Έκτη Δεκέμβρη 2008, μια νύχτα που σημάδεψε μια ολόκληρη νεολαία. Η δολοφονία «ενός από εμάς» σε μια κατά τα άλλα ειρηνική κοινωνική συνθήκη έβγαλε στον αφρό την οργή. Αλέξης Γρηγορόπουλος, 15 ετών, παρών. Στο πρόσωπό του μια ολόκληρη γενιά ένιωσε να δολοφονείται. Εκείνες τις μέρες όλα ήταν σχεδόν αυτονόητα. Από το ίδιο βράδυ, που χιλιάδες κόσμος αυθόρμητα βγήκε στον δρόμο μέχρι τις κινητοποιήσεις των επόμενων ημερών, τις κατειλημμένες σχολές, την οργή που έβγαινε και την αναζήτηση δικαίωσης. Την επόμενη μέρα όλες οι σχολές έκλεισαν μέσα από μαζικές γενικές συνελεύσεις, την επόμενη μέρα θα ήσουν στο δρόμο ακόμα κι αν φοβόσουν.
Ο Δεκέμβρης ήταν μετά από πολλά χρόνια η πρώτη μάχη που δόθηκε με χαρακτηριστικά γενιάς. Λίγο πριν σκάσει για τα καλά η κρίση, αλλά με την επίθεση ήδη να διεξάγεται ενάντια στη νεολαία, από την καταπίεση του σχολείου στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και τον νόμο Γιαννάκου και από εκεί στη γενιά των 700 ευρώ, η νεολαία έδωσε την πρώτη της απάντηση. Δεν ήταν ένα μαθητικό κίνημα, δεν ήταν ένα φοιτητικό κίνημα, ήταν η «εξέγερση της νεολαίας». Και ήταν όπως όλες οι εξεγέρσεις. Είχε οργή, είχε ανάγκη για δικαίωση, είχε πρωτότυπες μορφές αγώνα, είχε νέα ερωτήματα, είχε μικρή διάρκεια. Ο Δεκέμβρης ήταν μια νίκη αλλά ήταν παράλληλα και μια ήττα. Μια νίκη γιατί κατάφερε να σπάσει τον φόβο και την αδράνεια μετά το φοιτητικό κίνημα και να δώσει νέα πνοή, μια νίκη γιατί ταρακούνησε την ομαλότητα, μας γέμισε ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γίνει, αλλά ήταν και μια ήττα γιατί δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί και να δώσει απαντήσεις. Άφησε πολλά ερωτήματα ανοιχτά και μια πικρή γεύση με τον τρόπο που έκλεισε. Ακόμα όμως και αν αυτή η μάχη είχε χαρακτηριστικά γενιάς, η νεολαία έβαλε τον πήχη πολύ ψηλότερα από αυτό.
Ο Δεκέμβρης παραμένει επίκαιρος όσο αναμετριόμαστε με τα ερωτήματα που έθεσε
Υπάρχει ένα πολύ γνωστό σύνθημα που λέει πως «ο Δεκέμβρης δεν ήταν απάντηση, ήταν ερώτηση» και αυτή είναι η αλήθεια. Επί της ουσίας, κάθε επέτειος έχει έναν συμβολισμό και παραμένει επίκαιρη στον βαθμό που προσπαθούμε να απαντήσουμε στα ερωτήματα που έθεσε. Από εκείνον τον Δεκέμβρη μέχρι σήμερα η ζωή μας έχει αλλάξει άρδην. Ζούμε μια από τις χειρότερες οικονομικές κρίσεις χωρίς άμεση προοπτική διεξόδου, η γενιά των 700 ευρώ έχει γίνει γενιά των 400 ευρώ και συνεχίζει την πτωτική πορεία, υπάρχει κινηματική λειψυδρία και ειδικά από το δημοψήφισμα κι έπειτα μια ολοένα εντεινόμενη ενσωμάτωση της ήττας. Ακόμα περισσότερο, υπάρχει αποστράτευση, μετανάστευση, επιλογή του ατομικού δρόμου, ανάδυση του φασισμού. Σήμερα ο αγώνας που έχουμε να δώσουμε δεν είναι απλώς ένας αγώνας γενιάς αλλά ένας αγώνας που αφορά κάθε ηλικία, ένας αγώνας που αφορά τη ζωή όλων. Μας έτυχε να ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς και σίγουρα όλες αυτές οι συμπυκνωμένες εμπειρίες, τα μεγάλα κινήματα, οι νίκες και οι ήττες, η κρίση μάς εγχαράσσουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, αλλά η σημερινή πραγματικότητα δείχνει πώς τα ερωτήματα που έθεσε ο Δεκέμβρης εκείνος υπάρχουν, είναι μεγαλύτερα και αμείλικτα.
Αναμετριόμαστε ακόμα σήμερα με το ερώτημα του αν μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς, που με τόση οργή εκφράστηκε εκείνο το Δεκέμβρη. Αναμετριόμαστε με το ερώτημα της διεξόδου, που έχει πάρει τη μορφή του ΤΙΝΑ και της μνημονιακής κανονικότητας. Αναμετριόμαστε με το ερώτημα της ήττας, με το πώς θα ξαναβγούμε από τους καναπέδες ή τα γραφεία, πώς θα εκκινήσουμε νέες κινηματικές διαδικασίες με μαζικούς όρους. Αναμετριόμαστε με την ανάταση της καθημερινής δουλειάς στη σχολή, στο σωματείο, στη γειτονιά, με την απεύθυνση στον κόσμο που σπουδάζει, εργάζεται και ζει μαζί μας. Αναμετριόμαστε με τις πρωτότυπες μορφές πάλης σε μια περίοδο που πάμε με τα καύσιμα του παρελθόντος, που οι αγώνες «business as usual» δεν μπορούν να εμπνεύσουν. Αναμετριόμαστε με το σπάσιμο του φόβου και της βίας που δεχόμαστε καθημερινά, της βίας τού να μην έχεις λεφτά να βγάλεις το μήνα, της βίας τού να είσαι άνεργος ή να δουλεύεις ανασφάλιστος, του να μην μπορείς να σπουδάσεις δωρεάν, του να κινδυνεύεις να σου πάρουν το σπίτι, του να μην μπορείς να ζήσεις με αξιοπρέπεια. Τελικά αναμετριόμαστε με το πώς μπορεί η αριστερά να ψηλαφήσει απαντήσεις, να μετασχηματίσει κινήματα και να τα μπολιάσει πολιτικά, να κάνει το ένα βήμα παραπάνω.
Κι αν σήμερα θεωρούμε πως όλα αυτά είναι επίκαιρα, πρέπει να αναμετρηθούμε με τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Κάπως να καταφέρουμε να σπάσουμε τη γυάλα που δημιουργούμε γύρω μας σε περιόδους ήττας, να ξεφύγουμε από τις υγειονομικές μας ζώνες και να πιάσουμε τα πραγματικά ερωτήματα. Γιατί η αριστερά είναι χρήσιμη όταν μπορεί να θέτει τα πραγματικά ερωτήματα στον λαό και την κοινωνία και μαζί με αυτούς να ψηλαφεί απαντήσεις. Είναι σημαντικό να ξαναβρεθούμε από κοινού σε μέτωπα πάλης και κοινά πεδία δράσης, να ξεπεράσουμε τους κακούς μας εαυτούς, να δοκιμάσουμε τα προγράμματά μας και τα πλαίσια πάλης σε πραγματικά πεδία, να δούμε τι είναι όντως πρωτοπόρο. Ο μόνος τρόπος εντέλει για να βρούμε απαντήσεις είναι να σταματήσουμε να αποφεύγουμε το ερώτημα. Αν κάποτε υπήρχαν ευκολίες και βεβαιότητες, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ίδια η πραγματικότητα τις διέλυσε. Καλούμαστε λοιπόν μετά από καιρό να μάθουμε να βαδίζουμε σε μια ρευστή κατάσταση που ανοίγεται γύρω μας, σαν παιδί που κάνει τα πρώτα του βήματα. Και μάλλον θα πέσουμε πολλές φορές, αλλά κάποια στιγμή θα περπατήσουμε. Με το παρελθόν στους ώμους μας, τις εμπειρίες και τα εργαλεία, μα και με την πεποίθηση πως η κοινωνική επανάσταση θα αντλήσει την ποίησή της από το μέλλον.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ