«Είναι δικό μας νόμισμα, είναι δικό σας πρόβλημα» είχε δηλώσει το 1971 σε Ευρωπαίους ομολόγους του που εξέφραζαν ανησυχίες για το δολάριο ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζον Κόναλι όταν, δίνοντας τη χαριστική βολή στις συμφωνίες του Μπρέτον Γουντς, οι ΗΠΑ μετέτρεψαν τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική τους αποδυνάμωση από την περιπέτεια του Βιετνάμ σε ξεκίνημα μιας νέας εποχής απορρύθμισης των αγορών και μεσουρανήματος της Ουόλ Στριτ.
Πράγματι, το να είσαι η ηγεμονική δύναμη στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα προϋποθέτει την άνεση να αναδεικνύεις ακόμη και τα αδύναμα σημεία σου σε εφαλτήριο αντεπίθεσης. Προϋποθέτει, όμως, εκτός από την ικανότητα επιβολής, και τη δυνατότητα να εγγυάσαι ένα αποτελεσματικό μοντέλο συσσώρευσης – γεγονός που μας θυμίζει την άμεση διαπλοκή των εσωτερικών ταξικών συσχετισμών με τις διακρατικές ιεραρχήσεις και αντιπαραθέσεις. Ωστόσο, επ’ αυτού, οι ΗΠΑ καταγράφουν τα τελευταία χρόνια σημαντικές υστερήσεις.
Χαρακτηριστικά, σε ομιλία του το 2010 (ξανά σχετική με το μέλλον του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος), ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ και μέντορας του Ομπάμα σε θέματα οικονομίας Πωλ Βόλκερ τόνιζε: «σε μεγάλο τμήμα του κόσμου εντείνεται η αίσθηση ότι έχουμε χάσει τόσο τη συγκριτική οικονομική μας ισχύ όσο και, το κυριότερο, τη δυνατότητα ενός συνεκτικού αποτελεσματικού μοντέλου διακυβέρνησης προς μίμηση από τον υπόλοιπο κόσμο. Αντ’ αυτού, είμαστε αντιμέτωποι με προβληματικές χρηματοπιστωτικές αγορές, ελλειμματικές οικονομικές επιδόσεις και ένα εριστικό πολιτικό κλίμα». Ο Βόλκερ μιλούσε βέβαια στον απόηχο της κατάρρευσης της Lehman Brothers και των αλλεπάλληλων συγκρούσεων Λευκού Οίκου και Κογκρέσου, οι οποίες ανέδειξαν την Ουάσιγκτον σε εστία πρωτοφανούς δυσλειτουργικότητας. Δεν θα ήταν δυνατόν όμως να μην έχει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του και τον γεωπολιτικό παράγοντα, που επικυρώνει κάθε άλλον. Και εδώ, ο συνολικός απολογισμός για τις ΗΠΑ ήταν ήδη τότε, και πολύ περισσότερο στο διάστημα που ακολούθησε, αρνητικός.
Από τις αποτυχημένες στρατιωτικές περιπέτειες στο Αφγανιστάν και το Ιράκ έως τη νίκη-σταθμό της Χεζμπολλάχ εναντίον του Ισραήλ το 2006 και από την αντοχή αριστερών και κεντροαριστερών κυβερνήσεων στη Λατινική Αμερική έως την ήττα του Σαακασβίλι στον πόλεμο με τη Ρωσία το 2008, τα σημάδια υποχώρησης ήταν εμφανή. Η ανατροπή των συσχετισμών υπέρ της Γερμανίας στην Ευρώπη και η αποδυνάμωση της «διατλαντικής σχέσης» (με την αυτοπεριθωριοποίηση της Βρετανίας και την υποταγή της Γαλλίας στο Βερολίνο), η ανάδυση της Κίνας και ως στρατιωτικής δύναμης, η δρομολόγηση από τη Μόσχα της Ευρασιατικής Ένωσης αλλά και ο εξεγερσιακός κύκλος, από την Αραβική Άνοιξη ώς το Occupy Wall Street, υπήρξαν εξελίξεις τις οποίες η Ουάσιγκτον αντιμετώπισε με προφανή αμηχανία. Η υπόθεση Σνόουντεν, η υπαναχώρηση (χάρη στο σωσίβιο που έτεινε η ρωσική διπλωματία) στο θέμα της Συρίας και το shutdown των ομοσπονδιακών δημόσιων υπηρεσιών μετέτρεψαν το 2013 σε έτος-εφιάλτη για την αμερικανική «αξιοπιστία». Προέκυπτε συνεπώς η ανάγκη για μια επιθετική φυγή «προς τα εμπρός», σε οικονομικό και γεωπολιτικό επίπεδο – για τη μετακύλιση βαρών σε εταίρους, την περικύκλωση ανταγωνιστών, το άνοιγμα νέων χώρων διείσδυσης και την αποκατάσταση της εικόνας της αμερικανικής ισχύος.
Έχοντας επιλέξει μετά το ξέσπασμα της κρίσης μια πολιτική που βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής του Ρούσβελτ μετά το Μεγάλο Κραχ, δηλαδή δημοσιονομικά περιοριστική και νομισματικά χαλαρή, η κυβέρνηση Ομπάμα έδωσε μεν στον χρηματοπιστωτικό κλάδο τη δυνατότητα για άλλο ένα πάρτι (οδηγώντας σε πρωτοφανή επίπεδα τη δυσφορία του αμερικανικού πληθυσμού), έφερε ωστόσο το σύστημα στα όρια της αντοχής του. Εξού και η απόφαση για αποκλιμάκωση (tapering) της παροχής ρευστότητας από την αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (που με το τρίτο πρόγραμμα ποσοτικής διευκόλυνσης είχε φτάσει τα 85 δισ. δολάρια μηνιαίως) προκάλεσε ήδη από την προαναγγελία της πέρσι την άνοιξη κλυδωνισμούς στις αγορές και επαναπατρισμό των κεφαλαίων που είχαν φουσκώσει τις αναδυόμενες οικονομίες.
Τα αποτελέσματα; Οι κεντρικές τράπεζες σειράς χωρών, από τη Ρωσία ώς την Ινδία, καίνε τα συναλλαγματικά τους αποθέματα για να στηρίξουν το νόμισμά τους. Οι επιχειρήσεις των αναδυόμενων χωρών βρίσκονται σε διπλή παγίδα αύξησης του κόστους δανεισμού και υποχώρησης της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι χώρες BRICS (υποτίθεται το αντίπαλο δέος στην αμερικανοκεντρική διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική) αδυνατούν να συντονιστούν σε αντισυμβατικές νομισματικές επιλογές. Η κοινωνική αναταραχή ξεσπά άλλοτε στην Αργεντινή και άλλοτε στην Ταϊλάνδη, τη Νιγηρία, την Ινδία, την Τουρκία ή νωρίτερα τη Βραζιλία. Ακόμη και η Γερμανία πιέζεται εφόσον οι εναλλακτικές προς την Ευρωζώνη αγορές δεν θα είναι στον ίδιο βαθμό ικανές να απορροφούν γερμανικές εξαγωγές. Και την ίδια στιγμή, στις ΗΠΑ οι ρυθμοί ανάπτυξης πλησιάζουν την ταχύτητα απόδρασης από την κρίση (αναμένεται να φτάσουν φέτος το 3%, πρώτη φορά μετά το 2008), ενώ η εκμετάλλευση του σχιστολιθικού αερίου χαρίζει στη Βόρεια Αμερική ενεργειακή αυτάρκεια για την επόμενη δεκαπενταετία.
Πρόκειται, βέβαια, δεδομένης της αλληλεξάρτησης των οικονομιών και της συνεχιζόμενης απομόχλευσης των αμερικανικών νοικοκυριών, για διαδικασία με αντιφάσεις και ρίσκα. Ωστόσο, εκτυλίσσεται στο φόντο μιας άλλης αντεπίθεσης, που στοχεύει στο κλείδωμα της υπεροχής του αμερικανικού μοντέλου συσσώρευσης: τις δύο συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου που διαπραγματεύεται η Ουάσιγκτον με την Ε.Ε. και δώδεκα χώρες της Ασίας – αποκλειομένης της Κίνας. Πρόκειται για συμφωνίες που δεν αποβλέπουν τόσο στους (ήδη χαμηλούς) δασμολογικούς φραγμούς στο εμπόριο όσο στους μη δασμολογικούς (δηλαδή του ρυθμιστικού πλαισίου, των περιβαλλοντικών, υγιειονομικών και εργασιακών κανονισμών – που θα κατεδαφίζονται μέσω «διαιτητικών μηχανισμών για την προστασία των επενδυτών» έξω από κάθε δημοκρατικό έλεγχο), στην κυριαρχία στην αγορά μέσω της εναρμόνισης των προδιαγραφών των προϊόντων και στην προστασία των αμερικανικών πνευματικών δικαιωμάτων.
Κυρίως όμως έχουν διάσταση «εθνικής ασφάλειας». Διότι, όπως τόνισε ο πρώην προσωπάρχης του Λευκού Οίκου Ραμ Εμάνιουελ: «Το Γενικό Επιτελείο υποστηρίζει την εμπορική συμφωνία με την Ασία. Γιατί; Διότι έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στα αυτοκίνητα και τα τανκς. Προτιμώ να εξάγω αυτοκίνητα στην περιοχή παρά να ψάχνω να βρω τρόπο να στείλω τανκς με τα αεροπλανοφόρα»... Όμως η κίνηση αυτή δεν θα ήταν πλήρης εάν δεν έβρισκε τη συμπύκνωσή της εκεί που πραγματικά δρουν τα αεροπλανοφόρα: στις γεωπολιτικές πρωτοβουλίες για την αποτροπή της αμφισβήτησης του μοντέλου είτε από ανταγωνιστές που οραματίζονται έναν πολυπολιτικό κόσμο είτε από ταραξίες που επιμένουν να κινούνται εκτός της υφιστάμενης διεθνούς αρχιτεκτονικής είτε από επιτυχίες των από κάτω στην επιδίωξη ενός άλλου δρόμου.
Με αυτή την έννοια η «αλλαγή καθεστώτος» δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της αμερικανικής Υψηλής Στρατηγικής, όσο κι αν η μεθοδολογία της εμφανίζει μεγάλη γκάμα, από την ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση έως την ενορχήστρωση «έγχρωμων επαναστάσεων» ή τη χειραγώγηση και μεταστροφή υπαρκτών κοινωνικών κινημάτων. Σε αυτό το πεδίο, οι τελευταίοι μήνες μαρτυρούν πρωτοφανή επιθετικότητα σε μέτωπα τόσο διαφορετικά, όπως η Συρία (όπου, ελλείψει προοπτικής αλλαγής καθεστώτος, εγκαταλείφθηκε και η ρωσοαμερικανική συνεννόηση για πολιτική επίλυση μέσω της Διάσκεψης «Γενεύη 2»), η Βενεζουέλα, η Ταϊλάνδη και η Ουκρανία, με την τελειοποίηση των μεθόδων προσομοίωσης της βίαιης «λαϊκής εξέγερσης», η οποία μοιάζει να έχει κατακυριεύσει το δυτικό φαντασιακό.
Η Ουκρανία αποτέλεσε το σημαντικότερο απ’ όλα τα μέτωπα, στο βαθμό που η λογική της «αλλαγής καθεστώτος» εκεί οδηγήθηκε σε επιτυχία, αλλά και ήρθε αντιμέτωπη με το όριό της. Κυρίως, δε, αποτέλεσε σημείο τομής, στο βαθμό που, καταρρακώνοντας κάθε πρόσχημα, τον έλεγχο των εξελίξεων απέκτησαν πλήρως από ένα σημείο και μετά οι ένοπλοι (και προφανώς εξοπλισμένοι και εκπαιδευμένοι επί μακρόν) ακροδεξιοί και νεοναζιστές – όπως σε άλλες περιοχές του κόσμου τον ίδιο ρόλο επιτελούν οι σκοταδιστές τζιχαντιστές.
Η κρίση που ξεκίνησε πρωτίστως ως δίλημμα για την ενσωμάτωση της Ουκρανίας σε εναλλακτικά σχέδια οικονομικής ολοκλήρωσης (στην Ε.Ε. ή στην υπό ίδρυση Ευρασιατική Ένωση του Πούτιν) μετατράπηκε σταδιακά σε έκφραση της δυσφορίας μεγάλου μέρους του πληθυσμού έπειτα από δύο δεκαετίες πολιτικής και οικονομικής κυριαρχίας των ολιγαρχών σε μια χώρα όπου τα πενήντα πλουσιότερα φυσικά πρόσωπα ελέγχουν το 85% του ΑΕΠ, και το κατά κεφαλήν εισόδημα υπολείπεται ακόμη αυτού του 1990. Οι ταλαντεύσεις και αντιπαραθέσεις των ολιγαρχών έκριναν και την τελική έκβαση, καθώς το παιχνίδι των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία δεν μπορούσε να διαιωνιστεί σε συνθήκες οικονομικής κατάρρευσης. Οι αντιθέσεις που δημιούργησε η αρπακτικότητα της οικογένειας Γιανουκόβιτς, αλλά και η προοπτική νομιμοποίησής τους στο διεθνές επιχειρηματικό περιβάλλον, απελευθέρωσαν τους σημαντικότερους ολιγάρχες από το φόβο της έκθεσης στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό και μάλιστα έφεραν ορισμένους από αυτούς σε θέση άμεσης άσκηση εξουσίας – ως διορισμένων από τις νέες αρχές του Κιέβου περιφερειαρχών.
Την ίδια ώρα, η πρωτοκαθεδρία των φασιστών υπερεθνικιστών έδινε εθνοτικά χαρακτηριστικά στην αντιπαράθεση και έθιγε το πιο ευαίσθητο νεύρο συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας της μετασοβιετικής Ρωσίας. Ποιος πραγματικά υπερτίμησε τις δυνατότητές του και έπαιξε με τη φωτιά; Οι ΗΠΑ, που μετέτρεψαν σε κόκκινη γραμμή τη νομιμοποίηση της νέας εξουσίας στο Κίεβο, ή η Ρωσία, που μετέθεσε το παιχνίδι στην προσάρτηση της Κριμαίας; Οι επιδιώξεις είναι ασύμμετρες: οι ΗΠΑ παίζουν παιχνίδι «δημιουργικής καταστροφής» και «μηδενικού αθροίσματος» προκειμένου να αποσπάσουν οριστικά από τη ρωσική επιρροή μια χώρα στην οποία δεν έχουν ζωτικό συμφέρον ασφαλείας. Η Μόσχα, αντίθετα, δίνει μάχη «υπαρξιακή», αρχικά για να αποφύγει την επέκταση του ΝΑΤΟ στα πλευρά της και να διατηρήσει το ναυτικό της αποτύπωμα στη Μαύρη Θάλασσα και, σε βάθος χρόνου, για να υπερασπιστεί τη δική της εσωτερική τάξη πραγμάτων. Η κατατεθειμένη άποψη του Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, κορυφαίου της αμερικανικής στρατηγικής, ότι το «ιδεώδες» θα ήταν ο μετατροπή της Ρωσίας σε χαλαρή συνομοσπονδία ενός ευρωπαϊκού, ενός σιβηριανού κι ενός απωανατολικού τμήματος τροφοδοτεί για πάντα τη ρωσική καχυποψία. Παράλληλα, το βάθεμα των διαχωριστικών γραμμών ψυχροπολεμικού τύπου επιβεβαιώνει (σε βάρος της Ε.Ε., η οποία στην Ουκρανία διεκδίκησε ένα ρόλο που δεν μπορούσε να υποστηρίξει ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά) το ρόλο του ΝΑΤΟ ως μηχανισμού που στόχο έχει να κρατά «τους Αμερικάνους μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω».
Το εκκρεμές ερώτημα όμως είναι άλλο: για μια Αριστερά, η οποία σχετικά με την Ε.Ε. έχει πει τα πάντα και το αντίθετό τους, αλλά σιωπά χαρακτηριστικά για την ύπαρξη του ΝΑΤΟ, η διά της βίας υπαγωγή ενός λαού στη «θεραπεία» του ΔΝΤ, μέσω πραξικοπήματος από ένοπλους ακροδεξιούς, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται με αφ’ υψηλού ουδετερότητα; Και ποια διδάγματα μπορούν να αντληθούν για τη σαφήνεια στόχων, την έλλειψη αυταπατών, την αποφασιστικότητα και τη λαϊκή κινητοποίηση που αποδεικνύεται ότι απαιτεί η σύγκρουση με τον «διεθνή παράγοντα»;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ