Η ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης στην Ελλάδα είναι ένα από τα προπατορικά αμαρτήματα της αριστεράς. Όταν το 1989 ο Νίκος Κωνσταντόπουλος συνυπέγραφε ως υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Ν.Δ.-Συνασπισμού υπό τον Τζαννή Τζαννετάκη το κείμενο του ν. 1866/1989, που επέτρεπε την ίδρυση μη κρατικών τηλεοπτικών σταθμών, στην πραγματικότητα η αριστερά συναινούσε στην εισβολή της ιδιωτικής τηλεόρασης, της εμπορευματοποιημένης ψυχαγωγίας και της κατευθυνόμενης επιχειρηματικής πληροφόρησης στην ελληνική κοινωνία. Όλες οι συζητήσεις για εναλλακτικά μοντέλα που είχαν ξεδιπλωθεί στη Μεταπολίτευση με βάση και την εμπειρία της ελεγχόμενης από την εκάστοτε κυβέρνηση ΕΡΤ (ή ακόμη χειρότερα της αλήστου μνήμης ΥΕΝΕΔ) ξεχάστηκαν. Άλλωστε, λίγα χρόνια αργότερα έσπευσε και το ίδιο το ΚΚΕ να αποκτήσει τηλεοπτική άδεια, αυτή του σταθμού 902, την οποία αρκετά χρόνια αργότερα δεν δίστασε να πουλήσει για να εκπέμπει στη θέση του σήμερα το κανάλι Ε.
Εξαρχής η ιστορία της ιδιωτικής τηλεόρασης δεν είχε σε τίποτα να κάνει με την ελευθερία της ενημέρωσης ή την πολυφωνία. Οι μεγαλοεπιχειρηματίες και οι μεγαλοεκδότες που διεκδίκησαν και πήραν τις άδειες εκείνα τα χρόνια αλλά και αργότερα δεν το έκαναν από κανένα ενδιαφέρον για την ίδια την τηλεόραση. Το έκαναν γιατί θεώρησαν ότι ήταν ένα νέο πεδίο επένδυσης σε μια κοινωνία που τη θεώρησαν διψασμένη για εντυπωσιασμό, νεοπλουτισμό, κουτσομπολιό, φτηνή ψυχαγωγία, φαντασιώσεις καταναλωτικού ευδαιμονισμού. Το έκαναν όμως και γιατί κατάλαβαν ότι τα τηλεοπτικά κανάλια θα τους έδιναν δύναμη πολιτικού επηρεασμού που τα παραδοσιακά μέσα, όπως οι εφημερίδες, δεν θα αποκτούσαν ποτέ.
Άνοιξε έτσι μια περίοδος που η ατζέντα της ενημέρωσης και η ατζέντα των μεγάλων έργων, του «έπους του χρηματιστηρίου», της εποποιίας των φτηνών δανείων πήγαν χέρι χέρι. Δεν είναι τυχαίο ότι παρότι υπήρξαν εποχές που τα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια κατέγραφαν πολλά διαφημιστικά έσοδα και μπορούσαν να έχουν υψηλούς προϋπολογισμούς ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα κερδοφόρα, δείχνοντας ότι στην πολιτική οικονομία της ελληνικής τηλεόρασης η έμφαση ήταν πάντα περισσότερο στην πολιτική και λιγότερο στην οικονομία.
Φτιάχτηκε έτσι ένα ραδιοτηλεοπτικό τοπίο όπου, παρά τις αλλεπάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες περί του αντιθέτου, στρατηγικοί επιχειρηματικοί όμιλοι όπως της οικογένειας Βαρδινογιάννη μπορούσαν να έχουν παρουσία σε τουλάχιστον δύο μεγάλα κανάλια, ο εθνικός πρωταθλητής των δημοσίων έργων Μπόμπολας να παίζει κομβικό ρόλο στο μεγαλύτερο κανάλι, το πανταχού παρόν εφοπλιστικό κεφάλαιο να έχει ιδιαίτερα ισχυρή παρουσία σε πλήθος κανάλια.
Αυτό το πλέγμα ενημέρωσης και οικονομικής εξουσίας, εκείνο που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «διαπλοκή», διαμόρφωσε έναν ιδιαίτερα αποτελεσματικό ιδεολογικό μηχανισμό ή, εάν προτιμάτε, έναν ηγεμονικό μηχανισμό. Μπορεί από τη λειτουργία των ιδιωτικών καναλιών να έμειναν στη συλλογική μνήμη κάποια σίριαλ ή γραφικές στιγμές της ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα η περίφημη «τέντα» του Ωνάσειου κατά την εκεί νοσηλεία του Ανδρέα Παπανδρέου, ή κάποιες τραγικές εκδοχές παραπληροφόρησης όπως το μονταρισμένο βίντεο του Mega για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου, όμως καλό είναι να δούμε πίσω από το κραυγαλέο. Τα κανάλια ήταν εκείνα που διαμόρφωσαν το κλίμα υπέρ του εκσυγχρονισμού και μιας βαλκανικής εκδοχής νεοφιλελευθερισμού στη δεκαετία του 1990, συνέβαλαν στη φαντασιωτική επένδυση του ευρώ ως συμβόλου ευημερίας, διαμόρφωσαν μια εικόνα «επεισοδίων» για τι διαδηλώσεις, νομιμοποίησαν τη συλλογική ενοχή για τα μνημόνια και φυσικά έδωσαν τη μάχη υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα.
Αλλά και το ψυχαγωγικό πρόγραμμα των καναλιών στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε: χωρίς κανείς να αμφισβητεί τις επιμέρους αναλαμπές ταλέντου, στην πραγματικότητα είχαμε μια παρέλαση όλων των εκδοχών μικροαστισμού και οραμάτων «επιτυχίας» πλάι στη συστηματική αποσιώπηση της πραγματικότητας της ελληνικής κοινωνίας. Μαζί με τη μετατροπή της ενημέρωσης σε θέαμα, με τα τηλεπαράθυρα και τους τηλεκαυγάδες, τα κανάλια συνέβαλαν σε ευρύτερα σχέδια αποπολιτικοποίησης και στην εμπέδωση ενός φαντασιακού μικροαστισμού που μικρή σχέση είχε με τις δυναμικές και τις αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Το ίδιο το καθεστώς παρέμενε ανολοκλήρωτο και χαοτικό, αποτέλεσμα διαδοχικών προσωρινών ρυθμίσεων και κάθε λογής μεταβιβάσεων αδειών, προϊόν της διαμόρφωσης διοικητικών συμβουλίων όπου συνήθως οι αχυράνθρωποι υποκαθιστούσαν τα πραγματικά αφεντικά, γέννημα της προνομιακής πρόσβασης σε δανεισμό από τις ιδιωτικές τράπεζες, συνέπεια συνεχών αποπειρών να μην καταβάλλονται οι εισφορές που αναλογούσαν. Ακόμα και η σχετικά πιο προχωρημένη προσπάθεια να μπουν πραγματικοί φραγμοί στην παρουσία προμηθευτών του δημοσίου στα κανάλια, ο νόμος περί βασικού μετόχου του 2005 τελικά –και ύστερα και από παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής– δεν εφαρμόστηκε.
Η οικονομική κρίση οδήγησε και στην κρίση του όλου πλέγματος. Η υποχώρηση της διαφημιστικής δαπάνης, η μείωση των εσόδων, η απροθυμία των μετόχων να ρίχνουν χρήμα στα κανάλια τους για να βελτιώσουν το πρόγραμμά τους διαμόρφωσαν ένα τοπίο όπου ολοένα και περισσότερο τα κανάλια εξαρτώνται από τη συνέχιση ενός παράτυπα ανακυκλούμενου δανεισμού. Η κρίση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και οι νέες μορφές εποπτείας των τραπεζών και συνολικά της οικονομίας σήμαιναν ότι παραδοσιακά μιντιακά κέντρα που έπαιζαν και ρόλο συντονισμού μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο, όπως π.χ. το συγκρότημα Λαμπράκη, έχαναν τον ρόλο τους.
Σε αυτό το τοπίο είναι που έρχεται η κυβερνητική παρέμβαση για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της παρέμβασης που μεθοδεύεται εδώ και αρκετό καιρό;
Πρώτον, δεν μιλάμε για οποιαδήποτε προσπάθεια μείωσης του βαθμού ιδιωτικοποίησης της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Η δημοπρασία αφορά τη χρήση του τηλεοπτικού φάσματος συχνοτήτων (που είναι δημόσιο αγαθό) από ιδιωτικά κανάλια - επιχειρήσεις που θα καταβάλλουν το σχετικό αντίτιμο. Τα μόνα κριτήρια που μπαίνουν αναφέρονται απλώς στη στοιχειώδη κάλυψη των αναγκών σε προσωπικό και στους όρους οικονομικής βιωσιμότητας.
Δεύτερον, σε μια προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα τοπίο όπου μόνο συγκεκριμένοι όμιλοι θα μπορέσουν να πάρουν άδεια, περιορίστηκε ο αριθμός αδειών, στο όνομα αφενός της περιορισμένης διαφημιστικής δαπάνης και αφετέρου μιας μελέτης για το εύρος συχνοτήτων που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η οποία σε πλευρές της έχει αμφισβητηθεί ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση που άλλοτε μιλά για τέσσερις άδειες πανελλαδικής εμβέλειας και άλλοτε υπαινίσσεται ότι μπορεί και αυτές να γίνουν πέντε.
Τρίτον, η κυβέρνηση πολύ νωρίς έδειξε ότι αυτό που ονομάζει «χτύπημα της διαπλοκής» στην πραγματικότητα είναι μια σειρά επιλεκτικές επιθέσεις σε προηγούμενες εκδοχές «διαπλοκής», π.χ. στο συγκρότημα Λαμπράκη (ενίοτε και με νέες ισορροπίες, καθώς π.χ. ο όμιλος Μπόμπολα αποσύρεται από την τηλεόραση, στρέφεται φιλοκυβερνητικά στα έντυπα όπως το Έθνος, βγαίνει από το στόχαστρο και ξαναμπαίνει επιθετικά στο παιχνίδι των μεγάλων έργων)· και ταυτόχρονα μια αναζήτηση νέων ισορροπιών είτε με επιχειρηματικά κέντρα που κατοχύρωναν ανέκαθεν τον ρόλο τους (οικογένεια Βαρδινογιάννη) είτε με νέα συγκροτήματα που προσπαθούν να εξαργυρώσουν παραδοσιακές σχέσεις με την αριστερά (βλ. π.χ. την επανεμφάνιση του παλιού γνώριμου των ΜΜΕ Χρήστου Καλογρίτσα) είτε με επιχειρηματίες που διεκδικούν πολιτική επικύρωση του οικονομικού τους ρόλου (Μαρινάκης).
Παρ’ όλα αυτά, μικρή σημασία έχουν οι τελικές ισορροπίες, οι καραμπόλες ή οι τελικές συμμαχίες. Η ουσία παραμένει ότι στο τέλος μπορεί να μην έχουμε πια Mega, όμως θα έχουμε διάφορες παραλλαγές του και η ενημέρωση θα παραμένει εξίσου κατευθυνόμενη και η ψυχαγωγία εξίσου εμπορευματοποιημένη. Ακόμα και αν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ορισμένοι από τους καναλάρχες θα ανταποδώσουν την ευεργεσία με την προβολή του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρόκειται να αλλάξουμε ουσιωδώς μοντέλο τηλεόρασης (και ας μην ξεχνάμε ότι για τον ιδεολογικό ρόλο των ΜΜΕ, την «ηγεμονική» λειτουργία τους, αυτό που μετράει είναι πολύ περισσότερο η συνολική διάρθρωση παρά το τι θα ακουστεί στη μία ή την άλλη εκπομπή).
Την ίδια στιγμή η παρατεταμένη κρίση του Τύπου και των ΜΜΕ έχει οδηγήσει και στη ριζική επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Απολύσεις, μειώσεις μισθών, αλλαγές συμβάσεων διαμορφώνουν ένα τοπίο όπου οι νέοι επενδυτές των ΜΜΕ θα βρουν φτηνότερο εργατικό δυναμικό για τα νέα κανάλια.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τα αιτήματα για μια άλλη κατάσταση στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. Η κυβέρνηση λέει ότι «θα βάλει τάξη» και ότι θα δώσει κανονικές άδειες αλλά η μεθοδολογία της δεν διαφέρει πολύ, ως προς τον «πυρήνα της λειτουργίας της τηλεόρασης», από την τωρινή κατάσταση. Και οι προηγούμενες «προσωρινές» άδειες «τάξη» είχαν θεωρηθεί αλλά στην πραγματικότητα απλώς παρέδιδαν την τηλεόραση σε ιδιώτες που είχαν πρόσβαση στις τότε κυβερνήσεις. Το ίδιο θα γίνει και τώρα έστω και μέσω «πλειστηριασμού». Εκτός και αν θεωρήσουμε βελτίωση την αύξηση της παρουσίας βουλευτών και πολιτευτών του ΣΥΡΙΖΑ στα τηλεπαράθυρα.
Άλλωστε, η απουσία οποιασδήποτε ριζοσπαστικής αντίληψης για το τηλεοπτικό τοπίο είχε προ πολλού φανεί με τη διαχείριση της ΕΡΤ από τη νέα κυβέρνηση. Παρότι το εκ νέου άνοιγμα της ΕΡΤ ήταν μια από τις λίγες δικαιώσεις μεγάλων αγώνων και παρά την εμπειρία ενός διαφορετικού μοντέλου η οποία είχε σωρευτεί από τα πειράματα αυτοδιαχείρισης που προέκυψαν (ΕΤ3, ERT Οpen κ.λπ.), η επιλογή Ταγματάρχη (ενός ανθρώπου βγαλμένου κατεξοχήν μέσα από την ιδιωτική τηλεόραση, που είχε τοποθετηθεί στην ΕΡΤ επί κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου ακριβώς για να τη σπρώξει σε ένα μοντέλο κοντά στα ιδιωτικά κανάλια) και συνολικά η λειτουργία μιας ΕΡΤ που στην ενημέρωση απλώς αναπαράγει πεπατημένες κυβερνητικού καναλιού και εξακολουθεί να μη διαθέτει ούτε πόρους ούτε σχεδιασμό για παραγωγή νέου ποιοτικού προγράμματος δείχνει πόσο απέχει η κυβερνητική λογική από οποιαδήποτε ριζοσπαστική ή εναλλακτική αντίληψη για τη δημόσια τηλεόραση. Μόνο που έτσι δεν υπάρχει καν το ισχυρό αντίβαρο μιας ποιοτικής δημόσιας τηλεόρασης απέναντι στην ιδιωτική.
Σε αυτό το τοπίο, ο αντίλογος στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν μπορεί να περιοριστεί στην απλή διεκδίκηση αξιόπιστων κριτηρίων στην αδειοδότηση ή στην επιμονή στον ρόλο ανεξάρτητων αρχών όπως το ΕΣΡ (που όντως πλέον έχει παραμεριστεί αλλά και η αλήθεια είναι ότι πέραν των κρουσμάτων συντηρητισμού ποτέ δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στη βελτίωση των τηλεοπτικών πραγμάτων) ή στην –απολύτως αναγκαία– διεκδίκηση αξιοπρεπών εργασιακών συνθηκών. Αντίθετα, πρέπει να πάρει τη μορφή ριζοσπαστικών προτάσεων που να ξεφεύγουν από τη λογική της ρύθμισης της τηλεοπτικής αγοράς και να αμφισβητούν την αυτονόητη ύπαρξη ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών εθνικής εμβέλειας, ξαναπιάνοντας έτσι ένα νήμα από τους ριζοσπαστικούς προβληματισμούς προηγούμενων εποχών που μιλούσαν για δημόσια ΜΜΕ με κοινωνικό και εργατικό έλεγχο, για αυτοδιαχείριση, για απόδοση μέσων ενημέρωσης στα κινήματα. Σήμερα αυτό σημαίνει προτάσεις που να βλέπουν το δικαίωμα τηλεοπτικής εκπομπής, τουλάχιστον την ανοιχτή, καθολικής λήψης εκπομπή, ως δημόσιο αγαθό, ως υπόθεση όχι ιδιωτών αλλά δημόσιων και κοινωνικών θεσμών, με ανάπτυξη μορφών δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου, με ψυχαγωγία που να προσανατολίζεται στην ποιότητα και όχι στην εμπορικότητα, με ενημέρωση που να στηρίζεται στη δεοντολογία και την αυτενέργεια των δημοσιογράφων και όχι στις επενδυτικές επιλογές των ιδιοκτητών, με προσπάθεια ώστε και το κοινό, δηλαδή οι πολίτες, να έχει λόγο και δικαίωμα παρέμβασης, εν ολίγοις ένα μοντέλο ανταγωνιστικό πλήρως σε ό,τι ορίσαμε ως τηλεόραση τα τελευταία είκοσι έξι χρόνια.
Διαφορετικά, απλώς ο φαύλος κύκλος της χειραγώγησης και της αποβλάκωσης θα συνεχίζεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ