Ενώ στο κάδρο των εξελίξεων τόσο στο παγκόσμιο όσο και στο εγχώριο σκηνικό υπάρχουν αρκετά πιο σοβαρά θέματα με τα οποία θα πρέπει να ασχοληθεί η αριστερά, είναι άραγε λογικό να ασχολούμαστε με ζητήματα όπως η μπάλα και η κερκίδα; Πριν βιαστούμε όμως για να βγάλουμε εύκολα συμπεράσματα, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι το ποδόσφαιρο έχει τεράστια κοινωνική απεύθυνση ίσως τη μεγαλύτερη από κάθε άλλο ομαδικό άθλημα. Όταν όμως κάποιος μπαίνει σε ένα γήπεδο και μια εξέδρα, όλοι τριγύρω του είναι πράσινοι, μπλε, κόκκινοι, κίτρινοι. Παύει πλέον να είναι εργαζόμενος ή αφεντικό, δεν υπάρχει διαχωρισμός καταπιεστή και καταπιεζόμενου στην εξέδρα. Το μόνο που υπάρχει είναι το ίδιο πάθος και άγχος για τη νίκη. Αυτά για πολλούς είναι έκφραση οργής και εκτόνωσης μιας συσσωρευμένης απογοήτευσης που βρίσκει τρόπο και χώρο έκφρασης μέσα στην εξέδρα. Η κατάσταση όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι, τόσο αναφορικά με τις ομάδες, όσο και για τις εξέδρες, οι οποίες έχουν πολιτική ιστορία. Πώς όμως φτάσαμε σήμερα το «No Politica» να κυριαρχεί στις εξέδρες των μεγάλων ομάδων της χώρας;
Η ιστορία του ποδοσφαίρου στον παγκόσμιο χάρτη
Η εξέταση των προβληματικών ενός ζητήματος και το πως δημιουργούνται διευκολύνονται όταν γυρνάμε στις ρίζες που τις προκαλούν. Άρα, είναι χρήσιμο να γίνει μια ιστορική αναδρομή στη διαδρομή του ποδοσφαίρου έως και σήμερα. Πολλοί πιστεύουν ότι το ποδόσφαιρο είναι ένα σύγχρονο άθλημα, λόγω και της τεράστιας αναγνωρισημότητας που απέκτησε τους δύο τελευταίους αιώνες. Πως όμως φτάσαμε μέχρι εκεί; Μαρτυρίες καταγράφουν ένα άθλημα στην Αρχαία Κίνα που έμοιαζε με το ποδόσφαιρο τον 11ο π.χ. αιώνα. Το παιχνίδι παιζόταν με μια μπάλα με σκοπό να καταλήξει σε μια εστία 3-4 μέτρων. Γίνεται επίσης μνεία σε αντίστοιχα αθλήματα που έφεραν στοιχεία του σημερινού αθλήματος τόσο στη Ρώμη όσο και στην Αρχαία Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι οι αναφορές δείχνουν οτι και στις τρεις περιπτώσεις το άθλημα χρησιμοποιώντας ως βασική εκπαίδευση στρατιωτών.
Προχωρώντας στους νεότερους χρόνους συναντάμε στον Μεσαίωνα και τον 11ο αιώνα το παιχνίδι με τη μπάλα. Το παιχνίδι αυτή τη φορά χρησιμοποιείται ως έκφραση ανταγωνισμού ανάμεσα σε φατρίες και χωριά όπου μερικές φορές κατέληγε σε ακραία βίαια φαινόμενα. Το παιχνίδι με τη μπάλα βρίσκει χώρο στους αγρούς, στους δρόμους και παίζεται μεταξύ εργατών, αγροτών η και μαθητευομένων. Η απέχθεια της αριστοκρατίας για το παιχνίδι ήταν φανερή καθώς απέστρεφε σύμφωνα με τα λεγόμενα της το λαό από την εργασία, την πειθάρχηση, την άσκηση της τοξοβολίας αλλά και τα εκκλησιαστικά τους καθήκοντα. Φυσικό επόμενο ήταν να γίνουν αρκετές προσπάθειες να σταματήσει η όποια ποδοσφαιρική δραστηριότητα.
Παρόλα αυτά, το παιχνίδι γνώριζε άνθιση φτάνοντας τον 17ο αιώνα στη Βενετία όπου στο «Λεξικό της Ακαδημίας Κρούσκα» συναντάμε για πρώτη φορά την έννοια ποδόσφαιρο όπου εν τέλει το 1820 το άθλημα έχει τους ίδιους βασικούς κανονισμούς με σήμερα. Ουσιαστικά στο Ηνωμένο Βασίλειο του 19ο αιώνα γεννιέται το άθλημα και δέχεται όλες τις συνέπειες που έχει η ανάπτυξη των αστικών κέντρων και των βιομηχανιών με αποτέλεσμα την επιτάχυνση της αστικοποίησης του αθλήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, για πρώτη φορά συγκροτείται η έννοια του ελεύθερου χρόνου που δημιουργεί νέου είδους κοινωνικές σχέσεις. Το παιχνίδι που παιζόταν στις αλάνες ανάμεσα σε εργάτες, αγρότες και μαθητές δεν είχε θέση στη διαμορφούμενη κοινωνία. Η αστική τάξη αντί να το καταπολεμήσει επέλεξε να το εγκολπώσει. Το πρώτο της μέλημα ήταν να φύγει από τις αλάνες και να βρεθούν χώροι να στεγάζεται. Τα ιδιωτικά σχολεία της Αγγλίας ήταν η λύση με πρώτο το Ίτον τη δεκαετία του 1850 ως εγκαταστάσεις εκτόνωσης μαθητών με παρεκλίνουσα συμπεριφορά. Η διεξαγωγή του αθλήματος ήταν πάντοτε υπό την επίβλεψη καθηγητών και κλήρου. Το 1863 ιδρύεται στο Λονδίνο η Αγγλική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου και το άθλημα αποκτά κεντρικούς κανόνες. Το 1877 η δημοτικότητά του εκτοξεύεται και μεταφέρεται σε όλον τον κόσμο και το 1904 ιδρύεται η F.I.F.A.(Παγκόσμια Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου).
Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το άθλημα εμφανίζεται στα τέλη του 19ου - αρχές 20ου αιώνα στην Θεσσαλονίκη, την Πάτρα, τον Πειραιά, πόλεις στις οποίες αράζαν αγγλικά πολεμικά πλοία και οι Άγγλοι ναύτες επιδίδονταν στο αγαπημένο τους άθλημα το ποδόσφαιρο. Στην Οθωμανική Θεσσαλονίκη ιδρύεται η πρώτη ομάδα η «Ουνιον Σπορτίβ» η οποία αποτελούνταν από ξένους που βρίσκονταν εκεί και Έλληνες που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό. Στα μέσα του 1870 γίνονται κάποιες ασυντόνιστες προσπάθειες δημιουργίας σωματείων στην Ελλάδα για να φτάσουμε το 1899 όπου καταγράφεται η πρώτη επίσημη ποδοσφαιρική αναμέτρηση. Το 1906 προκηρύσσεται το πρώτο ελληνικό πρωτάθλημα. Τη δεκαετία του 1900-1910 ιδρύονται οι πρώτες εκπροσωπήσεις ελληνικών σωματείων σε διασυλλογικές διοργανώσεις, σε αστικά κέντρα όπως η Αθήνα (Ποδοσφαιρικός Όμιλος Αθηνών ο σημερινός Παναθηναϊκός) αλλά και σε λιμάνια από εργάτες συνήθως (Όμιλος Φίλαθλων Πειραιώς και ο Παμπειρεαϊκος). Λόγω της έλλειψης εμπειρίας και κατάρτισης αλλά και λόγω της συντονισμένης αντίδρασης γυμναστών απέναντι στην καθιέρωση του αθλήματος στο σχολικό χώρο, τα σωματεία δεν καθιερώνονται. Μεγάλη μερίδα γυμναστών τότε είχαν την άποψη ότι το ποδόσφαιρο επιφέρει καταστροφή στον οργανισμό και έτσι το άθλημα απαγορεύεται, με διάταγμα του υπουργού Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης από τα σχολεία και δέχεται τα πυρά της αστικής τάξης και στην Ελλάδα.
Η προσπάθεια αυτή προφανώς δεν καρποφόρησε καθώς το άθλημα συνεχίζει να παίζεται μεταξύ φοιτητών, εργατών και δοκίμων παρόλο που και ο ίδιος ο Πανελλήνιος Γ.Σ. κατηγορούσε το ποδόσφαιρο ότι απομακρύνει τη νέα γενιά από την αληθινή γυμναστική. Παρόμοια δραστηριότητα με την Αθήνα παρατηρείται και σε άλλα μεγάλα αστικά κέντρα της εποχής όπως στη Σμύρνη με την ίδρυση του Πανιωνίου και του Απόλλωνα, ομάδες λαοφιλείς με ευρύ κοινό. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι δυο ομάδες επανιδρύονται στην Ελλάδα ως δυο προσφυγικές ομάδες μαζί με την Αθλητική Ένωση Κωνσταντινουπόλεως με συγκροτητικό στοιχείο την πιο άρτια τεχνική κατάρτιση από τις τότε ελληνικές ομάδες λόγω την πολυπολιτισμικότητας της Σμύρνης (Άγγλοι, Γάλλοι, Έλληνες, Τούρκοι κ.λπ.). Η πολυπολιτισμικότητα αυτή έφερε σημαντική ανάπτυξη στο άθλημα άλλα και στο ρατσισμού που αντιμετώπιζαν οι παίχτες που το έπαιζαν. Μετά την προσφυγική εισροή του 1922, το άθλημα εκτοξεύεται σε δημοτικότητα και παίρνει πανελλήνιες διαστάσεις. Φαίνεται ότι η συνεχής ποδοσφαιρική δραστηριότητα των προσφύγων στις γειτονίες άλλα και η αναγνωρισιμότητα του αθλήματος σε κάθε κοινωνικής προέλευσης άνδρα της εποχής κατά τη διάρκεια των πολέμων καθώς ήταν η βασική δυνατότητα κάλυψης του ελεύθερου χρόνου τους, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη του αθλήματος. Έτσι το 1926 οι τρεις μεγαλύτερες ενώσεις ποδοσφαιρικών σωματείων (Αθηνών, Πειραιώς, Μακεδονίας - Θράκης) ιδρύουν τη σημερινή ΕΠΟ (Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία), ενώ τον Ιανουάριο του 1927 το ελληνικό πρωτάθλημα μπαίνει στον παγκόσμιο χάρτη και στην FIFA.
Αρκετά ενδιαφέρον φαίνεται να είναι και η ίδρυση ανεπίσημων σωματείων της εποχής με βάση τοπικιστικά κριτήρια καταγωγής άλλα και πολίτικων πιστεύω τόσο από αστικής σκοπιάς όσο και από εργατικής. Σιγά σιγά το γήπεδο μετατρέπεται σε τόπο έκφρασης συναισθημάτων και αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου στην αρχή με πλατωνικό τρόπο χωρίς φανατισμούς με σεβασμό στο άθλημα. Ελληνικές ομάδες ταξιδεύουν στο εξωτερικό και παίζουν φιλικούς αγώνες με ξένες με σημαντικό εκείνον του Πανιωνίου με την τουρκική Καρσι Γιακα μετά την υπογραφή του ελληνοτουρκικού συμφώνου φίλιας το 1930. Η αναγνωρισιμότητα του αθλήματος όμως δεν άργησε να φέρει τον οπαδισμό στην εξέδρα, με πρώτο περιστατικό την ίδια χρονιά τον αγώνα Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Η ευρεία νίκη του παναθηναϊκού με 8-2 έφερε επεισόδια που ανάγκασαν τη δράση μονάδων στρατού πέραν της αστυνομίας για να ελεγχθεί η κατάσταση.
Το μόνο δεδομένο είναι ότι το ποδόσφαιρο πλέον είναι επαγγελματικό και αυτό έχει σοβαρές συνέπειες για το άθλημα. Ένα πρώτο ακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι η ασέλγεια ιδιωτών πάνω στα αθλητικά σωματεία και το ξέπλυμα μαύρου χρήματος με χαρακτηριστικό παράδειγμα την υπόθεση Κοσκωτά το 1992 (χάρισμα 3 δις, πάγωμα 5 δις, ρύθμιση των τελικών 2 δις δραχμών της ΠΑΕ Ολυμπιακός από την τράπεζα της Κρήτης και την καταβολή του ποσού εξ ολοκλήρου από το ελληνικό δημόσιο). Ένα δεύτερο ακόλουθο είναι η χρησιμοποίηση του ποδοσφαίρου ως μέσο που επιρροής της κοινής γνώμης ή για αποπροσανατολισμό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πορεία του παναθηναϊκού ως το Γουέμπλεϊ με την ξεκάθαρη βοήθεια της Χούντας των συνταγματαρχών και την προσπάθεια της να ρίξει αλλού το βάρος των ΜΜΕ εκείνης της εποχής μακριά από τις κινηματικές διεργασίες ανατροπής της. Ο φιλικός αγώνας ανάμεσα σε μονάδες των S.S. και τον Παναθηναϊκό την εποχή της κατοχής επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα αποπροσανατολισμού της βαρβαρότητας ενός φασιστικού καθεστώτος, παράλληλα με μια προσπάθεια εξωραϊσμού της πιο βάρβαρης πολεμικής μηχανής του ναζισμού. Τέλος, η εργαλειακή χρήση οπαδών από παράγοντες, ήταν και είναι συχνό φαινόμενο στα σημερινά κλαμπ οπαδών. Τα παραπάνω και πολλά ακόμη συγκροτούν τη σημερινή εικόνα που έχουμε για το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα. Η ιστορική αναδρομή δείχνει όμως ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι. Σίγουρα όμως όταν ο Ερνέστο Γκεβάρα όταν έλεγε ότι «το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα άθλημα άλλα ένα όπλο της επανάστασης» δεν εννοούσε ότι τα παραγωγικά μέσα θα παρθούν από την εργατική τάξη αν νικήσει σε αγώνα την αστική.
Το ποδόσφαιρο ως εμπόρευμα
Όπως αναφέρθηκε, αθλήματα και γενικά παιχνίδια με μπάλα δεν ήταν άγνωστα σε διάφορες ιστορικές περιόδους και πολιτισμούς. Ωστόσο το ποδόσφαιρο δεν αποτελεί μονάχα την εξέλιξη αυτών αλλά ορίζεται ως κάτι πιο σύνθετο. Σήμερα το ποδόσφαιρο, δεν αποτελεί απλά το πιο δημοφιλές άθλημα στον πλανήτη, αλλά η ίδια του η σημασία για τους φιλάθλους και η δυναμικότητά του έχουν προσδώσει χαρακτηριστικά ιδεολογικού μηχανισμού. Αυτό γίνεται ευκολότερα αντιληπτό, αν αναλογιστούμε πως γενικότερα το ανταγωνιστικό μοντέλο των σπορ που ενσαρκώνει τις ίδιες αξιοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές της “ισότητας” απέναντι στο άθλημα, καταλήγει να λειτουργεί και σαν μέσο κοινωνικής πολιτικοποίησης για αθλητές και για φιλάθλους. Το γεγονός αυτό πηγάζει από την έννοια του «φίλαθλου» ή «οπαδού» που σημαίνει αυτόματα τη συγκρότηση μιας συλλογικής κουλτούρας και ταυτότητας, κατά βάση γύρω από την «ιδέα» της ομάδας, αλλά και γύρω από τοπικά ή πολιτικά χαρακτηριστικά που η ομάδα προβάλλει.
Το σημερινό επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει μια προνομιακή θέση στα ΜΜΕ και τα social media, αποτελεί μέρος των καθημερινών συζητήσεων, είναι εν τέλει οργανικό κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Αν και συνδέθηκε ιστορικά με το αθλητικό πνεύμα της άμιλλας και τις παραδοσιακές αξίες της αφοσίωσης στην ομάδα, μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες το ποδόσφαιρο έχει μετασχηματιστεί σε προμετωπίδα της αθλητικής βιομηχανίας. Από την δημιουργία των πρώτων διοργανώσεων στα τέλη του 19ου αιώνα, στις πρώτες ραδιοφωνικές μεταδόσεις στην περίοδο του μεσοπολέμου μέχρι την πλήρη σύνδεση του αθλήματος με πολυεπίπεδα καλοστημένες αγορές σε παγκόσμια κλίμακα, το ποδόσφαιρο πέρασε πολλά διαφορετικά στάδια. Αυτοί ακριβώς οι μετασχηματισμοί, είτε είχαν να κάνουν με την μετάβαση από ημι-ερασιτεχνικούς συλλόγους και ομάδες σε επί της ουσίας πολυεθνικές εταιρείες, είτε με την σχέση ποδοσφαιριστών και θεατών, είναι αυτοί που συνιστούν και στην «εμπορευματοποίηση» του αθλήματος, όπως τόσοι άλλοι έχουν γράψει και πει για αυτήν.
Αν και η σύνδεση τοπικών παραγόντων και αγορών με την βιομηχανία του ποδοσφαίρου προϋπήρχε, τις τελευταίες δεκαετίες η σχέση αυτή έγινε πιο έντονη. Οι ποδοσφαιριστές, όπως και άλλοι αθλητές της εποχής ήδη από τα χρόνια του Πελέ, λειτουργούσαν όλο και περισσότερο σαν καταναλωτικά πρότυπα / ‘‘βιτρίνες’’. Το γεγονός αυτό ώθησε μεγάλες εταιρείες που μπορεί να μην είχαν και κάποια προηγούμενη σχέση με αθλητικά προϊόντα άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στο ποδοσφαιρικό προσκήνιο (όπως η Coca-Cola, Gazprom, Volkswagen) προσβλέποντας ευκαιρίες για αναγνωρισιμότητα και κερδοφορία σε αυτήν την νέα αγορά. Στην περίπτωση της Ελλάδας, κατά βάση κύκλοι εφοπλιστών ήρθαν να καλύψουν το «κενό» των πολυεθνικών και ανέλαβαν την διαχείριση των μεγαλύτερων ομάδων. Αυτά, σε συνδυασμό με τη ραγδαία ανάπτυξη των ΜΜΕ και των τηλεπικοινωνιών, οδήγησαν το ποδοσφαιρικό «προϊόν» να γίνει ευπροσάρμοστο και εύκολα καταναλώσιμο, αφού μπορούσε να διακινηθεί με πολλά διαφορετικά μέσα, από την συμβατική και συνδρομητική τηλεόραση, μέχρι τον αθλητικό τύπο και τα στοιχηματικά παιχνίδια.
Από τις αρχές του 2000 και μετά προκύπτουν ζητήματα που σχετίζονται με την ίδια την έννοια των συλλόγων. Οι «μεγάλοι» σύλλογοι πλέον χάνουν τα όποια τοπικά χαρακτηριστικά τους ή άλλες ιδιαιτερότητες που μπορεί να είχαν από την δημιουργία τους, και προσπαθούν να εδραιωθούν σε παγκόσμιο επίπεδο, δίνοντας έτσι και στο εξαγόμενο προϊόν τους (από το θέαμα στα γήπεδα μέχρι τα διαφημιστικά τους προϊόντα και τα υπέρογκα συμβόλαια παικτών) απεύθυνση σε ευρύτερες αγορές. Αυτό γίνεται τόσο με τα επιμέρους τουρνουά που διοργανώνουν σε περιοχές που δεν έχουν παράδοση στο ποδόσφαιρο (κατά βάση στην ΝΑ Ασία και στις ΗΠΑ), αλλά και με την δημιουργία αθλητικών εγκαταστάσεων και ακαδημιών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Όλη αυτή η εντεινόμενη εμπλοκή ομάδων, κερκίδας και θεάματος με στενούς επιχειρηματικούς κύκλους και ιδιωτικοοικονομικά συμφέροντα, εν τέλει οδήγησε και σε τεράστια οικονομικά και πολιτικά σκάνδαλα. Από το Totonero (1980) και το σκάνδαλο Κοσκωτά μέχρι τις τελευταίες εξελίξεις στην υπόθεση της ΕΠΟ, τα παραδείγματα διαπλοκής είναι αμέτρητα. Αυτό φυσικά έχει οδηγήσει σε μια πιο αποξενωμένη στάση των οπαδών από τις ομάδες και στην απομάκρυνση του κόσμου από τις κερκίδες, αν και η ίδια η ποδοσφαιρική βιομηχανία καλά κρατεί.
Τελικά, μπορούμε να πούμε πως σε όλες τις φάσεις του το ποδόσφαιρο είναι μια πραγματική κοινωνική εκδήλωση (soccer ceremony). Ανά τις χώρες και τους τόπους που αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε, απέκτησε και ιδιαιτερότητες στενά συνυφασμένες με την ίδια την συλλογική συνείδηση της κοινωνίας αυτής. Αν και πλέον φαίνεται να «παγκοσμιοποιείται» σαν μια πολιτισμική βιομηχανία υπό μια έννοια, ακόμα και το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως ο βασιλιάς των σπορ είναι γεμάτος κοινωνικές αντιφάσεις.
Ποδόσφαιρο και μάζες
Σε διάφορα στιγμιότυπα της ιστορίας, η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου προκαλεί την αντίδραση του λαού με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια σε μεγάλα αθλητικά γεγονότα (Ολυμπιακούς αγώνες, Παγκόσμια κύπελλα κ.λπ.). Προσεγγίζοντας τις μαζικές αυτές αντιδράσεις, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα με βασικότερο όλων το απλό «γιατί ο λαός αντιδρά;». Υπάρχουν άραγε πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετούνται από τους αγώνες ώστε να δικαιολογούν τη βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων; Μήπως τα αθλητικά αυτά γεγονότα έρχονται περισσότερο να πλήξουν τον απλό λαό παρά να του προσφέρουν κάτι; Και τελικά ποιοι είναι οι λόγοι που φέρνουν πλήθος νεκρών διαδηλωτών εδώ και αρκετά χρόνια (Ολυμπιακοί αγώνες Μεξικό 1968, Παγκόσμιο κύπελλο Βραζιλίας 2014 κ.ά.) αλλά τα κράτη συνεχίζουν να δρουν με τις ίδιες πρακτικές;
«Η αρχή του τέλους»
Κόμβο για την εξέλιξη του ποδοσφαίρου στην σημερινή του εικόνα αποτέλεσαν τα καθεστώτα δικτατορίας. Κάθε δικτατορικό καθεστώς ανά τον κόσμο έχοντας αντιληφθεί τη σημασία του ποδοσφαίρου για τον λαό έθεσε συγκεκριμένο σχέδιο για την ανάδειξη του με σκοπό την καθημερινή «ύπνωση» του κόσμου καθώς και την εξαφάνιση των αντιδραστικών φωνών. Από την Ιταλία του Μουσολίνι ως την Ελλάδα του Παπαδόπουλου παρατηρούνται αντίστοιχες κινήσεις, συγχωνεύσεις ποδοσφαιρικών σωματείων για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, υποβιβασμός άλλων και διάλυση τους λόγω των πολιτικών τοποθετήσεων τους και διοίκηση τους από άτομα της κυβέρνησης.
Έτσι λοιπόν το ποδόσφαιρο που αποτελούσε το άθλημα του λαού έφτασε σε σημείο να μετατραπεί σε μέσω πολιτικής προπαγάνδας. Παρά τις αντιδράσεις από διάφορους συλλόγους οι κυβερνήσεις πέτυχαν τον σκοπό τους: κατέστρεψαν τον ρόλο και την σημασία του ποδοσφαίρου και δημιούργησαν ομάδες-υποχείρια που περνούσαν το μήνυμα που «έπρεπε». Στην Ελλάδα πιο συγκεκριμένα τα χρόνια της Χούντας ο χάρτης του ποδοσφαίρου άλλαξε ριζικά, έγινε διαχωρισμός του επαγγελματικού από το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο και ορισμένες ομάδες απέκτησαν δύναμη και άρχισαν να γράφουν ιστορία. Με το πέρας της δικτατορίας ορισμένοι σύλλογοι που είχαν διαλυθεί έκαναν προσπάθειες να επαναφέρουν το ποδόσφαιρο στο επίπεδο που ήταν, αλλά αποδείχθηκε ότι είχε δεχθεί την αλλαγή προς το χειρότερο.
Αυτή η αλλαγή προς το χειρότερο κάνει συνεχώς άλματα και έτσι φτάνουμε στο σήμερα και την νεότερη εποχή του ποδοσφαίρου που υποβαθμίζεται μέρα με την μέρα. Όμως αφού δεν έχουμε κάποιο δικτατορικό καθεστώς πως βρίσκει θέση στον χώρο του ποδοσφαίρου η πολιτική και οι επιρροές της; Πως μπορούν να καθοριστούν οι πολιτικές πεποιθήσεις του κόσμου από τις πολιτικές επιρροές της ομάδας που υποστηρίζουν; Και τελικά πόσο μεγάλο «κακό» προκαλεί ο συσχετισμός του ποδοσφαίρου με την πολιτική;
Φτάνοντας λοιπόν στην σύγχρονη εποχή του αθλήματος συνεχίζουν να διοικούνται ομάδες από πολιτικούς ηγέτες χωρών (π.χ. Μίλαν - Μπερλουσκόνι), οι ίδιοι οι αθλητές να ακολουθούν τον δρόμο της πολιτικής αλλά και οπαδοί ομάδων να εκφράζουν ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση. Εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι ηγέτες όπως Μουσολίνι κατανόησαν γρήγορα πως αμέσως τρόπος για να κυριαρχήσεις στις μάζες είναι να ελέγχεις την καθημερινότητα τους και ποια είναι καλύτερη ευκαιρία από το ποδόσφαιρο που όχι μόνο αποτελεί καθημερινότητα αλλά παθιάζει και το πλήθος;
Είναι εύκολα κατανοητό ότι κατάσταση που επικρατεί στις κερκίδες, από έναν αγώνα ερασιτεχνικής κατηγορίας μέχρι και έναν αγώνα επαγγελματικού επιπέδου, επηρεάζει τους οπαδούς, τους παρασύρει στον ρυθμό και την ένταση του αγώνα και τους φτάνει σε σημείο να ξεπερνούν τα όρια τους ορισμένες φορές. Έτσι λοιπόν όταν γεννιούνται πολιτικές απόψεις στον λόγο των οπαδών και στα συνθήματα τους (από συγκεκριμένες προσωπικότητες που επιδιώκουν να επηρεάσουν την μάζα), το πλήθος της κερκίδας δημιουργεί εγκεφαλικές τοποθετήσεις τις οποίες εκφράζει και εξώστρεφα ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο τα πιστεύω και τα θέλω που τους έχουν δημιουργήσει άλλοι. Ένα σημαντικό κομμάτι σε όλο αυτό το ζήτημα είναι σε τι μεγάλο βαθμό μπορεί με αυτόν τον τρόπο να επηρεαστεί η νεολαία, τα άτομα τα οποία γίνονται από μικρή ηλικία μέρος μια κερκίδας και δέχονται άρρηκτα τον λόγο και τα πιστεύω των «μεγάλων» οπαδών που συναντούν στις κερκίδες και τι επιπτώσεις μπορεί να έχει αυτό για την ζωή τους ειδικά από την στιγμή που οι πολιτικές αυτές απόψεις που εκφράζονται θα ταυτίζονται κατά βάση με την ακροδεξιά.
Βλέποντας την πορεία του αθλήματος ανά τα χρόνια φτάνουμε στο σήμερα, όπου αθλητές και ομάδες ταυτίζονται με πολιτικές πεποιθήσεις, που οδήγησε τον αθλητισμό, το ποδόσφαιρο και τις μάζες όλο αυτό; Πως η κατάσταση αυτή όμως έχει καταφέρει να επηρεάσει την αύξηση της ακροδεξιάς τάσης; Πως είναι δυνατόν με τα χρόνια η πλειοψηφία των οπαδών να εκφράζουν την ίδια πολιτική άποψη;
Έτσι μεταβαίνουμε στην εποχή όπου στα γήπεδα βρίσκουν χώρο πανό και συνθήματα εθνικιστικού και ναζιστικού περιεχομένου σε αγώνες συλλόγων (Ολυμπιακός – Οσμάβλισμπορ, 2017) ή εθνικών ομάδων (Ελλάδα – Βοσνία, 2017). Σοβαρό πρόβλημα είναι επίσης η ταύτιση ποδοσφαιρικών ινδαλμάτων με πολιτικές απόψεις. Τι αποτέλεσμα θα μπορούσε να έχει η ανοιχτή πολιτική στήριξη από ένα είδωλο για τους οπαδούς; Μήπως τα αθλητικά επηρεάζουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ότι νομίζουμε τα εκλογικά αποτελέσματα; Χαρακτηριστικό παράδειγμα βλέπουμε να αποτελεί η εκλογή του ακροδεξιού ηγέτη Μπολσονάρο στην Βραζιλία ο οποίος δέχθηκε την στήριξη από μεγάλες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες όπως ο Ροναλντίνιο, ο Κακά και ο Ριβάλντο. Πως επηρέασαν λοιπόν αυτοί οι ποδοσφαιριστές τα άτομα τα οποία τους αντιμετωπίζουν ως «θεούς»; Μήπως έφτασε η ώρα να αφυπνίσουμε την συνείδηση των μαζών; Μήπως πρέπει να τερματίσουμε αυτήν την ατέρμονη πολιτική προπαγάνδα στον χώρο του αθλητισμού; Η ώρα για αυτήν την αλλαγή είναι τώρα και εμείς πρέπει να είμαστε αυτοί που θα αρχίσουμε αυτόν τον αγώνα, ενάντια σε πολιτικά μεγαθήρια στον χώρο του ποδοσφαίρου, ενάντια σε πολιτικά συμφέροντα που εξυπηρετούν ώστε να δώσουμε εκ νέου νόημα στο ποδόσφαιρο και να αποτελέσει χώρο έκφρασης του λαού.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ