Με την προσοχή των περισσότερων εγχώριων μέσων να είναι στραμένη στις εξελίξεις στη Συρία αλλά και τον απόηχο των αποκαλύψεων Σνόουντεν για τις παρακολουθήσεις των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών επί ευρωπαικού εδάφους, ένα από τα σημαντικότερα θέματα στη διεθνή ειδησιογραφία πέρασε απαρατήρητο. Στα μέσα Οκτωβρίου οι συζητήσεις που έλαβαν χώρα στη Γενεύη γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιραν κατέληξαν σε μια καταρχήν συμφωνία μεταξύ της Τεχεράνης και των έξι δυνάμεων που μετέχουν στην σχετική πρωτοβουλία (ΗΠΑ, Η.Β., Γαλλία, Ρωσία, Κίνα, Γερμανία), γεγονός που καταδεικνύει μια θεαματική στροφή της ιρανικής διπλωματίας αλλά και επιβεβαίωση της βελτίωσης των ιρανο-αμερικανικών σχέσεων, όπως είχε αρχικά διαφανεί μετά το ταξίδι του Ιρανού προέδρου, Χασάν Ροχανί, στην Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο.
Πέραν της σημασίας που έχει για τη διεθνή διπλωματία καθ' εαυτή η επίλυση της κρίσης γύρω από το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, οι εξελίξεις στη Γενεύη αποκτούν ευρύτερη σημασία καθώς επενεργούν τόσο στο συριακό μέτωπο όσο και στην γεωστρατηγική σύγκρουση που μαίνεται στον ευρύτερο γεωγραφικό χόρο της Μέσης Ανατολής. Πιθανή περαιτέρω εξομάλυνση των σχέσεων της Τεχεράνης με τη Δύση θα σηματοδοτεί αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή και θα διευκολύνει σημαντικά τις προοπτικές επίλυσης της συριακής κρίσης, η οποία φαίνεται να οδηγείται σε αδιέξοδο. Εδώ ακριβώς εδράζεται και ένας από τους βασικούς λόγους πίσω από την ραγδαία αλλαγή της ιρανικής εξωτερικής πολιτικής. Η παράταση του συριακού εμφυλίου πέραν του ότι κινδυνεύει να παρασύρει το Ιρακ (από τους στενότερους συμμάχους της Τεχεράνης σε περιφερειακό επίπεδο) σε νέο κύκλο αποσταθεροποίησης αλλά και να ανακόψει την σημαντική διείσδυση που κατάφερε να αποκτήσει το Ιραν στον αραβικό κόσμο στηρίζοντας τα μουσουλμανικά κινήματα σε Αίγυπτο και Τυνησία, εξαντλεί και τα δημόσια οικονομικά της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Σε μία περίοδο που η ιρανική οικονομία δοκιμάζεται λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και των διεθνών κυρώσεων επ' αφορμής του πυρηνικού προγράμματος, η Τεχεράνη επιφορτίζεται με μεγάλο μέρος της μισθοδοσίας του συριακού στρατού αλλά και του εξοπλισμού των σιιτικών πολιτιοφυλακών που δρούν στο πλευρό του καθεστώτος Άσαντ.
Με τις κυβερνητικές προβλέψεις να καταγράφουν μια έντονα υφεσιακή πορεία για την ιρανική οικονομία της τάξης του 5,6%, την πώληση του πετρελαίου να κυμαίνεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα λόγω των διεθνών κυρώσεων (λιγότερα από 1 εκατομμύριο βαρέλια ημερησίως όταν στο παρελθόν οι εξαγωγές ακουμπούσαν τα 2,5 εκατομύρια βαρέλια) και την κοινωνική δυσαρέσκεια να εντείνονται λόγω της ύφεσης και των ελλείψεων στην αγορά, είναι προφανές ότι η ανάταση της οικονομίας και η διατήρηση της εσωτερικής συνοχής που δοκιμάστηκε έντονα μετά το κίνημα των 'πρασίνων' του Μουσαβί το 2009, αποκτά για την ιρανική ηγεσία κομβικό χαρακτήρα και οδηγεί σε σημαντικές πολιτικές αλλαγές. Σε αυτό το πλαίσιο τόσο η προσπάθεια επαναπροσέγγισης με τη Δύση και ομαλοποίησης των σχέσεων με ΗΠΑ και Ισραήλ όσο και η ίδια η εκλογή του μετριοπαθούς Ροχανί στον προεδρικό θώκο, φαίνεται να επικαθορίζονται αλλά και να αντανακλούν την προσπάθεια του ιρανικού κατεστημένου να βγεί αλώβητο από τις εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή διατηρώντας την επιρροή του, ιδιαίτερα απέναντι στη Σαουδική Αραβία που προβάλεται ως ο βασικός ανταγωνιστικός πόλος σε περιφερειακό επίπεδο, αλλά και να αποσοβήσει τον κίνδυνο μιας πιθανής εσωτερικής αποσταθεροποίησης.
Η γενική αυτή εικόνα βέβαια δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγκαλύπτει τόσο την στρατηγική αμηχανία της ιρανικής θεοκρατίας όσο και τις συγκρούσεις που καταγράφονται γύρω από κομβικά σημεία τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής πολιτικής. Μπορεί ο ανώτατος ηγέτης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεί να έδωσε δημοσίως τη στηριξή του στους χειρισμούς της κυβέρνησης στη Γενεύη, από την άλλη όμως επέτρεψε στους Φρουρούς της Επανάστασης να θέσουν κόκκινες γραμμές στις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα αλλά και να επανεπιβεβαιώσουν δημόσια την αμέριστη στήριξη της Ισλαμικής Δημοκρατίας στο καθεστώς Άσαντ, την ώρα που ο υπουργός εξωτερικών Μοχαμάντ Ζαρίφ έκανε άνοιγμα προς το Ισραήλ και άφηνε αιχμές για τους χειρισμούς της Δαμασκού όσον αφορά τα χημικά όπλα. Η ισορροπία που θα επιτευχθεί λοιπόν μεταξύ της νέας μετριοπαθούς κυβέρνησης και των Φρουρών είναι αυτή που από ότι φαίνεται θα καθορίσει τόσο την έκταση όσο και το περιεχόμενο των διαφαινόμενων αλλαγών. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι οι Φρουροί της Επανάστασης δεν αποτελούν απλά τον πυρήνα του στρατιωτικού μηχανισμού του καθεστώτος αλλά και σημαντικότατο παράγοντα στην οικονομική ζωή της χώρας, ελέγχοντας μεγάλο κομμάτι του τραπεζικού κλάδου, των τηλεπικοινωνιών, και της ενεργειακής βιομηχανίας. Πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times, επικαλούμενο ιρανικές πηγές ανέβαζε σε 20 δισεκατομύρια δολάρια τις επενδύσεις των Φρουρών μόνο στην αγορά ενέργειας. Υπό αυτό το πρίσμα μένει να φανεί εαν ο Ροχανί και η μετριοπαθής πτέρυγα θα καταφέρουν να επιβληθούν στα πιο ριζοσπαστικά και συντηρητικά στοιχεία των Φρουρών, των οποίων η οικονομική και πολιτική διείσδυση αυξήθηκε κατακόρυφα κατά την διάρκεια της προεδρίας Αχμαντινετζαντ και του ακήρυχτου πολέμου που διεξήγαγαν απέναντι στην Τεχεράνη οι ΗΠΑ από την εποχή της προεδρίας Μπους.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εύστοχα σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο του στη Le Monde Diplomatique, ο έμπειρος στα ιρανικά πολιτικά πράγματα Αλι Μοχταντί, πίσω και πέρα από τα στερεότυπα η ιρανική θεοκρατία είναι ένα βαθύτατα πραγματιστικό καθεστώς ικανό να επιβιώνει σε δύσκολες συνθήκες και υπό την πίεση δυσμενών συσχετισμών. Το αν θα καταφέρει να ελιχθεί με επιτυχία και στην παρούσα πολλαπλά δυσμενή συγκυρία και να αποφύγει τόσο την εσωτερική αποσταθεροποίηση όσο και την υποχώρηση του γεωστρατηγικού της ρόλου, μένει να φανεί.
Πολιτικός επιστήμονας, υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαικών Σπουδών του Kings College
ΔΙΑΒΑΣΤΕ