Δημοσιεύτηκε στο Εκτός Γραμμής τ. 34 | Νοέμβριος 2013
Πριν από λίγους μήνες ζήσαμε μια θλιβερή μέρα για την ελληνική δικαιοσύνη. Στο Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων δικαζόταν ο Ηλίας Κασιδιάρης για απλή συνέργεια σε ληστεία, με θύμα έναν διδακτορικό φοιτητή του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στο πιο νευραλγικό δικαστήριο της χώρας, αρμόδιο για την εκδίκαση των σημαντικότερων ποινικών υποθέσεων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, παρακολουθήσαμε ένα θέαμα τρομακτικό: Μια αίθουσα γεμάτη μαυροντυμένους φουσκωτούς να αγριοκοιτάνε την έδρα και να σηκώνονται από τις θέσεις τους μόνον αφού είχε έρθει αντικαταστάτης να συνεχίσει την ιδιότυπη κατάληψη. «Εικόνες από το μέλλον», είχε σχολιάσει κάποιος από τους προβληματισμένους παρευρισκόμενους. Δεν είχε απόλυτο δίκιο· εν πολλοίς επρόκειτο για μια παραστατικότερη απεικόνιση του παρελθόντος.
Υπάρχει μια ποιοτική συγγένεια μεταξύ των πενήντα φουσκωτών και των πενήντα παραγόντων που τηλεφωνούσαν ή δεν χρειαζόταν καν να τηλεφωνήσουν για να επηρεάσουν μια δικαστική κρίση που αφορούσε πρόσωπα εξουσίας. Και τα εχέγγυα που απόλαυσε ο Κασιδιάρης, ο οποίος προσφωνήθηκε «κύριε Κασιδιάρη», έχουν μια ποιοτική συγγένεια με το επί της ουσίας ακαταδίωκτο που είχε καθιερωθεί για τους φορείς της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Στον αντίποδα, ο μετανάστης που δικαζόταν την ίδια μέρα και άκουσε από την έδρα την έμμεση απεύθυνση «τι θα τον κάνουμε αυτόν;»· μαζί του, ο εκάστοτε αδύναμος πάνω στον οποίο η δικαιοσύνη εξαντλούσε και εξαντλεί την αυστηρότητά της με κατάχρηση των προφυλακίσεων, ασύστολη επιβάρυνση των κατηγορητηρίων και εξοντωτικές ποινές.
Η απότομη πορεία ανόδου της Χρυσής Αυγής (Χ.Α.) συνοδεύτηκε από μεγάλη άνοδο συγκεκριμένων μορφών εγκληματικής δράσης. Από τη μία, είχαμε αποτρόπαια άνοδο των ξυλοδαρμών, των δολοφονιών και των εκβιασμών εναντίον ατόμων από τις μεταναστευτικές και μειονοτικές κοινότητες. Από την άλλη, είχαμε από μέρους της επίσημης Χ.Α. ένα διαρκές παιχνίδι με τη νομιμότητα και την (τηλεοπτική κυρίως) προβολή: βιαιοπραγίες κατά μικρεμπόρων μεταναστών, απειλές και βιαιοπραγίες κατά λειτουργών του πολιτεύματος, διαρκή και δημόσιο λόγο ρατσιστικού μίσους. Παράλληλα, είχαμε άνοδο και της ανοχής των αστυνομικών και εισαγγελικών αρχών απέναντι σ’ αυτά τα εγκλήματα, αλλά και την αύξηση της αστυνομικής βίας προς ομόρροπη με τη χρυσαυγίτικη βία κατεύθυνση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το βασανισμό των συμμετεχόντων στην αντιφασιστική μοτοπορεία. Το μήνυμα της πλήρους ταύτισης χρυσαυγίτικης και αστυνομικής βίας εναντίον μιας κίνησης που αντιστρατευόταν ακριβώς την πρώτη ήταν σαφέστατο και οπωσδήποτε είχε την έγκριση τμημάτων της κρατικής ιεραρχίας που αποτελούν συστημικά κέντρα: Η βία της Χ.Α. είναι συμπληρωματική της κρατικής βίας και μη διανοηθείτε να την εμποδίσετε.
Η ελληνική Ακροδεξιά υπήρξε το αγαπημένο κρυφό εξώγαμο τέκνο πολλών κυβερνήσεων· οι σχέσεις με τις μυστικές υπηρεσίες, οι συνεργασίες Παναγιώταρου - Βαβύλη, τα αμέτρητα συγγενικά πρόσωπα των ακροδεξιών σε υψηλά ιστάμενες θέσεις, οι ευλογίες της ΕΥΠ στη συμμετοχή Ελλήνων ακροδεξιών και ποινικών σε σφαγές στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η υποστήριξη των δυνάμεων καταστολής και η συμβολή στην περιθωριοποίηση των μεταναστευτικών κοινοτήτων αποδεικνύουν ότι η Ακροδεξιά θεωρείτο εν γένει χρήσιμη και από το ΠΑΣΟΚ και από τη Ν.Δ. Σε συνθήκες κρίσης και αυτοτελούς μαζικής πολιτικής έκφρασης, όμως, η Ακροδεξιά ξεπέρασε την απλή χρησιμότητα και απέκτησε αυτόνομη πολιτική αξία. Ας σημειώσουμε ταυτόχρονα ότι το ένα από τα δύο κόμματα εξουσίας αυτή τη στιγμή έχει μεταπέσει σε απλώς χρήσιμο δεκανίκι της Ν.Δ. και με ταχείς ρυθμούς μετατρέπεται σε άχρηστο βαρίδι για το σύστημα εξουσίας. Καθόλου βέβαια δεν πρέπει να υποτιμήσουμε και άλλου είδους ανησυχίες που δημιουργούνται από μια ειδεχθή και μαφιόζικη δολοφονία ενός Έλληνα, αριστερού και λαϊκού ανθρώπου· μια κατάσταση ανοχής και ατιμωρησίας μέσω υπεκφυγών για τις ευθύνες της Χ.Α. κινδύνευε να αποτελέσει θρυαλλίδα εξέγερσης και έκφρασης του συνολικού φορτίου της συσσωρευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας.
Απέναντι σε μια τέτοια εικόνα, ο συνασπισμός εξουσίας που έχει παραδώσει τις ελπίδες του στον τωρινό πρωθυπουργό αποφάσισε να δράσει βολονταριστικά και να δείξει ότι παρά την οικονομική και όλο και βαθύτερη πολιτική κρίση, η κυβερνώσα Δεξιά είναι αφενός κατά πολύ ισχυρότερη από ένα κόμμα που βασίζεται στην προπαγάνδα της γυμνής ισχύος, αφετέρου πολύ αποφασιστικότερη από τον πολιτικό χώρο που εγκαλεί διαρκώς την κυβέρνηση για ολιγωρία έναντι της Χ.Α. Την επιχείρηση που ακολούθησε υλοποίησαν ισοβαρώς η ανώτατη φυσική ηγεσία της Εισαγγελικής Αρχής και τα παντός είδους συστημικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αναλαμβάνοντας το βάρος να δώσουν την ενεργητική και παθητική πολιτική νομιμοποίηση στην κατασταλτική αυτή κίνηση. Το γιατί αυτή έλειπε θα το δούμε αμέσως παρακάτω.
Πρώτον, τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε η Χ.Α., με την εξαίρεση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, ήταν από πριν γνωστά. Το γενικό φαινόμενο της οπλοφορίας, συχνά χωρίς άδεια, οι αντικοινοβουλευτικές προθέσεις, οι φασιστικές-ναζιστικές αρχές οργάνωσης και εσωτερικής ζωής, οι ρατσιστικές θέσεις. Πολύ περισσότερο αξίζει να σημειώσουμε ότι η Χ.Α. όλα αυτά τα έκανε επίτηδες γνωστά, είτε διατυμπανίζοντάς τα είτε υπονοώντας τα ευθέως, στο πλαίσιο του εθισμού των υποστηρικτών της όχι απλώς στο να ανέχονται εγκληματικές πράξεις αλλά να τις επικροτούν και να τις στηρίζουν. Η ανοχή στην Ακροδεξιά ανομία ήταν ολέθρια και δεν θεραπεύεται με την πρόσφατη μαζική ποινική δίωξη. Πέραν αυτού όμως κάποιες ενέργειες της Χ.Α. είχαν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, έως και κύριας ανάκρισης, και δεν είχαν φτάσει σε ενδείξεις ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης με την ποινική έννοια, είτε για λόγους σκοπιμότητας είτε για πραγματικούς νομικούς λόγους. Η απόφαση των ανώτατων κλιμακίων της εισαγγελικής ιεραρχίας να διευρύνει ακόμη και διερευνημένα κατηγορητήρια, για τους ιδεολογικά πεισμένους μπορεί να μοιάζει με «ύστατη παραδοχή της αλήθειας», για πολύ κόσμο όμως μπορεί να φαίνεται ως κατευθυνόμενη από τα υψηλά κλιμάκια του συστήματος σκευωρία. Δεν πρέπει άλλωστε να υποτιμάται η πραγματική και μακροχρόνια εγκληματική εμπειρία των ίδιων των ελλήνων ακροδεξιών: Η ηγεσία είναι πιθανό να έχει λάβει μέτρα προστασίας έναντι του σεναρίου που επιδιώκει το κράτος, δηλαδή την κατάγνωση ποινικής ευθύνης στην ίδια την ηγεσία για πράξεις των κατώτερων στελεχών.
Δεύτερον, η δράση της ελληνικής Ακροδεξιάς και των συγκεκριμένων προσώπων που απαρτίζουν την ηγεσία της Χ.Α. είναι πολυετής και σε στενότατη συνεργασία με λειτουργούς του κράτους. Μια ποινική διαδικασία, όπως θα την ήθελε και θα έπρεπε να τη θέλει όποιος πραγματικά πιστεύει στη δημοκρατία, οφείλει να αναδείξει και να αποκαλύψει την πραγματική έκταση και το βάθος του φαινομένου. Παρ’ ότι η κοινή γνώμη εθίζεται διαρκώς στο να προσδοκά και να ικανοποιείται με βαρύγδουπα κατηγορητήρια και εξοντωτικές ποινές επί πολιτικών πτωμάτων, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στις πολιτικές δίκες δεν υπάρχουν «ενδιάμεσες ικανοποιητικές λύσεις»: Ή αποκαλύπτεται η αλήθεια ή η δίκη γίνεται φιάσκο και επιφέρει αποτελέσματα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα. Η Αριστερά άλλωστε δεν δικαιούται να τρέφει ανομολόγητες επιθυμίες περί απαξίωσης των νεοναζί στα μάτια του κόσμου και περί εκβολής τους από το σύστημα εξουσίας· ανά πάσα στιγμή μπορεί άλλοι να απαξιωθούν χειρότερα ή / και το σύστημα εξουσίας να αγκαλιάσει ξανά την Ακροδεξιά σε άλλη ή ακόμα και στην ίδια μορφή.
Τρίτον, είναι εντυπωσιακή η ευκολία της ελληνικής Δεξιάς στο να συμφωνήσει στο χαρακτηρισμό της Χ.Α. ως «νεοναζί» και «ναζί». Χάρη και στην αιώνια τάση της ελληνικής Αριστεράς προς την ακατάσχετη ιδεολογική πλειοδοσία, η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ δημιούργησαν στον δημόσιο λόγο μια απόσταση ασφαλείας από τη Χ.Α. Η Χ.Α., σάρκα από τη σάρκα του πρασινογάλαζου βαθέος κράτους, μετερίζι πολιτικής κάλυψης της ανομίας που εφάπτεται με όλους τους άλλους θύλακες κρατικής ανομίας και διαφθοράς, χρηματοδοτούμενη από τους ίδιους νταβατζήδες και ιστορικά συγγενής με τους σκληρούς δεξιούς που μεταπολιτευτικά κατέφυγαν στα κόμματα εξουσίας, έγινε με εύκολο τρόπο κάτι διακριτό και μακρινό από τους θεσμούς και τους πολιτικούς της εξουσίας. Από κοντά και κομμάτια της Αριστεράς τα οποία έσπευσαν να καλύψουν το κενό της πολιτικής τους πρότασης για την οικονομία, το κράτος και την κοινωνία, πρωτοστατώντας στο κυνήγι του απόλυτου εχθρού. Πολιτικός, νομικός, ιστορικός και ιδεολογικός λόγος γίνονται ένα, με αποτέλεσμα η τοποθέτηση του πολίτη να παίρνει τη μορφή απολογίας στις εγκλήσεις των πολιτικών παραγόντων. Ενδεικτικό ήταν το άρθρο του Στέλιου Κούλογλου, που επέρριπτε ευθύνες για τη μη προφυλάκιση τριών από τους βουλευτές της Χ.Α. σε όσους εξέφρασαν ανησυχίες παραβίασης των δημοκρατικών εγγυήσεων στην ασκηθείσα ποινική δίωξη.
Τέταρτον, οι κατ’ ιδίαν παραβιάσεις στην ποινική δίωξη κατά των βουλευτών της Χ.Α. δεν είναι αμελητέες, ούτε θεραπεύονται από κάποιο υποτιθέμενο υπέρτερο όφελος. Σταχυολογώντας, βρίσκουμε τρία σημεία που θα έπρεπε να προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία για τη μελλοντική ποινική αντιμετώπιση του πολιτικού βίου: την εκτεταμένη και ήδη μακρόχρονη ανάμειξη της ΕΥΠ στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας, με κέντρα επιχειρήσεων που δεν αποκλείεται να έχουν ξεφύγει από κάθε πολιτικό έλεγχο, τη διεύρυνση των ποινικών κατηγορητηρίων με το αδίκημα της εγκληματικής οργάνωσης και την υπαγωγή δομών πολιτικής δράσης στην έννοια των οργανωμένων δικτύων εγκληματικότητας, την κατάχρηση γενικά των δυνατοτήτων που δίνει το ποινικό δίκαιο και η ποινική δικονομία, όπως είναι αυτή του αυτοφώρου διαρκούς εγκλήματος, βάσει του οποίου μπορούν να δικαιολογηθούν εκτεταμένες έρευνες, παρακολουθήσεις, συλλήψεις και κατασταλτικές επεμβάσεις.
Η ηθική ευαισθησία της Αριστεράς ως κληρονόμου του αντιφασιστικού αγώνα πρέπει να μας διατηρεί πάντοτε σε εγρήγορση. Η ίδια όμως ηθική ευαισθησία μάς υποχρεώνει να σκεφτόμαστε πολιτικά και να εντάσσουμε τα φαινόμενα σε γενικότερες συγκυρίες με απτά χαρακτηριστικά. Και στη σημερινή συγκυρία της απαξίωσης και κρίσης των πολιτειακών θεσμών η «εξάρθρωση» της Χ.Α. δεν προμηνύεται, τουλάχιστον μονοσήμαντα, καλές εξελίξεις. Το κυνήγι μαγισσών με τα ξανθά παιδιά που άρπαξαν οι Ρομά, λίγες μέρες μετά τον κρατικό, δικαστικό και μιντιακό αντιφασισμό, είναι μια δυσοίωνη ένδειξη. Το ξερίζωμα του φασισμού απαιτεί τη συνολική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ασκείται η πολιτική, τη διεύρυνση του ελέγχου των θεσμών αλλά και της ευθύνης τους έναντι του λαού και την έναρξη της πορείας προς την οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη. Μέχρι τότε δυστυχώς οι βολονταριστικές κινήσεις της κυβέρνησης, ακόμη κι αν έχουν αντιφασιστικό περίβλημα, μπορεί να αποτελέσουν τελικά κόμβους μιας νέας αυταρχικής λύσης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ