το να μην αγγίζεις τον άλλον για να μην κολλήσεις) μπορεί να διαβαστεί και κυριολεκτικά και μεταφορικά και μπορεί και αυτή να αφήσει μόνιμα σημάδια.
Υπάρχει όμως μια ολόκληρη σειρά από πιθανές αλλαγές σε μακρό χρόνο που θα μπορούσαν να έχουν βαθιές συνέπειες προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Μη αξιολογικά παρατίθενται εδώ μερικές, με τη σημείωση ότι τις σημαντικότερες δεν τις έχει ακόμα σκεφτεί κανείς: Οι ενδεχόμενες αλλαγές σε ωράρια καταστημάτων ή/και άμεση εμβάθυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου, η γενίκευση της χρήσης ελλειμμάτων από τις κυβερνήσεις και η χρήση ξανά κεϋνσιανών τεχνικών, η ιατρικοποίηση/λοιμωξιοποίηση της καθημερινής ζωής, οι συνέπειες στην Ε.Ε., ο τρόπος που θα βλέπουμε τα ταξίδια και τον τουρισμό (ειδικά εφόσον η αεροπορική βιομηχανία δεχτεί το πλήγμα που αυτή τη στιγμή φαίνεται ότι θα δεχτεί), η ενδεχόμενη παραδοχή εκ μέρους της εκκλησίας ότι τελικά ίσως μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις και υπό προϋποθέσεις μερικές σπάνιες φορές η θεία κοινωνία να μεταφέρει κάποια μικρόβια – αλλά μόνο στους αμαρτωλούς οι ενάρετοι να μην φοβούνται τίποτα κ.λπ.
Σε βραχύτερο χρόνο πάντως, το μόνο ερώτημα που υπάρχει αφορά το πόσο βαθιά θα είναι η κρίση. Τα σημάδια δεν είναι καλά. Στην παγκόσμια πρωτεύουσα του καπιταλισμού, την πιο πλούσια και ισχυρή χώρα, σχεδόν 60% των εργαζομένων έχουν λιγότερα από 1.000 δολάρια σε καταθέσεις για μια έκτακτη κατάσταση· 40% δεν έχουν ούτε 400 δολάρια· 80% ζουν μεροδούλι μεροφάι, από μήνα σε μήνα. Μόνο 3 στους 10 πιστεύουν ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους. Το σύστημα έχει εξαντλήσει τις αντοχές του, δηλαδή τις αντοχές των υποζυγίων του, των ανθρώπων του.
Η επιδημία είναι σύμπτωμα κι αυτή και όχι αιτία, όπως και η κρίση. Αναγκαστικό σύμπτωμα, όπως επίσης ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, η προσφυγική κρίση, οι οικονομικές ανισότητες. Συμπτώματα μιας κοινωνικής ανισορροπίας που γνωρίζουμε τις αιτίες αλλά είναι δύσκολο να ακυρώσουμε τα αποτελέσματα.
Μπορούμε να πιθανολογήσουμε ότι ίσως η βιαιότητα της πανδημίας θα κλείσει με βίαιο τρόπο μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, αυτή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου που τη λένε «παγκοσμιοποίηση» ή νεοφιλελευθερισμό. Μπορεί και όχι, μπορεί το σύστημα να ισορροπήσει σε νέο σημείο, διαφορετικό μεν στις λεπτομέρειες, ίδιο όμως στα βασικά. Το μόνο βέβαιο είναι ότι μακροπρόθεσμα, όσο η ανθρωπότητα δεν καταφέρνει να καταπολεμήσει τις αιτίες, θα εμφανίζονται διαρκώς νέα συμπτώματα, νέες κρίσεις του πραγματικού προβλήματος που είναι ο καπιταλισμός.
ΥΓ. Κρίση, κρίση, κρίση...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ