Το επερχόμενο δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. φέρνει εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο μια σειρά αντιφάσεις. Πώς γίνεται σε μια χώρα με τόσο μεγάλη παράδοση στο εργατικό κίνημα κι ενώ στο τιμόνι του Εργατικού Κόμματος πρόσφατα εξελέγη ο «αριστερότερος» αρχηγός των τελευταίων δεκαετιών, ο δημόσιος διάλογος να είναι μετατοπισμένος τόσο δεξιά; Πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν σε ένα τέτοιο ερώτημα οι εσωτερικές αντιφάσεις και οι αντιθέσεις των χωρών που συναποτελούν το Ηνωμένο Βασίλειο, οι οποίες μάλιστα είναι ιδιαίτερα οξυμένες μετά το πρόσφατο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία της Σκωτίας; Και τελικά, τι μπορεί να σημαίνει για τους εργαζόμενους μιας χώρας του σκληρού ιμπεριαλιστικού πυρήνα ένα δημοψήφισμα για τη θέση της χώρας αυτής σε έναν σκληρό ιμπεριαλιστικό μηχανισμό;
Η τηλεοπτική συζήτηση - παρουσίαση των δύο εκστρατειών, με τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον του Συντηρητικού Κόμματος στην πλευρά του «Remain» και τον αρχηγό του ακροδεξιού Κόμματος Ανεξαρτησίας (UKIP) Νάιτζελ Φάρατζ στην πλευρά του «Leave», αποτύπωσε ανάγλυφα το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να βρεθεί κάποιος αναλογιζόμενος τα επιχειρήματα των δύο πλευρών. Ο Ντέιβιντ Κάμερον, ο άνθρωπος που εξαρχής συνέδεσε το όνομά του με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα, τελικά τάσσεται υπέρ της παραμονής και επαναδιατυπώνει ως απάντηση σε όλες τις πιθανές ερωτήσεις τον φόβο για τις οικονομικές επιπτώσεις της εξόδου – λαμπρή στιγμή η έκκληση προς τη βρετανική νεολαία να σπουδάσει μαζικά στα πανεπιστήμια για να μειωθεί η εξάρτηση της χώρας από τους επιστημονικούς μετανάστες, τα ίδια βέβαια πανεπιστήμια στα οποία η κυβέρνησή του έχει αυξήσει κατακόρυφα τα δίδακτρα. Ο Φάρατζ, αρχηγός ενός κόμματος που ιδρύθηκε το 1991 με μοναδική, αρχικά, θέση την έξοδο από την Ε.Ε. και το οποίο βρέθηκε στην πρώτη θέση στις ευρωεκλογές του 2014, αναπόφευκτα επαναλαμβάνει το μότο της εθνικής ανεξαρτησίας και των κλειστών συνόρων και κουνάει μπροστά στην κάμερα το βρετανικό του διαβατήριο, επικαλούμενος την έγνοια του για τη «μέση βρετανική οικογένεια». Οι διάφορες προσπάθειες χρωματισμού των δύο ετερόκλητων εκστρατειών από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος δεν έφτασαν ποτέ στο στούντιο.
Στην πλευρά της παραμονής, η κυβέρνηση συνεπικουρείται από τη μεγάλη πλειονότητα των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Οι Εργατικοί, οι Πράσινοι, οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες αλλά και τα αριστερόστροφα κόμματα υπέρ της ανεξαρτησίας της Σκωτίας, της Ουαλίας και της Βόρειας Ιρλανδίας τάσσονται πλειοψηφικά υπέρ της παραμονής. Η θέση αυτή είναι επίσης ισχυρά πλειοψηφική στη νεολαία, στις πόλεις, στους επιστήμονες και στις μειονότητες, υπό την ηγεμονία μιας αφήγησης περί κοσμοπολιτισμού, ελεύθερης μετακίνησης και αντίθεσης στον απομονωτισμό – όχι πολύ μακριά από την πλειοψηφική αφήγηση της ευρωπαϊκής αριστεράς. Ωστόσο, σε μιντιακό τουλάχιστον επίπεδο, οι φωνές αυτές καταπνίγονται ολοκληρωτικά υπέρ μιας ρητορικής τρομοκρατίας για το αβέβαιο μέλλον εκτός Ε.Ε., που θυμίζει κάτι από το ελληνικό δημοψήφισμα του περσινού Ιουλίου. Εκθέσεις επί εκθέσεων των οικονομικών υπηρεσιών για την επερχόμενη καταστροφή, την κατάρρευση του ΑΕΠ και τη φυγή κεφαλαίων, προειδοποιήσεις οικονομολόγων: η κυβέρνηση των Συντηρητικών έχει κάνει πλήρη στροφή από την εποχή της «περήφανης» διαπραγμάτευσης με την Ε.Ε. για το νέο ειδικό καθεστώς της Βρετανίας σε μια μονοθεματική εκστρατεία βασισμένη στο δόγμα της ΤΙΝΑ, πράγμα που φυσικά δεν επικαλείται ανοιχτά – επιστροφή στις ρίζες, θα έλεγε κανείς, για το κόμμα της Μάργκαρετ Θάτσερ. Την «αριστερή» πλευρά του «Remain» δεν βοηθάει βέβαια ούτε η εικόνα αμφιθυμίας των Εργατικών. Ο Τζέρεμυ Κόρμπυν, παρά τη μέχρι πρόσφατα ανοιχτά αντι-Ε.Ε. τοποθέτησή του, δεν διαθέτει τον έλεγχο του κόμματος σε βαθμό που να μπορεί να το στρέψει σε μια τοποθέτηση υπέρ της αποχώρησης, ενώ το κατεστημένο του κόμματος, σταθερά σε τροχιά υπονόμευσης του Κόρμπυν, δεν χάνει ευκαιρία να κριτικάρει την «έλλειψη ενθουσιασμού» στη συμμετοχή στην εκστρατεία υπέρ της παραμονής.
Στην πλευρά του «Leave», το τοπίο είναι ακόμα πιο αποθαρρυντικό. Το UKIP, μειοψηφικές μερίδες των Συντηρητικών και των Εργατικών και το δεξιό, «ενωτικό» κυβερνών κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία της εκστρατείας. Με την αποχώρηση τάσσονται και τα δύο μικρότερα ακροδεξιά-φασιστικά κόμματα. Με κεντρικό σύνθημα ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο νούμερο για το κόστος της παραμονής στον κρατικό προϋπολογισμό, ισχυρίζονται ότι με την έξοδο τα χρήματα αυτά θα απελευθερωθούν για κοινωνικές παροχές – εξέλιξη που βέβαια αντίκειται στις πάγιες κατευθύνσεις των βρετανικών κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες. Η παρουσία αρκετών μικρών αριστερών και συνδικαλιστικών σχηματισμών όπως το Respect, η Συμμαχία Σοσιαλιστών και Συνδικαλιστών (TUSC), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP) αλλά και το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP), που καταβάλλουν προσπάθεια για την οργάνωση μιας διαφορετικής εκστρατείας από τα κάτω υπέρ της αποχώρησης, δύσκολα μπορεί να ανατρέψει την εικόνα της οπισθοδρομικής, ακραία ξενοφοβικής εκστρατείας που προβάλλεται από παντού και η οποία βρίσκει το κοινό της κυρίως στις μεγαλύτερες ηλικίες, τις αγροτικές περιοχές και τα χαμηλότερα στρώματα.
Άλλωστε ίσως πουθενά στην Ευρώπη δεν έχει υπάρξει τόσο απόλυτη η επί χρόνια κυριαρχία της ακροδεξιάς στον ευρωσκεπτικιστικό χώρο, με χαρακτηριστική την ανάδειξη του UKIP σε πρωταγωνιστικό παίχτη στο πολιτικό σκηνικό, ακόμα κι αν το εξαιρετικά αποτρεπτικό σε μεγάλες αλλαγές εκλογικό σύστημα των μονοεδρικών πλειοψηφικών περιφερειών το κρατάει –προς το παρόν– πολύ μακριά από οποιαδήποτε σκέψη εξουσίας. Το παζλ της αντιδραστικής συγκρότησης του μπλοκ της αποχώρησης συμπληρώνεται από την οργάνωση της εκστρατείας: τρεις διαφορετικές καμπάνιες, οι οποίες διαφοροποιούνται περισσότερο στη φρασεολογία και τη φυσιογνωμία παρά στην πολιτική ουσία, καθώς καθεμιά αποτελείται από ανθρώπους όλου του συστημικού φάσματος. Όσο για τη «διαφορετική» κομματική εκστρατεία της αντι-Ε.Ε. μειοψηφίας των Εργατικών, ονόματι «Labour Leave», έχει χρηματοδοτηθεί σχεδόν αποκλειστικά από επιχειρηματίες-υποστηρικτές των Συντηρητικών και από την κεντρική διακομματική καμπάνια «Vote Leave»…
Αν η ανεξαρτησία για τη μικρή Ουαλία είναι μάλλον φιλοσοφική άσκηση, δεν ισχύει το ίδιο για τις άλλες δύο συνιστώσες χώρες του Ηνωμεένου Βασιλείου. Τα τελευταία χρόνια, η αναβίωση του εθνικού ζητήματος στη Σκωτία, με τη ραγδαία άνοδο του κεντροαριστερού Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP), έχει στον πυρήνα της την «αναβάθμιση» της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο – η ένταξη στην Ε.Ε. δεν αμφισβητείται ούτε στο ελάχιστο. Η ήττα της ανεξαρτησίας στο δημοψήφισμα οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη συσπείρωση προς το SNP –σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις του Λονδίνου για εκτόνωση– εις βάρος των πάλαι ποτέ πανίσχυρων τοπικών Εργατικών, κόμμα που πλέον ελέγχει τις 56 από τις 59 έδρες της Σκωτίας στο κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και την τοπική κυβέρνηση, η οποία στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της καταγγέλλει την κεντρικά επιβαλλόμενη λιτότητα (αλλά όχι τον ρόλο της Ε.Ε. σε αυτή) και εφαρμόζει μια σχετικά πιο φιλολαϊκή πολιτική. Η εξαιρετικά δημοφιλής πρωθυπουργός της Σκωτίας Νίκολα Στέρτζιον είναι το «ανθρώπινο πρόσωπο» της εκστρατείας υπέρ της παραμονής σε όλη τη χώρα. Το ποσοστό υπέρ της παραμονής στη Σκωτία αναμένεται συντριπτικό και η προκύρηξη νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία με σκοπό την επανένταξη στην Ε.Ε. σε περίπτωση Brexit θεωρείται περίπου δεδομένη.
Όσο για τη Βόρεια Ιρλανδία, η ειρηνευτική διαδικασία μεταξύ «ενωτικών» (υπέρ της συνεχιζόμενης ένωσης με το Ηνωμένο Βασίλειο) και «δημοκρατικών» (υπέρ της ενιαίας Ιρλανδίας), όπως αυτή ορίζεται κατά βάση από τη συμφωνία του Μπέλφαστ του 1997, έχει συνδεθεί στη λαϊκή συνείδηση σε μεγάλο βαθμό με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Οι σκληροπυρηνικοί ενωτικοί δεξιοί του κυβερνώντος Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος (DUP), που εξαρχής εναντιώθηκαν στη συμφωνία θεωρώντας την υποχώρηση προς τους δημοκρατικούς, υποστηρίζουν την αποχώρηση στη βάση της ενίσχυσης της βρετανικής εθνικής κυριαρχίας – επί της ουσίας δηλαδή την ενίσχυση της κατασταλτικής δύναμης του βρετανικού κράτους στη Βόρεια Ιρλανδία. Όσο για το Σιν Φέιν, το ιστορικότερο κόμμα της ιρλανδικής αριστεράς εδώ και πάνω από έναν αιώνα και βασικό πυλώνα του ιρλανδικού εθνοαπελευθερωτικού αγώνα, στην πιο κραυγαλέα ίσως απόδειξη της ανεπάρκειας της αντι-Ε.Ε. αριστεράς πανευρωπαϊκά, στηρίζει την παραμονή βασισμένο τόσο στις δυνητικές οικονομικές συνέπειες της αποχώρησης όσο και στην «προσέγγιση» με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας που υποτίθεται επιτυγχάνεται μέσω της Ε.Ε. Υπόσχεται, μάλιστα, χωρίς να χρησιμοποιεί την «απαγορευμένη» λέξη «ανεξαρτησία», δημοψήφισμα για την παραμονή της Βόρειας Ιρλανδίας και μόνο στην Ε.Ε. σε περίπτωση αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου – βάζοντας έτσι βούτυρο στο ψωμί της απειλής διάλυσης της χώρας σε περίπτωση αποχώρησης, που προάγει συστηματικά η εκστρατεία του «Remain».
Σε ένα φόντο όμως που το αστικό μπλοκ εμφανίζεται βαθιά διχασμένο, πίσω από δεκάδες άλλα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, που φτάνουν από τα ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης για το «Remain» μέχρι τους Τούρκους μετανάστες που θα κατακλύσουν τη Βρετανία όταν η Τουρκία ενταχθεί στην Ε.Ε. για το «Leave», ποιο μπορεί να είναι το πραγματικό ταξικό επίδικο του δημοψηφίσματος; Η βρετανική αστική τάξη, κρατώντας στα χέρια της την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, έχει κάθε λόγο να διερωτάται για τις επιλογές της στο άμεσο μέλλον. Διατηρώντας το ανεξάρτητο νόμισμά της έχει καταφέρει να αποφύγει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις της κρίσης της ευρωζώνης, ενώ με τις εξαιρέσεις από πολυάριθμες ευρωπαϊκές συνθήκες που έχει εξασφαλίσει έχει ράψει σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα της τη σχέση της με την Ε.Ε. Η παραμονή τής δίνει αυτόματα το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά, στο πλαίσιο της οποίας διεξάγεται η πλειονότητα των βρετανικών εξωτερικών συναλλαγών, αλλά και το δικαίωμα λόγου (και ενίοτε βέτο) στις αποφάσεις των Βρυξελλών. Μια επιλογή εξόδου, παρόλο που η Βρετανία είναι σαφώς «too big to fail» για την παγκόσμια οικονομία και δεν κινδυνεύει σε καμία περίπτωση ούτε με κατάρρευση ούτε με διεθνή απομόνωση, θα οδηγούσε σε επαναδιαπραγμάτευση της τωρινής της θέσης με αβέβαιο αποτέλεσμα για τον νέο συσχετισμό δύναμης που θα διαμορφώσει.
Η βασική επιδίωξη του τμήματος της αστικής τάξης που εμφανίζεται διατεθειμένο να διακινδυνεύσει τα προνόμια της ένταξης στην Ε.Ε. είναι όντως η επανακατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου και η θέση αυξημένης ισχύος που επιδιώκει να κερδίσει μέσα από αυτή. Από τη μία, στο εξωτερικό η δυνατότητα της Βρετανίας να διαπραγματεύεται ανεξάρτητα εμπορικές συμφωνίες και διεθνείς συνθήκες θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξασφάλιση μεγαλύτερης επιρροής και ευνοϊκότερων όρων. Από την άλλη, στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, η έξοδος στη δεδομένη συγκυρία θα μπορούσε να φέρει την αστική τάξη σε ισχυρότερη θέση, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό με δεδομένη την ελληνική εμπειρία. Η πραγματικότητα είναι ότι, σε αντίθεση με την αποικιοκρατικού τύπου μεταχείριση που επιφυλάσσεται στις χώρες της περιφέρειας, οι συνθήκες της Ε.Ε. αντιπροσωπεύουν για τις χώρες του κέντρου ένα μίνιμουμ κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο μπορεί να εγγυάται σε μεγάλο βαθμό εδώ και δεκαετίες την ταξική ειρήνη εξασφαλίζοντας κάποια στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα. Η πτυχή αυτή του δημοψηφίσματος δεν είναι καθόλου κρυφή – η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων είναι η κύρια διαφοροποίηση της ρητορικής των Εργατικών και του SNP από την κεντρική γραμμή υπέρ της παραμονής. Αλλά και στο αντίπαλο στρατόπεδο, τόσο σημαντικοί επιχειρηματίες όσο και η ίδια η υπουργός Εργασίας της συντηρητικής κυβέρνησης και υπέρμαχος της αποχώρησης Πρίτι Πάτελ, από τους βασικούς εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, η οποία σε παλιότερα γραπτά της είχε καταφερθεί ευθέως εναντίον της «τεμπελιάς» των Βρετανών εργαζομένων, έχουν δηλώσει ότι η έξοδος θα επέτρεπε την απελευθέρωση της αγοράς από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς που μειώνουν την ανταγωνιστικότητα – εν ολίγοις από την υποχρέωση εξασφάλισης, ακόμη, ορισμένων εργασιακών δικαιωμάτων.
Το δημοψήφισμα αυτό είναι μια ευκαιρία να δούμε υπό διαφορετικό πρίσμα τη φύση της Ε.Ε., αλλά και τις ιδιαιτερότητες του βρετανικού κοινωνικού σχηματισμού. Η Ε.Ε. για τις χώρες του πυρήνα της δεν εκλαμβάνεται απλώς ως ένας μηχανισμός επιβολής μέτρων ή μια «οικογένεια» κρατών που παρέχει προστασία από εξωτερικούς κινδύνους. Εμφανίζεται πολύ περισσότερο σαν μια ιστορική αναγκαιότητα αλλά και βεβαιότητα, σαν μια φυσική εξέλιξη ενός εξωραϊσμένου κοινού παρελθόντος, μια υπέρβαση παρωχημένων διαχωρισμών στην πορεία προς ένα μέλλον ευημερίας και ασφάλειας. Το υλικό υπόβαθρο της έντασης της εκμετάλλευσης και του αυταρχισμού είναι επιμελώς κρυμμένο, και η ανάδειξή του, που μπορεί στην περιφέρεια να εμφανίζεται περίπου αυτονόητη, είναι πολύ δυσκολότερο έργο.
Ταυτόχρονα όμως, ποια μπορεί να είναι μια πραγματική αριστερή γραμμή σήμερα σε μια χώρα σαν τη Βρετανία; Τριάντα ένα χρόνια μετά την απεργία των μεταλλωρύχων ενάντια στην κυβέρνηση της Θάτσερ και παρά τις σποραδικές αλλά καθόλου ασήμαντες κοινωνικές εκρήξεις, με την αριστερά σε αποσύνθεση και την ολοένα και μεγαλύτερη παγίωση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, το εργατικό κίνημα αναζητά κατεύθυνση, τη στιγμή που επιμέρους εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα αλλά και η ακροδεξιά σηκώνουν κεφάλι. Η αστική τάξη ετοιμάζεται πυρετωδώς για την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος και η αναζήτηση καταφυγίου στις «φιλεργατικές» πτυχές της Ε.Ε. είναι προφανώς παραπλανητική, αποτέλεσμα ενσωμάτωσης μιας βαθιάς ήττας. Ώς έναν βαθμό, η αποτίναξη της ευρωπαϊκής επιτήρησης σίγουρα συμβάλλει στην ανάκτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων και στην επαναφορά του πεδίου διεκδίκησης από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών στο επίπεδο που τα κινήματα μπορούν να πετυχαίνουν πραγματικές νίκες· η αναζήτηση όμως μιας εναλλακτικής αφήγησης για τους εργαζόμενους αυτής της χώρας έχει ακόμη πολλά βήματα να κάνει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ