Τον περασμένο Δεκέμβρη πραγματοποιήθηκε στην Κοπεγχάγη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ διάσκεψη για τις κλιματικές αλλαγές και την υπερθέρμανση του πλανήτη με τη συμμετοχή περισσότερων από 190 χώρες. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε τελικά δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας, ειδικά για τις «λιγότερο αναπτυγμένες χώρες», και προβλέπει μεταξύ άλλων τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας[1] προς τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από τις κλιματικές αλλαγές, γενικόλογες διακηρύξεις για τον μελλοντικό περιορισμό των εκπομπών των αερίων που ευθύνονται για την κλιματική αλλαγή (διοξείδιο του Άνθρακα, μεθάνιο κ.λπ.).
Οι αισιόδοξες προβλέψεις για την επίτευξη μιας συμφωνίας καλύτερης από την αποτυχημένη του Κιότο[2] αποδείχθηκαν περισσότερο από απατηλές. Σε αντίθεση με το Πρωτόκολλο του Κυότο που έκανε λόγο για δεσμευτικότητα της συμφωνίας από όσους θα την υπέγραφαν, στο κείμενο της Κοπεγχάγης γίνεται λόγος μόνο για εθελοντική συμμετοχή, κάτι που διευκολύνει τους μεγάλους ρυπαντές του πλανήτη (π.χ. ΗΠΑ, Κίνα) να συνεχίσουν ανεμπόδιστα το καταστροφικό τους έργο. Φυσικά τα αιτήματα των χωρών του «Τρίτου Κόσμου» για αναγνώριση του λεγόμενου και οικολογικού χρέους των αναπτυγμένων χωρών προς τις αναπτυσσόμενες εξαιτίας της συνεχούς περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, αλλά και εξαιτίας της καταλήστευσης των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών από τους «πλούσιους», δεν ακούστηκαν καν.
Μερικά εμπειρικά στοιχεία
Αν επιβεβαιωθούν οι μελέτες που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας και μιλούν για μια μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 20C τις επόμενες δεκαετίες, θα δούμε να εξαφανίζεται το 1/3 των ειδών του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι, τεράστιες εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης σε περιοχές όπως το Μπαγκλαντές και η Φλόριντα θα καλυφθούν από νερό εξαιτίας της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, οι νησιωτικές χώρες του Νότιου Ειρηνικού θα εξαφανιστούν, ενώ θα υπάρξουν εκτεταμένες καταστροφές στο, έτσι κι αλλιώς βεβαρυμένο ή ανύπαρκτο, δίκτυο διακίνησης τροφίμων και πόσιμου νερού σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας που θα πληγούν από πλημμύρες ή από ξηρασία. Η αύξηση της θερμοκρασίας σε αυτές τις περιοχές θα προκαλέσει μαζικά ρεύματα μετανάστευσης, αφού θα μειωθεί η παροχή πόσιμου νερού για 70-250 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2020 και για 350-600 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Εκτιμάται ότι το οικονομικό κόστος της προσαρμογής από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας θα κυμανθεί περίπου στο 10% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Σε μελέτη που συντάχθηκε για λογαριασμό του ΟΗΕ, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ακόμη και αν τηρηθούν οι εκατέρωθεν υποσχέσεις για περικοπές εκπομπών αερίων, η μέση αύξηση της θερμοκρασίας θα είναι τουλάχιστον 30C. Κάτι τέτοιο θα σημαίνει απώλεια ζωτικού χώρου για επιπλέον 170 εκατομμύρια ανθρώπους που ζουν στις παράκτιες ζώνες οι οποίες θα πλημμυρίσουν, καθώς και άμεσο κίνδυνο θανάτου από λιμοκτονία για άλλα 550 εκατομμύρια!
Ένα σενάριο που τυγχάνει ευρείας επιστημονικής αποδοχής αναφέρεται στην ανάγκη μείωσης 40% των εκπομπών των αερίων που ευθύνονται για την υπερθέμανση του πλανήτη μέχρι το 2020 προκειμένου να αυξηθεί η πιθανότητα αποτροπής τέτοιων καταστροφών κατά 50%, ενώ μετά το 2050, πιθανόν οι παγκόσμιοι ρύποι να χρειάζεται να περιοριστούν κατά 80% (!!). Επίσης, στην Αρκτική εξαιτίας του λιωσίματος των πάγων, διαρρέει μεθάνιο που προέρχεται από τα μέχρι πρότινος παγωμένα ελώδη εδάφη της περιοχής που φτάνει σε επίπεδα ρεκόρ[3]. Ειδικά στην Αρκτική, η αύξηση της θερμοκρασίας είναι υψηλότερη από οποιοδήποτε άλλο μέρος της γης (2,50C), ενώ απαισιόδοξα σενάρια κάνουν λόγο για αύξηση κατά 100C μέχρι το 2100. Μεθάνιο εκλύεται από σημεία των τροπικών όπως η λεκάνη του Αμαζονίου και του Κονγκό ή από ελώδεις περιοχές καθώς επίσης και από διάφορες ανθρώπινες δραστηριότητες όπως από τους ορυζώνες της Κίνας και της Νοτιονανατολικής Ασίας και από τις απανταχού εγκαταστάσεις σφαγείων. Τέλος, από πολλούς υποστηρίζεται ότι από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης οι εκπομπές τέτοιου είδους αερίων έχουν διπλασιαστεί[4].
Ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις και κερδοφορία του κεφαλαίου
Κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Κοπεγχάγης, οι χώρες που συμμετείχαν χωρίστηκαν σε τρία στρατόπεδα. Στους πλούσιους (βλ. ΗΠΑ) που δεν θέλουν να περιοριστούν οι εκπομπές CO2, στα φτωχά κράτη που πλήττονται περισσότερο από τις κλιματικές αλλαγές, και τους μεσολαβητές όπως η Ε.Ε.[5] και η Ιαπωνία, που είναι διατεθειμένοι να προχωρήσουν σε περιορισμό των ρύπων τους, αλλά μόνον αν συμβάλουν και όλοι οι άλλοι. Τα συμφέροντα των άτυπων αυτών ομάδων και οι αντιθέσεις που παρουσιάστηκαν σε διαπραγματευτικό επίπεδο φανερώνουν και τις πραγματικές αιτίες των περιβαλλοντικών προβλημάτων του πλανήτη.
Αν οι ΗΠΑ επικύρωναν τα αρχικά σχέδια της Συνόδου, που έκαναν λόγω για μείωση των ρυπογόνων αερίων κατά 40% με έτος βάσης το 1990, θα έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών πετρελαίου, των αυτοκινητοβιομηχανιών κ.λπ. Ακόμα και αν ο Ομπάμα συμφωνούσε στη δραστική μείωση των ρύπων θα συναντούσε την αντίδραση της Γερουσίας, η οποία εκπροσωπεί κατά κύριο λόγο τα λόμπι των πετρελαιάδων και των εταιριών φυσικού αερίου. Να μην ξεχνάμε ακόμα ότι οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Κίνας βασίζονται στη χρήση του άνθρακα (κάρβουνο) καθώς διαθέτουν τα μεγαλύτερα αποθέματα στον πλανήτη. Οι ΗΠΑ ξοδεύουν 700 δις δολάρια κάθε χρόνο για την χρηματοδότηση των πολέμων που διεξάγουν, ενώ είναι υπεύθυνες, μαζί με άλλες 9 αναπτυγμένες χώρες, για την εκπομπή του 70% της συνολικής ποσότητας των επικίνδυνων αέριων ρύπων που διοχετεύονται στην ατμόσφαιρα.
Αν υπήρξε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον για τους προαναφερόμενους κυρίους, αυτό ήταν οι συζητήσεις για την εμπορία των δικαιωμάτων ρύπων. Είναι το βασικό οικονομικό εργαλείο που προωθείται από την Ε.Ε. και άλλους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, το οποίο έκανε την εμφάνισή του στο πρωτόκολλο του Κυότο. Πρόκειται για τη δημιουργία μιας «αγοράς άνθρακα» στην οποία γίνονται αγοραπωλησίες δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων. Παρά τη μέχρι τώρα αποτυχία του συστήματος να επιφέρει μείωση των εκπομπών, αποτελεί ένα από τα ελάχιστα σημεία συμφωνίας μεταξύ όλων των πλευρών, εξαιτίας των κερδών που ορισμένοι έχουν.
Λειτουργεί ως εξής: Μια κυβέρνηση ή μια συνθήκη (π.χ. το πρωτόκολλο του Κυότο) καθορίζει τα ανώτατα όρια εκπομπής ρύπων. Εν συνεχεία εκδίδονται άδειες εκπομπής ρύπων οι οποίες πωλούνται και αγοράζονται. Μια χώρα που ρυπαίνει λιγότερο από το όριο που της έχει πιστωθεί μπορεί να πουλήσει τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων που της περισσεύουν σε μια άλλη χώρα. Τα έσοδα από αυτές τις συναλλαγές τροφοδοτούν προγράμματα «πράσινης ανάπτυξης», ενώ το κίνητρο της μείωσης του κόστους οδηγεί όλους στον περιορισμό των ρύπων, με αποτέλεσμα τα επιτρεπτά όρια να μειώνονται διαρκώς. Όλα αυτά στη θεωρία, γιατί στην πράξη τα πράγματα είναι κομματάκι διαφορετικά.
Εφόσον τα «προϊόντα» αυτά υπόκεινται στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, καθώς μειώνονται οι ποσότητες των εκπομπών επόμενο είναι να μειωθούν και οι τιμές τους. Έτσι, οι πωλητές δικαιωμάτων εκπομπής θα έχουν λιγότερα έσοδα για να επενδύσουν στην «πράσινη ανάπτυξη» (και δεν θα μπούμε εδώ καν στο θέμα τι σόι «πράσινη» είναι αυτή η «ανάπτυξη»), οι δε αγοραστές θα έχουν ισχυρότερα κίνητρα για να συνεχίσουν να ρυπαίνουν. Ως εκ τούτου, η εμπορία των δικαιωμάτων ρύπων μεσοπρόθεσμα θα οδηγήσει σε αύξηση των συνολικών εκπομπών ρύπων[6].
Όμως το πράγμα δεν σταματά εκεί. Ταυτόχρονα με την αγορά αυτή, έχουν δημιουργηθεί χρηματιστικά παράγωγα, πάνω στις άδειες εκπομπής ρύπων (κατά το πρότυπο των CDS που δημιουργήθηκαν πάνω στα δάνεια υψηλού ρίσκου). Όπως αποκάλυψε πρόσφατα η Wall Street Journal, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τα χρηματιστικά παράγωγα πάνω στο εμπόριο του άνθρακα ανέρχονται σήμερα σε 100 δις δολάρια και προβλέπεται να εκτοξευθούν στα 3 τρις το 2020[7]. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το ζήτημα του εμπορίου ρύπων αμφισβητήθηκε ολοκληρωτικά, λίγο πριν ξεκινήσουν οι διαδικασίες της Συνόδου της Κοπεγχάγης, όταν αποκαλύφθηκε ότι χώρες που εμπλέκονταν στο πρόγραμμα ανταλλαγής ρύπων της Ε.Ε., όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Δανία, αποτέλεσαν τα θύματα μιας μεγάλης κλίμακας οικονομικής απάτης από φοροφυγάδες. Το σύστημα εμπορίας ρύπων, εκτός του ότι αυξάνει την κερδοφορία του κεφαλαίου έχει και μια ιδεολογική παράμετρο που λέει ότι τα πάντα μπορούν να υπολογιστούν με βάση την κερδοφορία, όλα μπορούν να βρουν το δρόμο τους αν ακολουθηθεί ο φιλελεύθερος δρόμος της αγοράς.
Κοντολογίς, εκτός από τη ληστρική αντιμετώπιση που έχει το φυσικό περιβάλλον από τους καπιταλιστές, οι κάθε λογής χαβούζες που δημιουργούνται εξαιτίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποτελούν μια επιπλέον χρυσοφόρα ευκαιρία με αβέβααια αποτελέσματα για εκατομμύρια ανθρώπους κυρίως στις χώρες του λεγόμενου φτωχού Νότου. Η δήλωση στελέχους της NASA για τα αποτελέσματα της Συνόδου της Κοπεγχάγης είναι ενδεικτική: «Αυτό είναι ανάλογο με τα συγχωροχάρτια που πουλούσε η Καθολική Εκκλησία το Μεσαίωνα. Οι επίσκοποι κέρδιζαν πολλά χρήματα και οι αμαρτωλοί κέρδιζαν τη λύτρωση. Η συμφωνία άρεσε και στις δύο πλευρές παρά τον παραλογισμό της».
Ας φάνε ρύπανση
Στις αρχές του 1991 ο διευθύνων οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Lawrence Summers έστειλε σε μερικούς συναδέλφους του ένα υπόμνημα με τις απόψεις του για το περιβάλλον, αποσπάσματα του οποίου δημοσιεύτηκαν αργότερα στο περιοδικό Economist με τον διακριτικό τίτλο «Let them eat Pollution» (Ας φάνε ρύπανση)[8]. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «…ένα μέρος της ρύπανσης θα έπρεπε να παράγεται στη χώρα με το χαμηλότερο κόστος, δηλαδή στη χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς. Πρέπει να δεχτούμε ότι η οικονομική λογική της απόρριψης τοξικών αποβλήτων στη χώρα με τους χαμηλότερους μισθούς είναι άμεμπτη», ενώ σε άλλο σημείο λέει: «Οι αραιοκατοικημένες χώρες της Αφρικής παρουσιάζουν εξαιρετικά χαμηλή περιβαλλοντική ρύπανση. Η ποιότητα της ατμόσφαιράς τους είναι σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητη, σε σύγκριση με αυτήν του Λος Άντζελες και της Πόλης του Μεξικού», και «Οι σοβαρότερες ανησυχίες για τις βιομηχανικές εκλύσεις στην ατμόσφαιρα σχετίζονται με σωματίδια τα οποία ελαττώνουν την ορατότητα. Είναι φανερό ότι το εμπόριο αυτών των σωματιδίων μπορεί να προάγει την ευημερία».
Η λογική της απρόσκοπτης και της διαρκούς κεφαλαιακής συσσώρευσης, που οδηγεί ακόμα και στην εμπορευματοποίηση του αέρα που αναπνέουμε, οφείλει να απαντηθεί. Κάθε μορφή καπιταλιστικής επέκτασης λαμβάνει χώρα, κυριολεκτικά, πάνω στα κεφάλια μας απειλώντας όχι μόνο τα εργασιακά μας δικαιώματα αλλά και την υγεία μας και βέβαια υποθηκεύει το μέλλον μας σε χρηματιστηριακές και περιβαλλοντικές φούσκες. Η περιφρόνηση που δείχνουν για τους φτωχούς στο όνομα της κερδοφορίας τους πρέπει να απαντηθεί με την απόρριψη της ελεύθερης αγοράς, της πράσινης ανάπτυξης και των δήθεν καθαρών τεχνολογιών. Η διαδήλωση των 100.000 ανθρώπων στις 12 Δεκέμβρη στην Κοπεγχάγη είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
[1] Μέχρι το 2013 θα δοθούν 30 δις δολάρια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, από τα οποία 11 δις δολάρια θα δώσει η Ιαπωνία, 10,6 δις η Ε.Ε., και 3,6 δις οι ΗΠΑ. Επίσης, το ποσό αυτό ίσως αγγίξει τα 100 δις δολάρια ως το 2020, χωρίς όμως να εξηγείται πού και πως θα βρεθούν αυτά τα χρήματα.
[2] Στη σύνοδο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στο Κιότο το 1997, οι εκπρόσωποι 150 χωρών συμφώνησαν σε ένα σχέδιο για τη μείωση κατά μέσο όρο 5% των λεγόμενων αερίων του θερμοκηπίου από τις βιομηχανικές χώρες σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Η αρχή της εφαρμογής του πρωτοκόλλου αυτού ορίστηκε για το 2005 και ο ορίζοντας για την πλήρωση του στόχου ορίστηκε το 2012. Το προτόκολλο αυτό δεν υπέγραψαν οι ΗΠΑ, που τότε ευθύνονταν για την εκπομπή του 36% της παγκόσμιας παραγωγής αερίων του θερμοκηπίου. Ακόμα και χώρες που το υπέγραψαν, όπως ο Καναδάς, όχι μόνο δεν τήρησαν τις υποχρεώσεις τους αλλά αύξησαν ακόμα περισσότερο τις εκπομπές τους.
[3] Η αύξηση της εκροής μεθανίου στην εν λόγω περιοχή έχει αυξηθεί κατά 33% τα τελευταία 5 χρόνια.
[4] Το φαινόμενο του θερμοκηπίου «ανακαλύφθηκε» το 1824, εποχή που πλέον ο καπιταλισμός επικρατούσε σε κάθε έκφανση της οικονομικής και κοινωνικής σφαίρας και συνοδεύτηκε με εκτεταμένες αποδασώσεις σε περιοχές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής καθώς και με την εντατική εξόρυξη άνθρακα. Τις επόμενες δεκαετίες η γεωργία θα γνώριζε τα επιτεύγματα των ανακαλύψεων των φοσφορικών και αζωτούχων λιπασμάτων ως αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
[5] Σχεδόν σε κάθε σύνοδο ηγέτες της Ε.Ε. επικρίνουν τις ΗΠΑ για τη μη επικύρωση δεσμευτικών συμφωνιών. Η αλήθεια είναι ότι η Ε.Ε. περιμένει την πετρελαιοκίνητη οικονομία των ΗΠΑ να πληγεί περισσότερο από την εφαρμογή μιας διεθνούς συμφωνίας για τη μείωση των εκπομπών CO2, αφού θεωρεί ότι η οικονομία της έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην «πράσινη τεχνολογία» σε σχέση με εκείνη των ΗΠΑ.
[6] Πριν μερικούς μήνες στη γαλλική Le Monde δημοσιεύτηκε ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο, ο Μπαρόζο μπλόκαρε αναλυτικό σχέδιο για την εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%. Ο λόγος ήταν ότι η εξοικονόμηση ενέργειας θα έριχνε την τιμή του CO2 κάτω από τα 15 ευρώ/τόνο, όπου κυμαίνεται σήμερα, με αποτέλεσμα να χάσει πολλά χρήματα η Ευρώπη από τις πωλήσεις δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων σε τρίτες χώρες. Πολλοί θεωρούν ότι για να έχει νόημα η εμπορία ρύπων θα πρέπει η τιμή να ανέβει στα 80 ευρώ/τόνο!
[7] Αναφέρουμε ενδεικτικά μερικούς που συμμετέχουν σε αυτό το χρηματιστηριακό παζάρι: Citigroup, Bank of America, Goldman Sucks, Morgan Stanley και J. P. Morgan. Εννοείται ότι όλοι αυτοί συμμετείχαν στη φούσκα των ενυπόθηκων δανείων.
[8] Βλ. Τ. Μ. Φόστερ, Οικολογία & Καπιταλισμός, Μεταίχμιο, 2005
Δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό Εκτός Γραμμής, Τεύχος 25 / Απρίλιος 2010
ΔΙΑΒΑΣΤΕ