ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ


Henri Lefebvre

Η εισβολή του Μάη


ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΤΟΣ ΓΡΑΜΜΗΣ


Το Μακεδονικό ζήτημα


Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή την ονομασία της ΠΓΔΜ, έχει ανακινηθεί ένα νέο ρεύμα εθνικιστικών λόγων που ως επίδικο έχει την πατρότητα της Μακεδονίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τον εκάστοτε εθνικισμό. Σε αυτή την ιστορική φάση οι κύριοι αντίζηλοι της μακεδονικής ταυτότητας είναι η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ ή Μακεδονία, όπως αυτό το κράτος θέλει να αυτοπροσδιορίζεται. Στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθούμε με κανέναν εκ των εθνικιστικών μύθων, ούτε θα προσπαθήσουμε να βρούμε κάποια αλήθεια ή πολιτισμικούς τίτλους ιδιοκτησίας. Θα προσπαθήσουμε να δούμε ποια είναι τα στοιχεία που τελικά συγκροτούν στον γεωγραφικό χώρο των Βαλκανίων το έθνος των Μακεδόνων, σε μια γεωγραφική περιοχή που ο πληθυσμός της διεκδικούνταν από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Πώς κατάφερε μια πληθυσμιακή ομάδα όπως αυτή των Μακεντόνσκι να ξεφύγει από τους «μεγάλους εθνικισμούς» που βρίσκονταν γύρω της και τη διεκδικούσαν συγκροτώντας μια διακριτή ταυτότητα;

Ο μακεδονικός εθνικισμός, όπως και οι περισσότεροι εθνικισμοί που προέκυψαν μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ, αποτελούν το τελευταίο, το τρίτο κύμα εθνικισμών, που καταλήξαν στη συγκρότηση ανεξάρτητων κρατών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν βρίσκουν ρίζες στο παρελθόν χτίζοντας και αυτοί, σύμφωνα με τα πρότυπα όλων των εθνικισμών, την εθνική τους μυθολογία, της δικές τους επινοημένες παραδόσεις, τη δική τους ιδέα για την εθνική τους αιωνιότητα.

Αρχικά θα κάνουμε κάποιες θεωρητικές διευκρινίσεις ώστε χτίζοντας τα θεωρητικά μας εργαλεία να περάσουμε στην εξέταση του ζητήματος.

 

Τι είναι εθνικισμός;

Αν θέλει να μελετήσει κανείς τον εθνικισμό, θα ήταν λογικό το πρώτο πράγμα που θα αναζητήσει να είναι η έννοια του έθνους. Ποια είναι αυτά τα ποιοτικά ή και ποσοτικά στοιχεία τα οποία μπορούν και ενοποιούν διάφορες πληθυσμιακές ομάδες; Κάνοντας μια γρήγορη επισκόπηση στη βιβλιογραφία, αμέσως μπορούμε να αντιληφθούμε ότι η συζήτηση για το έθνος και τον εθνικισμό έχει δύο διαφορετικές θεωρητικές αφετηρίες. Συναντάμε λοιπόν θεωρίες που βλέπουν το έθνος ως μια α-ιστορική πραγματικότητα που υπάρχει πάντα· το έθνος κάποια στιγμή, αντιλαμβανόμενο τη μοναδικότητά του, συγκροτείται σε ενιαία πολιτική κοινότητα με κοινή ιδεολογία (τον εθνικισμό) και κοινή ταυτότητα. Αυτή η οικογένεια των θεωριών ονομάζεται εθναφυπνιστική καθώς θεωρεί ότι η τομή που δημιουργεί τελικά το σύγχρονο φαινόμενο των εθνών είναι απλώς μια στιγμή συνειδητοποίησης μιας αιώνιας πραγματικότητας. Από την άλλη, υπάρχουν θεωρίες που βλέπουν το έθνος ως ένα σύγχρονο δημιούργημα της νεωτερικότητας, ως ένα κοινωνικοϊστορικό φαινόμενο που δεν μπορεί να μελετηθεί χωρίς το συγκροτητικό του στοιχείο δηλαδή την εθνικιστική ιδεολογία. Το έθνος, επομένως, γεννιέται στη νεωτερικότητα και μέσα από την ιδεολογία του. Όπως αναφέρει και ο Γκέλνερ: «τα έθνη γεννιούνται από τον εθνικισμό και όχι το αντίστροφο».[1]

Ξεκαθαρίζοντας λοιπόν το πρώτο εργαλείο μας, θεωρούμε ότι τα έθνη αποτελούν μια μοντέρνα κοινωνική κατασκευή κατά την οποία τα υποκείμενα που βρίσκονται εντός του γίνονται μέλη της εθνικής κοινότητας όχι με βιολογικούς ή φυσικούς όρους αλλά μέσα από μια σύνθετη πολιτικοπολιτισμική διαδικασία. Τα υποκείμενα εγκαλούνται από την εθνική ιδεολογία και γίνονται μέλη της εθνικής φαντασιακής κοινότητας. Επομένως, δεν γίνεται να μελετήσουμε κανένα έθνος χωρίς να δούμε την εθνικιστική ιδεολογία (που ποτέ δεν είναι μόνο μία), η οποία είναι και το συγκροτητικό του στοιχείο.

Τι είναι όμως εθνική ιδεολογία; Θα μπορούσαμε γενικευτικά να πούμε ότι είναι οτιδήποτε συγκροτείται γύρω από μια πολιτικοποίηση κάποιου πολιτισμού δημιουργώντας συστήματα λόγου και ταυτότητες που αναφέρονται στην εκάστοτε φαντασιακή κοινότητα μ’ έναν αποκλειστικό και παιδαγωγικό τρόπο. Από ολόκληρη την εθνική ιδεολογία, εμείς θα μελετήσουμε την έννοια του εθνικισμού ως εθνικής συνείδησης ή εθνικού φρονήματος[2] και όχι το σύνολο των εθνικών λόγων.

Η εθνική ιδεολογία και η εθνική συνείδηση που αυτή παράγει είναι τα βασικά συστατικά μιας εθνικής κοινότητας. Ο Άντερσον στο βιβλίο του Φαντασιακές κοινότητες δίνει έναν ορισμό του έθνους αρκετά περιγραφικό και σαφή. Το έθνος λοιπόν «αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα η οποία φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς[3] οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του πιο μικρού έθνους, δεν θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δεν θα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν».[4] Τι είναι αυτό το συνανήκειν όμως; Μπορεί να χωρέσει σε συγκεκριμένα αξιολογικά κριτήρια; Γλώσσα, θρησκεία, γεωγραφία, οργάνωση της κοινωνίας, ιστορία, κοινές εμπειρίες και κοινοί εχθροί μπορεί να είναι κάποια από τα συγκροτητικά στοιχεία ενός έθνους χωρίς αυτό να σημαίνει ότι γίνεται να υπάρξει ένας κοινός ορισμός κριτηρίων. Σίγουρα για να διαμορφωθεί αυτό το αίσθημα του συνανήκειν είναι απαραίτητη η παρουσία κάποιου πολιτιστικού ή κοινωνικοπολιτικού κοινού σημείου αναφοράς.

Πολλές φορές αυτό το κοινό σημείο ανακατασκευάζεται για τις ανάγκες του εθνικού ιδεώδους παίρνοντας τη μορφή επινοημένης παράδοσης. Σκοπός των επινοημένων παραδόσεων είναι να διαφωτίσουν και να αναπλάσουν τη σχέση του υποκειμένου με το συλλογικό παρελθόν της κοινότητας. Από τη στιγμή που οτιδήποτε παραδοσιακό δεν έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί τον εαυτό του ως παραδοσιακό (δηλαδή ως κάτι πεπερασμένο, με μουσειακά χαρακτηριστικά), η παράδοση αποτελεί και αυτή δημιούργημα της νεωτερικότητας, που πολλές φορές χρησιμοποιείται εργαλειακά, παραμορφωτικά και ταυτόχρονα διαπαιδαγωγητικά για τους κοινωνούς της. Αποτελεί μια αναπαράσταση του παρελθόντος (και όχι μόνο, πολλές φορές είναι κάτι τελείως καινούργιο) με σκοπό την εμπέδωση του συνανήκειν καθώς απευθύνεται αποκλειστικά στα μέλη τής εκάστοτε φαντασιακής κοινότητας δημιουργώντας κοινές συλλογικές αναπαραστάσεις.

Το τελευταίο θεωρητικό ξεκαθάρισμα έχει να κάνει με το ποιοι τελικά είναι οι στόχοι του εκάστοτε εθνικισμού που κάνει την εμφάνιση του. Αρχικά πρέπει να πούμε ότι κάθε εθνικισμός είναι κυρίαρχα μια πολιτική ιδεολογία που οργανώνει και κινητοποιεί μαζικά τους ανθρώπους. Εν συνεχεία μπορούμε να παραδεχτούμε ότι οι εθνικισμοί είτε είναι ταυτισμένοι μ’ ένα κράτος είτε έχουν στόχο τη συγκρότηση ενός εθνικού κράτους, «διότι το κράτος ήταν (είναι) η μηχανή που έπρεπε να χειραγωγηθεί εάν μια εθνότητα επρόκειτο να μετατραπεί σε έθνος ή έστω αν έπρεπε να διαφυλαχτεί η υπάρχουσα θέση της από την ιστορική διάβρωση και αφομοίωση».[5] Το κράτος είναι ένα εργαλείο διαμόρφωσης και εμπέδωσης της εθνικιστικής ιδεολογίας, γι’ αυτό και όλοι οι εθνικισμοί αποβλέπουν σε αυτό.

 

Η διαμόρφωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της Μακεδονίας

Η συσσώρευση ομοιογενούς εθνοτικά πληθυσμού σε μια περιοχή αποτελεί πάντα ένα επιχείρημα ιδιοκτησιακής λογικής που αναπαράγουν οι εθνικισμοί. Η Μακεδονία ως γεωγραφική περιοχή με πλήθος εθνοτικών ομάδων με ασαφή εθνικές ταυτότητες αποτέλεσε για χρόνια τόπο διαμάχης μεταξύ «μητέρων πατρίδων» οι οποίες ήθελαν να δουν και να προστατέψουν τα παιδιά τους που βρίσκονταν στην περιοχή. Αποκορύφωμα αυτού του εθνικιστικού ιμπεριαλισμού ήταν οι δύο βαλκανικοί πόλεμοι και οι τεράστιες αλλαγές που επήλθαν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα στη σύνθεση του πληθυσμού. Ανταλλαγές πληθυσμών, διωγμοί, εθνοκαθάρσεις, πολιτισμικές ενσωματώσεις και διάφορες άλλες μέθοδοι εκκαθάρισης ή ενσωμάτωσης υιοθετήθηκαν από τους «μεγάλους εθνικισμούς» της περιοχής.

Στη Μακεδονία[6] λοιπόν το 1912 (πριν από την έναρξη των βαλκανικών πολέμων) κατοικούσαν 2.500.000 άνθρωποι. Προφανώς είναι αδύνατο να εξετάσεις αυτόν τον πληθυσμό με σημερινά κριτήρια, καθώς λόγω της έλλειψης σταθερών και συγκροτημένων εθνικών ταυτοτήτων ακόμα και οι επίσημες καταγραφές της εποχής αναφέρουν πάντα μεμονωμένα στοιχεία όπως θρησκεία και γλώσσα. Στην περιοχή της Μακεδονίας λοιπόν κατοικούσαν 900.000 μουσουλμάνοι, 900.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί, 360.000 ελληνόφωνοι χριστιανοί, 100.000 Βλάχοι και 70.000-90.000 Εβραίοι.[7] Πιο συγκεκριμένα:

Ενδεικτικά για τη Μακεδονία: Βιλαέτια Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου (πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους).

 

Στατιστικές

Μουσουλμάνοι

Πατριαρχικοί[8]

Εξαρχικοί[9]

Εβραίοι

Συνολικός πληθυσμός

Οθωμανική Απογραφή 1905-1906

861.758

580.563

497.343

59.052

2.014.916

Εξαρχία 1912

926.942

548.619

692.283

81.155

2.272.916

Ελληνική 1904

634.017

650.709

332.162

53.147

1.711.507

Ελληνική 1910

679.695

637.704

355.408

53.100

1.699.566

 

Βλέπουμε στον παραπάνω πίνακα[10] ότι παρά τη σκοπιμότητα κάθε απογραφής, τα δύο στοιχεία που είναι κυρίαρχα σε όλες και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν είναι: 1) η πληθυσμιακή υπεροχή του μουσουλμανικού στοιχείου και 2) η αναγνώριση της πολυπολιτισμικότητας και της έλλειψης εθνολογικής συνοχής και καθαρότητας στην περιοχή.

Μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων, το ελληνικό κράτος προχωράει αμέσως σε απογραφή, η όποια καταγράφει θρήσκευμα και γλώσσα για προφανείς λόγους. Το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναφέρει «έχοντας υπ’ όψιν ότι η Β. Πρεσβεία εζήτησε τας στατιστικάς πληροφορίας προς χρησιμοποίησιν αυτών παρά τω τύπω, απέφυγε να χωρίση την στήλην των Ελλήνων εις ελληνοφώνους και ξενόφωνους»[11]. Υπάρχει όμως ένα ανέκδοτο τηλεγράφημα του υπουργείου Εξωτερικών που έχει σαφή στοιχεία· πιο συγκεκριμένα, σε απογραφή που έγινε τα στοιχεία που καταγράφονται από το υπουργείο έχουν ως εξής:

 

Νομός

Έλληνες ορθόδοξοι

Τέως σχηματισμός

Μουσουλμάνοι

Εβραίοι

Άλλοι

Σύνολο

Θεσσαλονίκης

331.192

32.322

123.553

62.030

7.424

556.521

Κοζάνης

146.563

2.513

56.032

-

-

205.108

Φλώρινας

71.376

39.764

27.858

-

-

138.998

Σερρών

107.431

17.974

20.335

2.900

-

147.240

Δράμας

96.062

13.281

125.522

2.900

-

237.765

Σύνολο

752.624

105.854

353.300

66.430

7.424

1.285.632

 

Βλέπουμε εδώ τις τεράστιες εθνολογικές και πληθυσμιακές μεταβολές που επήλθαν μέσω της διαδικασίας των εκατέρωθεν εθνοκαθάρσεων. Δεν είναι όμως ακόμα αρκετές ώστε η περιοχή να αποκτήσει εθνολογική ομοιογένεια. Έτσι οι συγκεκριμένες περιοχές θα συνεχίσουν να είναι διεκδικήσιμες από άλλες βαλκανικές χώρες και κυρίαρχα τη Βουλγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην επίσημη απογραφή του 1920 η περιοχή της Μακεδονίας δεν εκδόθηκε ποτέ από το ελληνικό κράτος και εκδόθηκαν μόνο τα στοιχεία της Νοτίου Ελλάδας. Μόλις το 1928 παρουσιάζεται η πρώτη επίσημη απογραφή της περιοχής, μετά την έλευση και την αποκατάσταση των προσφύγων, που είχε αποτέλεσμα να γίνει η Μακεδονία εθνολογικά ελληνική.

Στην παραπάνω στατιστική περιλαμβάνεται κι ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων προσφύγων, περίπου 160.000 από τη Βουλγαρία, τη Σερβία αλλά και την Τουρκία (κυρίως από την Ανατολική Θράκη).

Μπορούμε λοιπόν πλέον να καταλάβουμε το πόσο ασαφής ήταν η πληθησμιακή ομοιογένεια του μακεδονικού πληθυσμού ακόμα και μετά την «ελληνοποίησή της». Μήλον της έριδος λοιπόν για δεκαετίες ήταν κυρίως οι σλαβόφωνοι χριστιανοί καθώς όντας ο μεγαλύτερος χριστιανικός πληθυσμός της περιοχής τον διεκδικούσαν και οι τρεις χριστιανικοί εθνικισμοί της. Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι για δεκαετίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα καταφέρει να εγκολπώσει στη δική του κρατική αγκαλιά τον συγκεκριμένο πληθυσμό.

 

Οι Μακεντόνσκι

«Αυτοί εδώ οι χωριάτες, που τη γλώσσα τους την καταλαβαίνουν περίφημα κι οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι, αντιπαθούν τους πρώτους γιατί τους πήρανε τα παιδιά στο στρατό. Μισούν τους δεύτερους που τους κακομεταχειρίζονται για Βούλγαρους. Και κοιτάνε με συμπαθητική περιέργεια εμάς τους περαστικούς Ρωμιούς επειδή είμαστε γνήσιοι πνευματικοί υπήκοοι του Πατρίκ, δηλαδή του του “Ορθόδοξου Πατριάρχη της Πόλης” […] Ωστόσο δεν θέλουν να ’ναι μήτε “Μπουλγκάρ” μήτε Σρρπ (Σέρβοι) μήτε Γκρρτς (Έλληνες). Μονάχα “Μακεντόν ορτοντόξ”». Αυτά έγραφε στο βιβλίο του Η ζωή εν τάφω ο Μυριβήλης κατά την πρώτη έκδοσή του (πριν αυτολογοκριθεί και το βγάλει) για τους κατοίκους της Μακεδονίας, που δεν ένιωθαν ούτε Έλληνες ούτε Βούλγαροι ούτε Σέρβοι. Και από πολλές ακόμα αναφορές σχεδόν σε κάθε βιογραφία των Μακεδονομάχων γίνεται αναφορά σε αυτούς που έπρεπε να πείσουμε ότι όντας μόνο Μακεδόνες πρέπει να νιώθουν και Έλληνες.

Σημαντικό ρόλο στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των βαλκανικών κρατών έναντι του πληθυσμού της Μακεδονίας έπαιξε η γλώσσα, μέσω των σχολείων που ανοίγονταν από την εκάστοτε πλευρά σε διάφορα μέρη. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η θρησκεία απ’ όταν η Βουλγαρία αποφάσισε να αυτονομήσει τη δική της εκκλησία από το ελληνόφωνο πατριαρχείο.

Τα μακεδονικά/μακεδονίτικα ήταν υπαρκτή γλώσσα, ένα κράμα σλαβικών διαλέκτων με λίγα ελληνικά και τούρκικα, που έγιναν προσπάθειες τόσο από την Ελλάδα όσο και από τη Βουλγαρία να ενσωματωθούν στην εθνική τους αφήγηση και φυσικά να μετασχηματιστούν. Η Πηνελόπη Δέλτα στους Μύθους του βάλτου γράφει για τη γλώσσα: «Ήταν ένα κράμα όλων των βαλκανικών εθνικοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμούνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζούσαν φύρδην μίγδην κάτω από τον βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια μακεδονίτικη, ένα κράμα κι αυτή από σλαβικά κι ελληνικά ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες».[12]

Υπάρχει λοιπόν ένας πληθυσμός που έχει αντίληψη της διαιρετότητάς του χωρίς όμως να έχει χτίσει ακόμη εθνική αφήγηση. Η γλώσσα και η θρησκεία λοιπόν έπαιξαν ρόλο στη δόμηση μιας διακριτής ταυτότητας. Στην περίπτωση της Μακεδονίας, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αντίθεση με τους μεγάλους εθνικισμούς τους «Άλλους». Η συγκεκριμένη αντίθεση απέναντι στο τι και ποιοι «δεν είμαστε εμείς»[13] οδηγεί σε μια αντίληψη διαφορετικότητας, καθώς «εκείνοι» και όχι «εμείς» φταίνε για όλα τα δεινά που έχουμε περάσει, τα οποία στην περιοχή της Μακεδονίας κρατήσαν περίπου 25 χρόνια.

Με αυτόν τον τρόπο αρχίζουν να εμφανίζονται φωνές που μιλούν για «αυτόνομη Μακεδονία», άλλες φορές υποκινούμενες κυρίως από τη Βουλγαρία, που έβλεπε μέσα από αυτόν τον δρόμο –κυρίως μετά τους βαλκανικούς πολέμους– μια δυνατότητα προσάρτησης της Μακεδονίας, άλλες φορές από τα κομμουνιστικά κόμματα της περιοχής, που έχοντας ως σχέδιο μια Βαλκανική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία[14] βλέπαν τη Μακεδονία ως αυτόνομη δημοκρατία εντός της ένωσης, και άλλες φορές από οργανώσεις των ίδιων των Σλαβομακεδόνων.

Η μεγαλύτερη αυτονομιστική οργάνωση ήταν η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ). Η εθνική αρχή για τους σημερινούς Σλαβομακεδόνες βρίσκεται στο 1903 και στην εξέγερση που έγινε κατά των Οθωμανών στο Ίλιντεν υπό την καθοδήγηση της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ) και με βασικό σύνθημα το «η Μακεδονία στους Μακεδόνες», που ζητούσε την αυτονόμηση της Μακεδονίας. Η ΕΜΕΟ αργότερα στους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά την ήττα στο Ίλιντεν διάλεξε στρατόπεδο και όντας από την αρχή βουλγαρόφιλη πήγε με τους Βούλγαρους. Η ήττα της Βουλγαρίας άλλαξε τα δεδομένα του κινήματος και ουσιαστικά το εξαφάνισε. Παρ’ όλα αυτά ο σπόρος είχε μπει.

Η ουσιαστική επανεμφάνιση του γίνεται κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου που η ενεργητικότητά του στην αντίσταση κατά των Γερμανών από μεριάς των Σλαβομακεδόνων έγειρε αξιώσεις αναγνώρισής τους ως κάτι διακριτό, ως Μακεδόνων. Πράγματι, εκείνη την περίοδο είτε θετικά (Γιουγκοσλαβία) είτε αρνητικά (Ελλάδα με τους διωγμούς μετά τον Εμφύλιο) αναγνωρίζονται ως κάτι διακριτό. Από το σημείο εκείνο αρχίζει να αναπαράγεται η εθνικιστική ιδεολογία των Μακεδόνων διαμορφώνοντας εθνικό παρελθόν, αλύτρωτες πατρίδες και φυσικά επινοημένες παραδόσεις και κοινά σύμβολα.

Κάπως έτσι φτάνουμε στο 1991 μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας, που βλέπουμε την ΠΓΔΜ ως αυτόνομο κράτος αυτή τη φορά να θέλει να νομιμοποιήσει και να εμπεδώσει τη συλλογική ταυτότητα που αναπαρήγαγε για δεκαετές στη φαντασιακή κοινότητα των Μακεδόνων. Σαφέστατα ήταν μια περίοδος όξυνσης του μακεδονικού εθνικισμού και μαζί με αυτόν και άλλων εθνικισμών των οποίων διεκδικούσε κομμάτια της ταυτότητάς τους (Ελλάδα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα).

Αυτή τη στιγμή έχουμε να κάνουμε μ’ έναν νέο εθνικισμό που συγκροτήθηκε σε αυτόνομο κράτος. Η Μακεδονία είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα με κρατική υπόσταση, εθνική αφήγηση και ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά είναι ένας ακόμα εθνικισμός υπό διαμόρφωση.

Μικρή αξία έχει το να προσπαθήσει κανείς να νομιμοποιήσει ή όχι έναν εθνικισμό με βάση την εθνική αφήγηση και την ιστορία που αναπαράγει. Άλλωστε κανένας εθνικισμός δεν κρίθηκε από τη εγκυρότητα των λεγομένων του, αλλά από την πειστικότητα της αναπαραγωγής του εθνικιστικού λόγου του και την ικανότητά του να κινητοποιεί μάζες διαμορφώνοντας συλλογικές ταυτότητες. Από αυτή την άποψη, ο μακεδονικός εθνικισμός και η μακεδονική εθνική αφήγηση είναι μια αναμφισβήτητη πραγματικότητα.

 

[1] Εrnest Gellner, Έθνη και εθνικισμός, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1993, σ. 106.

[2] Παντελής Ε. Λέκκας, Η εθνικιστική ιδεολογία. Πέντε υποθέσεις εργασίας στην ιστορική κοινωνιολογία, Κατάρτι, Αθήνα 2006, σ. 360.

[3] Eric Hobsbawn και Terence Ranger, Η επινόηση της παράδοσης, Θεμέλιο, Αθήνα 2004, σ. 23.

[4] Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές κοινότητες, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σ. 26.

[5] E.J. Hobsbawn, Έθνη και εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Καρδαμίτσα, Αθήνα 1990, σ. 137.

[6] Η Μακεδονίας ως γεωγραφική περιοχή αποτελείται από τη σημερινή ελληνική Μακεδονία, το μεγαλύτερο τμήμα της ΠΓΔΜ, ένα τμήμα της νοτιοδυτικής Βουλγαρίας κι ένα μικρό τμήμα της ανατολικής Αλβανίας.

[7] Τάσος Κωστόπουλος, Πόλεμος και εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922), Βιβλιόραμα, Αθήνα 2008, σ. 25.

[8] Έλληνες και Σέρβοι ορθόδοξοι

[9] Βούλγαροι ή βουλγαρόφιλοι ορθόδοξοι.

[10] Κωστόπουλος, ό.π., σ. 160.

[11] Κωστόπουλος, ό.π.· Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, Αρχείο Στέφανου Δραγούμη, Μακεδονία – γενική διοίκηση (1913), «περίθαλψη και εγκατάσταση προσφύγων 1, φακ. 4 (στατιστικά Μακεδονίας)».

[12] Πηνελόπη Δέλτα, Τα μυστικά του βάλτου, Εστία, Αθήνα 2009, σ. 47-48.

[13] Hobsbawn, ό.π., σ. 243.

[14] Αλέκος Παπαπαναγιώτου, Το μακεδονικό ζήτημα και το βαλκανικό κομμουνιστικό κίνημα 1918- 1939, Θεμέλιο, Αθήνα 1992, σ. 19-25.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
30/05/2023 - 12:10

Η Απάντηση στον Τζων Λιούις συνιστά πριν απ’ όλα μια εξαιρετική εισαγωγή στον μαρξισμό του Αλτουσέρ, ένα αλτουσεριανό μανιφέστο.

ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ|
17/01/2023 - 17:34

Ο Φεμινισμός για το 99%, από τα πιο σημαίνοντα κείμενα του ρεύματος της κοινωνικής αναπαραγωγής, είναι γέννημα-θρέμμα της Παγκόσμιας Φεμινιστικής Απεργίας.

ΘΕΩΡΙΑ|
16/12/2021 - 14:44

Τον Νοέμβριο του 1977, από το βήμα του συνεδρίου που διοργάνωσε στη Βενετία η εφημερίδα Il Manifesto, ο Αλτουσέρ αναφωνεί «Επιτέλους, η κρίση του μαρξισμού!».

ΚΟΙΝΩΝΙΑ/ΚΙΝΗΜΑΤΑ|
09/02/2021 - 16:16

Ένα κίνημα για δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο, είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα για ανοιχτό πανεπιστήμιο.