Πριν ξεκινήσω την αναδρομή και πριν περιγράψω τις λογικές πάνω στις οποίες δημιουργήθηκε αυτό το πανελλαδικό πλέγμα των δικτύων αλληλεγγύης πριν από τέσσερα χρόνια, χρειάζεται να κάνω μια αναφορά στα αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας σε σχέση με το προσφυγικό. Για λόγους ιστορικοκοινωνικούς, η ελληνική κοινωνία απάντησε και συνεχίζει να απαντά, αν και με μειωμένη ένταση πλέον, στις ανάγκες που προέκυψαν από τον ερχομό των προσφύγων. Η κινητοποίησή της, παρόλο που δεν χαρακτηρίστηκε σε όλες της τις εκφάνσεις με το ριζοσπαστικό πρόσημο της αλληλεγγύης αλλά κυρίως με το πρόσημο της φιλανθρωπίας, δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Και μάλιστα στη σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες, των οποίων ενεργοποιήθηκαν στον αντίποδα τα πιο αντιδραστικά αντανακλαστικά, η ελληνική κοινωνία έδειξε μια άλλη κουλτούρα αντιμετώπισης της προσφυγικής κίνησης.
Η αλληλεγγύη, ως ένας από τους τρόπους υλικού αποτυπώματος στο σήμερα και δημιουργίας αντιπαραδείγματος των σχέσεων, είναι μια λογική που σαν χώρος ήδη από την εποχή που προσωπικά ήμουν στη Νεολαία ΣΥΝ είχαμε συγκεκριμένη τοποθέτηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αλληλέγγυας πρακτικής, με σκοπό να παραγάγεις πολιτική πιέζοντας τους από πάνω και μετασχηματίζοντας εαυτούς παράλληλα με τους/τις άλλους/άλλες ήταν ο αγώνας των 300 μεταναστών. Η μεγάλη κίνηση για δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης έγινε το 2012, με την καμπάνια που είχε ως προμετωπίδα τα 3Α: «Αλληλεγγύη, Αξιοπρέπεια, Αυτοοργάνωση», και στην οποία συμμετείχε πολύς κόσμος από τον τότε ΣΥΡΙΖΑ. Η λογική των αλληλέγγυων δομών –μακριά από τις αντιλήψεις ότι η αλληλεγγύη είναι θεραπαινίδα του καπιταλισμού, που πολλά κομμάτια της αριστεράς μέχρι και σήμερα ασπάζονται– πλαισιωνόταν τότε και από κάποιες προσεγγίσεις για δυαδική εξουσία· σε κάθε περίπτωση πάντως, η λογική τους είναι ότι για να μπορείς να συμμετέχεις, να αλλάζεις, να παράγεις, θα πρέπει πρώτα να υπάρχεις. Σκοπός, δηλαδή, πολλών μορφών δικτύων αλληλεγγύης είναι η διατήρηση της ίδιας της ύπαρξης ώστε να μπορέσουμε όλοι και όλες μαζί να εμπλακούμε στα εγχειρήματα και να αναπτύξουμε ένα άλλο είδος πολιτικότητας.
Οι περισσότερες δομές αλληλεγγύης ανέπτυξαν γρήγορα μέσω των δικών τους συνελεύσεων και διαδικασιών τη δική τους πολιτική τοποθέτηση για διάφορα ζητήματα, από την ΕΡΤ το 2013 και τη συμμετοχή τους στα Αντιρατσιστικά Φεστιβάλ μέχρι τον αγώνα του Νίκου Ρωμανού για το δικαίωμα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Εκτός από τη δική τους πολιτική τοποθέτηση, οι δομές αλληλεγγύης προσπάθησαν να αναπτύξουν και άλλες δράσεις πέραν των παγιωμένων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα –από το οποίο μπορώ να μεταφέρω την προσωπική μου εμπειρία– το «Μυρμήγκι». Έτσι, λοιπόν, πέρα από την τροφή, που είναι το βασικό project του Μυρμηγκιού, ή πέρα από την υγεία, που είναι ο τομέας ενασχόλησης των κοινωνικών ιατρείων σε Θεσσαλονίκη και Ελληνικό, αυτές οι δομές –και πάμπολλες άλλες– προσπάθησαν να ξεδιπλώσουν μια βεντάλια νέων πρακτικών ώστε να ανοιχτούν στις τοπικές κοινωνίες και να μαζικοποιήσουν το κίνημα αλληλεγγύης: βλ. τις αγορές Χωρίς Μεσάζοντες, συναυλίες, φεστιβάλ κ.ά.
Μια βασική συζήτηση, ωστόσο, που συχνά γίνεται σε όλες τις δομές, είναι η διάκριση αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας. Και είναι φυσικό, όταν μπλέκεσαι στο σπιράλ κάλυψης των αναγκών μιας δομής, να μπαίνεις σε μια διαδικασία επιτέλεσης που να νιώθεις ότι το κυρίαρχο πιθανά σε επικαθορίζει. Ωστόσο, οι βασικές διαφορές είναι πάντα εκεί εμφανείς και σχετίζονται με την καθημερινή πρακτική αλλά και με τον απώτερο στόχο. Η καθημερινή πρακτική βασίζεται στην εμπλοκή όλων των μερών, όπερ και αλληλέγγυων και βοηθούμενων, και εδράζεται στις λογικές της συναπόφασης και της συνυλοποίησης. Ο στόχος αφορά τον καθημερινό μετασχηματισμό όλων των μερών, ώστε να φτάνουμε όλες και όλοι σε εκείνο το σημείο που λέει και το σύνθημα του Μάη: «Να σκοτώσουμε τον μικρό μπάτσο που έχουμε μέσα μας». Έτσι κι αλλιώς, μέσα στα άλλα η διαφορά βρίσκεται ακριβώς στο ότι οι δομές αλληλεγγύης θέλουν και έχουν τοποθέτηση επί της συγκυρίας, ακριβώς γιατί ξέρουν πως είναι γέννημα και ανάγκη αυτής.
Τέλος, θα αναφερθώ στο πιο επιτυχημένο παράδειγμα στεγαστικής κατάληψης πανελλαδικά. Το City Plaza θεωρώ πως αποκρυσταλλώνει όλη την ανωτέρω κουλτούρα στην πρακτική και την πολιτική. Ένα πολύ κρίσιμο στοιχείο για μια στεγαστική κατάληψη είναι ακριβώς η λογική της ορατότητας μέσα στην πόλη, άρα η συνύπαρξη προσφύγων και τοπικής κοινωνίας. Παράλληλα, χρειάζεται μια τέτοια κατάληψη να μπορεί να διαρρηγνύει την κανονικότητα της περιοχής στην οποία αναφέρεται προς ριζοσπαστικότερες κατευθύνσεις. Κι αυτό το City Plaza το επιτελεί ακριβώς διότι βρίσκεται σε μια αρκετά αντιδραστική περιοχή και μολαταύτα έχει καταφέρει να παγιωθεί στη γειτονιά. Οι ομάδες εργασίας, ο καταμερισμός των εργασιών, η εμπλοκή των προσφύγων τόσο στις καθημερινές εργασίες όσο και στις συνελεύσεις είναι στοιχεία που με τον καιρό θα πρέπει να ενταθούν.
Κλείνοντας, να πω πως προσωπικά θα ήθελα το City Plaza να γίνει, αν και ήδη κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, ένα είδος κέντρου αγώνα όπου θα μπορούν οι δομές αλληλεγγύης να συντονίζονται και οι διάφοροι κοινωνικοί φορείς να κάνουν πολιτική και υπό το πρίσμα της αλληλεγγύης κι ενός άλλου παραδείγματος σχέσεων στο σήμερα.
Παρουσίαση στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Πολιτική-Πολιτιστική Λέσχη Εκτός Γραμμής στην Αθήνα, στις 28 Μαΐου 2016, με θέμα «Διαδρομές της αλληλεγγύης: Με αφορμή το City Plaza», και στην οποία συμμετείχαν επίσης η Ευγενία Ανδρικοπούλου, ο Θανάσης Κούρκουλας, η Όλγα Λαφαζάνη και ο Σίμος Σιμωτάς.
Η Μάνια Σωτηροπούλου είναι μέλος της Ανασύνθεση – ΟΝΡΑ
φωτογραφία: Στάλη Συμεών
ΔΙΑΒΑΣΤΕ